Κάποτε ένας Διβριώτης μετανάστευσε στην Αμερική για να βρει καλύτερη τύχη. Αφού πρώτα εργάστηκε σαν εργάτης και με τις οικονομίες του το Διβριώτικο μυαλό δεν τον άφηνε να μείνει εργάτης και να δουλεύει για άλλους. Λοιπόν όταν μάζεψε μερικά χρήματα άνοιξε ένα μπακάλικο όπως αυτά που είχαν οι συμπατριώτες οι Διβραίοι εδώ στην Δίβρη. Άνοιξε το μαγαζάκι και σιγά - σιγά μεγάλωνε την δουλειά και άρχισε να προσελκύει αρκετό κόσμο. Αυτό όμως έδωσε έναυσμα σε κάποιον Εβραίο που έβλεπε την δουλειά που έκανε ο Διβριώτης και πήγε και άνοιξε απέναντι από τον Διβριώτη ένα μαγαζί με το ίδιο το αντικείμενο. Στον Διβριώτη δεν άρεσε καθόλου η κίνηση του Εβραίου και άρχισε μεταξύ των η ανταγωνιστικότητα το ποιος θα πάρει τους περισσότερους πελάτες αλλά και το ποιος θα επιβιώσει. Ο Εβραίος γεννημένος έμπορος με διάφορα τερτίπια προσπαθούσε να σβήσει τον άμοιρο Διβριώτη. Ο Διβριώτης έχασε τον ύπνο του δεν ήξερε πώς να τον αντιμετωπίσει.
Έπειτα όμως από πολλή σκέψη έβαλε ένα σχέδιο στο νου του που δεν θα ενοχλούσε τον Εβραίο αλλά θα έπαιρνε τους πελάτες του με το γάντι.
Έφτιαξε λοιπόν μια μεγάλη ταμπέλα με μεγάλα και εμφανή γράμματα και έγραψε επάνω την εξής φράση.
«Το κατάστημα στο εξής θα δέχεται μόνο τους έξυπνους πελάτες».
Την άλλη ημέρα όταν πήγε στο μαγαζί του γινότανε το αδιαχώρητο από τους πελάτες και στον Εβραίο δεν έμπαινε κανένας.
Ο Εβραίος έπειτα από αυτή την εξέλιξη δεν μπορούσε ν' αντιμετωπίσει τον Διβριώτη. Πήγε μια μέρα στον Διβριώτη τον συνεχάρη για την πονηριά του, και του είπε ότι είναι ένας πολύ έξυπνος έμπορος και δεν είναι δυνατόν να τον αντιμετωπίσει. Μια ωραία ημέρα έκλεισε το μαγαζί και έφυγε για πάντα από την πόλη αυτή.
Την ιστορία αυτή μου την είχε πει ο πλοίαρχος του εμπορικού ναυτικού το έτος 1980 Νικόλαος Ταχτατζής. Ο παππούς του από την μάνα του είχε κάποια σχέση με την Δίβρη ακριβώς δεν θυμάμαι. Όμως ο παππούς ήταν μετανάστης στην Αμερική και ήταν φίλοι με τον προαναφερόμενο Διβριώτη.