Στην εποχή του Καποδίστρια αλλά και κατά πρώτες δεκαετίες του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους, η ληστεία στην Ηλεία και ιδιαίτερα στην Πηνεία και στην περιοχή της Λαμπείας ήταν ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που ταλάνιζε επί χρόνια τον τόπο και ιδίως μετά από τις τόσες συμφορές και κακουχίες που είχε περάσει ο τόπος κατά την επανάσταση του 1821 και μετά από την σύσταση του Ελληνικού κράτους.
Ταραχοποιά στοιχεία, που είχαν συνηθίσει να ζουν στην παρανομία και σε βάρος άλλων, βγήκαν με διάφορες αιτίες και προφάσεις, ληστές στα βουνά και ιδίως στο δρυοδάσος της Κάπελης. Υπάρχουν ενδείξεις ότι αυτά τα άτομα που βγήκαν στην ληστεία την περίοδο του Καποδίστρια δεν αποκλείεται να είχαν πολιτική σκοπιμότητα με υποκινητές αντικαποδιστριακούς. Ο Ωλονός και η Κάπελη επίσης και το πυκνό δάσος της πεύκης στην Ωλένη ήσαν τα περίφημα λημέρια και τα ορμητήρια των ληστών όπως του Κατσιαβού, Γυφτογιαννάκη, Μπουζιώτη, Καπότα, Σκαρτσώρα, Πανόπουλου, και άλλων τρομερών αγνώστων ληστών, που λύμαιναν την περιοχή κατά καιρούς.
Οι ληστές αναζητούσαν την λεία τους κατά προτίμηση από ευκατάστατους κατοίκους, ταξιδιώτες, βιοτέχνες της περιοχής, ντόπιους επαναπατριζόμενους, από χατζήδες, μυλωνάδες, εμπόρους και πραματευτάδες.
Αψευδής μάρτυρας για την κατάσταση που επικρατούσε στην περιοχή της Γορτυνίας, Αχαΐας, ορεινής Ηλείας και ιδίως της Πηνείας και της Κάπελης είναι η αναφορά των δήμων, που την υπογράφουν 95 δήμαρχοι και προύχοντες, προς τον βασιλιά Όθωνα στις 30 Ιουλίου 1836 προβάλλοντες και σκιαγραφούντες «…την ζοφερή κατάσταση της περιοχής εκ της εμφωλεύουσας κακοήθειας και της ληστείας από την έλλειψη παρουσίας πολιτικών και στρατιωτικών οργάνων…». Από την τρομοκρατία οι κάτοικοι των χωριών και οι τσοπάνηδες, τους ανεχόντουσαν και τους τροφοδοτούσαν, ενώ οι καταδιωκτικές αρχές και τ’ αποσπάσματα που στέλνονταν για την εξόντωσή τους δυσκολεύονταν να τους εντοπίσουν και να τους συλλάβουν, διότι κατ’ αρχήν υπήρχαν ντόπιοι γιατάκηδες και πληροφοριοδότες, αλλά και κάτοικοι που από φόβο δεν πρόδιδαν τις θέσεις των λήσταρχων, ώστε να ξεκαθαρίσει το κεφάλαιο της ληστείας και να ησυχάσει ο τόπος.
Για την αντιμετώπιση της ληστείας ο Κυβερνήτης εξαπόλυσε την πιο κάτω εγκύκλιο, πέραν από τις όποιες άλλες είχε εκδώσει.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Ο ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Προς τους κατά την Πελοπόννησον και Στερεάς Ελλάδος Έκτακτους Εποτρόπους και προσωρινούς Διοικητάς.
Προς τούτο απαιτείται να κινηθήτε μ’ όλην την δραστικότητα, συννοούμενοι με τους συναδέλφους σας, συμβοηθούμενοι αμοιβαίως δια των υπό την οδηγίαν σας εκτελεστικών δυνάμεων, και ειδοποιούντες συγχρόνως και τους Δημογέροντας και Προκρίτους των χωρίων και Κωμοπόλεων της υπό την διοίκησιν σας Επαρχίας, οπού ηκούσθησαν ή ακοσθώσι τουούτοι κακούργοι ότι αν δεν προσπαθήσουν όσον τάχος και οι ίδιοι αυτοί συμπράττοντες μεθ’ υμών περί την σύλληψιν των κακούργων, θέλει σταλή εις τα χωρία των ασυγκρίτως πλειοτέρα εκτελεστική δύναμις και να παραμείνη εις βάρος των και προς ζημίαν των άχρις ου τους συλλάβη.
Αν δε η περίστασις το απιαιτήση, θέλετε εξέλθη και σεις οι ίδιοι επί κεφαλής των εκτελεστικών δυνάμεων προς αναζήτησιν των κακούργων, και να κατορθώσετε με κάθε τρόπον ώστε να συλληφθούν, εξ άπαντος, και να παραδοθούν εις των νόμων την αυστηρότητα.
Εις αυτήν την περίστασιν, εν ενί λόγω πρέπει να δείξετε, Κύριοι, ότι η Κυβέρνησις έχει και την θέλησιν και την δύναμιν του να διατηρήση την εσωτερικήν ασφάλειαν του κράτους ανεπηρέαστον, καταστέλλουσα την τόλμην των απονενοημένων, και διακόπτουσα προρρίζον το δεινόν.
Εν Ναυπλίω τη 17 Μαρτίου 1830 Ο Γραμματέας της Επικρατείας
Σημείωση:
Για την προσωπική τους ασφάλεια και οι ληστές χρησιμοποιούσαν διαφόρους κατοίκους για πληροφοριοδότες. Στις 3 Ιουνίου 1902 συνελήφθη στον Πύργο κάποιος ονόματι Κοτσώνης, ο οποίος πολλές φορές κυκλοφορούσε μεταμφιεσμένος στην αγορά της πόλης. Όπως αναφέρθηκε από τις τοπικές αρχές, ο Κοτσώνης ήταν ο πράκτορας του λήσταρχου Κωνσταντίνου Πανόπουλου από την Κλειτορία ή Μαζέϊκα Καλαβρύτων που λύμαινε την Βόρεια Πελοπόννησο και ιδίως τις περιοχές της Λαμπείας, Πηνείας και Τριταίας.