Η πιο διαδομένη παραδοσιακή μέθοδος άρδευσης, ήταν αυτή με τ’ αυλάκια, με αυξημένη εφαρμογή κυρίως στα ποτιστικά χωράφια αλλά και στους μπαξέδες (κήπους). Η άρδευση αυτή λέγεται πότισμα μ’ ελαφρά κατάκλιση. Σε αυτή την περίπτωση για να πετύχουμε το ανάλογο πότισμα του εδάφους, αφήνουμε το νερό να κυλήσει ανάμεσα στα αυλάκι της εκάστοτε καλλιέργειας. Το παρεχόμενο νερό, για την σωστή εκμετάλλευση ή την τιθάσευσή του, αλλά και για την ισότιμη διαχείριση του διατιθέμενου υδάτινου πόρου, κρίθηκε αναγκαία η δημιουργία μικρής ή και μεγάλης έκτασης ειδικών παραδοσιακών υδραυλικών έργων υποδομής. Αυτά ήταν απαραίτητα άλλοτε για τη συγκέντρωση ή την αποθήκευση, άλλοτε για τη μεταφορά ή και για τη διοχέτευση του, με τελικό σκοπό πάντοτε να εξασφαλίσουν σταθερή παροχή στα χωράφια τους. Τοιουτοτρόπως λοιπόν, σε διάφορα επιλεγμένα σημεία των υδροφόρων, κατά την αρδευτική περίοδο, ρεμάτων (λαγκαδιών), κατασκευάζονταν μικρά υδροφράγματα όπου ονομάζονταν δέση ή νεροκράτης, τα οποία αργότερα δημιουργούσαν λίμνες (λούμπες). Σ’ αυτά τα αυτοσχέδια υδροφράγματα, συγκεντρώνονταν το νερό και διοχετευόταν στα νεραύλακα, για να εξυπηρετήσει το πότισμα των χωραφιών. Τοιουτοτρόπως υπήρχε μια αλληλοδιαδοχική εκμετάλλευση των υδάτινων πόρων όπως με κρούση, τριβή και σύνθλιψη, για παραγωγή των αντίστοιχων προϊόντων, όπως η κίνηση νερομύλου, νεροτριβής (ντριτσέλας), μπαρουτόμυλου, ταμπακόμυλου (βυρσοδεψεία), νεροπριονοκορδέλας, υδροτροχού, νεροκόπανου, ελαιοτριβείου, ακονιστηριού, μύλου για κουρασάνι, κ.ά. Όλες αυτές οι υδροκίνητες κατασκευές για να λειτουργήσουν, απαιτούσαν συνεχή συντήρηση και καθαρισμό των αυλακιών, ιδιαίτερα μετά τις νεροποντές, όπου γέμιζαν με ιζήματα (λάσπες), πέτρες, κλαδιά και φύλλα.
Όλο αυτό το παραδοσιακό σύστημα άρδευσης και υδροκίνησης, μέχρι να φθάσει το νερό στον τελικό του προορισμό, απαρτιζόταν από τρία βασικά μέρη. Πρώτον από την δέση, δεύτερον από το αυλάκι, και τρίτον από τις κόφτρες. Ενώ δευτερεύουσας σημασίας σημεία, ήσαν οι καλαμωτές, οι βαλβίδες και οι μηχανισμοί ένδειξης ροής του νερού.
Η ΔΕΣΗ
Η δέση ήταν ένα πρόχειρο παραδοσιακό χειροποίητο φράγμα στην κοίτη ποταμού, του ρέματος ή στο στόμιο κάποιας νερομάνας (πηγής), που αποσκοπούσε ν’ αλλάξει ο ρους του νερού και κατασκευάζονταν κυρίως από ξύλα πέτρες και φυλλωσιές διαφόρων δένδρων. Επιλέγανε στο ποτάμι ένα μέρος πλατύ που να μην κυλάει το νερό με ορμή, δηλαδή να μην είναι στενό πέρασμα διότι εκεί δεν μπορούσε να συγκρατήσει το υδατόφραγμα την πίεση του νερού. Εάν η κοίτη του ρέματος ήταν πετρώδης, χρησιμοποιούσαν κυρίως μεγάλους λίθους και τους τοποθετούσαν με σειρά τοιουτοτρόπως ώστε ν’ αλλάξουν την ροή του νερού και να το διοχετεύσουν στο νεραύλακο. Ενδιάμεσα από τις μεγάλες πέτρες τοποθετούσαν κλαδιά με πυκνές φυλλωσιές και πάλι μικρότερες πέτρες για να ασφαλίσουν τις φυλλωσιές. Στα λαγκάδια που δεν υπήρχαν μεγάλες πέτρες έκοβαν ξύλα τα έκαναν μυτερά παλούκια και τα κάρφωναν στην κοίτη με την βοήθεια λοστών και βαριοπούλας, το ένα κοντά στο άλλο και τοποθετούσαν κορμούς δένδρων και ενδιάμεσά τους έπλεκαν πυκνόφυλλα κλαδιά για να εμποδίσουν το νερό ν’ ακολουθήσει την φυσική του κοίτη και να το διοχετεύσουν στο νεραύλακο. Αυτά τα αυτοσχέδια και χωρίς σωστή υποδομή φράγματα, με μια νεροποντή ή κατέβασμα του λαγκαδιού διαλύονταν εύκολα.
Στην δέση, το νερό σχημάτιζε μια μικρή λιμνούλα (λούμπα) και όταν η στάθμη της έφθανε στο ύψος του αυλακιού, το νερό έρεε προς στο αυλάκι που άρχιζε από την άκρη του τεχνητού φράγματος και κατέληγε, στα ποτιστικά χωράφια. Η διαδρομή που ακολουθούσε το νεραύλακο και η απόστασή του, μέχρι και το χωράφι του τελευταίου δικαιούχου, ήταν η συνάρτηση της κλίσης, της διαμορφώσεως του εδάφους και της ομαλής πορείας του νερού.
ΤΟ ΑΥΛΑΚΙ
Το αυλάκι, συνήθως ήταν ένα χωμάτινο ή λιθόκτιστο κανάλι, όπου είχε αόριστο[1] βάθος και πλάτος. Η διάνοιξη και η κατασκευή αυτού του καναλιού γινόταν πάντοτε με προσωπική χειρονακτική εργασία και με την βοήθεια σκαπτικών εργαλείων[2] και διαφόρων υλικών[3]. Τον πρώτο λόγο, εάν υπήρχε, τον είχε ο «αυλακιάρης». Αυτός ήταν ειδικός στην τεχνίτης για την κατασκευή αυλακιών. Όταν για διαφόρους λόγους, έπρεπε το νερό του να μεταφερθεί από την μια όχθη κάποιου ρέματος στην απέναντι[4], κατασκεύαζαν με πέτρες τοξωτό γεφύρι και στην κορυφή του διαμόρφωναν αυλάκι. Ενώ σε πολλές περιπτώσεις, στις δύο απέναντι όχθες του ρέματος, έκτιζαν βάσεις με ξερολιθιά και στήριζαν ειδικά ξύλινα ή κεραμικά κανάλια[5], συναρμολογημένα κατάλληλα και μέσω αυτών διοχέτευαν το νερό εναέρια πάνω από το ρέμα. Το νεραύλακο, άρχιζε από την δέση και τελείωνε στο περιβόλι του τελευταίου ιδιοκτήτη ποτιστικού χωραφιού. Πρόβλημα στο νεραύλακο δημιουργούσαν τα καβούρια[6], οι βίδρες, τα φύλλα, οι κατολισθήσεις, το πέσιμο παραπλήσιων δένδρων και το πέρασμα[7] των αιγοπροβάτων και αγρίων ζώων, όπου κατά το πέρασμά τους κατρακυλούσαν πέτρες και κατέληγαν στο αυλάκι ή και σε αρκετές περιπτώσεις μεγαλύτεροι βράχοι κατάστρεφαν μέρος του αυλακιού.
Ο πρόεδρος και πιο παλιά ο εκάστοτε προεστός του χωριού, στα μέσα της Άνοιξης, όπου ήταν ο τόπος ακόμη νωπός και μπορούσαν εύκολα να τον σκάψουν, καλούσε δια μέσω του τελάλη, τους ιδιοκτήτες των ποτιστικών χωραφιών και τους ανακοίνωνε την ημερομηνία διεξαγωγής των εργασιών, ώστε να προσέλθουν όλοι οι δικαιούχοι του κάθε αυλακιού. Για την διάνοιξη και την συντήρησή των χρειαζόταν συλλογική εργασία, από όλους τους κατόχους (δικαιούχους) του. Εάν κάποιο χωριό διέθετε δύο ή και περισσότερα νεραύλακα, τότε κανόνιζαν να πραγματοποιούνται οι εργασίες σταδιακά για να έχουν την δυνατότητα να προσέρχονται και αυτοί που είχαν υποχρέωση σ’ ένα αλλά και σε περισσότερα νεραύλακα. Όποιος δεν προσερχόταν στην εργασία διάνοιξης ή συντήρησης για εκείνη την αρδευτική περίοδο, δεν είχε το δικαίωμα χρήσης του νερού, ας είχε χωράφι κάτω από το νεραύλακο. Εάν κάποιος από τους δικαιούχους του νερού, δεν επιθυμούσε να καλλιεργήσει το χωράφι του και να συμμετάσχει στις εργασίες διάνοιξης ή συντήρησης, δεν είχε το δικαίωμα να εμποδίσει τις εργασίες ή να κλείσει το αυλάκι που περνούσε από το περιβόλι του. Κατά τις ημέρες των εργασιών κατασκευής και συντήρησης, οι γυναίκες των δικαιούχων συμμετείχαν και συνέβαλαν όλες από κοινού διά το μεσημβρινό φαγητό, κρασί και ψωμί και νερό στον τόπο εργασίας τους. Το νεραύλακο από την ημέρα που θ’ ανοιγόταν και θα περνούσε έστω και μια φορά το νερό, θεωρούταν δημόσια περιουσία.
Η συλλογική εργασία συνήθως γινόταν με διαφορετικούς τρόπους:
1. Οι δικαιούχοι της χρήσης του νερού, όλοι συλλογικά έπρεπε να ξεκινήσουν την κατασκευή ή την συντήρηση, από την δέση μέχρι και το τέρμα του αρδευτικού αυλακιού.
2. Οι δικαιούχοι όλοι μαζί ξεκινούσαν από την δέση και έκαστος δούλευε μέχρι το πέρας του χωραφιού του. Ενώ από την δέση μέχρι το πρώτο περιβόλι δούλευαν όλοι μαζί συλλογικά.
3. Ο κάθε δικαιούχος συντηρούσε το αυλάκι από την κόφτρα του προηγούμενου μέχρι την τελευταία κόφτρα του χωραφιού του[8], και από την δέση μέχρι και το πρώτο χωράφι συμμετείχαν όλοι.
ΔΙΑΝΟΜΗ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΝΕΡΟΥ
Η σωστή διανομή του νερού, γινόταν ισόποσα και σε προκαθορισμένο χρονικό διάστημα, που έπρεπε να κάνει χρήση ο κάθε δικαιούχος. Για να γίνει η διανομή ισόποσα, υπολόγιζαν πόσοι είναι οι δικαιούχοι και το διαιρούσαν δια του (96) ενενήντα έξι. Εάν υποθέσουμε για παράδειγμα ότι έχουμε (16) δεκαέξι δικαιούχους, τότε θα πρέπει ο καθένας να ποτίζει (6) έξι ώρες. Παράδειγμα 9:16 = 6 ώρες ο έκαστος. Ο αριθμός 96 (ενενήντα έξι) αντιπροσώπευε τέσσερα εικοσιτετράωρα, δηλαδή όσο χρόνο χρειαζόταν για να χρειαστεί πάλι πότισμα το περιβόλι. Τοιουτοτρόπως ο κάθε περιβολάρης προσαρμόζονταν ώστε να καλλιεργεί περιβόλι, τόσο ώστε να έχει την δυνατότητα να το ποτίζει σε έξι ώρες.
Υπήρχαν και δικαιούχοι, οι οποίοι είχαν μικρότερα χωράφια και η διανομή των ωρών ποτίσματος να ήσαν περίσσιες. Σ’ αυτήν την περίπτωση, όταν τελείωνε το πότισμα πριν την ώρα του, έκλεινε την κόφτρα του και πάντοτε σε συνεννόηση με τον επόμενο ή με κάποιον άλλον, που έχει πολύ μεγαλύτερες ανάγκες, από τις καθορισμένες ώρες για πότισμα έκλεινε την κόφτρα του και άφηνε το νερό στο κεντρικό αυλάκι. Γενικά επί το πλείστον υπήρξε αλληλεγγύη στην χρήση των νερών, όμως υπήρχαν και εξαιρέσεις.
Όταν κάποιος από τους δικαιούχους δεν ήθελε να καλλιεργήσει (ποτίσει) το χωράφι του, μπορούσε να μεταβιβάσει τα δικαιώματα, χρήσης νερού, σε οποιονδήποτε άλλο που ήθελε περισσότερες ώρες ποτίσματος. Είχε αυτό το δικαίωμα μόνον και μόνον όταν είχε εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, δηλαδή στην συντήρηση και διάνοιξη του νεραύλακα. Σε περίπτωση που το αυλάκι πάθαινε ζημιά από κατολισθήσεις, έντονα καιρικά φαινόμενα κ.λπ. κατά την διάρκεια της καλοκαιρινής περιόδου, έπρεπε να συνδράμουν άπαντες για να αποκαταστήσουν έγκαιρα την ζημιά.
Όταν κάποιος δικαιούχος για διαφόρους λόγους κωλυόταν και δεν μπορούσε να συμμετάσχει στις εργασίες κατασκευής και συντήρησης, πλήρωνε κάποιον εργάτη και αν δεν μπορούσε να βρει εργάτη, ο πρόεδρος ή ο προεστός του χωριού του ζητούσε το ανάλογο ημερομίσθιο και το διένειμε ισόποσα στους υπόλοιπους δικαιούχους. Τα δικαιώματα του νερού της δέσης, αλλά και του αυλακιού ήσαν εξίσου κοινά. Όταν μεταβιβαζόταν κάποιο περιβόλι ή ενοικιαζόταν, τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις είχε και ο εκάστοτε νέος ιδιοκτήτης.
Σε πολλές περιπτώσεις υπήρχε δε και ο άγραφος νόμος της αλληλοβοήθειας, ως προς την διάθεση των υδάτων του νεραύλακα. Όταν ο δικαιούχος ήταν γυναίκα χήρα, ξενιτεμένος, ανάπηρος, ασθενής ή ορφανά παιδιά ή κάποιος υπερήλικας, ή και κάποιος ο οποίος για κάποιο σοβαρό λόγο δεν μπορούσε να συμμετάσχει δεν τον υποχρέωναν να συμμετάσχει στις εργασίες. Αυτός είχε το ισότιμο δικαίωμα με τους άλλους δικαιούχους να ποτίσει το περιβόλι του. Γενικά η έναρξη της αρδευτικής περιόδου, ξεκινούσε από το χωράφι που ήταν πιο κοντά στην δέση και συνέχιζε μέχρι και το τέρμα και μόλις τελείωνε ο τελευταίος άρχιζε πάλι από την αρχή και ούτω καθεξής.
Στις όχθες των νεραυλάκων απαγορευόταν να φυτέψουν μονοετή φυτά (πόες) και δένδρα. Πάντοτε, εάν το επέτρεπε η μορφολογία του εδάφους και υπήρχε βατότητα, σε μια από τις όχθες του αυλακιού, άφηναν χώρο για ένα μονοπάτι ώστε να διαβαίνει ο νερουλάς ή αυτοί που δικαιούνταν την χρήση του νερού. Απαγορευόταν να χρησιμοποιεί κάποιος το νερό ή μέρος του, κατά τον χρόνο που είχε το δικαίωμα να ποτίζει κάποιος άλλος. Η υποχρέωση αυτού που τελειώνει το πότισμα, ήταν να κλείσει την κόφτρα του, για να διοχετευθεί η ροή του νερού στο κεντρικό κοινό αυλάκι.
Το πότε και από ποιους είχε επιλεχθεί και κατασκευάστηκαν για πρώτη φορά η δέση και το κεντρικό αυλάκι, μας είναι άγνωστο. Ουδεμία από τις επόμενες γενιές, δεν είχαν δικαίωμα ν’ αλλάξουν την θέση και την ροή, εκτός και είχαν δημιουργηθεί γεωλογικά προβλήματα (κατολισθήσεις, στέρεμα πηγών κ.λπ.) και ήταν αδύνατον ν’ ανακατασκευαστούν δέση και αυλάκι στο ίδιο μέρος. Κατά την διαδρομή του νεραύλακου, από την δέση μέχρι την τελική κατάληξη του, όσες πηγές υπήρχαν σε ψηλότερο σημείο από το αυλάκι, ο ιδιοκτήτης της πηγής χρησιμοποιούσε το νερό όσο ήθελε, όταν όμως του περίσσευε, δεν είχε το δικαίωμα να το διοχετεύσει εκτός του νεραύλακα για κανένα λόγο. Οι δικαιούχοι του αυλακιού συντηρούσαν την φυσική του κοίτη και το έριχναν εντός αυτού.
Όταν το διοχετευόμενο νερό στο αυλάκι ήταν πολύ και μπορούσε ταυτόχρονα να ποτίζει ένα αλλά και περισσότερα περιβόλια, τότε τοποθετούσαν στην κόφτρα πήλινες, ξύλινες ή και πέτρινες μικρές σωλήνες ελέγχου της ροής του νερού. Αυτές οι δίοδοι (βαλβίδες), ήσαν όλες της ίδιας διαμέτρου, για να περνάει εξ’ ίσου το νερό σε κάθε περιβόλι, να υπάρχει δίκαιη διανομή και να μην υπάρχουν αδικίες και διαπληκτισμοί για την ποσότητα χρήσης του. Στα επικίνδυνα περάσματα, χρησιμοποιούσαν αγωγούς χτισμένους από πέτρα ή κεραμίδι, ακόμη χρησιμοποιούσαν διάφορες κατασκευές από ξύλο, κεραμίδι ή από κουρασάνι.
Απαγορεύονταν[9] αυστηρά, για να κατασκευάσουν κάποιο νέο αρδευτικό έργο, πριν την προϋπάρχουσα δέση, εκτός και περίσσευε αρκετό νερό, ενώ μετά την δέση δεν υπήρχε καμιά δέσμευση και οι κατασκευαστές αναλάμβαναν την ευθύνη μόνον και μόνον εάν πάλι περίσσευε νερό.
Επίσης, στο αυλάκι απαγορευόταν ρητά να το χρησιμοποιούν για το πότισμα ζώων[10] και ιδίως των αιγοπροβάτων, διότι κατά το πέρασμά τους, του προξενούσαν μικροζημιές. Ακόμη όποιος υλοτομούσε δίπλα στο αυλάκι, κατά την αρδευτική περίοδο έπρεπε να συνεννοηθεί πρωτύτερα με αυτούς που αρδεύουν και κατά την ώρα της κοπής να σταματήσουν την ροή του νερού. Μετά το πέρας της εργασίας του, ήταν υποχρεωμένος να απομακρύνει τους κορμούς, τα κλαδιά, αλλά και τα φύλλα από αυτό.
Η ΚΟΦΤΡΑ
Κόφτρα ή τσακίστρα, ονόμαζαν το άνοιγμα αυλακιού από την μια όχθη του, που χρησίμευε για την διέξοδο της ροής νερού. Σήμερα θα λέγαμε ότι ήσαν οι διακόπτες νερού ελέγχου της ροής του.
Γενικές κόφτρες υπήρχαν ανάλογα με το μήκος του νεραύλακου. Η πρώτη κατασκευαζόταν λίγα μέτρα μετά την δέση. Αυτή την χρησιμοποιούσαν για να διακόπτουν την ροή του νερού στο αυλάκι, όταν τελείωνε η αρδευτική περίοδος, όταν γίνονταν εργασίες συντήρησης αλλά και εργασίες μετά από κάποια ζημιά. Κατά το μήκος του αυλακιού, υπήρχαν και άλλες κόφτρες για τυχόν ζημιές και για την συντήρηση του. Η τελευταία γενική κόφτρα, ήταν λίγα μέτρα πριν το πρώτο ποτιστικό χωράφι και οδηγούσε το νερό σε κάποια γράνα ή σε ρέμα. Αυτή την χρησιμοποιούσαν όταν δεν ήθελαν να ποτίσουν κατά την αρδευτική περίοδο, για να μην ταλαιπωρούνται να πηγαίνουν μέχρι την δέση να διακόψουν την ροή του νερού. Όταν τελείωνε κάποιος το πότισμα ήταν υποχρεωμένος να κλείνει την κόφτρα του. Το νερό τότε διοχετευόταν στο κεντρικό αυλάκι και συνέχιζε την ροή του μέχρι τον επόμενο χρήστη. Εάν όμως δεν ήθελε κάποιος άλλος να ποτίσει, τότε το νερό, είχε διέξοδο στο τέρμα του αυλακιού, που κατέληγε σε μια γράνα ή κοίτη ρέματος.
Επίσης κόφτρες υπήρχαν σε κάθε χωράφι, που είχε δικαίωμα άρδευσης για την χρήση του νερού. Πέρα από τις κόφτρες είχαν κατασκευάσει ειδικούς μηχανισμούς* ελέγχου ροής του νερού στο αυλάκι.
*ΠΡΟΤΥΠΟΣ ΠΡΑΚΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΝΔΕΙΞΗΣ, ΡΟΗΣ ΝΕΡΟΥ
Σχέδιο Ηλίας Παν. Τουτούνης
Ο μηχανισμός αυτός, αποτελούταν από ένα πλαίσιο (κλαπέτο) παραλληλόγραμμο ξύλινο (βρασμένο με ενισχυμένο αλατόνερο, επαλειμμένο με ρετσίνι και κοζά φτιαγμένο σαν φύλο λαμαρίνας). Ήταν ζυγισμένο μ’ ένα άξονα στο χείλος του αυλακιού και στο επάνω μέρος ήταν προσαρμοσμένο ένα ξύλο όπου στην κορυφή του είχε μια σημαιούλα, συνήθως κόκκινη για να φαίνεται από μακριά. Όταν το αυλάκι δεν είχε νερό, ο μηχανισμός βρισκόταν σε κάθετη (ορθή) θέση και φαινόταν η σημαιούλα. Όταν έτρεχε το νερό στο αυλάκι πίεζε το κλαπέτο και ο μηχανισμός ερχόταν σε οριζόντια θέση και έτσι η σημαία δεν φαινόταν, λόγω του ότι η σημαιούλα έπεφτε σε οριζόντια θέση στο χείλος του αυλακιού. Τοιουτοτρόπως, από μακριά γνώριζαν αν στο αυλάκι έτρεχε νερό ή και όσο νερό έτρεχε διότι αν έτρεχε λίγο η σημαία έγερνε ελαφρά με μικρή κλίση προς την αφετηρία του νερού, αν έτρεχε κανονικά η σημαία ήταν (σχεδόν) σε οριζόντια θέση.
Η κατασκευή αυτή, ήταν επινόηση κάποιου Σίνου, από το χωριό Αντρώνι Ηλείας, και χρησιμοποιήθηκε από τον Αβδούλ, αγά του χωριού Κακοτάρι, στο αρδευτικό έργο της Μπουκούτας.
Η ΚΑΛΑΜΩΤΗ
Η καλαμωτή, στραγγιστήρι, παλουκαριά, ή πλακωτή, ήταν μια έξυπνη πρακτική κατασκευή, για να προστατεύει το αυλάκι κυρίως από τις φυλλωσιές των δένδρων. Γενικά θα λέγαμε ότι ήταν το σουρωτήρι του νεραύλακου. Επειδή το μεγαλύτερο πρόβλημα στο αυλάκι κατά την διάρκεια της αρδευτικής περιόδου, ήταν τα φύλλα των δένδρων, σκέφθηκαν να εγκαταστήσουν μια πρακτική κατασκευή που θα έδιωχνε ή θα συγκρατούσε τα φύλλα που έπεφταν στο νερό και η συσσώρευση αυτών εμπόδιζε την ροή του νερού. Αυτή η κατασκευή αποτελούταν κυρίως από λεπτά ξύλα ή καλάμια, καρφωμένα ή δεμένα σ’ ένα ειδικό πλαίσιο. Αυτά είχαν τοποθετηθεί αφήνοντας μεταξύ τους διάκενα και τοιουτοτρόπως συγκρατούσαν τα φύλλα και διάφορα άλλα αντικείμενα. Η κατασκευή προσαρμοζόταν σε σταθερή βάση, κεκλιμένα, έτσι ώστε το κάτω μέρος της κατασκευής να εφάπτεται με τον πυθμένα του και τα πτερύγια στο επάνω μέρος της όχθης του. Στο μέσο των πτερυγίων έφερε, σε ορθογώνια θέση, ένα γωνιακό διάφραγμα κατάλληλα προσαρμοσμένο ώστε η πίεση του νερού ν’ απωθεί έξω από τις όχθες του αυλακιού τα συγκρατημένα φύλλα. Ανάλογα με το μήκος του αυλακιού αλλά και με την τοπική ιδιομορφία της χλωρίδας, κατασκευάζονταν και ο απαιτούμενος αριθμός με καλαμωτές.
ΝΕΡΟΦΥΛΑΚΑΣ
Όταν οι δικαιούχοι χρήσης νερού για το πότισμα χωραφιών, ήσαν αρκετοί και ανέκυπταν διάφορα προβλήματα, ως προς την σειρά ποτίσματος και την ποσότητα του νερού, τότε προσλάμβαναν έναν νεροφύλακα ή νερολόγο[11], για να ρυθμίζει και να λύνει τις διαφορές ως προς την άρδευση και συντήρηση. Ο νεροφύλακας ανάλογα με την ποσότητα του νερού καθόριζε την ποσότητα, τις ώρες ποτίσματος και τα εισπρακτικά δικαιώματα (νεραλίκια)[12] σύμφωνα με την έκταση σε στρέμματα που είχε ο κάθε ιδιοκτήτης. Έβαζε προσωπική εργασία για την συντήρηση, την κατασκευή της δέσης και για την εκτροπή του νερού. Ο νεροφύλακας ήταν εποχιακός πληρωνόταν από τους κατόχους των αρδευομένων κτημάτων και κάθε αρδευτική περίοδο άλλαζε.
ΣΤΕΡΝΕΣ
Άλλη ένας τρόπος φυσικής αλλά και πρακτικής άρδευσης, ήταν και οι στέρνες. Γενικά οι στέρνες ήσαν ιδιόκτητες και εξυπηρετούσαν μεμονωμένα άτομα. Αυτές κατασκευάζονταν δια να αποθηκεύουν το λιγοστό νερό της πηγής, το οποίο κατά την φυσική ροή του δεν επαρκούσε ν’ αρδεύσει κάποιο περιβόλι. Τοιουτοτρόπως, αποθήκευαν το τρεχούμενο νερό της πηγής και το χρησιμοποιούσαν όταν ήταν ανάγκη άρδευσης. Ο ιδιοκτήτης χωραφιού με μικρή πηγή, έφτιαχνε μια στέρνα (δεξαμενή). Αυτή την κατασκεύαζαν πάντα σε χαμηλότερο επίπεδο από την βρύση[13] για να διοχετεύεται το νερό και όχι μακριά από την πηγή, υπολογίζοντας πάντοτε να υπάρχει φυσική ροή προς στο χωράφι, που ήθελε να καλλιεργήσει. Η στέρνα γινόταν με εκσκαφή στο πρανές της και κτιστή με ντόπια υλικά από πέτρες ξύλα και χώμα. Οι διαστάσεις της στέρνας, ήσαν ανάλογα με την διαθεσιμότητα του νερού, που ήθελε ο ιδιοκτήτης. Στο χαμηλότερο σημείο της στέρνας, κατά την κατασκευή, έφτιαχνε μια εξαγωγή του νερού και τοποθετούσε ένα μηχανισμό[14] ροής και διακοπής της παροχής του νερού. Εκεί μόνιμα αποθήκευε όλο το νερό της πηγής[15] καθ’ όλη την διάρκεια της ροής του. Το νερό, όταν γέμιζε την στέρνα, από την υπερχείλιση ακολουθούσε την φυσική ροή του στην κοίτη. Από την στέρνα,[16] ο περιβολάρης, κατασκεύαζε νεραύλακο και στην συνέχεια διοχέτευε το νερό στο περιβόλι του. Όταν τελείωνε το πότισμα, έκλεινε την εξαγωγή της και αυτή σιγά- σιγά ξαναγέμιζε μέχρι την επόμενη χρήση του νερού.
Όταν ένα περιβόλι κληρονομούταν και το διχοτομούσαν, η πηγή και η στέρνα υποχρεωτικά ακολουθούσε την κοινή χρήση και είχαν τα ίδια δικαιώματα όλοι οι κληρονόμοι του.
ΠΗΓΑΔΙΑ
Άλλος ένας τρόπος άρδευσης ήσαν και τα πηγάδια. Έφτιαχναν μικρούς μπαξέδες δίπλα από αυτά και τους πότιζαν με το κουβά εξαγωγής του νερού. Ο τρόπος αυτός ήταν πολύ κοπιαστικός και επί το πλείστον πότιζαν πολύ μικρό αριθμό φυτών.
ΔΕΞΑΜΕΝΕΣ ΟΜΒΡΙΩΝ ΥΔΑΤΩΝ
Στις περιοχές που δεν υπήρχαν νερά και επικρατούσε μεγάλη ανομβρία, ο άνθρωπος κατάφυγε στην κατασκευή δεξαμενών όμβριων υδάτων. Αυτές, συνήθως κτίζονταν σε επικλινή χωράφια και στο ψηλότερο μέρος αυτών κατασκεύαζαν αυλάκια υδρομάστευσης. Κατά τον χειμώνα, συνέλεγαν τα βρόχινα νερά εντός της δεξαμενής και το χρησιμοποιούσαν το καλοκαίρι για το πότισμα ζώων, χωραφιών, αλλά και για τις ανάγκες των οικιών τους.
Οι δεξαμενές κτίζονταν κυρίως με ντόπια υλικά και το εσωτερικό της, μετά το σοβάτισμα τις επάλειφαν με κουρασάνι[17].
Παροιμίες και παροιμιώδεις εκφράσεις για το αυλάκι.
- Άμα θελήσει ο κάβουρας, βγάνει τον περιβολάρη σιργιάνι.
- Έβαλε το νερό στ’ αυλάκι.
- Θέλησε ο κάβουρας, κόπηκε το νερό.
- Καθένας κλαίει τον πόνο του κι ο μυλωνάς τ’ αυλάκι.
- Κόπηκε η δέση, στέρεψε τ’ αυλάκι.
- Μπήκε το νερό στ’ αυλάκι.
- Ξένο τ’ αυλάκι; Σταλιά μην τρέξει το νεράκι.
- Όποιος δεν πάει στ’ αυλάκι, μήτε φασόλι μήτε κρεμμυδάκι.
- Όπου γυρίζει η κόφτρα, γυρίζει και το νερό.
- Όσο δεν κυλάνε τ’ αυλάκια, τόσο μεγαλώνουν τα φαρμάκια.
- Πάει η δουλειά του αυλάκι.
- Στέρεψε τ’ αυλάκι, πάει καλιά του το περιβολάκι.
-Του έκοψε το νερό από τ’ αυλάκι.
Σήμερα η παραδοσιακή άρδευση, πέρασε πλέον στο παρελθόν και στην λήθη του αχόρταγου χρόνου. Τις δέσες και τα αυλάκια τα αντικατέστησαν σταδιακά, οι ντηζελομηχανές ποτίσματος, οι ηλεκτρικοί κινητήρες (μοτέρ), οι γεωτρήσεις, οι μεταλλικοί και πλαστικοί σωλήνες, οι μηχανισμοί εκτόξευσης νερού (αχνούρες- μπέκ- πύραυλοι- καρούλια), οι σταγόνες, οι υδρονεφώσεις κ.λπ. Στον τόπο μας και ειδικά στον κάμπο της Γαστούνης, ο άνθρωπος παραδειγματισμένος από τον παραδοσιακό τρόπο άρδευσης, πραγματοποίησε ένα τεράστιο αρδευτικό έργο, κατασκευάζοντας το φράγμα του Πηνειού ποταμού και διοχέτευσε το νερό, σε τεχνητά κανάλια (τσιμενταύλακα) και το διανέμει σε ολόκληρο σχεδόν τον κάμπο. Ένα μεγάλο μέρος του νερού φθάνει στα χωράφια με την φυσική ροή και με την μέθοδο των καναλιών, οι αρδευτές ποτίζουν ακόμη με το παραδοσιακό τρόπο ποτίσματος, το αυλάκι, ενώ σε πολλά σημεία έχουν τοποθετήσει ηλεκτρικά αντλιοστάσια και διοχετεύουν το νερό με τεχνική υποστήριξη.
Τα τελευταία πενήντα χρόνια, η αλόγιστη απρογραμμάτιστη και εσφαλμένη διαχείριση των υδάτινων πόρων, έχει μεταλλάξει σημαντικά αλλά και επικίνδυνα την ισορροπία της φύσης. Οι από χιλιάδων ετών πηγές στέρεψαν, τα ρέματα στο τέλος της άνοιξης ξεραίνονται και στα μεγαλύτερα ποτάμια, έχουν μειωθεί σημαντικά οι ποσότητες του διαθέσιμου νερού, που επί χιλιάδες χρόνια κυλούσε στις αιωνόβιες κοίτες των. Οι γεωτρήσεις, οι παράνομες αμμοληψίες, οι καταστροφικές πυρκαγιές και τα μεγάλα δομικά έργα, έχουν στιγματισθεί ως οι μεγαλύτεροι εχθροί της φύσης και την οδηγούν με ξέφρενο καλπασμό στην ταχύτατη καταστροφή. Η φυσική ισορροπία είναι παρελθόν και όχι μόνον, διότι επιστροφή στην φυσική διακίνηση και ροή των υδάτων, δεν πρόκειται να επανέλθει στα φυσικά της επίπεδα.
Οι πρόγονοί μας, και το λιγοστό νερό συνήθως το χρησιμοποιούσαν «με το σταγονόμετρο» για άρδευση και για το πότισμα των ζώων, το οποίο ήταν ο αιμοδότης πόρος ζωής και συντήρησης ολόκληρων γενεών. Σε δύσκολες εποχές, οι διεκδικήσεις των μικρών υδάτινων πόρων, πολλές φορές, έγιναν η αιτία για διενέξεις μεταξύ των κατοίκων, όπου σε ορισμένες περιπτώσεις έφθασαν να καταλήξουν σε σκληρά εγκλήματα για ασήμαντες διαφορές. Στον τόπο μας και ιδίως στην Βόρεια ορεινή Ηλεία, έχουν καταγραφεί εγκλήματα μόνον και μόνον για την χρήση του νερού. Σήμερα, αυτές οι διεκδικήσεις, σταδιακά έχουν μετατοπισθεί από τις μικρές κοινωνίες και έχουν λάβει θέση σε αντιπαραθέσεις μεταξύ κρατών ακόμη και ηπείρων.
Τα τελευταία χρόνια, σε διάφορες συζητήσεις, συχνά αναφέρεται ότι ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος θα διεξαχθεί για την χρήση του νερού. Αυτό το ανεκτίμητο και ανεξάντλητο δώρο της φύσης, σήμερα καλούμαστε να το ακριβοπληρώνουμε και ποτέ να μην το απολαμβάνουμε καθώς μας αρμόζει.
Κάποτε λέγαμε ότι η τάδε βρύση έχει καλό νερό, ενώ σήμερα λέμε ότι το τάδε κατάστημα έχει φθηνότερο, και δεν μας ενδιαφέρει καθόλου αν είναι το πιο ακατάλληλο προς πόση και άκρως επικίνδυνο για την υγεία μας.
ΠΗΓΕΣ:
(- Αναγνωστόπουλος Λεωνίδας, «Η Λαογραφία της Βυτίνας Ήθη και Έθιμα», Αθήνα 2004.
- Ανδρέα Καρζή- Μανόλη Μαγκλάρα, «Μύλοι και μυλωνάδες», εκδόσεις ΠΕΡΙ ΤΕΧΝΩΝ, Πάτρα 2002.
- Ανδρέας Χρυσ. Βορύλλας, «Κέρτεζη: βιοτεχνίες – σύνεργα και εργαλεία των εποχών που έφυγαν», Αθήνα 1999.
- «Αρχείον της εφημερίδας της Αμβρακιάς», 1982-2006.
- Βρουχά Παναγιώτα, «Οι υδρόμυλοι της Ηπείρου και ένα συγκρότημα υδρόμυλου στα Δολιανά», ΕΚΚΕ-ΚΝΕ-ΕΙΕ, 1988.
-«Ελληνικοί Νερόμυλοι», Εφημ. Η Καθημερινή, Επτά Ημέρες, 15/10/2000.
-«Ιστορία της Νεοελληνικής τεχνολογίας», Εκδ. Κοινωφελές Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Νομαρχία Αχαΐας, Πάτρα 1988.
- Λάμπη Λούκου, «Νερόμυλοι, μελέτη ιστορική & λαογραφική», Πάτρα 1985.
- Νομικός Στέφανος, «Η υδροκίνηση στην προβιομηχανική Ελλάδα», Π.Τ.Ι.- ΕΤΒΑ, Αθήνα1997.
- Ντούσιας Σπύρος, «Μύλοι της Μυρσίνης- Αναδρομές», Πρέβεζα 1990.
- «Προσωπικές μαρτυρίες, κατοίκων Πηνείας και ορεινής Ηλείας», καταγραφή Ηλίας Τουτούνης.
- Ψυχογιός Ντίνος, «Ηλειακά», περιοδικό λαογραφικής ιστορικής και γλωσσικής σπουδής της Ηλείας, εκδόσεις Βιβλιοπανόραμα, Αμαλιάδα 2008).
[1] Το βάθος και το πλάτος του εκάστοτε αυλακιού, εξαρτιόνταν από την ποσότητα του νερού, την έκταση που πότιζε και από την βατότητα της ροής κατά την διαδρομή του νερού στο αυλάκι.
[2] Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν για την διάνοιξη των αυλάκι ήσαν ο κασμάς, η αξίνα, το πατητό, το στεναξίνι, το φτυάρι, το αρίδι, ο λοστός, η βαριά, οι σφήνες, το πριόνι, η κλαδευτήρα, το τσεκούρι, η τσεκουροστενή, ο τσεκουροκασμάς, η πηρούνα κ.λπ.
[3] Τα υλικά που χρησιμοποιούσαν ήσαν ξύλα από δένδρα για τα κανάλια όπου χρειαζότανε η αερομεταφορά του νερού, πέτρες από τον ίδιο τον τόπο και όταν χρειαζόταν λαξευμένες, λάσπη γινομένη από τρίμματα κεραμιδιού, κοζά (τρίχες από γίδες), τρίχες από ουρά και χαίτη αλόγων, πάρα πολλά κομματιασμένα όστρακα καβουριών και σαλιγκαριών για τα επικίνδυνα σημεία, πλήθος αυγών, ρετσίνι για στεγανοποίηση, ελάχιστο μολύβι, λίπος από ζώα, αλλά και ίνες από τα φυτά Αθανάτι (είδος Αλόης). Ακόμη δε ότι κατασκεύαζαν και πήλινες σωλήνες για τις διαβάσεις και για τους βράχους. Επίσης χρησιμοποιούσαν και μπαρούτη για ν’ ανατινάξουν βράχια, αλλά και ξύλινους πύρους για την διάσπαση των βράχων.
[4] Όταν τα φυσικά εμπόδια, όπως βράχοι, σαθρό έδαφος κ.λπ. περίπλεκαν την βατότητα στην διαδρομή του νερού, αποφάσιζαν να καταλήξουν σε αυτή την δύσκολη, κοπιαστική και πολυδάπανη κατασκευή.
[5] Στο χωριό Άγναντα (Σινούζι) και συγκεκριμένα στην τοποθεσία Αλποχώρι, υπήρχε νερομάνα με τρεις βραχίονες. Ο ένας ξεκινούσε από την νερομάνα και κατέληγε στην τοποθεσία Ψαθί και Βίλια, ο άλλος πιο μικρότερος σε απόσταση, κατέληγε στην τοποθεσία Μουσταφά και ένας ο τρίτος πολύ πιο μικρότερος, κατευθύνονταν προς τα ανατολικά στην τοποθεσία Χούνη. Ο βραχίονας προς Ψαθί και Βίλια πρέπει να υπήρχε πριν από εκατοντάδες χρόνια και να είχε μια παραπλήσια διαδρομή. Αυτό συμπεραίνεται, διότι κατά την διάνοιξη αγροτικών δρόμων με χωματουργικό μηχάνημα, στην τοποθεσία Άγιος Δημήτρης, ήλθε στην επιφάνεια πήλινος αγωγός με κατεύθυνση προς αυτές τις τοποθεσίες.
[6] Στις τρύπες των καβουριών, τοποθετούσαν στο βάθος σβουνιά μετά πέτρες και πάνω από τις πέτρες πάλι σβουνιά και τέλος λάσπη για να κλείσει τους πόρους, για ν’ αποφεύγουν την απώλεια του νερού. Η σβουνιά είναι κόπρανα από βοοειδή και έχει μια πολύ παράξενη μυρουδιά και απωθεί τα καβούρια και τοιουτοτρόπως δεν πλησιάζουν ξανά στην τρύπα τους.
[7] Συνήθως στο πέρασμα των μονοπατιών που έτεμναν το αυλάκι, κατασκεύαζαν μικρά αυτοσχέδια πλατιά γεφυράκια, ή τοποθετούσαν πήλινους αγωγούς, για ν’ αποφεύγουν την καταστροφή του, από την διέλευση των ζώων αλλά και του ανθρώπου. Κατά την νεροποντή τα μονοπάτια γίνονταν φυσικοί αγωγοί των όμβριων υδάτων και μετέφεραν διάφορα υλικά (πέτρες, χώμα και κλαδιά) και αυτά κατέληγαν εντός του αυλακιού. Τα πλατιά γεφυράκια προστάτευαν το αυλάκι από αυτά τα νερομεταφερόμενα υλικά.
[8] Εάν το κτήμα κάποιου δεν είχε επαφή με το κεντρικό αυλάκι και ακολουθούσε κάποιος βραχίονας (παρακλάδι) μέχρι να φθάσει στο χωράφι του, τότε δεν εφαρμοζόταν αυτή η τακτική συντήρησης, αλλά η ένας από τους Νο 1 και Νο 2 τρόπους. Ενώ κατά την συντήρηση του παρακλαδιού αυτού δεν ήταν υποχρεωμένοι οι υπόλοιποι δικαιούχοι να συνδράμουν στην κατασκευή και στην συντήρηση.
[9] Εξαίρεση υπήρχε μόνον όταν κάποιος ήθελε να κατασκευάσει μύλο πριν την δέση άρδευσης, ο οποίος είχε το δικαίωμα μόνον όταν τα απόνερα του μύλου έπεφταν στην κοίτη του ρέματος ψηλότερα από την δέση.
[10] Για το πότισμα των ζώων στα αυλάκια υπήρχε μια ειδική εξαίρεση. Δηλαδή ένας κτηνοτρόφος, είχε το δικαίωμα να παίρνει νερό από το κεντρικό αυλάκι και δια μέσω παρακλαδιού με δική του κόφτρα να το διοχετεύει σε κάποιο χωράφι και τα ζώα να ποτίζονται μακριά από το κεντρικό νεραύλακο.
[11] Στο δημοτικό διαμέρισμα Καλύβια Αμαλιάδας υπάρχει μια οικογένεια με τ’ όνομα Νερολόγος. Από ότι μου είχε αναφέρει ο αείμνηστος δάσκαλος Παναγιώτης Νερολόγος, το επώνυμο προήλθε από την εργασία του νερολόγου, που έκανε κάποιος προπάππους του.
[12] Νεραλίκια, ήσαν ο κατάλογος του νεροφύλακα (νερολόγου), όπου αναγράφονταν οι δαπάνες και οι εισπράξεις από τις ταμιακές υποχρεώσεις των αρδευτών.
[13] Πάντοτε άφηναν ένα ορισμένο περιθώριο από την πηγή και την χρησιμοποιούσαν για να πίνουν και να παίρνουν καθαρό νερό πριν αυτό διοχετευθεί στην στέρνα.
[14] Ο εν λόγο μηχανισμός (βάνα) κατασκευάζονταν συνήθως από ξύλο ή από κεραμική κατασκευή. Ο μηχανισμός είχε ένα κλαπέτο ελέγχου της ροής του νερού και ανάλογα με την χρήση που ήθελε ο περιβολάρης ρύθμιζε την ροή του νερού. Αν αναλογιστούμε ότι, όταν ήταν γεμάτη η στέρνα η ροή του νερού κατά την εξαγωγή του ήταν μεγαλύτερη και έφευγε περισσότερο νερό και με πίεση, ενώ κατά το τέλος το νερό κυλούσε λιγότερο και χωρίς πίεση. Όταν το νερό είχε πίεση τότε χρησιμοποιούσαν την μούντζα. Η μούντζα ή χούφτα, είναι ένα εργαλείο σε σχήμα ανοιχτής παλάμης που τοποθετείται μετά την εξαγωγή του νερού και διακόπτει την πίεσή του για να μην καταστρέφει το νεραύλακο και να μην σπαταλείται το νερό. Ακόμη μπροστά τοποθετούσαν και διάφορα αντικείμενα όπως πέτρες, ξύλα και κλαδιά για ν’ αντιμετωπίσουν την πίεση του εξαγόμενου νερού.
[15] Για αυτές τις μικρές πηγές οι ντόπιοι όταν ερωτούνταν για την ποσότητα του νερού που αναβλύζει η πηγή έλεγαν βγάζει νερό: «Όσο κατουράει μια γίδα», ή «Ίσα- ίσα που στάζει», «Κατουράει», θέλοντας έτσι με αυτές τις παροιμιακές εκφράσεις να ορίσουν την δυναμικότητα της πηγής.
[16] Οι στέρνες στην ορεινή ύπαιθρο, εκείνη την εποχή πέρα από το αρδευτικό έργο τους, χρησιμοποιήθηκαν και σαν «πισίνες» κολύμβησης, ιδίως των παιδιών, κατά την θερινή περίοδο. Τα παιδιά εκμεταλλεύονταν τις στέρνες, τις δέσες αλλά και τις λούμπες των ρεμάτων, για τα παιχνίδια τους και το δρόσισμα της θάλασσας, που τόσο τους έλειπε και αποζητούσαν. Τοιουτοτρόπως κατά παρέες, τα μεσημέρια που πήγαιναν τα γιδοπρόβατα στον στάλο, περνούσαν τα μεσημέρια τους στις υπαίθριες «πισίνες» του τόπου τους. Αρκετά θλιβερά γεγονότα έχουν καταγραφεί με παιδιά που άφησαν την τελευταία τους πνοή μέσα στις λούμπες και στις στέρνες κατά την ώρα που κολυμπούσαν.
[17] Το κουρασάνι ήταν ένα μείγμα από άμμο, σκόνη πέτρας ή κεραμιδιού, τζαβίδα (κογχυλίων ή από καβούκι σαλιγκαριών, καβουριών ή χελώνας), ασβέστη, τραγόμαλλο, ρετσίνι και ασπράδι αυγού. Με αυτό επάλειφαν το εσωτερικό τοίχων και ιδίως δεξαμενών, για να πετύχουν μόνωση και ν’ αποφεύγουν την διαρροή υγρασίας.