Πατήστε πάνω στη φωτογραφία για να δείτε το βίντεο
Από την γης βγαίνει νερό
κι’ από την ελιά το λάδι
κι’ από την μάνα την καλή
βγαίνει το παλικάρι….
Σε κανενός άλλου Έθνους την δημοτική ποίηση, η μάνα δεν έχει την εξαιρετική και τιμητική θέση, που της αποδίδει το γνήσιο Ελληνικό δημοτικό τραγούδι. Η ελληνική φυλή, με τις αθάνατες παραδόσεις της, έχει ανεβάσει την μάνα στο ψηλότερο ηθικό βάθρο, που μπορεί να στηθεί μέσα στην οικογένεια και μέσα στην κοινωνία, κάτω από τον ουρανό της πατρίδας και της θρησκείας μας. Και το ελληνικό δημοτικό τραγούδι, βλέπει από παντού ολόγυρα το ηθικό αυτό βάθρο της μάνας και το στολίζει όμορφα με τα αβίαστα, με τα απέριττα και με τα μοναδικά στολίδια του στίχου του.
Στο ελληνικό δημοτικό τραγούδι, ο πόλος προς τον οποίο στρέφεται καθαρά η αισθηματική μαγνητική βελόνα, είναι η μάνα. Στον πόλεμο, στον ξενιτεμό, στον έρωτα, στον γάμο, στην γέννηση, στον θάνατο, σε κάθε εκδήλωση μικρή ή μεγάλη και τυχαία ή περιστασιακή, ή σοβαρή περίσταση της ζωής, άξιας να τραγουδηθεί, ο ανώνυμος τραγουδοποιός και τραγουδιστής, ποτέ δεν χάνει την μάνα από τα μάτια της ψυχής του.
Ο τραγουδιστής πάντα αναζητεί την μάνα και αποδίδει τον τόνο που της ταιριάζει, ανάλογα με τον παλμό και το χρώμα, που χρειάζεται για να συγκινήσει άμεσα, βαθιά και συγκλονιστικά τον ακροατή του.
Όταν ο εκάστοτε τραγουδιστής θέλει να εκφράσει τον ανώτερο βαθμό θαυμασμού, την μάνα θυμάται.
Ο ερωτευμένος με την Λάμια γιος της χήρας στέκει και την ρωτάει:
«….βρίσκει μια κόρη ρόδινη
ξανθιά και μαυρομάτα
με τα μαλλιά της ξέπλεγα
στο δάκρυ φορτωμένη.
Στέκει και την θιαμαίνεται
στέκει και την ρωτάει:
-Κόρη μου, ποιος σε γέννησε
ποια μάνα σε έχει κάνει;
-Κ’ εμένα μάνα μ’ έκανε
μάνα σαν την δική σου!»
***
Και όταν πάλι ο κλέφτης του βουνού θέλει να ημερέψει το ύφος του, θέλει να γλυκάνει έστω και για λίγο την φωνή του, θυμάται στο λημέρι του την μάνα του και σαν την μανούλα γλυκορωτάει τα δένδρα του δάσους:
«Με γέλασε μια χαραυγή, τ’ αστρί και το φεγγάρι
και βγήκα νύχτα στα βουνά, νύχτα στα κορφοβούνια.
Ακώ τα δένδρα και βογκούν και τις οξιές να τρίζουν
…………………………………………………………………………………………….
Έκατσα και τα ρώτησα γλυκά σαν την μανούλα:
Τ’ έχετε οξιές και χλίβεστε, λημέρια και βογκάτε….»
Όταν στα γιορτοήμερα τραγουδάνε τα κάλαντα και θέλουν να κολακεύσουνε την σπιτονοικοκυρά με την χορδή της μητρικής στοργής χαϊδεύουν το μητρικό καμάρι και προσπαθούν να διαρρυθμίσουν:
«Μάνα, τη θυγατέρα σου τη μικροκανακάρα
την έλουζες, τη χτένιζες στα σύγνεφα την κρύβεις.
Και σάλεψαν τα σύγνεφα και φάνηκεν η κόρη
φανήκαν τα σγουρά μαλλιά, τ’ αρχοντικά πλεξίδια».
***
Και στον υπέρτατο βαθμό του πόνου, το κορύφωμα κάθε πόνου, όταν θέλει να παραστήσει η λαϊκή μούσα, την μάνα παίρνει πάντοτε σύμβολο. Ο σπαρακτικότερος ζωντανός χωρισμός είναι όταν:
«….Χωρίζει η μάνα το παιδί
και το παιδί την μάνα….»
***
Ενώ ο σπαρακτικότερος θρήνος είναι όταν:
«….κλαίνε οι μάνες για παιδιά
και τα παιδιά για μάνες…»
***
Ο θάνατος γίνεται στυγνότατος όταν:
«Αρνιέται η μάνα το παιδί
και το παιδί την μάνα».
***
«Ν΄ αναστενάξω μάνα δεν μ’ ακούς
να κλάψω δεν με βλέπεις
να στείλω γράμμα για να ‘ρθείς, τα έξοδα δεν έχω.
Κλάψε με μάνα κλάψε την νύκτα με φεγγάρι
και την αυγή με την δροσιά….»
***
Δεν υπάρχει πιο μεγάλο κακό από το να θάβουν οι γονείς τα παιδιά. Το
απόλυτο αυτό κακό μάς δηλώνει και το επόμενο μοιρολόι:
Εσύ, παιδί μου, εκίνησες να πας στον Κάτου κόσμο,
κι’ αφήνεις τη μανούλα σου πικρή, χαροκαμένη.
Παιδάκι μου, τον πόνο σου πού να τον απιθώσω,
που κι’ αν τον ρίξω τρίστρατα, τον παίρνουν οι διαβάτες,
κι’ αν τον αφήσω στα κλαριά, τον παίρνουν τα πουλάκια.
Πού να βαλθούν τα δάκρυα μου για τον ξεχωρισμό σου;
Αν πέσουνε στη μαύρη γης, χορτάρι δεν φυτρώνει,
αν πέσουνε στον ποταμό, ο ποταμός θα στύψη,
αν πέσουνε στη θάλασσα, πνίγονται τα καράβια,
κι αν τα σφαλίσω στην καρδία, γρήγορα σ’ ανταμώνω.
***
Η μάνα, που στην προκειμένη περίπτωση χαρακτηρίζει τον εαυτό της ως χαροκαμένη, οδύρεται και λέει ότι ο πόνος της είναι αβάσταχτος και τα δάκρυά της άπειρα. Ο πόνος της μάνας είναι τόσο μεγάλος, που αν δεν καταφέρει να τον ξεπεράσει θα πάει και αυτή γρήγορα κοντά του, δηλαδή θα πεθάνει και αυτή.
Παιδάκι μου, τον πόνο σου πού να τον απιθώσω,
(Της μάνας)
Η μητέρα δεν έχει πού να βάλει τον πόνο της και ο χωρισμένος δεν έχει σε ποιον να τον πει. Η μητέρα, όπου και να τον ακουμπήσει, είτε είναι ποτάμι είτε είναι θάλασσα, δεν μπορούν να τον αντέξουν. Ο χωρισμένος, από την άλλη, όπου και να τον πει, είτε στο βουνό είτε στη βρύση, δεν θα αντέξουν να τον ακούσουν.
Στα κλέφτικα τραγούδια η μάνα παίρνει κάποιο ιδιαίτερο μεγαλείο. Χαίρεται και κλαίει μαζί για τους πολεμικούς κινδύνους του παιδιού της.
«Του Ανδρούτσου η μάνα χαίρεται
του Ανδρούτσου η μάνα κλαίει.
Έχει τους γιους αρματολούς
τους γιους καπεταναίους….»
***
Ο κλέφτης την ώρα του μεγάλου πολεμικού του θριάμβου θυμάται περήφανα την μάνα του, κι’ αυτό του γεμίζει τα στήθη ικανοποίηση:
«….Να ’σουνα πετροπέρδικα
στα πλάγια του Πετρίλου.
Ν’ αγνάντευες πως πολεμούν
οι κλέφτες με τους Τούρκους.
Ν’ αγνάντευες το γιόκα σου
μπροστά στα παλικάρια…
ομπρός ξεστρώνει την Τουρκιά
με το σπαθί στο χέρι
κι’ απ’ τη φωνή του την ψιλή
αχολογάει ο τόπος….»
***
Ο Λιάκος την ώρα που ξεψυχάει λαβωμένος «αηδονολαλεί» και λέει στα παλικάρια του να του πάρουν το κεφάλι του, να μην το κόψουν οι Τούρκοι και το πάνε στον πασά.
«….το ιδούν οι εχθροί και χαίρουνται
οι φίλοι και λυπούνται.
Το ιδεί κι η μανούλα του
κι απ’ τον καημό πεθάνει!»
***
Ο Σωτήρχαινας ενώ σέρνεται σιδηροδέσμιος καλεί την μάνα του να τον καμαρώσει:
«Έβγα μανούλα μου να με ιδείς και να με καμαρώσεις
πως με τραβάει η Αρβανιτιά στα σίδερα δεμένο.
Πάνε να με κρεμάσουνε στης Αίγινας τα δέντρα….»
***
Οι σκληροί πολεμιστές του καρυοφυλιού, στην θύμηση της μάνας τρυφεραίνουν, μαλακώνουν, πονούν και κυριεύονται από την ανθρώπινη αισθηματική αδυναμία.
«Μάνα σου λέγω δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω.
Θα πάρω το ντουφέκι μου, να πα’ να γίνω κλέφτης….»
***
«….Πουρνό φιλεί την μάνα του, πουρνό ξεπροβοδιέται.
Γεια σας βουνά με τους γκρεμούς, λαγκάδια με τις πάχνες….»
***
«Του Κίτσου η μάνα κάθεται στην άκρη το ποτάμι
με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε….»
***
«….Πού σαι μανούλα, πρόφτασε, πιάσε μου το κεφάλι,
και δέστο μου σφικτά -σφικτά για να μοιρολογήσω.
Και ποιο να κλάψω από τους δυο; Ποιανού να πω τις χάρες;
Να κλάψω για τον Κωνσταντή, ή για τον Νικολάκη;….»
***
«…Και να μην μπήτε στο χωριό με ήλιο με φεγγάρι,
ντουφέκια να μην ρίξετε, τραγούδια να μην πείτε,
και σας ακούσει η μάνα μου, κι’ η δόλια η αδερφή μου…»
***
Η μεγαλύτερη συμφορά για την μάνα τα χρόνια της τουρκοκρατίας ήτανε το παιδομάζωμα ντεβσιρμέ (devsirme). Οι Τούρκοι ορίζανε πόσα παιδιά θα πάρουν από κάθε χωριό για το παιδομάζωμα. Έτσι, για το Χρυσοβίτσι Μαντινείας όρισαν πως θα πάρουνε εννιά παιδιά. Μια χήρα είχε εννιά παιδιά και τα εννιά αρσενικά. Όταν ήρθε λοιπόν ο Τάταρης, του δείξανε το σπίτι της χήρας για να πάρει τα δικά της παιδιά, με το σκεπτικό εκεί που θα κλαίνε εννιά μανάδες, ας κλαίει μία. Εκείνη από το σικλέτι της πέθανε, μα πριν πεθάνει καταράστηκε το χωριό να μην προκόψει.
Ακούστε το τραγούδι "Σούρνει ο τάταρης" από τη Δόμνα Σαμίου
Σούρνει ο τάταρης, εννιά αδέρφια δεμένα μ’ ένα άλυσο,
μπιρμπιλομάτα μου, με ένα άλυσο σε κλαίνε τα μάτια μου
μ’ ένα άλυσο εννιά αδέλφια δεμένα.
Πάει και η μάνα τους κοντά παρακαλώντας.
-Αφέντη Τάταρη μπιρμπιλομάτα μου σε κλαίνε τα μάτια μου,
αφέντη τάταρη, αφέντη των παιδιών
για χάρισε και με μπιρμπιλομάτα μου σε κλαίνε τα μάτια μου
για χάρισέ και με, ένα από τα παιδιά μου.
Το μικρότερο σε κλαίνε τα μάτια μου,
το μικρότερο που είναι γραμματισμένο,
που ξέρει γράμματα, διαβάζει το ψαλτήρι
για χάρισε και με μπιρμπιλομάτα μου σε κλαίνε τα μάτια μου.
***
Στα τραγούδια του ξενιτεμού, η μάνα είναι η ενσάρκωση του καημού και του πόνου.
«Όλες οι μάνες τα παιδιά, όλες ευχές τους δίνουν,
και μια μάνα, κακή μάνα, το γιο της καταριέται.
Διώξε με μάνα διώξε με, με ξύλα με λιθάρια….»
***
Σε όλα τα οικογενειακά τραγούδια, η έγνοια της μάνας για τα παιδιά της είναι άγρυπνη, το προαίσθημά της είναι αλάθητο, η συμβουλή της είναι ορθή και σωστική.
«Σαν κίνησε ο νιούτσικος να πάει να αρραβωνιάσει
ούτε το ρούχο του έβαλε, ούτε ζουνάρι εζώστη.
Κι’ η μάνα του, του φώναξε, κι’ η μάνα του, του λέει:
Γύρισε, πάρ’ το ρούχο σου, ζώσου και το ζωνάρι
και σύρε ν’ αρραβωνιαστείς παπά την θυγατέρα….»
***
«Άντε ν’ εκεί πέρα κι αντίπερα, πέρα στα πέντε αλώνια,
μωρή κοντοπλεγμένη κόρη αρραβωνιασμένη.
Ν’ εκεί λιχνίζουν δώδεκα, λιχνίζουν δεκαπέντε.
Άιντε κόρη ξανθή ξεσκυβάλαγε με τη χρυσή τη βέργα.
Κι η μάνα της την έλεγε κι η μάνα της τη λέει:
-Φεύγα κόρη απ’ τον κουρνιαχτό, μη σε μαυρίσ’ ο ήλιος.
-Ν’ εγώ τον ήλιο αγαπώ τον κουρνιαχτό ζηλεύω
κι αυτόν τον πρώτο λιχνιστή τον έχω πρώτο φίλο».
***
Στα δημοτικά τραγούδια που έχουν θέμα τους τον γάμο, η μάνα πάντοτε παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο καθ’ όλη την εκδήλωση.
«Σα μήλο κόκκινο που είναι στην μηλιά, το παραγινωμένο
έτσ’ είναι και το ανύπαντρο σαν έρχεται ο καιρός του.
Λόγια λέγει της μάνας του, λόγια της αδερφής του:
-Μάνα, στη μέση δεν χωρώ, στην άκρη δεν κοιμούμαι.
Στρώσε μου ή έξω στην αυλή ή έξω στο περιβόλι
να πέφτουν τ’ άνθη επάνω μου, τα μήλα στην ποδιά μου
να πέφτει της αμυγδαλιάς το πικραμύγδαλό της….»
***
Άλλοτε το κορίτσι γίνεται απαιτητικότερο:
- Σου είπα μάνα πάντρεψέ με, σπιτονοικοκύρεψέ με
και στα ξένα μη με δώσεις, γιατί θα το μετανιώσεις.
Τι στα ξένα κι αν αρρωστήσω, τίνος μάνα να μιλήσω.
***
Η νύφη το Σάββατο στο τραπέζι όταν επρόκειτο να παντρευτεί στα μακρινά παραπονιέται πιο πολύ από όλους.
«Αφήνω γεια στον μαχαλά
και γεια στους εδικούς μου.
Αφήνω και στην μάνα μου
τρία γυαλιά φαρμάκι.
Το ένα να πίνει το ταχύ
τ’ άλλο το μεσημέρι
το τρίτο το πικρότερο
τις ‘πίσημες ημέρες!»
***
Κι’ όταν η κόρη τύχη να κακοπεράσει, την μάνα της κατηγορεί:
«Μάνα, με κακοπάντρεψες
και μ’ έδωσες στους κάμπους.
Κ’ εγώ στους κάμπους δεν βαστώ
ζεστό νερό δεν πίνω
θα μαραθούν τα χείλη μου
θα κιτρινοφυλιάσουν!»
***
«Μάννα, με μικροπάντρεψες,
χωρίς να με ρωτήσεις,
σε γέρο άντρα μ’ έδωσες
για να με τυραγνήσεις.
Με φόρτωσες, μανούλα μου,
σε τσίλικη φοράδα,
δυο-τρία τα χαλκώματα
και μια παλιαπλάδα.
Περνάνε οι γειτόνισσες
όλες με τους λεβέντες
για με οι κουτσομπόλισσες
λένε πολλές κουβέντες….»
***
Η νύφη, προτού να φύγει από το σπίτι της για την εκκλησία, έλεγε το παραπονιάρικο τραγούδι:
«Μωρέ, θα φύγω μάνα και μην κλαις και μην παραπονιέσαι
θα φύγω μάνα μακριά, αλλού θα πά να ζήσω.
Μείνε με τα άλλα σου παιδιά και μένα ξέχασέ με.
Εμένα το είχε η τύχη μου, μακριά να παντρευτώ….»
***
«Η μάνα μου με δέρνει καλέ μου και πονώ
με δέρνει με μαλώνει τα βράδια που γυρνώ.
Και το παράπονό μου σε σένα θα το ειπώ
η μάνα μου με δέρνει, γιατί σ’ αγαπώ….»
***
«Με βλέπεις, μάνα και γελώ και λες δεν έχω ντέρτι.
Το ντέρτι το χω στην καρδιά, το βάσανο στα χείλη….»
***
Μα και στην μάνα έχει πάλι την ελπίδα της κι’ όλη την απαντοχή της «Η ΚΥΡΑ ΡΗΝΗ ΤΟΥ ΣΚΛΗΡΟΥ», του Δούκα η θυγατέρα, που πήρε τόσα και τόσα προικιά και απανωδοσίματα:
«….Τις δίνει ο πατέρας της καράβι αρματωμένο,
της δίνουν και τ’ αδέρφια της αμάξι φορτωμένο
και τα κρυφά της μάνας της, λογαριασμούς δεν έχουν!...»
***
Ενώ όταν η κόρη δυστύχησε, αμέσως ο νους της πήγε στην μάνα της:
«….Θέλω να πάου στην μάνα μου
να πάου στα γονικά μου….»
***
«Πες μου ποια μάνα ποια μαντζουράνα, ποια μαντζουράνα
πες μου ποια μάνα σ’ έκανε και σ’ έστειλε σε μένανε….»
***
Στο γνωστότατο τραγούδι του «Νεκρού Αδερφού», που συγκλονίζει φρικιαστικά την ψυχή, εκφράζεται επιβλητικότατα το μεγαλείο του μητρικού πόνου.
«Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη,
την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη,
την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε!
Στα σκοτεινά την έλουζε, στ' άφεγγα τη χτενίζει,
στ' άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.
Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει.
-Μάνα μου, κι ας τη δώσομε την Αρετή στα ξένα,
στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,
αν πάμ' εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε.
-Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, μ' άσκημα απιλογήθης.
Κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτει, γιε μου, αρρώστια,
κι αν τύχει πίκρα γη χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;
-Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια,
αν τύχει πίκρα γη χαρά, εγώ να σου τη φέρω…..
….Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.
-Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου φύγε,
κι αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω,
κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.
-Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκιά μου μάνα.
-Ποιος είν' αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα;
-Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου.
Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο».
***
Στα ερωτικά δημοτικά τραγούδια ξαφνίζει ίσως η πανταχού παρουσία της μάνας. Τίποτα δεν της ξεφεύγει τίποτα, όλα τα παρακολουθεί, όλα τα μαντεύει, ποτέ δεν γελιέται το μάτι της. Άλλοτε δε ρωτάει αυστηρά την ξένη κόρη:
«….Κόρη μου ποιος σου το ’δωσε
του γιου μου το γαϊτάνι;….»
***
Άλλοτε πονηρά παρατηρεί την δική της κόρη:
«….δεν είναι στραβοπάτημα
μον’ είναι αντρός αγκάλιασμα!….»
***
Μα τις πιο πολλές φορές, κι’ αυτό είναι που χαρακτηρίζει ωραία τα ήθη μας- τα ίδια τα παιδιά εμπιστεύονται και εξομολογούνται μόνα τους στη μάνα τον ερωτικό πόνο ή τα ερωτικά πειράγματα. Αυτό φανερώνει με το ωραιότερο τρόπο πόσο ιερή εμπιστοσύνη έχουνε τα παιδιά στην μάνα και πόσο αγνό είναι το ερωτικό τους αίσθημα.
«Μάνα σγουρός βασιλικός
πλατύφυλλος και δροσερός….»
***
«Μάνα στο περιβόλι μας
και στις αμυγδαλιές μας….»
***
«Μάνα καράβια τέσσερα
Βαρκούλες δέκα πέντε….»
***
«….Κόρη μου ποια μάνα σ’ έκαμε
τι μάνα σ’ έχει κάνει….»
***
«Σύρε να ειπείς της μάνας σου να μην με καταριέται.
Τι θα την κάμω πεθερά, τι θα την κάμω μάνα….»
***
«Μάνα, λούζε με, μάνα μου, χτένιζέ με,
μάνα στο σχολειό, μάνα μου μην με πέψεις….»
***
Στο τραγούδι της «Απολησμονημένης», ο αποτραβηγμένος εραστής παραπονιέται χαριτωμένα πως η κόρη τα μαρτυράει όλα της μάνας της κι’ αυτό είναι ένας λόγος που την παράτησε.
«Αν της μιλήσω, κλαίει μου,
κι’ αν της ειπώ θυμώνει.
Κι αν τηνε κάνω τίποτε
της μάνας της τα λέει».
***
Στο τραγούδι της κουμπάρας που έγινε νύφη, η κόρη απαντά στην πρόταση του γαμπρού:
«….Πάω να το ειπώ της μάνας μου
κι ότι μου ’πεί θα κάμω….»
***
Αρκετά τραγούδια δηλοποιούν την άμεση ανάμειξη της μάνας:
«-Σήκω Διαμάντω, να πας για ξύλα
-Δεν μπορώ μάνα δεν μπορώ,
σύρε να φέρεις τον γιατρό….»
***
«-Γιε μου δεν πας στην εκκλησιά, δεν πας να μεταλάβεις;
-Μάνα, δε πα στην εκκλησιά, δε πα να μεταλάβω.
Μάνα, εγώ κολάστηκα στον πόλεμο που πήγα….»
***
Η κόρη παροτρύνει την μάνα της να πάει για προξενιό.
«Σύρε μάνα, πες του Γιάννη
θα με πάρει τι θα κάνει;
-Δεν σε παίρνει, δεν σε θέλει
Τούλα μου, σε κοροϊδεύει….»
***
Ο έντονος ρατσισμός, οδηγεί την μάνα του γαμπρού, στο αποτρόπαιο έγκλημα, προκειμένου να μην παντρευτεί ο γιος της προσφυγούλα.
Το τραγούδι τραγουδιέται στους γάμους, όταν θέλουν να διαμηνύσουν στην νύφη, την ύπαρξη της κακής πεθεράς.
«Ομορφονιός, παντρεύεται και παίρνει προσφυγούλα μαυρομάτα μου σε κλαίν’ τα μάτια μου.
Και η μάνα του, σαν τ’ άκουσε πολύ της βαρυφάνη, προσφυγούλα, σε κλαίν’ τα μάτια μου.
Πιάνει δυο φίδια ζωντανά στο μάγειρα τα δίνει, προσφυγούλα, σε κλαίν’ τα μάτια μου.
Έλα, νύφη, έλα, να φας ψωμί, ψαράκια στο τηγάνι, προσφυγούλα, σε κλαίν’ τα μάτια μου….»
***
Αρκετές φορές, παρόλο που οι γυναίκες μετά τα ’πιστρόφια, δεν ήθελαν να επιστρέψουν στο σπίτι του γαμπρού, για διαφόρους λόγους, οι γονείς της και τα αδέρφια της, τις πίεζαν και τις έστελναν πίσω στο σπίτι του γαμπρού δια της βίας. Το επόμενο τραγούδι το έλεγε η νύφη, εκφράζοντας τον πόνο του διωγμένου παιδιού από το πατρικό σπίτι. Σ’ αυτό τον διωγμό ο λαός μας, είδε την «διάρρηξη» των πατρικών δεσμών της οικογένειας.
«Μια Παρασκευή, ένα Σαββάτο βράδυ,
μάνα με έδιωχνε από το αρχοντικό μας
κι ο πατέρας μου κι αυτός μου λέει φεύγα…»
***
Υπάρχει ένα ωραίο τραγουδάκι, που αναφέρεται στο μεγάλο παράπονο του παιδιού, όπου η μάνα του τον κρατούσε ανύπαντρο. Ο υιός, αν και ζούσε σε στενό περιβάλλον, έβλεπε τους φίλους του που είχαν αποκτήσει οικογένεια και ρίχνει τις ευθύνες στην μάνα του για αυτή την εξέλιξη της ζωής του.
«Άϊντε, τι με κρατάς μανούλα μου, ανύπαντρο ακόμα.
Οι φίλοι μου παντρεύτηκαν, κι εγώ τι περιμένω.
Στείλαν παιδιά στον δάσκαλο, κορίτσια στην δασκάλα….»
***
«-Γιούλη μου, τι ζουρλάθηκες και περπατάς τις νύχτες
και σε γαβγίζουν τα σκυλιά της ρούγας τα ζαγάρια;
-Μάνα, μια κόρη αγάπησα και θέλω να την πάρω….»
***
«Μια χήρα χει όμορφον γιο,
είχε όμορφο παλικάρι
…………………………………………
-Γιόκα μ’ εγώ σ’ αγαπώ
άντρα θέλω να σε πάρω
-Μάνα τρελή, μάνα ζουρλή.
Ποια πάνα παίρνει το παιδί
ποια αδερφή τον αδερφό της
και ποια μάνα το γιο της;»
***
«Τα νάζια τα καμώματα σ’ εμένα μην τα κάνεις
γιατί είμαι λέυτερο πουλί πετάω και με χάνεις.
Να πας να πεις της μάνας σου να κάνει άλλη γέννα
να κάψει κι’ αλλουνών καρδιές πως έκαψε κι’ εμένα»
***
«Μάνα, στη βρύση κάθουμαι, διψώ νερό δεν πίνω
κοιτάζοντας τις έμορφες, ξανθιές και μαυρομάτες….»
***
«Εμένα η μάνα μου μ’ έστειλε να μάσω μανουσάκια.
Σαν πήγα και τα έμασα τα έκανα ματσάκια…»
***
«-Βρε Παναγιωτάκη σαν μ’ αγαπάς
τι περνοδιαβαίνεις και με κοιτάς,
στείλε συμπεθέρους στην μάνα μου
και προξενητάδες στον μπάρμπα μου….»
***
«Μαράθηκαν τα δέντρα κι όλα τα κλαριά,
μαράθηκε κι ο Δήμος απ’ τα κλάματα.
Βγήκε στα πέντε αλώνια κι αγνάντια στο χωριό,
βλέπει φωτιές να καίνε, να καίν’ τα σπίτια του.
Κ’ η μάννα του τού λέει και τον παρηγορεί:
-Μην κλαις, παιδί μου Δήμο, και μην πικραίνεσαι
κ’ εγώ σου φτιάχνω σπίτια, πύργους γυάλινους….»
***
Αλλά ο θάνατος της ίδιας της μάνας, ο χωρισμός της από τα παιδιά της, είναι πιο σπαρακτικός. Ένα τετράστιχο περικλείει όλο το φαρμάκι του σπαραγμού:
«Νοικοκυρά, συντάζεται, να πάει στον κάτου Κόσμο.
Ανασκιρτάει την ρόκα της, συμπάει την φωτιά της
μαθαίνει τα παιδάκια της πώς να κρατούν ορφάνια
να κλαιν’ το βράδυ αγαλιανά και την αυγή μεγάλα!»
***
Κι ακόμα πιο σπαρακτικότερη είναι η αιώνια θύμηση της μάνας από τον Άδη. Άλλο δεν ζητάει η μάνα στον Κάτου κόσμο, ώσπου η στοργή της διατηρείται ολοζώντανη, παρά ν’ ανέβει για λίγο στο παιδί της:
«….Πάρτε με, αντρειωμένοι μου, κι’ εμέ στον πάνου κόσμο,
Π’ άφησα μικρό παιδί, μικρό παιδί στην κούνια!»
***
Και τα παιδιά δεν λησμονούν την μάνα στο σκοτάδι του Κάτου κόσμου, της είναι αφοσιωμένα, την θυμούνται, της μιλούν και της παραγγέλνουν:
«Παρακαλώ σε, μάνα μου, μια χάρη να μου κάμεις:
Ποτέ το γέρμα του ηλιού, μην πιάνεις μοιρολόι
Γιατί δειπνάει ο Χάροντας με την Χαρόντισσά του!»
***
Τα καλύτερα ίσως, τα λυρικώτερα, τα στοχαστικότερα ελληνικά δημοτικά τραγούδια είναι τα μοιρολόγια. Αμέτρητα είναι τα μοιρολόγια, με τα οποία οι μανάδες θρηνούν τα πεθαμένα παιδιά τους. Σ’ αυτά ο άγνωστος τραγουδοποιός, είναι χωρίς άλλο οι γυναίκες που έχουν αναλάβει αυτό το βαρύ καθήκον σε κάθε θάνατο να συντροφεύουν τον νεκρό με τα τραγούδια (μοιρολόγια). Δεν γνωρίζω αν η γυναικεία ευαισθησία έχει ανθίσει σ’ όλο τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά τα ωραιότερα πνευματικά άνθη από τα ελληνικά μοιρολόγια νομίζω ότι πουθενά δεν θ’ απαντήσουμε. Πουθενά ο θάνατος δεν παρουσιάζεται τόσο πικρός και τόσο στυγνός όσο μέσα από το δάκρυ της μάνας στο μετουσιωμένο ελληνικό μοιρολόγι.
«Το παλικάρι κάθονταν σε τρίχινο γιοφύρι
κι πέρασε ο Χάροντας κι’ από τα μαλλιά το πιάνει.
-Άσε με Χάρε άσε με και πιάσε μ’ από το χέρι
και σύρε με στη μάνα μου στο δόλιο μου πατέρα….»
***
«Του Χάρου η μάνα κάθεται στης εκκλησιάς την πόρτα,
λέει τραγούδια θλιβερά και παραπονεμένα….»
***
«Αγκουρμαστείτε αρχόντισσες, να ειπώ ένα μοιρολόγι.
Του Χάρου η μάνα το έλεγε τ’ αποβραδιού τραγούδι.
Μαζεύτε νιες, τους άντρες σας, μανάδες τα παιδιά σας….»
***
«-Έφυγες μανούλα μου και το έχε γεια δεν μου πες.
-Δεν το ‘ξερα, παιδάκι μου, πως πρόωρα θα φύγω
για αυτό δεν είπα το έχε γεια, δεν είπα το αντίο….»
***
«Στο μνήμα μου μανούλα μου, μηλίτσα θα φυτέψω
κι απάνω στα κλωνάρια της καντήλια θα κρεμάσω….»
***
«Διώξε με, μάνα, διώξε με, κι εγώ να φύγω θέλω,
Θα κάνεις χρόνια να με ιδείς, χρόνια να μ’ ανταμώσεις,
κι’ όλους τους δρόμους να κοιτάς ρωτώντας τους διαβάτες.
Θα λαλακιάσ’ η γλώσσα σου, ρωτώντας τους διαβάτες.
Μην είδατε τον γιόκα μου….»
***
«-Να πέθαινα και ν’ άκουγα να ιδώ ποιος με κλαίει,
να ιδώ αν με κλαίει η γειτονιά, να ιδώ αν με κλαίει η ρούγα.
-Ποια ανάγκη σ’ έχει η γειτονιά, ποια σ’ έχει η ρούγα;
Ανάγκη σ’ έχουν τα παιδιά κι’ η μαύρη σου γυναίκα
και πιο πολύ η μάνα σου, που σ’ έχει καμωμένο».
***
Στα τραγούδια του θανάτου (μοιρολόγια) η μάνα δίνει τον πιο τραγικό τόνο. Στις αρρώστιες και στις τελευταίες στιγμές των αγαπημένων της, η μάνα πρέπει να είναι πάντοτε μπροστά.
«Μάνα και γιος είν’ άρρωστοι κι’ ο Χάρος στο κεφάλι.
-Εσύ λεβέντη, θα χαθείς κι’ έμένα που μ’ αφήνεις;
-Δεν κλαις μάνα, τα νιάτα μου, δεν κλαις την λεβεντιά μου
μον’ κλαις, μάνα, που χήρεψες και θ’ απομείνεις μόνη».
***
«Τώρα στον αποχωρισμό τρεις ποταμούς διαβαίνουν.
Ο ένας χωρίζει τ’ αντρόγυνα, ο άλλος χωρίζει αδέρφια
κι ο τρίτος ο φαρμακερός την μάνα απ’ τα παιδιά της!»
***
Το παλικάρι που δεν μπορεί να καταλάβει γιατί πρέπει ν’ αφήσει την γλυκιά ζωή, από την μάνα του να τον ομορφοστολίσει, να τον κλάψει μαζί με τους φίλους και συγγενείς και να μην τον ξεχάσει, αλλά να πηγαίνει στον τάφο του και να του ανάβει κεράκι. Κι’ εκεί απευθύνει λόγια παρηγοριάς, για να ξεχάσει τον βαρύ καημό του.
«Μια Παρασκευή κι ένα Σαββάτο βράδυ
ήμουν άρρωστος βαριά, για να πεθάνω.
Και μπαινοβγαίνουν οι γιατροί
με τα γιατρικά στα χέρια.
Μανούλα, δεν μπορώ, μανούλα θα πεθάνω,
μανούλα, έχε γεια και δεν με ξαναβλέπεις.
Όταν πεθάνω, μάνα μου, έλα συγύρισέ με
και μάζωξε τη σύναξη κι έλα τραγούδησέ με.
Και να ’ρχεσαι στον τάφο μου κεράκι να μ’ ανάβεις,
να κάθεσαι να τραγουδάς να με παρηγοράς».
***
Ακόμη ένα χιλιοπικραμένο μητρικό μοιρολόγι που ραγίζει καρδιές:
«Εσύ παιδί μου, εκίνησες να πας στον κάτου κόσμο,
κι’ αφήνεις την μανούλα σου πικρή χαροκαμένη.
Παιδάκι μου, τον πόνο μου που να τον απιθώσω;
Που κι’ αν τον ρίξω τρίστρατα, τον παίρνουν οι διαβάτες,
κι’ αν τον αφήσω στα κλαριά, τον παίρνουν τα πουλάκια.
Που να βαλθούν τα δάκρυά μου για τον ξεχωρισμό σου;
Αν πέσουνε στη μαύρη γης, χορτάρι δεν φυτρώνει,
αν πέσουνε στον ποταμό, ο ποταμός θα στύψει,
κι’ αν πέσουνε στην θάλασσα, πνίγουνται τα καράβια,
κι’ αν τα σφαλίσω στην καρδιά, γλήγορα σ’ ανταμώνω!»
Τέλος τα νανουρίσματα, τα γλυκά και απαλά τραγουδάκια που αυτοσχεδιάζει η μάνα και αμέσως τα μελοποιεί και τα απαγγέλει στο παιδί της.
Όλα τα στοιχεία της φύσης, όλα τα όντα του ορατού και αοράτου κόσμου όπως, ο ήλιος, ο βοριάς, τα ζώα, τα πετούμενα, τα δένδρα, οι μούσες, οι νεράιδες, οι άγγελοι τα άστρα, οι βασιλιάδες, οι μάγοι, οι Άγιοι, προσκαλούνται και επιστρατεύονται από την ευτυχισμένη μάνα να προστατεύσουν ευμενικά τον ύπνο του ακριβού της.
«Ύπνε, που παίρνεις τα μικρά,
έλα πάρε και τούτο.
Μικρό- μικρό σου το εδωσα
μεγάλο φέρε μου το!
Μεγάλο σαν ψηλό βουνό
ίσιο σαν κυπαρίσσι
κι’ οι κλώνοι του ν’ απλώνουνται
σ’ Ανατολή και Δύση».
***
Γιόκα μου, όταν σ’ έκανα
ποτέ δεν εξεπέτησα;
Πως δεν έκαμα φτερά
σαν του παγονιού χρυσά
να τα πετάξω στα βουνά».
Είναι πράγματι αλήθεια πως το δημοτικό μας τραγούδι, καθρεφτίζει όσο καμιά άλλη έκφραση, πιστά και αληθινά τον εθνικό βίο και χαρακτήρα, το λαϊκό αίσθημα και σκέψη, αν είναι αλήθεια πως το δημοτικό τραγούδι ανεβάζει στον αγέρα της φωναχτής ζωής τις βαθύτερες λαχτάρες της ψυχής του συνόλου, τότε μπορούμε να συμπεράνουμε αδίστακτα, ότι η Μάνα –η αγάπη της, η στοργή της, ο ίσκιος της, η γνώμη της, η θαλπωρή της κι ο πόνος της- κατέχουν το κέντρο του ψυχικού μας κόσμου.
Χαρακτηριστικότατο είναι το παρακάτω πραγματικό περιστατικό, όπως είχε γραφτεί στις 3 Νοεμβρίου 1999 στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία. «Σε κάποιο μικρό χωριό της ορεινής Ηλείας, τότε ζούσε ήρεμα μια 87χρονη γριούλα. Κάποια μέρα πληροφορήθηκε το κακό μαντάτο, ότι ο μεγάλος της γιος που ζούσε στην Αθήνα, χτυπημένος από καρκίνο, πλησίαζε προς το τέλος της ζωής του. Τότε η γριούλα, πήρε τη μεγάλη απόφαση λέγοντας: «Θα πάω πρώτη στον Άδη να τον περιμένω, να ετοιμάσω στο σπλάχνο μου ζεστό φαγητό και καθαρά ρούχα είπε, και από εκείνη την ημέρα έκλεισε το στόμα της και πεισματικά αρνήθηκε να λάβει τροφή, ώσπου σύντομα και μοιραία επήλθε ο θάνατός της».
Αυτή λοιπόν η ημέρα, δηλαδή η δεύτερη Κυριακή του Μάη, μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθιερώθηκε να τιμάται η «Εορτή της Μητέρας». Αυτή η ημέρα ας γίνει για όλους μας μέρα αγάπης και περισυλλογής. Πρέπει όλοι μας να στρέψουμε τα μάτια μας στη θέση της καρδιάς μας. Να δούμε πόση αγάπη και αφοσίωση έχουμε μέσα μας για την μάνα μας, που μας χάρισε τη ζωή και μας έδωσε τα βασικά εφόδια της ζωής, που ποτέ δεν έπαψε και δεν θα πάψει να μας σκέπτεται και να πονάει για μας. Ας μην ξεχνάμε ότι Μάνα είναι μόνο μία και ας τη τοποθετήσουμε στον πιο ψηλό θρόνο της καρδιά μας.