Βιβλίο της κας Χρυσούλας Δεπάστα Αργυρακοπούλου, φιλολόγου και ιστορικού.
Τα περισσότερα στοιχεία του βιβλίου τα συγκέντρωσε η συγγραφέας το Μάρτη του 1980, στα πλαίσια μιας έρευνας για το Λαογραφικό Αρχείο του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Η λαογραφική συλλογή στηρίζεται στους κατοίκους της παλιάς, ή κάτω, Πέρσαινας, που δεν βρίσκονται πια στη ζωή.
Το βιβλίο, όμως, δεν αφορά μόνο την Πέρσαινα, αλλά όλα τα χωριά του Οροπεδίου Φολόης και ιδιαίτερα το Αντρώνι. Ένα μεγάλο μέρος του πονήματος στηρίζεται στις αφηγήσεις και τις μαρτυρίες της Παγώνας Αργυρακοπούλου – Kότσαλη, νύφη στην Πέρσαινα με καταγωγή από το Αντρώνι.
Αρχίζει με λίγα λόγια για την Πέρσαινα, την Κάπελη και τις άλλες κοινότητες του οροπεδίου. Συνεχίζει με το κεφάλαιο “Υλικός βίος”, που αναφέρεται στην κατασκευή του σπιτιού, τους μαστόρους και τα έθιμα κατά τη θεμελίωση. Στο ανώγι και το κατώι, στα έπιπλα, στα σκεύη και στο στολισμό του σπιτιού. Στις δουλειές του νοικοκυριού, στη μαγειρική και τη παρασκευή του ψωμιού. Στα κεντήματα, τα υφαντά και τη τέχνη τους. Στην καλλιέργεια των ελαιοδέντρων, του αμπελιού, στην παρασκευή του κρασιού και του τσίπουρου, στη ποιμενική ζωή και στις σεμπριές που έκαναν οι κάτοικοι μεταξύ των.
Στο επόμενο κεφάλαιο, που ονομάζεται “Κοινωνικός βίος”, η συγγραφέας αναφέρεται στη γέννηση και τη βρεφική ηλικία, στο ξεμάτιασμα και στη βάφτιση, στις σχέσεις των δύο φύλων, στο προξενιό, στον αρραβώνα, στη νύφη, στο γλέντι του γάμου και στα «πιστρόφια». Συνεχίζει με τις δοξασίες και τα έθιμα κατά τη θανή, στην κηδεία και τα μνημόσυνα. Γίνεται αναφορά στις συγκοινωνίες, στην εκπαίδευση και τα παιχνίδια των παιδιών, στα μαγαζιά και τα καφενεδάκια, στο πανηγύρι, στα όργανα και στα μεγάλα γλέντια που γίνονταν στο χωριό.
Στο τελευταίο κεφάλαιο, που λέγεται “Πνευματικός βίος”, καταγράφει τις παραδόσεις και τα παραμύθια, με μια παραλλαγή της πασίγνωστης Σταχτοπούτας (απ` το Αντρώνι). Συνεχίζει με αινίγματα και παροιμίες, με δημοτικά τραγούδια της αγάπης, του γάμου και της ξενιτιάς, ιστορικά και κλέφτικα, εργατικά, γνωμικά, παραλογές και μοιρολόγια. Καταγράφει τις προλήψεις, τις ευχές, τους όρκους και τις κατάρες, τις λαϊκές δοξασίες, τη λαϊκή ιατρική, τα ουράνια σώματα και τις δοξασίες για τα φυσικά φαινόμενα. Κλείνει, τέλος, με τις προβλέψεις για την αλλαγή του καιρού, τα ονόματα των μηνών, τα στοιχειά και τις νεράιδες, τα κακοποιά όντα, τα μάγια και την αποτροπή της κακής τύχης.
Για να διατηρήσει η συγγραφέας την ξεχασμένη ντοπιολαλιά μας, παραθέτει σε εισαγωγικά τα λόγια, όπως ακριβώς τα άκουσε, από τους κατοίκους.
Το βιβλίο αυτό είναι ένα από τα ελάχιστα που γράφτηκαν για το οροπεδίου Φολόης και δεν θα πρέπει να λείπει από καμιά βιβλιοθήκη. Όποιος ενδιαφέρεται να το αποκτήσει μπορεί να απευθυνθεί στο e-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.. ή επικοινωνείστε στα τηλέφωνα: 2106742067 ή 6932442611
Προσωπικά θα ήθελα να απευθύνω τα θερμά μου συγχαρητήρια στην συγγραφέα, που διέσωσε ένα μεγάλο μέρος του λαϊκού μας πολιτισμού. Γεμάτες από μνήμες ανθρώπων είναι οι 300 σελίδες του βιβλίου της. Ανθρώπων που έφυγαν από τη ζωή αλλά άφησαν πίσω το αποτύπωμά τους. Άφησαν δηλαδή τον τρόπο ζωής τους, που με νοσταλγία εμείς σήμερα αναπολούμε.
Kώστας Παπαντωνόπουλος Ιούνης 2009
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Λαϊκός βίος και πολιτισμός της ΠΕΡΣΑΙΝΑΣ ΗΛΕΙΑΣ
και της ευρύτερης περιοχής του οροπεδίου ΦΟΛΟΗΣ
της ΔΕΠΑΣΤΑ-ΑΡΓΥΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ
Η κατοικία
……..Τα σπίτια παλιά τα φτιάνανε με λάσπη και τότε τη λέγαμε γλίνα και σόμπολα (μικρές πέτρες), όχι με ασβέστη και διάλεγαν τη γλίνα να είναι έτσι που να μπορεί να κολλάει το σόμπολο. Στη μέση του τοίχου εβάνανε ξυλόδεση για να βαστάει το βάρος…...
……….Το πάτωμα το φτιάνανε από ξύλα δέντρινα (δρύινα) και τους τοίχους πάλι από γλίνα και σόμπολα και αφήνανε ψηλά τα παραθυράκια και στο τέλος βάνανε δυο τρία πατερά και τις μαχιές για τη σκεπή……..
Το κέντημα των ρούχων
«Τα σκουτιά, που φτιάνανε, τα κάνανε με κεντίδια. Βάνανε κεντίδια στα φαντά πουκάμισα, στα μεσοφόρια και στα βελέσια και στις περσότερες κουβέρτες. Μερικές βάνανε πολλών λογιών κεντίδια, όπως λέει και το τραγούδι:
«Πέρασα π’ ένα χωριό κι είδα μια στον αργαλειό
Κι έφτιανε το σιγαϊτάνι, δεκοχτώ λογιών το φτιάνει».
Στ’ άλλα τα ρούχα βάνανε κορδέλες, πιέττες ή ντα(ν)μτέλλες (=δαντέλλες). Τα μεσοφόρια είχανε και κεντίδια και κορδέλα στο λαιμό με πιέττες κόκκινες και λαζούρι. Το βελέσι (=είδος μεσοφοριού) ήτανε φαντό με καμούφα (=βολάν) με λιανές (=λεπτές) ρίγες λαζούρι (=μπλέ) και κόκκινες.
Τα αντρικά εσώρουχα ήταν κι αυτά στον αργαλειό κεντημένα με δυο ζωνάρια μπρος και δυο πίσω και τα γυναικεία έξω από τα κεντίδια είχανε και νταμτέλλες……….
Στον αργαλειό, λοιπόν, με μαλλί έφτιαχναν τα απλάδια τους (στρωσίδια για τις καλές περιστάσεις της ζωής, π.χ. τους γάμους), τα σαλάπλαδα, τις κουρελούδες τους, τις μπαντανίες και τις κουβέρτες τους καθώς και τα σαϊσματα για το παραγώνι, τα τράστα και τις γιούρτες (γυναικεία πανωφόρια). Με σπάρτο (φυτό), επίσης, έφτιαχναν διάφορα στρωσίδια που δεν υστερούσαν καθόλου σε εμφάνιση
Οι καλλιέργειες
………………..Στα δάση απ’ τα πουλιά φυτρώνουνε αγριλιές. Εμείς τις βγάζαμε, τις κεντρώναμε από ήμερη ελιά και βάναμε κεντράδια χοντρά για φαγητό ή ψιλά για λάδι. Την αφήναμε κι αυτή μετά από τρία τέσσερα χρόνια φρούτιζε (έδινε καρπό, καρποφορούσε) και γινότανε χοντρολιά (επιτραπέζια για φάγωμα) ή λαδολιά (για να βγάλει λάδι). Είχαμε και άλλες ελιές και τους δίναμε όνομα απ’ τα φύλλα τους, απ’ το χρώμα τους και από το πώς βγαίνανε. Έτσι λέγαμε :
Νερολιά - τη δεύτερη ελιά, όχι την καλή
Κορωναίικη – την πράσινη που δε γουρμάζει (ωριμάζει)
Νταρολιά – εκείνη που δε βγάζει πολύ λάδι
Νεμουτιάνικη - τη μαύρη ελιά
Ασπροφύλλα – τη μαύρη που είχε άσπρα φύλλα
Τσαμπιδοελιά – αυτή που οι ελιές της κρεμόσαντε σα σταφύλι……………
Ποιμενική Ζωή
…………Οι βοσκοί παλιά, όταν φυλάγανε τα ζα, το λαλούσανε (=τραγουδούσαν) ή φτιάνανε γκλίτσες και τις βάνανε κεντίδια (=τις σκαλίζανε) και κάνανε τετράγωνα και τρύπες και γινόσαντε αλλιώτικη η καθεμιά. Και ξέρανε πολλά τραγούδια και του τραπεζιού και του χορού και τα λέγανε κει που πηγαίναν.
Π.χ. «Γεννήσανε τα πρόβατα και κάνανε αρνάκια
Βλάχα με τα σκαρπινάκια……
Ο τσοπάνης γνώριζε όλα του τα πράματα (=ζώα) από τα σημάδια που είχανε και τους έδινε ονόματα. Άμα ήταν κανένα ξεχωριστό, του κρέμαγε μεγαλύτερο τσοκάνι και με πιο ωραίο ήχο. Στα περσότερα όμως κρεμούσε όμοια τσοκάνια και ακουγόσαντε σ’ ούλο τον τόπο κι ήτανε το καμάρι της στάνης, αυτό π’ ακουγόσαντε. Ονόματα τους έδινε όπως : μετσίνα, κόμπα, ζέμπα, τινεντένια.
Πρόσεχε πολύ να μη τα πιάσει το μάτι και ματιαστούνε, γιατί κι αυτά ματιάζονται, όπως οι άνθρωποι. Άμα όμως ματιαστεί κάνα ζο, φωνάζουνε κάποια που να ξέρει να βάνει κάρβουνα ή λάδι και ξεματιάζει το ζο ή άμα καμιά ξέρει ξόρκια, τη φέρνουνε και τα λέει. Κάποτε στο χωριό, ένας παπάς δεν ήθελε να κοινωνήσει μια ανιψιά του πο ‘λεγε (=που έλεγε) ξόρκια και γιάτρευε τα ζά, γι’ αυτό κι αυτή δεν πήγε στο μουλάρι του και το άφηκε να ψοφήσει. Με τα ξόρκια ό,τι και να’χει το ζο, περνάει.
Διαφορετικά πηγαίνανε τα ζα στην εκκλησιά και τα γυρνάγανε τρεις φορές γύρω γύρω από την εκκλησιά και τα βάνανε να πιλαλάνε (=τρέχουν). Αρρωσταίνανε τα πρόβατα καμιά φορά και άμα του Αη Βασιλιού έβρεχε, τη μέρα π’ αρχίζει ο χρόνος, πιάνανε βδέλλα και αδυνατίζανε. Όταν κάποιο ζο ήτανε άρρωστο, του κόβανε λίγο το αυτί για να τρέξει λίγο αίμα και γινότανε καλά……….
Η λεχώνα
……Οι λεχώνες δεν βγαίνουνε από το σπίτι και άμα θελα βγούνε πρέπει να πιάσουν σίδερο. Ούτε αν πεθαίνει κανένας, πηγαίνει η λεχώνα, ούτε όταν παντρευτεί κανένας. Κάθεται κλεισμένη μέσα. Αν συναντήσει νύφη μια ασαράντηγη (πριν συμπληρωθούν οι σαράντα μέρες της λοχείας) που μόλις έχει παιδοκομίσει (γεννήσει), πρέπει να αλλάξει με τη νύφη δεκάρες. Όταν μια γυναίκα είχε πολύ γάλα και δεν της σταμάταγε, έπαιρνε τρία κάρβουνα τα έσβηνε με το γάλα της και δεν τα πέταγε. Τα συγύραγε σ’ ένα μέρος και αν το παιδάκι της ήθελε κι άλλο γάλα, τότε τα ξανάναβε……
Παραμύθι
Μια φορά κι έναν καιρό, ήτανε μια γυναίκα κι είχε τέσσερις νυφάδες. Ήτανε όμως πολύ κακιά πεθερά και τις νυφάδες τις βασάνιζε, ούτε να φάνε τις άφηνε, ούτε τίποτα. Αν ήθελε, τους έδινε εκείνη να φάνε, αν δεν ήθελε, μένανε νηστικιές. Τα παιδιά (=τα αγόρια) όμως την αγαπάγανε τη μάνα τους, γι’ αυτό οι νυφάδες δεν μπορήγανε να πούνε και τίποτα. Μια μέρα έστειλε η πεθερά τις νυφάδες στο ποτάμι να πλύνουνε και φαΐ δεν τους έδωσε να φάνε. Άμα πέρασε η ώρα, λέει η μια νύφη : «Καθίστε εσείς εδώ κι εγώ θα πάω να φέρω να φάμε». «Πώς θα πας, αφού είναι η πεθερά στο σπίτι και δε θα σ’ αφήκει;» τις λένε οι άλλες. «Εγώ θα πάω και μιλείτε καθόλου εσείς» λέει. Κινάει, που λέτε, και πάει στο σπίτι και βρίσκει την πεθερά. «Πεθερά, θέλω να με κουνιαρίσεις (=να με κάνεις κούνια)», της λέει. Δεν ήθελε η πεθερά, αλλά το ’πε, το’ ξανάπε κείνη, την κατάφερε. Παίρνει ένα σκοινί, το κρεμάει στο πατερό και άρχισε η πεθερά να την κουνιαρίζει. Την κουνιάρισε κει κάμποση ώρα και της λέει μετά η νύφη : «έλα τώρα να σε κουνιαρίσω εγώ». Ανεβαίνει η πεθερά στην κούνια, δίνει μια η νύφη, την πέταγε ως τον τοίχο, δίνει άλλη μια, πήγαινε η κούνια απ’ άκρη σ’ άκρη. Πήγαινε τόσο ψηλά που ζαλίστηκε η γρια, έγινε κουρέλι. Πάει τότε η νύφη και φτιάνει κουρκούτι καυτό και της το ρίχνει στο λαιμό της γριάς μ’ ένα χωνί και την έκαψε και δεν μπορούσε κείνη να πει τίποτα. Παίρνει τότε φαΐ, ψωμί, το πάει στις άλλες τις νυφάδες και τρώνε. Ρωτάγανε οι άλλες, πώς τα κατάφερε και τα’φερε. «Μη ρωτάτε ντιπ και τρώτε» τους έλεγε. Γυρνάνε το βράδυ σπίτι οι άντρες τους, πάει η γρια να τους πει τι έγινε, μόνο γλου, γλου έκανε. Κανείς δεν την καταλάβαινε. Φωνάζουνε το γιατρό να τη γειάνει (=θεραπεύσει), δεν μπορούσε. Όλο γλου, γλου. «Τι λέει;» Ρωτάγανε τα παιδιά την πρώτη νύφη, αυτήνε πο’ χε κάνει τη δουλειά. « Να γράψετε την πιο πολλή περιουσία σε μένα», έλεγε η νύφη, «για να περνάμε πιο καλά». Έτσι την ξεφορτωθήκανε οι νυφάδες την κακιά την πεθερά και αρχίσανε να περνάνε καλά………
Παράδοση
Το 1918 είχε πέσει γρίπη στο χωριό κι οι άνθρωποι πεθαίνανε. Κι όσοι μένανε, τραβάγανε το σάισμα των αλλωνών για να βγει η ψυχή τους και να μην παιδεύουνται (=έκαναν με αυτό τον τρόπο ένα είδος ευθανασίας). Στείλανε λοιπόν στον Ασκητή, που είναι ένα «μοναστήρι» (=ιερός τόπος, εκκλησάκι) κοντά στο χωριό να φέρουνε την Αγία Ζώνη. Το εκκλησάκι αυτό είναι μέσα σε μια σπηλιά στη ρεματιά κοντά στο Γούμερο και εκεί είναι και σταλακτίτες και στάζουνε.
Φέρανε λοιπόν την εικόνα από κει και σταμάτησε το κακό. Κι άλλες φορές έχει σώσει η Παναγία από τον Ασκητή. Και βροχή έφερε, όταν δεν έβρεχε και όποιος τον έχει πειράξει ο απ’ όξω (=ο δαίμονας) έγινε καλά και αρρώστους έγειανε (=θεράπευε, γειαίνω
γραμμένο απο ÎÃı ±À±½ÄɽÌÀ¿Å»¿Â , Ιούνιος 16, 2009
γραμμένο απο ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΔΕΠΑΣΤΑ , Ιούλιος 21, 2009
γραμμένο απο XΡΥΣΟΥΛΑ ΔΕΠΑΣΤΑ , Ιούλιος 21, 2009
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΛΥ ΤΟΝ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΛΑΙΚΟ ΒΙΟ. ΕΥΧΟΜΑΙ ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ.
γραμμένο απο Δ-ρ Βιτάλι Ζαϊκόβσκυ , Οκτώβριος 12, 2009
Κατά τη γνώμη μου, κάθε χωριό χρειάζεται τουλάχιστον έναν τέτοιο ερευνητή, και ένα τέτοιο βιβλίο, όπου με τέτοιο μεράκι και αγάπη για τον τόπο του να περιγράφονται με όλες τις λεπτομέρειες η καθημερινή ζωή των ανθρώπων, τα ήθη και έθιμα, τον έντεχνο λαϊκό λόγο, δηλαδή όλα αυτά που βρίσκουμε στο βιβλίο της κυρίας Χρυσούλα Δεσπάστα.
Συμφωνώ απολύτως με τον κύριο Κώστα Παπαντωνοπούλου, ότι το βιβλίο αυτό δεν θα πρέπει να λείπει από καμιά βιβλιοθήκη, συμπεριλαμβανομένης και της προσωπικής του κάθε Έλληνα, που αγαπάει και σέβεται τον τόπο και την χώρα του. Θέλω πολύ και εγώ να το αποκτήσω, και πιστεύω ότι το βιβλίο αυτό θα είναι ένα από τα καλύτερα αποκτήματα για την προσωπική βιβλιοθήκη μας. Εγώ και η σύζυγός μου, που έχουμε πείρα στις επιτόπιες έρευνες, γνωρίζουμε καλά, τι κόπο, χρόνο, υπομονή και επιμονή χρειάζονται για να διαπεραιώσεις μια τέτοια δουλειά.
Ακόμη μια φορά εκφράζω τα θερμά μου συγχαρητήρια στην κυρία Χρυσούλα Δεσπάστα, όπως και στον κύριο Κώστα Παπαντωνοπούλου, τον κύριο Ηλία Τουτούνη και άλλους συνεργάτες τις ιστοσελίδας του Αντρωνίου. Χάρη σε σας και στον κόπο σας εγώ ως επιστήμονας, αλλά και ως άνθρωπος βρήκα πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες και γνώρισα, έστω και εξ αποστάσεως, τον τόπο σας.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Με μεγάλη εκτίμηση
Δ-ρ Βιτάλι Ζαϊκόβσκυ
Πανεπιστήμιο Κύπρου
γραμμένο απο ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΔΕΠΑΣΤΑ , Οκτώβριος 13, 2009
Ευχαριστώ πολύ τον Δρα Βιτάλι Ζαϊκόβσκυ για τα καλά του λόγια. Θα ήταν
μεγάλη μου χαρά να του στείλω το βιβλίο, το οποίο πράγματι γράφτηκε με
αγάπη και με διάθεση να διασώσει ό,τι είναι δυνατόν. Θα παρακαλούσα να
μου στείλει την ακριβή διεύθυνσή του για να μπορέσω να το ταχυδρομήσω.
Ευχαριστώ και πάλι για την προβολή του πονήματος. Θα ήθελα να μου
γράψετε αν μπορώ να στείλω στην ιστοσελίδα κείμενα ευρύτερου
ενδιαφέροντος.
Σας εύχομαι καλό χειμώνα.
Με τιμή.
γραμμένο απο Χρυσούλα Δεπάστα-Αργυρακοπούλου , Μάιος 17, 2010
Καλημέρα σε όλους.
Αναρτώ το απόσπασμα για την Πρωτομαγιά και τη σχέση της με τα μάγια που περιλαμβάνεται στο βιβλίο για το Λαϊκό βίο και Πολιτισμό της Πέρσαινας Ηλείας και της ευρύτερης περιοχής του Οροπεδίου Φολόης που αναφέρεται παραπάνω.
"Για να ξεφύγει κανένας από τα μάγια, πρέπει να ψάξει την Πρωτομαγιά να βρει οχιά και να τη σκοτώσει. Μετά να της πάει το κεφάλι της στην Αγία Τράπεζα να διαβάζεται εκεί κάμποσο καιρό. Μετά πρέπει να τήνε πάρει να περάσει θάλασσα κι όταν στεφανωθεί να την έχει επάνω του, γιατί τότε τα μάγια δεν πιάνουνε. Μαγεύεται η οχιά; Έ, τόσο μαγεύεται κι αυτός που την έχει. Και σε δικαστήριο να σε πάνε, δε δικάζεσαι, είναι πολύ καλό..."
Περισσότερα έθιμα και λοιπά στοιχεία στο βιβλίο. Για πληροφόρησή σας, σας αναφέρω πως έχει μείνει περιορισμένος πλέον αριθμός αντιτύπων του βιβλίου και αν κάποιοι ιδιώτες ή σύλλογοι ενδιαφέρονται για την απόκτησή του, μπορούν να επικοινωνήσουν μαζί μου,για να τα αποστείλω.
Για τον/την αναγνώστη/τρια που επικοινώνησε με τα στοιχεία : «Πολύ ευχαρίστως να σας κρατήσω το βιβλίο ή να συνεννοηθούμε πού να το αποστείλω. Στη σελίδα του Αντρωνιού, έχει και τηλέφωνο και email ή γράψτε στην ιστοσελίδαhttp://sxedonola.blogspot.com.»
Όσο για τα κείμενά μου, ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια και σας πληροφορώ ότι μπορείτε να τα διαβάσετε στοhttp://sxedonola.blogspot.com. Βλέπω με χαρά ότι το Αντρώνι αγαπά την τεχνολογία, άρα η επίσκεψή σας εκεί, θα είναι ευπρόσδεκτη. Ελπίζω να συνεχίσει να αγαπά και την παράδοση.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Χρυσούλα Δεπάστα-Αργυρακοπούλου
γραμμένο απο χρυσουλα δεπαστα , Ιούνιος 07, 2010
Οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, από το γλυκοχάραμα ως τα βαθιά μεσάνυχτα, έρχονται στιγμές που αξίζει να σταθούμε και να παρατηρήσουμε γύρω, τα πιο μεγαλειώδη και σπουδαία ως ακόμα και τα πιο απλά, τα πιο ασήμαντα.
Από την ώρα που αρχίζουν τα σύννεφα να χρωματίζονται κι ο ουρανός να γίνεται ρόδινος ως το λυκόφως. Από την ώρα που θα ανατείλει η σελήνη και θα αρχίσει τη διαδρομή της στον ουρανό ως την ώρα που ο ουρανός θα λάμπει κατάσπαρτος απ' τα αστέρια.
Στη λιακάδα και στη βροχή υπάρχει ομορφιά. Στη συννεφιά και στην καταιγίδα υπάρχει ομορφιά. Στη δύναμη τ' ανέμου ακόμα κι όταν μανιάζει και απειλεί, στο θρόισμα των φύλλων που μας ψιθυρίζουν τα μυστικά της φύσης, στο βόμβο των εντόμων, στο κελάηδισμα των πουλιών υπάρχει ομορφιά. Στη γαλήνια θάλασσα, στα αφρισμένα κύματα, στο πέταγμα των γλάρων υπάρχει ομορφιά.
Είναι όλα αυτά μέρος του κόσμου, όπως εμείς, εξίσου σημαντικά με τη δική μας ύπαρξη. Ας θυμηθούμε το Διονύσιο Σολωμό στην περιγραφή της φύσης, όπου υμνεί τα ταπεινότερα όντα, την πέτρα, το χορτάρι, το σκουληκάκι, όλα αυτά που προσπερνάμε και θεωρούμε δεδομένα. Όλα αυτά μας κάνουν πιο ανθρώπινους, πιο συνειδητούς για τη θέση μας στο σύμπαν. Το θαύμα του κόσμου και της ζωής σε όλο του το μεγαλείο. Κι εμείς εδώ μέρος του.
Κι η ασκήμια; Η βρομιά; Υπάρχει βέβαια κι αυτή κι έχει πολλές μορφές. Μακάρι να μην την συναντούσε κανείς. Αλλά είναι εκεί. Όπως σε κάθε αντιθετικό ζεύγος, στο καλό και το κακό. Τη συναντάμε είτε το θέλουμε είτε όχι. Μέρος του κόσμου κι αυτή που ίσως έχει το σκοπό της.
Για μένα είναι εκεί - και δυστυχώς συχνά σχετίζεται όχι με την ίδια τη φύση αλλά με την αθλιότητα του ανθρώπου - για να μας κάνει να επισημαίνουμε για ακόμα μια φορά την ομορφιά στο καθετί. Για να θυμόμαστε ότι μια και προσωρινά βρισκόμαστε σ' αυτή τη ζωή, πρέπει να στρέφουμε το βλέμμα, μέσα κι έξω, και να γνωρίζουμε κάθε στιγμή πώς πρέπει να είμαστε, πώς να αντιμετωπίζουμε τα πάντα, τι είναι σημαντικό και τι όχι.
Λέτε να ισχύει το "τα πάντα εν σοφία"; Όχι, όσον εξαρτάται από τον άνθρωπο, από τις δικές του ενέργειες και πράξεις. Δε θέλω εδώ να επεκταθώ σε λεπτομέρειες αλλά αφού δεν σέβεται αυτά που έχει, πώς μπορεί να ζει καλά, να είναι ευτυχισμένος;
Ας χαιρόμαστε, λοιπόν, αυτές τις καθημερινές μικρές χαρές που μας δίνει η φύση. Είναι τόσο σπουδαίες!
Δεν είναι και λίγο το λίγο του κόσμου...
Χρυσούλα Δεπάστα-Αργυρακοπούλου
γραμμένο απο ÇÁÅÿŻ± ´µÀ±Ãı , Ιούνιος 26, 2010
Κοπιάστε! Γλυκά του κουταλιού εν όψει
Ένα ωραιότατο κιβώτιο πετροκέρασα ταξίδεψε από την Πελοπόννησο ως το σπίτι μου.
Ξανθά τα περισσότερα, όχι κόκκινα, όπως τα συνηθισμένα κεράσια, τραγανά και γλυκύτατα. Βιολογικά, εννοείται, από σπιτίσια κερασιά, χωρίς ραντίσματα και λιπάσματα. Συνεπώς, σπάνιο είδος
.
Ευτυχώς η κούτα από φελιζόλ, όπου ήταν τοποθετημένα, τα προστάτευσε από τα χτυπήματα, γιατί είναι πολύ ευπαθή. Μαυρίζουν αμέσως. Μαζί τους ήταν φυλαγμένη και μια περιποιημένη ποσότητα λαμπερού βύσσινου. Και τα δύο χάρμα οφθαλμών. Άρα, δύο τα γλυκά που θα έχω για κέρασμα.
Τελικά τα παρέλαβα σε πολύ καλή κατάσταση και ήδη, μετά από καθάρισμα δύο και πλέον ωρών, έχουν γίνει ένα καταπληκτικό γλυκό του κουταλιού.Τα κεράσια μόνο, γιατί το βύσσινο έπεται.
Οι φουρκέτες αλά παλαιά και η αντίστοιχη συσκευή έκαναν το καθάρισμα και αυτού του καρπού, τα κουκούτσια τα έχω φυλαγμένα κι αυτά, σε λίγο θα αναλάβω πάλι δράση. Περιμένει λοιπόν κι αυτό τη σειρά του, όμορφη παραδοσιακή συνήθεια και κέρασμα που μας ξαναγυρνάει στα παιδικά μας χρόνια.
Τότε, ήταν στην ημερήσια διάταξη, μόλις έμπαινε ξένος στο σπίτι. Τώρα δεν το καταδέχονται οι νεοέλληνες, το θεωρούν παρακατιανό. Τρέχουν στα ζαχαροπλαστεία για αμφίβολης κάποτε ποιότητας προιόντα, μην και μας πουν τσιγγούνηδες ή παλιομοδίτες. Εγώ πάντως πάντοτε έχω στο σπίτι κάποιο γλυκό κουταλιού, συχνά αγορασμένο, γιατί με πιάνουν και οι τεμπελιές μου.......!!!!!!!! (συνεχ. στο sxedonola.blogspot.com)
Αναρτήθηκε από alla logia στις Σάββατο, Ιούνιος 26, 2010
Χρυσούλα Δεπάστα