Τα Κωστουρεΐκα, ήταν δυο τρία σπίτια στη θέση, βάλτος τον Αϊ – Λέϊκος κοντά στο χωριό Άγιος Ηλίας της Πηνείας. Λεγόταν Κωστουρέϊκα διότι εκεί τα σπίτια ήσαν των Κωστουραίων που η καταγωγή τους ήταν από το χωριό Λουσσοί (Σουδενά) Καλαβρύτων. Τότε γινόταν ένας γάμος, πάνω στο γλέντι έγινε μια παρεξήγηση και οι Κωστουραίοι τότε σκότωσαν κάποιον Νικόλαο Λάζαρη.
Η γυναίκα του Λάζαρη ήταν τότε έγκυος και έπειτα από λίγους μήνες γέννησε ένα αρσενικό παιδί και το ονόμασαν Νίκο στην μνήμη του αδικοσκοτωμένου πατέρα του. Τον Νίκο έπειτα από λίγα χρόνια η μάνα του τον έδωσε στο Μοναστήρι της Σωτηρούλας που βρίσκεται πάνω από τον Άγιο Ηλία για να ζήσει κοντά στο καλόγερο, μιας και ήταν πολύτεκνη και δεν μπορούσε να αναθρέψει όλα της τα παιδιά. Όταν ο Νίκος ήταν 10 – 12 ετών, τον πήρε ο καλόγερος να πάνε σ' ένα μνημόσυνο του Ανδρικογιαννάκη στο χωριό Άγιος Δημήτριος (Μαρινάκι), που βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα δυτικά του μοναστηριού. Μετά το πέρας του μνημόσυνου ο καλόγερος έστειλε το παιδί πίσω στο μοναστήρι να κάνει τις διάφορες εργασίες στο μοναστήρι και αυτός κάθισε στο τραπέζι μιας και ήταν προσκεκλημένος. Το καλογεροπαίδι πήγε στο μοναστήρι και βρήκε την πόρτα διερρηγμένη και ανοιχτή. Το μοναστήρι άνω κάτω, όπου έλειπαν και πολλά πράγματα. Τότε πήρε τον δρόμο για να βρει τον καλόγερο και να του αναγγείλει τα δυσάρεστα. Όταν έφθασε πιο κάτω από το μοναστήρι βρήκε τον καλόγερο που επέστρεφε. Το παιδί έκλαιγε και φώναζε και όταν το ρώτησε ο καλόγερος τι συμβαίνει του είπε: «Μας έκλεψαν το Μοναστήρι».
Ο καλόγερος όταν έφθασε στο μοναστήρι είδε τι είχε γίνει και νευρίασε πάρα πολύ και πήγε μπροστά στην εικόνα της Παναγίας προσευχήθηκε λέγοντας «Παναγία μου, αν δεν μου φέρεις μέσα σε τρεις ημέρες τους κλέφτες, εγώ θα κόψω σφάλαχτα θα σε κλείσω μέσα και θα φύγω».
Ο Μουσάς ή Παχιόκωλος όπως ήταν το παρατσούκλι κάποιου κατοίκου του Αγίου Ηλία που καταγόταν από το χωριό Οινόη (Κούλουγλι), ήταν αυτός που είχε πάει και είχε κλέψει την εκκλησία.
Την άλλη ημέρα, άρχισαν να τον πονούν τα μάτια του και την επομένη στραβώθηκε. Οι κάτοικοι μη ξέροντας τι είχε προηγηθεί τον παρακίνησαν να πάει στο μοναστήρι όπου ήταν τα οστά του Αγίου Αλεξίου σε κάποιο σκήνωμα, έλεγαν δε οι ντόπιοι, ότι όποιος άρρωστος πήγαινε και τα προσκύναγε θεραπευόταν. Χωρίς όμως οι ντόπιοι να ξέρουν ότι ο Μουσάς είχε κλέψει το μοναστήρι. Ο Μουσάς αρνούταν πεισματικά λέγοντας ότι αυτά είναι παραμύθια, έχοντας όμως και τον φόβο των Αγίων. Αφού είδε και παραείδε ότι έχανε το φως και μέρα παρά μέρα πήγαινε προς το χειρότερο, αποφάσισε να ανηφορίσει στο Μοναστήρι.
Μια ημέρα ο Μουσάς, πρωί- πρωί κίνησε και αργά- αργά ανέβαινε προς το μοναστήρι μόνος του στα τυφλά. Όταν ζύγωσε κοντά το μοναστήρι, ο καλόγερος που τον είδε από μακριά λέει στο καλογεροπαίδι: «Νίκο, να ο κλέφτης μας, τον έφερε η Παναγία». Σαν έφθασε ο Μουσάς στο μοναστήρι, πήγε πρώτα και εξομολογήθηκε και είπε όλη την αλήθεια λέγοντας ότι μπήκε πρώτα στο μοναστήρι για να βρει κάτι να φάει και μετά του μπήκε η ιδέα και έψαχνε για διάφορα τιμαλφή και χρήματα. Κατόπιν πήγε στο σκήνωμα του Αγίου Αλεξίου και έγινε καλά. Ο Νίκος ο Λάζαρης όταν ενηλικιώθηκε έφυγε από το μοναστήρι και ζούσε στον Άγιο Ηλία όπου είχε ένα μαγαζάκι που έκανε τον έμπορα και τον καφετζή. Μάλιστα είχε χρηματίσει και πολλά χρόνια σαν πρόεδρος του Αγίου Ηλία. Πολλές φορές έλεγε την ιστορία στους ντόπιους και το θεωρούσε σαν ένα μεγάλο θαύμα.
Την ιστορία αυτή μου την είπε ο Νίκος Χαραλ. Σπηλιώπουλος, κάτοικος Αγίου Ηλία Πηνείας, στις 13 Ιουλίου 2005).
Συλλογή καταγραφή Ηλίας Τουτούνης.