Στα καφενεία τον πολύ ελαφρύ ελληνικό καφέ τον ονόμαζαν «μισοριξιά». Επίσης την μισή κουταλιά φαγητού, την λέγανε μισοριξιά. Επίσης μισιοριξιά έλεγαν και οι κρασοπότες όταν ο κεραστής δε γέμιζε τα ποτήρια των. θυμάμαι σε γλέντι, την ώρα του κεράσματος, ένας επειδή δεν του γέμισε ο κεραστής το ποτήρι, δεν το σήκωνε να χαιρετίσει, λέγοντας: «Με μισοριξιά το ποτήρι δεν κουνιέται από τον τόπο του!»
ΕΥΤΟΥΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΜΙΣΙΟΡΙΞΙΑ…!
Καταγραφή επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης
Συχνά ακούμε ή και χρησιμοποιούμε την λέξη μισιοριξιά, χωρίς να γνωρίζουμε οι περισσότεροι τι σημαίνει και από πού προέρχεται.
Ο όρος μισοριξιά αναφέρεται στο ελλιπές γέμισμα του ντουφεκιού με μισή μπαρούτη και μισά σκάγια (βόλια) από τα προβλεπόμενα μιας συνήθους γέμισης. Πιο παλιά τα ντουφέκια ήσαν εμπροσθογεμή (μπροστογιομές) και τα γέμιζαν μόνοι τους βάζοντας την ανάλογη δόση μπαρούτης και τ’ ανάλογα σκάγια. Επίσης αργότερα αυτό γινόταν και στα οπισθογεμή όπλα που χρησιμοποιούσαν φυσίγγια τα οποία τα γέμιζαν με τ’ ανάλογα υλικά.
Όταν ήθελαν να πολεμήσουν, για κυνήγι κ.λπ., κατά την γόμωση των φυσιγγίων χρησιμοποιούσαν την κανονική δόση. Επειδή όμως η μπαρούτη και τα σκάγια κόστιζαν αρκετά χρήματα και ήσαν δυσεύρετα, όταν ήθελαν να γλεντήσουν ή να ντουφεκίσουν, στον αέρα για εκφοβισμό, γόμωναν τα φυσίγγια και τα όπλα με μισή δόση μπαρούτης και σκαγιών ή αλατιού, ούτως ώστε να προκαλέσουν μόνο θόρυβο. Αυτή η ελλιπής γέμιση με μια λαϊκή λέξη λεγόταν «μισιοριξιά». Επομένως η λέξη μισοριξιά χρησιμοποιείται μειωτικά, δηλαδή κατά το ήμισυ της κανονικής δόσης.
Για την κανονική δόση έλεγαν Δραμιάρικη, δηλαδή χειροποίητο κυνηγετικό φυσίγγι με ποσότητα μπαρούτης και σκαγιών διπλάσια του μισόδραμου. Τη χρησιμοποιούσαν για το κυνήγι μεγάλων θηραμάτων, π.χ. αγριόχοιρου, λύκων, τσακαλιών κ.ά. Ενώ για την μισή δόση έλεγαν Μισόδραμη ή μισοδραμιάρικη, δηλαδή μισή ποσότητα μπαρούτης και σκαγιών για χειροποίητα κυνηγετικά φυσίγγια που προορίζονται για κυνήγι άγριων πουλιών.
Μισιοριξά μεταφορικά λέμε ακόμη για την ατελή ή μισή δηλαδή ελλιπή ποσότητα δόσης του σπέρματος για την σύλληψη του εμβρύου. Γι’ αυτό κάποιον άνθρωπο ατελή ή πολύ κοντό στην λαϊκή γλώσσα τον λένε «μισοριξιά». Επίσης αυτούς τους ανθρώπους πέραν από μισοριξιά τους ονομάζουν και γιορτόπιασμα.
Γιορτόπιασμα λέγεται για κάποιον άνθρωπο που συνελήφθη παραμονή ή ανήμερα μεγάλης γιορτής. Στις τάξεις του λαού πιστεύανε ότι τις Άγιες μέρες και παραμονές αυτών, δεν έπρεπε το ζευγάρι να έρθει σε συνουσία γιατί τα παιδιά που θα γεννιόταν θα ήσαν παράλυτα ή δαιμονισμένα. Όποιο παιδί γεννιόνταν έτσι το λέγανε και γιορτοπιασίδι.
Οι παλιές πεθεράδες, παραμονές των βαριών γιορτών, δεν άφηναν τις νιφάδες να πλυθούν από βραδύς και τις ορμήνευαν να μην συνευρεθούν με τους άντρες τους το βράδυ μήπως πιάσουν παιδί και βγει παράλυτο, μουρλό ή δαιμονισμένο.
Η μισοριξιά κατά την συνουσία του ανδρόγυνου, έχει και τα δικά της ευτράπελα.
Λέγανε οι παλαιές μανάδες και πεθερές στην νύφη, όταν έρθει σ’ επαφή με τον άνδρα για να πιάσει παιδί πρέπει να μην προβεί σε στιγμιαίο έρωτα αλλά παρατεταμένο.
Έτσι μια πεθερά επειδή η πρώτη νύφη της έβγαλε ανάπηρο παιδί, ορμήνευε την νέα νύφη του δεύτερου παιδιού της, εφόσον δεν είχε γκαστρωθεί ένα χρόνο μετά τον γάμο της. Κατά ομολογία της τότε νύφης (94 ετών το 85), της έλεγε: «Τήρα Μαγδάλω μ’ την ώρα που θα οσμιστείς ότι έσταξε η κάνουλα, μην κάνεις κι’ αποτραβηχτείς, αλλά να τόνε χταποδιάσεις σφιχτά και να τόνε κρατήσεις κάμποση ώρα και σφίξου μέχρι να τόνε αρμέξεις για να κιώσει ούλο το στάξιμο, μη μας βγει το παιδί πελελό! Στο ξαναλέω, τήρα μην αναγκάσεις, με την ρέγουλα, νύχτα θα είναι και εκείνη την ώρα δεν έχεις ρημαΐλες (δουλειές)!»
Την λέξη μισοριξιά, την άκουσα μικρός μνημόσυνο στο χωριό μου. Αυτό έγινε όταν μια γυναίκα η αείμνηστη Καλομοίρα μοίραζε σε εμάς τα παιδιά κόλλυβα (σπερνά) και σε κάποιο παιδί έριξε λίγα, τότε πετάχτηκε η μάνα του, που ήταν δίπλα και της λέει:
Όχι μισοριξιά Καλομοίρα μου, ολάκερη ρίξε στο παιδί!
Επίσης οι γυναίκες κατά την εποχή της φτωχολογιάς, στο φαγητό που παρασκεύαζαν, θέλοντας να κάνουν οικονομία, ή αν δεν είχαν το ανάλογο είδος όπως όσπρια, λάδι, πάστα κ.λπ., έριχναν λιγότερη ή μισή δόση στο φαγητό. Αυτό το έλεγαν μισοριξιά.
Επίσης παλιά στον στρατό ιδίως στα Κέντρα Εκπαίδευσης νέων στρατιωτών, που παρουσιάζονταν υπεράριθμοι, τα φαγητά που παρασκεύαζαν στα καζάνια των μαγειρείων όταν γνώριζαν ότι ήσαν πολλοί οι σιτιζόμενοι στρατιώτες, συμπλήρωναν με νερό και έτσι παρασκεύαζαν διπλάσια και τριπλάσια ποσότητα φαγητού, με ελάχιστα βασικά υλικά, για ν’ αυγατίσει το φαγητό. Ο μάγειρας στο στρατό το έλεγε μισοριξιά, ενώ οι φαντάροι, αυτό το νερομούρμπουλο και ελλιπές φαγητό το έλεγαν «Μπλουμ!» Θυμάμαι που έλεγαν: «Σήμερα είχε πατάτες μπλουμ!» Έπρεπε να είσαι τυχερός αν κατά την διανομή φαγητού στην καραβάνα σου τύχαινε να πάρεις έστω και μια πατάτα. Νομίζω ότι οι μεγαλύτερες ηλικίες θα θυμούνται το μπλουμ.