Στον οικισμό Καρδαράς[1] της Αλωνίσταινας (πρώην δήμου Φαλάνθου Αρκαδίας), που την ονομασία του την έλαβε από τους πρώτους οικιστές τσοπάνηδες με το όνομα Καρδαράς[2], ζούσε μια πατριαρχική ποιμενική οικογένεια με το όνομα Προύντζος. Κατά την καλοκαιρινή περίοδο, στο Μαίναλο αρκετοί τσοπάνηδες από την περιοχή του Ναυπλίου[3] κτηνοτρόφοι μετανάστευαν με τα αιγοπρόβατά τους, για να ξεκαλοκαιριάσουν τα ζώα τους στο δροσερό και πλούσιο σε βοσκή ελατόδασος του Μαινάλου στην Αρκαδία. Αυτή η οικογένεια αρχικά διέμενε σε πρόχειρα καταλύματα (καλύβες), συν τον χρόνο ανήγειραν οικίες και η συνοικία (τουρκ. μαχαλάς) ονομάσθηκε «Προύντζου Καλύβια». Η οικογένεια του Προύντζου μετά την πάροδο πολλών ετών, έγινε πολυάριθμη και κατά την επανάσταση του 1821, προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στον ένοπλο απελευθερωτικό αγώνα[4], από της έναρξης μέχρι και το τέλος του.
Στου Καρδαρά κατά την επανάσταση του 1821, ήταν ο Παναγιώτης Προύντζος ήταν ο πιο περίφημος και πασίγνωστος καπετάνιος της περιοχής. Και ο μόνος που επέζησε από τους άνδρες μετά την απελευθέρωση, ο οποίος έλαβε και μια μικρή σύνταξη από την Κυβέρνηση του Καποδίστρια. Μετά την δολοφονία του Κυβερνήτη, πέθανε ο γέρο- Προύντζος και έμειναν μόνον οι γυναίκες στον οικισμό χωρίς κανένα πόρο ζωής.
Κάποια κοπέλα από την οικογένεια, αναφέρεται ότι κατά την διαμονή τους στον οικισμό Προύντζου Καλύβια (έτερος τόπος χειμερινής διαμονής), που βρίσκονταν κοντά στο Ναύπλιο[5] κατά τους χειμερινούς, να είχε αναπτύξει ερωτικές σχέσεις με τον ηγούμενο της Μονής Καρακαλά[6] και έμεινε έγκυος.
Φώτο Μονή Αγ. Δημητρίου Καρακαλά (Άγιος Αδριανός)
Η Μαρίτσα όταν κατάλαβε τα συμπτώματα της εγκυμοσύνης της, έκρυψε από την οικογένειά της εγκυμοσύνη, μέχρι που ήλθε η άνοιξη και μετοίκησαν στο Μαίναλο στου Καρδαρά. Εκεί όταν πλέον άρχισε να διαφαίνεται η εγκυμοσύνη, οι δικοί της την πίεσαν να τους αναφέρει τον πατέρα του παιδιού που επρόκειτο να φέρει στον κόσμο. Η Μαρίτσα[7] δεν μαρτύρησε τίποτα σε κανέναν, μόνο έστειλε κρυφά παραγγελιά στον ηγούμενο στην μονή Καρακαλά, να έρθει για να την συναντήσει και να κουβεντιάσουν τι μέλλει γενέσθαι. Ο ηγούμενος μόλις έλαβε το μήνυμα της Μαρίτσας, κατέφθασε γρήγορα στο Καρδαρά και αφού έψαξε, βρήκε την Μαρίτσα στην βρύση του μαχαλά να κουβαλάει νερό για το σπίτι της. Μόλις την συνάντησε, αφού αυτή πρώτα τον προσκύνησε, ο ηγούμενος την παρακάλεσε και της έταξε κάποιο σοβαρό ποσό για να μην προδώσει την ενοχή του.
Η ΕΛΕΝΗ ΤΟΥ ΠΡΟΥΝΤΖΟΥ ΚΑΙ Ο ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ
Α) Κωνάκι εδώ, κωνάκι εκεί, κωνάκι παραπέρα,
κωνάκι και ’ςτου Καρδαρά ’ςτου Προύντζου το καλύβι
’πο’ ’κει κωνεύ’ ο ΄γούμενος ο Ξεροκαστελλιώτης,
για την Ελένη ερώταγε την ανιψιά του Προύντζου.
Η Ελένη λείπει για νερό, λείπει για το βαρέλι.
Κι’ ακόμα λόγος έστεκε και συντιχιά κρατιέται,
σ’ ’το δρόμον όπ’ ερχότανε μικρό παιδί απαντάει.
Στέκει και το συχνορωτάει στέκεται και του λέει,
-Το τίνος είναι τ’ άλογο που στέκει σελλωμένο;
-Του ’γούμενου είναι τ’ άλογο του Ξεροκαστελλιώτη.
Και το βαρέλι επέταξε ’ςτο ’γούμενο παγαίνει,
στρωτή μετάνοια του ’καμε και του φιλεί το χέρι,
στο γόνα του την έκατσε στα μάτια την κοιττάζει.
-Ελένη τι είσαι κίτρινη και τι ‘σαι μαραμένη;
-Μη σε μαλών’ η μάννα σου κι’ ο σκύλος αδερφός σου;
-Δε με μαλών’ η μάννα μου μήτε κι ο αδερφός μου
-Μον’ με μαραίνει το παιδί, που μ’ έχεις ’γγαστρωμένη.
-Σώπα Ελένη μην το λες και μην το κουβεντιάζης
κι’ εγώ ’χ’ άσπρα για το παιδί φλωριά να τ’ αναθρέψω.
(«Περισυναγωγή Γλωσσικής Ύλης και εθίμων του Ελληνικού Λαού ιδία δε του της Πελοποννήσου», Π. Παπαζαφειρόπουλου, σελίδα 65, αριθμός Ζ΄, εν Πάτραις 1887).
Β) Κονάκι εδώ, κονάκι εκεί, κονάκι παραπέρα,
κονάκι και στου Καρδαρά στου Προύντζου τα Καλύβια,
Που ’χε τους δώδεκα τους γυιούς, τα δεκοχτώ τα ανίψια.
Που ’χει κι εγγόνια περισσά και πέρσες τις νυφάδες.
Εκεί κονεύει ο ηγούμενος ο Ξεροκαστελλιώτης.
Για τη Μαρίτσα ρώταγε, του Προύντζου την εγγόνα.
Μαρίτσα λείπει για νερό στη βρύση για να φέρη.
Κι ακόμα ο λόγος έστεκε κι ακόμα ερωτούσε,
Κι η Μάρω τον αγνάντεψε στο δρόμο οπού ερχόταν
Και το βαρέλι πέταξε στου ’γούμενου τραβάει.
Στρωτή μετάνοια του ’κανε και του φιλά το χέρι.
Κι ο ’γούμενος τήνε τηρά και την καλοξετάζει:
-Μαρίτσα, τα’ είσαι κίτρινη σαν πατρινό λεμόνι;
Μη σε μαλώνει η μάννα σου κι ο γέροπαππουλής σου;
-Δεν με μαλώνει η μάννα μου μαϊδέ ο παπππουλής μου
Μόν’ με βαραίνει το παιδί, που μ’ έχεις γκαστρωμένη.
-Σώπα Μαρίτσα μην το λες και μην το συντυχαίνης,
γιατί μου κόβουν τα μαλλιά, μου κόβουν και τα γένια.
Και ’γω ’χω άσπρα για παιδί, να το καλαναστήσω.
(Πετρόπουλος Δημήτριος, «Πελοποννησιακά δημοτικά τραγούδια», άρθρο στην Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά 1960, σελίδα 87).
Η παράδοση αναφέρει ότι η Μαρίτσα πέθανε λίγες ημέρες μετά τον τοκετό, και ότι το σκάνδαλο ανακαλύφθηκε και οι εκκλησιαστικές αρχές καθαίρεσαν τον ηγούμενο. Το παιδί της Μαρίτσας όταν μεγάλωσε έγινε μοναχός στην Μονή Γοργοεπηκόου στην Μαντινεία.
Αν και το τραγούδι έχει τραγουδοποιηθεί στην Πελοπόννησο, όπου συνέβησαν αυτά τα γεγονότα, είναι αξιοσημείωτο ότι η τεχνική της μελωδίας του σε κλίμακα χρωματική, καθώς και η ρυθμική του ιδιοτυπία απαντάται περισσότερο στην Ρούμελη και λιγότερο στην Πελοπόννησο. Είναι πολύ δύσκολο να εξηγηθεί αυτή η ιδιορρυθμία, αν δεν συγκεντρωθούν όλες οι μουσικές παραλλαγές, για να γίνει κάποια σύγκριση και να καταλήξουμε στ’ ανάλογα συμπεράσματα.
Λεξιλόγιο:
Κωνάκι ή κονάκι, το = η οικία, το σπίτι.
Πέρσες, οι = περίσσιες, περρισές, πολλές.
Πηγές:
(- Βέης Νικόλαος, «Χειρόγραφο του Λαογραφικού Αρχείου Αθηνών» σελίδα 66-69, αριθμός 484.
- «Περισυναγωγή Γλωσσικής Ύλης και εθίμων του Ελληνικού Λαού ιδία δε του της Πελοποννήσου», Π. Παπαζαφειρόπουλου, σελίδα 65, αριθμός Ζ΄, εν Πάτραις 1887.
- Γιατράκου Γ. Μαρία – Ελευθερία, «Η Ιερά Μονή Αγίου Δημητρίου Καρακαλά ή Ξηροκαστελλίου», Διατριβή επί Διδακτορία, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 1998.
- Πετρόπουλος Δημήτριος, «Πελοποννησιακά δημοτικά τραγούδια», σελίδα 87, άρθρο στην Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά 1960.
- Φωτάκος-Χρυσανθόπουλος Φώτιος, «Βίοι Πελοποννησίων ανδρών», Αθήνα 1960).
[1] Ο Καρδαράς ή Καρδαρά είναι ορεινό χωριό του νομού Αρκαδίας. Είναι χτισμένος σε υψόμετρο 1.030 μέτρων στις ανατολικές πλαγιές του όρους Μαίναλο και αποτελεί έναν από τους πιο ορεινούς οικισμούς της Αρκαδίας. Ο οικισμός Καρδαράς ανήκει στον δήμο Λεβιδίου και σύμφωνα με την απογραφή του 2001 έχει 47 κατοίκους. Απέχει 20 χλμ. από την Τρίπολη Αρκαδίας.
[2] Το όνομα Καρδαράς προέρχεται από την λέξη καρδάρα. Η καρδάρα είναι κτηνοτροφικό εργαλείο (σκεύος). Οι πρώτες καρδάρες ή καρδάρια ή τα ξύλινα μαστέλα για το άρμεγμα των αιγοπροβάτων. Τοv καρδάρι το χρησιμοποιούσαν και σαν μέτρο, γι’ αυτό την λένε και μετριγιάρα. Οι μικρές μετριγιάρες χωράνε δέκα οκάδες γάλα και οι μεγάλες δεκαπέντε, υπάρχουν και καρδάρες που παίρνουν λιγότερο γάλα. Υπάρχουν όμως και οι μπικόνες, οι τενεκεδένιες καρδάρες που χωράνε μεγαλύτερη ποσότητα. Συνήθως στην ξύλινη καρδάρα έπηζαν το τυρί. Την χρησιμοποιούσαν οι τσοπάνηδες κατά την διαδικασία του αρμέγματος των αιγοπροβάτων, όπου εντός αυτού του σκεύους έπεφτε το γάλα κατά την άλμεξη. Από την λέξη καρδάρα προέρχονται αρκετά επώνυμα αλλά και οικισμοί, όπως Καρδαράς, Κάρδαρης, Καρδαρίδης, Καρδαρόπουλος, Καρδαράκης και Καρδαρίτσι (οικισμός στην Αρκαδία).
[3] Κατά το έτος 1834, σύμφωνα με έγγραφο του Μητροπολίτου Αργολίδος Κυρίλλου Δεληγιαννοπούλου, η Ιερά Μονή του Αγίου Δημητρίου εις Ξηροκαστέλι είχε τα εξής περιουσιακά στοιχεία: 3500 στρέμματα γης, 10.000 στρεμ. ακαλλιέργητη γη 25 στρεμ. αμπέλια, 2000 ελαιόδεντρα, 423 αιγοπρόβατα, 150 κυψέλες μελισσιών, 37 χοντρά ζώα, 8 ασημένια και 34 χάλκινα σκεύη, 2,5 οκ. ασήμι, 15 υπηρέτες και 7 ορφανά.
Στον ίδιο περίπου χρόνο διαφορετική είναι η καταγραφή των περιουσιακών του σε κατάσταση του Δημοσίου: Πατέρες 5, υπηρέτες 6, Καλλιεργήσιμη γη στρεμ. 800, Αμπελώνες στρεμ. 16, ελαιόδεντρα 1.000, Κήποι 1, Ελαιοτριβεία 1, Μύλοι 1, Αιγοπρόβατα 400, Νομαδικά 65, Βόες Γεωργικοί 8, Ζώα φορτηγά 6, Μελίσσια 100, Μετόχια 2, Χαλκός 50 οκ. Ετήσιον εισόδημα 8.000 δρχ. Η Οικοδομή περιέχουσα εικοσιπέντε δωμάτια είναι οχυρά, ο κήπος περιέχει έως 30 δένδρα καρποφόρα.
Από αυτές τις απογραφές, φαίνεται ότι το μοναστήρι κατείχε τεράστια περιουσία. Είχε το πιο υψηλό εισόδημα και τα περισσότερα δωμάτια απ’ όλα τα μοναστήρια της Αργολίδας. Τα σύνορα των κτημάτων της απλώνονται σε μεγάλη ακτίνα. Μέσα σε σχετικό έγγραφο (υπάρχουν 282 έγγραφα στο φάκελλό της) και τα σύνορά της ορίζονται τοιουτοτρόπως:
« Οι κάτοικοι των πέριξ της μονής προσκληθέντες υπό του καθηγουμένου Κου Διονυσίου Μπεβάρδου μαρτυρούμεν ότι η όλη περιφέρεια της μονής περατούται από μεν Δυσμών εκ του μέρους της Τιρυνθίδος υπό του μακρού λιθαρίου υπό του δημοσίου δρόμου, υπό του χαρακώματος του Θεοδωροπούλου τα καταλύματα, το όρος του προφήτου ηλιού και του αγίου Ιωάννου και τον μελισσάν. από δε της μεσημβρίας από το μέρος της Ασύνης, υπό του κεφαλαρίου εις το Γκωλινάρι και μαυροβουνές. από δε ανατολικών εκ του μέρους της λύσσης υπό των κορών, υπό της Γέφυρας της Καλογραίας υπό του χαλκοκάστρου, του μπρούτζου τα καλύβια και το όρος του φωνίσκου και των ερήμων. από δε βορρά εκ του μέρους αραχναίου υπό της εύμορφης σπυλιάς υπό του αραχναίου όρους της ασφακαράχνης του πετριτού και της Θαστζας. εκ μέρους της Μηδρίας υπό του αραχναίου σταυροδρομίου του μαριανού δημοσίου δρόμου ερχόμενοι εκ του μακρολιθαρίου. Μάρτιος 1836 Υπογραφές ».
Από αυτό το έγγραφο αντλούμε τις ειδήσεις ότι η οικογένεια Προύντζου, είχε περιουσία κοντά στο μοναστήρι, όπου εκεί σαν ποιμενική οικογένεια επέστρεφε στα χειμαδιά της κατά τους Χειμερινούς μήνες από το Μαίναλο.
[4] Λέγεται ότι κατά την ελληνική επανάσταση του 1821, 80 περίπου άνδρες μέλη της οικογένειας Προύντζου, φονεύθησαν80 περίπου άνδρες μέλη της οικογένειας Προύντζου, σε διάφορες μάχες. Ο Φώτιος Χρυσανθόπουλος ή Φωτάκος στο βιβλίο του «Βίοι Πελοποννησίων Ανδρών αναφέρει; «Αι θυσίαι και αι εκδουλεύσεις της οικογενείας ταύτης, δεν έχουν σύγκρισιν με καμμίαν άλλην οικογένειαν της Πελοποννήσου».
[5] Υπάρχει και μια άλλη εκδοχή στο δράμα της Μαρίτσας γόνου της οικονομικά ξεπεσμένης ηρωϊκής οικογένειας του 1821, Προύντζου, από τον οικισμό Προύντζου Καλύβια που βρίσκεται στο χωριό Καρδαρά Αλωνίσταινας. Η νεαρή κοπέλα, αναγκασμένη να δουλεύει υπηρέτρια σε κάποιο πλουσιόσπιτο του Ναυπλίου, έναντι χρηματικού ποσού αποπλανήθηκε από τον ηγούμενο της μονής Καρακαλά στο Κατσίγκρι.
[6] Η Μονή Καρακαλά βρίσκεται κοντά στο φρούριο Ξεροκάστελλο ή Ξεροκαστέλλι, στο Κατσίγκρι Ναυπλίας. Δια τούτο και ο ηγούμενος στο τραγούδι αποκαλείται «Ξεροκαστελλιώτης».
Η ακριβής χρονολογία του έτους ίδρυσης της μονής του Αγίου Δημητρίου δεν είναι γνωστή, αλλά υφίσταται μία περιγραφή της μεγάλης της περιουσίας το 1696. Από αυτή συμπεραίνουμε ότι μάλλον θα πρέπει να λειτουργούσε αρκετούς αιώνες.
Διίστανται οι απόψεις για το όνομα της κοπέλας, που είχε ερωτικές περιπτύξεις με τον ηγούμενο. Αναφέρεται Μαρίτσα, ενώ περίπου το έτος 1887, ο ιερέας Παναγιώτης Παπαζαφειρόπουλος κατέγραψε το όνομά της ως Ελένη.