Καταγραφή επιμέλεια Ηλίας Τουτούυνης
Η εργασία μου αυτή είναι ένας σκέλος από το κεφάλαιο «ΣΤΑΦΙΔΑ» και αναφέρεται στην παραδοσιακή φύτευσή της
Για να φυτέψουν κάποτε σταφίδα ξεκινούσαν από την επιλογή του χωραφιού και την επιλογή του φυτού. Αρχικά αφού επέλεγαν το χωράφι, που θα φύτευαν, πρώτα το όργωναν Απρίλη μήνα. Η όργωση γινόταν για να γυρίσουν τα χώματα για να «λιαστούν» όλο το Καλοκαίρι. Τον Οκτώβρη με τα πρωτοβρόχια, ξανά το όργωναν (δηλαδή γύριζαν τα χώματα) και το άφηναν οργωμένο μέχρι την Άνοιξη που θα φύτευαν την σταφίδα. Αν τα χωράφια που προορίζονταν για φύτευση, ήταν βαριά, τότε από τον Οκτώβρη άνοιγαν «σαϊτάρια» (γράνες) για ν’ απορρέουν και να στραγγίζουν τα όμβρια νερά του χειμώνα.
Τον μήνα Φεβρουάριο κατά την εποχή του «κάθαρου» (επιλεκτικού κλαδέματος όπου γίνεται αφαίρεση όλων των πιο αδύνατων και περισσότερων παρακλαδιών και ξερών στελεχών, χωρίς να κόβονται οι βέργες που θα καρποφορήσουν) και όταν είχε φεγγάρι, πήγαιναν σε κάποιο κτήμα σταφίδας και διάλεγαν τον φυτό, δηλαδή κληματόβεργες που θα τις φύτευαν για αναπαραγωγή νέου φυτού (πολλαπλασιαστικό υλικό).
Εκεί επέλεγαν στελέχη (βέργες) από κλήματα σταφίδας, υγιή και γερά (χοντρά). Για να κόψουν αυτές τις βέργες που λέγονται «φυτός», έπρεπε να έχει φεγγάρι και να μην είναι ημέρα βροχερή και πάντα απογευματινές ώρες. Για την κοπή των κληματόβεργων χρησιμοποιούσαν την ψαλίδα. Μετά το κόψιμο του φυτού, ένα – ένα τα έκοβαν ανάλογα με το μέγεθος και τα «μάτια» του φυτού. Επίσης το κάτω μέρος του φυτού έπρεπε να έχει μικρή τσατάλα (διάλεγαν να έχει ένα μικρό στέλεχος από την βέργα της προηγούμενης χρονιάς), για να έχει καλύτερη επιτυχία. Ανάλογα με το έδαφος, που θα τα φύτευαν, έκοβαν και το μήκος της βέργα που προοριζόταν για φυτό. Οι περισσότεροι τα έκοβαν σε μήκος τα λεγόμενα εξηντάρια (εξήντα εκατοστά του μέτρου) και άλλοι εβδομηντάρια. Έπειτα καθάριζαν την βέργα να μην έχει, πιάστρες και διακλαδώσεις (Πιάστρες έλεγαν τις βελόνες που αναπτύσσονται κατά μήκος της βέργας και διπλώνονται οπουδήποτε για να στερεωθεί η βέργα). Τις έτοιμες βέργες τις έδεναν δεματάκια με βουρλίδι (στελέχη από το υδρόφιλο φυτό βούρλο), κατά 25 (εικοσιπεντάδες). Έτσι μετρούσαν πόσα φυτά έχουν ή πόσα χρειάζονται. Πάντοτε μάζευαν περισσότερο φυτό απ’ ότι χρειάζονταν για τυχόν απώλειες και συμπληρώματα. Όταν ήσαν όλα έτοιμα, σ’ επιλεγμένο σημείο, μ’ ένα ξινάρι, ένα πατητό και ένα λυσγάρι (φτυάρι) έσκαβαν στην γη. Το μέρος που θα έβαζαν το φυτό για προβλάστηση, έπρεπε το χώμα να μην είναι βαρκό, ούτε πολύ ξερό. Αφού υπολόγιζαν το εμβαδόν του χώρου, ώστε να τοποθετηθούν η μια εικοσιπεντάδα δίπλα στην άλλη και όχι στοιβαγμένες, έσκαβαν γύρω στα τριάντα εκατοστά που μέτρου σε βάθος και εκεί έβαζαν κάτω τα δεματάκια με προσοχή, σειρά και τάξη.
Αρκετοί τον φυτό τον τύλιγαν με τουλουπάνια, για να μην στραβώνουν τα μάτια κατά την εξαγωγή. Έπειτα τα σκέπαζαν αρχικά με άβροχη στάχτη και επάνω έριχναν χώμα, νωπό. Η στάχτη τα προστάτευε από μύκητες και μυρμήγκια. Άλλοι έριχναν ψιλή άμμο και μετά τα χώματα Στο μέρος όπου έθαβαν τον φυτό, τον σηματοδοτούσαν με εμφανή σημάδια για να γνωρίζουν που ακριβώς έχουν τοποθετηθεί. Στις τέσσερις άκρες του σημείου προβλάστησης έμπηγαν παλούκια, ώστε κατά την εξαγωγή να μην στραβώσουν τα μάτια ή κόψουν τις βέργες. Αν ήταν άβρεχος ο τόπος τότε έριχναν επάνω αρκετό νερό, να κλείσει τα κενά του χώματος και να λασπώσει. Την ημέρα της Πρωτάγιασης, έπαιρναν αγιασμό και τον έβαζαν σ’ ένα μπουκλάκι στο μέρος που είχαν θάψει τον φυτό. Όταν τον φύτευαν στο χωράφι, στο πρώτο και τελευταίο κλήμα που φύτευαν έριχναν μέσα στην τρύπα τον αγιασμό, για να ευδοκιμήσει ο φυτός, να είναι υγιής, να μεγαλώσει και να καρποφορεί. Οι βέργες, έμεναν μέσα στο χώμα μέχρι τα μέσα του Απρίλη, έως και τέλη Μάη. Η χρονική διάρκεια άλλαζε ανάλογα με το χωράφι. Αν το χωράφι ήταν «βαρύ» (γλίνα) το φύτευαν αργά, αν ήταν «φτενάδι» (αμμουδερό, χαλικερό, ύψωμα) το φύτευαν γρηγορότερα.
Όταν ερχόταν καιρός να το φυτέψουν το χωράφι, πρώτα το όργωναν με τ’ άλογα δύο φορές και τέλος το σβάρνιζαν. Μετά το σβάρνισμα το σημαδεύανε. «Σημάδεμα» λέγεται η διάταξη, που θα φυτευτεί κάθε φυτό (βέργα). Για το σημάδεμα επιστράτευαν έμπειρους καλλιεργητές μεγάλους σε ηλικία. Έχω μια παλιά καταγραφή που έγινε αναφορά ότι κάπου στις αρχές του 1930 για κάποιον που τον έλεγαν «σημαδιάρη». Η δουλειά αυτού του ανθρώπου ήταν να σημαδεύει φυτέματα. Ήταν ο καλύτερος της περιοχής και όσοι φύτευαν σταφίδες τον έπαιρναν και αυτός με το συνεργείο του σημάδευε το χωράφι. Παλιά το σημάδεμα γινόταν με σπάγκους, σχοινιά, με μικρά ξυλάκια ή και καλάμια. Τα δεματάκια του φυτού, τα έβγαζαν από το χώμα με προσοχή και σταδιακά. Τα πρώτα τα έβγαζαν, τα φύτευαν και μετά συνέχιζαν σταδιακό βγάλσιμο και φύτεμα. Αυτό γινόταν να μην ξεραίνονται από τον ήλιο και τον αέρα τα προ-βλαστημένα φυτά, μέχρι να φυτευτούν.
Η ημέρα της φύτευσης ενός χωραφιού με σταφίδα, ήταν πανηγύρι για τους παλαιούς. Το «ξετάζανε» και επέλεγαν να μην είναι «βαριά γιορτή», γιατί αυτές τις ημέρες οι ξωμάχοι τις «φυλάγανε», δεν πήγαιναν για δουλειά στα χωράφια. Επίσης κατά την ημέρα του φυτέματος οι νοικοκυραίοι, έπρεπε να είναι «καθαροί», δηλαδή να μην έχει συνευρεθεί ερωτικά το ανδρόγυνο το προηγούμενο βράδυ. Όταν επρόκειτο κάποιος να φυτεύσει τον φυτό στο χωράφι, προσέρχονταν αρκετοί συγγενείς, φίλοι, κουμπάροι και συγχωριανοί να βοηθήσουν. Αυτό το έλεγαν ξέλαση και για την βοήθεια έλεγαν: «Θα δώσουμε ένα γιούτο!». Η λέξη γιούτο προέρχεται από την Ιταλική λέξη Αγιούτο, που σημαίνει βοήθεια.
Έτσι, την καθορισμένη ημέρα, μαζεύονταν όλοι και ανάλογα με τις δυνάμεις, την αντοχή και τις γνώσεις ο καθένας πρόσφερε στην φύτευση ενός νέου κτήματος σταφίδας. Στο τσούρμο ή το συνάφι συμμετείχαν και παιδιά, για τις δευτερεύουσες δουλειές, όπως κουβάλημα νερού, διανομή φυτών, κέρασμα νερού στους άνδρες κ.λπ. Το φύτεμα έπρεπε να τελειώσει μέσα σε μια ημέρα και το λέγανε «μονομερνό». Όπως λέγανε οι παλιοί το μονομερνό είναι γούρικο και καλό. Δηλαδή δεν ήθελαν μείνει μέρος του χωραφιού αφύτευτο για την άλλη ημέρα. Αν έμενε για την άλλη μέρα το κομμάτι αυτό που θα φύτευαν το έλεγαν «στερνόφυτο». Επίσης στερνόφυτα έλεγαν όταν αγόραζαν ή εκχέρσωναν συνεχόμενα με το φύτεμα τεμάχια γης και στην συνέχεια τα φύτευαν σταφίδα και τα ένωναν με το πρώτο φύτεμα.
Εκεί που είχαν σημαδέψει, για να βάλουν την κάθε βέργα, το τρυπούσαν με λοστό. Ένας εργάτης μ’ ένα λοστό στο χέρι και ανεβοκατεβάζοντας τον λοστό με δύναμη και δεξιοτεχνία έκανε μια τρύπα. Επάνω στον λοστό είχαν δέσει μια κλωστή, ως σημάδι για το βάθος της τρύπας. Έπρεπε οι τρύπες να είναι ισομεγεθείς σε βάθος. Έπειτα ένας άλλος εργάτης, πίσω σε κάθε τρύπα, έβαζε τον φυτό (κληματόβεργα) μέχρι να φθάσει στο κάτω μέρος της τρύπας. Συνήθως τα εξηντάρια τα έβαζαν σαράντα πόντους μέσα στην γη και τα εβδομηντάρια πενήντα. Όταν τα χωράφια ήσαν βαριά έβαζαν εξηντάρια και όταν ήσαν φτενάδια έβαζαν εβδομηντάρια. Τα εβδομηντάρια τα έβαζαν για την υγρασία, όσο πιο βαθιά είναι τόση περισσότερη υγρασία υπήρχε και όπως γνωρίζουμε τα φτενάδια το καλοκαίρι διψούσαν, γι’ αυτό τα έβαζαν βαθύτερα. Έπειτα έριχναν μέσα σταχτόνερο (νερό με στάχτη και λίγο ασβέστη) και ένας άλλος εργάτης μ’ ένα στεναξίνι, έριχνε χώμα μέσα στην τρύπα και γύρω από τον φυτό έφτιαχνε μια μικρή γούβα, για επόμενο και μελλοντικό πότισμα. Βασικά έξω από την γη άφηναν περίπου τρία μάτια της βέργας. Ποτέ δεν φύτευαν ανάποδα τις βέργες, όχι πως δεν θα «έπιαναν», αλλά το είχαν σε κακό να φυτεύουν κάποια βέργα τ’ ανάποδα, για ν’ αποφεύγουν τις αναποδιές της κάθε χρονιάς, όσο θα υπήρχε η σταφίδα. Ανάποδα λέγεται να μπαίνει στην γη το φυτό όχι από την χονδρή άκρη αλλά από την λιανώτερη. Πάντοτε μετρούσαν τα κλήματα που φύτευαν και έπρεπε να είναι ζυγός αριθμός και όχι μονός. Όταν κάποιο κλήμα δεν έπιανε ή χαλούσε στο μέλλον, τότε έριχναν «καταβολάδα» για να το συμπληρώσουν. Η καταβολάδα ήταν μια μεγάλη βέργα από το δίπλα κλήμα, όπου έσκαβαν με το στεναξίνι και το πατητό, μια λωρίδα περίπου σαράντα εκατοστών βάθους, από κλήμα σε κλήμα και λύγιζαν την βέργα από το κλήμα, την πίεζαν να φθάσει μέχρι το βάθος της σκαμμένης λωρίδας. Την άκρη της βέργας την ανύψωναν στην άλλη άκρη της λωρίδας. Μετά έχωναν με χώματα την λωρίδα και την πατούσαν με τα πόδια για να πιεστεί το χώμα καλά. Αυτή η βέργα, έπαιρνε τροφή και νερό από το στέλεχος της (κούρβουλο και τροφοδοτούταν για ένα ή δύο χρόνια. Εν τω μεταξύ αυτή είχε ριζώσει στο χώμα και έπειτα την έκοβαν από το κούρβουλο και όσο στέλεχος κατέβαινε προς το χώμα και έτσι όταν είχε ριζώσει για τα καλά την απομόνωναν από αυτό. Έτσι είχαν ένα νέο κλήμα στην θέση κάποιου που είχε αποτύχει ή ξεραθεί. Οι «καταβολάδες» ήταν μια από τις καλύτερες λύσεις για να αναπτυχθεί ένα κλήμα στην θέση κάποιου που για διαφόρους λόγους, καταστράφηκε.
Στις άκρες του χωραφιού της σταφίδας άφηναν ένα μέρος, αφύτευτο, κυρίως στο πιο ψηλό μέρος του χωραφιού για την κατασκευή των αλωνιών. Επίσης στις άκρες της σταφίδας φύτευαν τα άνθη τζίνιες για την προλαμβάνουν την λώβα και τον περονόσπορο. Ξέρουμε ότι οι τζίνιες, είναι πιο ευπαθείς και επηρεάζονται από την λώβα και τον περονόσπορο πιο γρήγορα από την σταφίδα. Έτσι ο «σταφιδάς» (ο ιδιοκτήτης, ή ο καλλιεργητής της σταφίδας), όταν έβλεπε ότι οι τζίνιες έχουν επηρεαστεί, έπρεπε να ραντίζει αμέσως την σταφίδα του.
Κατά την φύτευση, το φαγητό και την αποχώρηση από το κτήμα, όλοι οι παρευρισκόμενοι ευχόντουσαν στον νοικοκύρη και σε όλη την οικογένειά του «Καλή Επιτυχία!» «Αλάθητο!», «Κλήμα και κοφίνι!», «Να δασώσει και γρήγορα να καρπίσει!» κ.ά.
Στις επτά μέρες ξαναπότιζαν το κάθε κλήμα και μετά το άφηναν απότιστο για ένα μήνα. Τον φυτό που περίσσευε το κρατούσαν μέσα στην γη. Όταν εντόπιζαν ότι κάποιο κλήμα δεν έπιασε (βλάστησε), τότε το αντικαθιστούσαν με αυτά. Κατά το φύτεμα οι περισσότεροι τοποθετούσαν και τις φουρκάδες. Η άμεση τοποθέτηση (μπήξιμο) της φουρκάδας, ήταν να μην ενοχλήσει το νέο φυτό και να μην το κουνήσει και αποτύχει η φύτρα του. Όποιος το άφηνε για την επόμενη χρονιά για να το σηκώσει δεν έβαζε φουρκάδες άμεσα αλλά την επόμενη χρονιά. Στις άκρες της σταφίδας ή ενδιάμεσα φύτευαν και τσιμπήμπο ή σουλτανίνα και μερικά φαγουλάρικα (επιτραπέζια) σταφύλια.
Ο νοικοκύρης από τότε που προετοιμαζόταν για να φυτεύσει σταφίδα επέλεγε ένα ζωντανό, ή το αγόραζε και το έκτρεφε για να το χρησιμοποιήσει στο «μάτωμα». Μάτωμα λέγεται το σφάξιμο του προμελετημένου ζώου, που επρόκειτο να φάνε αυτοί που μετείχαν στο φύτεμα. Έτσι όταν έφθανε η παραμονή του φυτέματος έσφαζε το «μελετημένο» σφαχτό στο χωράφι για να το ματώσει για τα καλορίζικα και να έχει καλή επιτυχία και καλή σοδειά. Η νοικοκυρά την ημέρα της φύτευσης μαγείρευε το κρέας από το σφαχτό, και παρασκεύαζε και διάφορες πίτες. Μαζί με τυριά, ψωμί, κρασί κ.ά. τα μετέφερε μ’ όλα τα απαραίτητα να φάνε στο χωράφι. Συνήθως στο χωράφι είχαν μια χαμοκέλα και εκεί κάθονταν και έτρωγαν, έπιναν και πολλές φορές με την ευκαιρία έπιαναν κανένα τραγουδάκι και χόρευαν.
Όταν το κλήμα πετούσε (άνοιγε το μάτι του) νέο βλαστό τότε έκοβαν τα επάνω μάτια και άφηναν αυτό που ήταν πιο κοντά στο έδαφος. Άλλοι τ’ άφηναν ένα χρόνο και την επόμενη χρονιά την έκοβαν στο ίδιο σημείο (κούφιο) και στην συνέχεια την σήκωναν. Σήκωμα λέγεται το νέο βλαστάρι που αναπτύσσεται από τον φυτό. Αυτό δίπλα έβαζαν ένα καλάμι ή φουρκάδα όρθιο μέσα στην γη και επάνω του στερέωναν το νέο βλαστάρι. Αυτό λέγεται « φουρκάδιασμα». Κάθε δέκα πέντε εκατοστά το έδεναν με βουρλίδι το δέσιμο αυτό λέγεται βουρλοδέσιμο. Αυτό όταν το έφθαναν στο επιθυμητό ύψος, το «τσιμάριζαν», δηλαδή έκοβαν με το νύχι του την κορφή του βλασταριού. Αυτό στην συνέχεια από τα μάτια πετούσε δυο τρία άλλα βλαστάρια ένα από το κάθε μάτι και αυτά ήσαν τα μπράτσα του νέου κλήματος. Τα υπόλοιπα μάτια από την διακλάδωση μέχρι το έδαφος, τα «στράβωναν», δηλαδή με την βοήθεια του νυχιού τους, τα τσιμπούσαν και τα έκοβαν, τοιουτοτρόπως από εκείνο το μάτι δεν ξεκινούσε άλλο βλαστάρι. Όσοι τα «φουρκάδιαζαν» με καλάμια, αυτά άντεχαν για ένα χρόνο, το πολύ δύο. Τα καλάμια τα είχαν κόψει από τον Ιανουάριο με φεγγάρι για να μην χαλάσουν και να μην φυτρώσουν. Έπειτα τα αντικαθιστούσαν με ξύλινες φουρκάδες (παλούκια), από κυπαρίσσια, ευκάλυπτο, δένδρο, πουρνάρι, ελιά κ.λπ. Αυτά τα έβαζαν σε πίσσα, σε πετρέλαιο ή και σε χαλκό, για να μην πιάνουν μύκητες και σαπίσουν, ειδικά το μέρος που έμπαινε μέσα στο χώμα.
Τα παλούκια από κυπαρίσσια ή από ευκάλυπτο, πάντοτε τα έκοβαν με φεγγάρι και όταν τα έκοβαν στις κορδέλες τα έβαζαν χλωρά μέσα στο νερό για έξι μήνες, χωρίς ενδιάμεσα να τα βγάλουν έξω από αυτό, για να σκληρύνουν και να μην σαπίζουν γρήγορα.