Αυτά τα στιχάκια τα έγραψε ένας μοναχός γέροντας, φοβούμενος τον χειμώνα και την μοναξιά. Τρία χρόνια αργότερα στις 17 Γενάρη ανήμερα του Αγίου Αντωνίου, βρέθηκε νεκρός, μέσα στο σπίτι του, μάλλον από την παγωνιά. Ο γέροντας αυτός επί πολλά χρόνια ήταν χήρος και δεν είχε παιδιά.
Θεωρώ ότι αυτό το τραγούδι, είναι αντιπροσωπευτικό για το τι περιμένει τους μεμονωμένους γέροντες, των ερημωμένων πλέον χωριών μας, που αρνιούνται ν' ακολουθήσουν τα παιδιά τους στις πόλεις. Είναι αυτοί που θέλουν ν' αφήσουν την τελευταία τους πνοή στον τόπο τους και στο σπίτι που πέρασαν όλη την ζωή τους.
Γενάρης μεσοχείμωνο, το κρύο τσουτσουρίζει
κι ο γέρος πλάϊ στη γωνιά δεν σταματά να βρίζει.
Θέλει να ανάψει την φωτιά, μα δεν τα καταφέρνει
βρίζει θεούς και δαίμονες κι όλο κατάρες σπέρνει.
Το ξεροβόρι θέριεψε κι ο χιονιάς σφυρίζει
απ' έξω δεμένος, ο Αλής, μες την νυχτιά γαβγίζει.
Μόνος στο παλιοκάλυβο το στήθος του προτείνει
στη λυσσασμένη χειμωνιά ψυχή δεν παραδίνει.
Βασανισμένο το κορμί η ζάρα του το προδίνει
μονάχα πετσί και κόκαλο του έχουν απομείνει.
Ξαναφυσσάει την φωτιά μα εκείνη δεν ανάβει
χάνεται η σπίθα στη νυχτιά κι αυτός πάει στον Άδη.
Τον έπιασε το τρέμουλο και η καρδιά του ραγίζει
παγώνει το κορμάκι του κι ο Αλής γαβγίζει.
Συλλογή καταγραφή Ηλίας Τουτούνης
Γενάρης του1980