Ο Μιχαήλ Σισίνης ήταν γιος του κοτζάμπαση της επαρχίας Γαστούνης, Γεωργίου Σισίνη. Γεννήθηκε το 1801 στην Γαστούνη Ηλείας, που ήταν έδρα της Επαρχίας. Στα μικρά του χρόνια έζησε ήρεμα με οικονομική άνεση. Μεγάλωσε σε οικογενειακό περιβάλλον, που το αποτελούσαν σπουδαγμένοι και καλλιεργημένοι πνευματικά άνθρωποι. Ο παππούς του και οι τρεις αδελφοί του πατέρα του είχαν σπουδάσει Ιατρική στην Ιταλία. Έτσι, ο μικρός Μιχαήλ, πριν ακόμη φοιτήσει σε σχολείο είχε μάθει από το οικογενειακό του περιβάλλον πολλά και ωφέλιμα πράγματα. Την προσχολική του εκπαίδευση τη είχε αναλάβει ο θείος του ιατρός Νικόλαος Σισίνης, ο οποίος του έμαθε και τα πρώτα του γράμματα. Φοίτησε μαζί με τον αδελφό του Χρύσανθο στα σχολεία της Γαστούνης και για ένα χρόνο στο μοναστήρι του Ομπλού της Πάτρας. Για την τελειοποίηση των σπουδών του, στάλθηκε από τον πατέρα του στην Ζάκυνθο. Εκεί μεταξύ άλλων σπούδασε ζωγραφική, μουσική και ξένες γλώσσες. Έμαθε να ομιλεί άπταιστα την γαλλική και ιταλική γλώσσα.
Από την προεπαναστατική ζωή του, αξιομνημόνευτοι είναι οι περίφημοι παιδικοί έρωτές του μα την πανέμορφη τουρκοπούλα Αϊσέ, κόρη του Χαλήλ αγά Χότομαν Ζαδέ. Την διάρκεια της επανάστασης ο Μιχάλης Σισίνης με την Αϊσέ απέκτησε ένα εξώγαμο αγόρι, το οποίο έλαβε το όνομα Νικόλας. Οι αυστηρές όμως οικογενειακές αρχές και η πίστη στα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη έκαναν τον Μιχάλη να καταπνίξει το τρυφερότερο αίσθημα της ζωής του και τελικά δεν παντρεύτηκε την αγαπημένη του Αϊσέ. Αργότερα ο γιος του Νικόλας (ή τουρκονικόλας όπως τον φώναζαν) πέθανε σε εφηβική ηλικία. Αμφίβολα, από πού προήλθε ο θάνατός του.
Η έκρηξη της επανάστασης βρίσκει τον Μιχάλη σε ηλικία 20 ετών. Ο πατέρας του Γεώργιος Σισίνης για να μην μεταβεί στην Τρίπολη όπου είχε προσκληθεί από τον Καϊμακάμη προεπαναστατικά, σχημάτισε ένα ένοπλο σώμα από 300 άνδρες και με την οικογένειά του, κρύφθηκε στο Αλή Τσελεπή[1]. Μετά την έναρξη της επανάστασης του 1821, ο μεγαλοκοτζάμπασης της Γαστούνης, Γεώργιος Σισίνης αυτοανακυρήχθηκε στρατηγός. Το δε έτος 1824, μετά την αποβίβαση και εισβολή του Ιμπραήμ πασά στην Ηλεία, διόρισε τους δυο γιους του, και αυτούς στρατηγούς. Τώρα με τι κριτήρια διορίστηκε ο ίδιος και τα δυο βουτυρόπαιδά του 24 ετών γίνανε στρατηγοί, ας το κρίνουν οι αναγνώστες και οι ιστορικοί. Να θυμηθούμε ότι κατά την επανάσταση σκοτώθηκαν οι Ηλείοι αντισισινικοί: Χαράλαμπος Βιλαέτης, Γιώργης Γιαννιάς και Γεώργιος Κρασάκιας. Είναι γνωστόν ακόμη ότι, δια συνεργείας του κυρίου Γεωργίου Σισίνη επήλθε ο θάνατος του Λάμπρου από του Καρδιακαύτη όπου επακολούθησε ομοίως και του καπετάν Ιωάννη από το Βαρθολομιό. Εξάλλου όσον ήταν στρατηγός δεν έχουμε καταγράψει μια νίκη του εναντίον των στρατευμάτων του Ιμπραήμ πασά.
Το 1826 ο Μιχαήλ διορίσθηκε φρούραρχος του Χλεμουτσίου. Στο Χλεμούτσι τον Απρίλιο του 1827, είχαν κλεισθεί 1.500 περίπου γυναικόπαιδα, 200 Γαστουναίοι πολεμιστές υπό τον Μιχαήλ Σισίνη και 100 Πυργιώτες υπό τον γενναίο οπλαρχηγό Πύργου Διονύσιο Διάκο. Ο Ιμπραήμ χρησιμοποίησε εναντίον των υπερασπιστών του Χλεμουτσίου και τις θαλάσσιες δυνάμεις του, από την Γλαρέντζα. Οι υπερασπιστές του Χλεμουτσίου όμως ήσαν αποφασισμένοι ν’ αντιμετωπίσουν τους Αιγυπτίους μέχρι θανάτου.
Στις 15 Απριλίου εμφανίζονται οι προφυλακές του Ιμπραήμ. Με την εμφάνισή τους, εξέρχεται πρώτος από το φρούριο ο Μιχαήλ Σισίνης και στην συνέχεια οι 200 άνδρες του, ακολουθούν ο Διονύσιος Διάκος με τους Πυργιώτες. Έξω από το φρούριο διεξήχθηκε πεισματώδης μάχη κατά την οποίαν ο Ιμπραήμ έχασε 200 άνδρες και άλλοι τόσοι τραυματίσθηκαν, ενώ από τους Έλληνες έπεσαν μόνο δέκα πολεμιστές[2]. Ο Ιμπραήμ φρύαξε εμπρός στις τεράστιες απώλειες, που είχε υποστεί. Θέλοντας να προστατεύσει το στράτευμά του από νέες φθορές, απομάκρυνε αυτούς από τον περίβολο του φρουρίου και δεν επιχειρούσε καμιά επίθεση κατά μέτωπο. Οι έγκλειστοι κτυπούσαν τους Αιγύπτιους με νυκτερινές επελάσεις και τους προκαλούσαν μεγάλες φθορές. Εάν υπήρχαν τρόφιμα και πολεμοφόδια στο φρούριο, θα μπορούσε να μεταβληθεί σε ένα νέο Μεσολόγγι και θα καθήλωνε εκεί τον Ιμπραήμ για πολλούς μήνες. Δυστυχώς όμως τα πυρομαχικά τους και τα τρόφιμα ήσαν ολίγα. Παρ’ όλα αυτά οι υπερασπιστές του Χλεμουτσίου αντιστάθηκαν για τρεις ολόκληρες εβδομάδες. Εκείνο όμως που δεν πέτυχε ο Ιμπραήμ, με την δύναμη των όπλων, το πέτυχε η έλλειψη του νερού. Τα κανόνια του Ιμπραήμ έσπασαν τις υδατοδεξαμενές και το ολίγο νερό που υπήρχε σε αυτές χάθηκε[3] και η δίψα κατέβαλε τους έγκλειστους. Στην απελπισία του ο Μιχαήλ Σισίνης συσκέφθηκε με τον Διονύσιο Διάκο και απεφάσισαν να παραδοθούν. Μπορούσε να επιχειρήσει νυκτερινή έξοδο, όπως τακτικά ενεργούσε τις νύκτες κτυπώντας τους Αιγυπτίους και να διαφύγει. Όμως ο άμαχος πληθυσμός θα περιερχόταν στην αιχμαλωσία. Γι’ αυτό τον λόγο ήλθε σε διαπραγματεύσεις με τον Ιμπραήμ οι μεν πολεμιστές να απέλθουν με τα όπλα τους, τα δε γυναικόπαιδα, ν’ αφεθούν ελεύθερα. Ο δόλιος Ιμπραήμ υπόγραψε την συνθήκη παραδόσεως, αλλά μόλις η φρουρά παραδόθηκε, τότε παρασπόνδησε και τα μεν γυναικόπαιδα αιχμαλωτίσθηκαν, οι δε οπλοφόροι αιχμαλωτίσθηκαν και αυτοί. Την ίδια τύχη είχαν και οι αρχηγοί Μιχαήλ Σισίνης και Διονύσιος Διάκος.
Στις 7 Απριλίου 1826, η Τρίτη Εθνοσυνέλευση στην Επίδαυρο τον αναφέρει ως αντιστράτηγο στο σχέδιο για να σωθεί το Μεσολόγγι (το οποίο έπεσε τρεις ημέρες αργότερα).
Μετά την απελευθέρωση ακολούθησε στρατιωτική καριέρα κι έγινε επί Καποδίστρια ίλαρχος του ιππικού και επί Όθωνα μοίραρχος της Χωροφυλακής. Πέθανε το 1856.
Υποσημειώσεις:
[1] Ή Τσελεπί που προέρχεται από τον Αλή Τσελεπή πασά. Το Βουπράσιο ή Βουπράσι ή Παλαιό Βουπράσιο σήμερα είναι χωριό και πρώην κοινότητα της Αχαΐας και τμήμα του δημοτικού διαμερίσματος του Μετοχίου του πρώην Δήμου Λαρισσού στα σύνορα ακριβώς των νομών Αχαΐας και Ηλείας με το μεγαλύτερο μέρος να ανήκει στο Νομό Ηλείας.
[2] Δεληγιάννης Κανέλλος, «Απομνημονεύματα», τομ. Α΄, σελ. 141, Αθήναι 1957.
[3] Γεώργιος Μαραζιώτης, «Η προσφορά της Ηλείας στον Αγώνα του 1821», σελ. 102 – 103, Αθήναι 1981.