Ο ΚΩΛΟΣ ΣΤΗΝ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ
Αγκάθια έχει ο κώλος του.
Άκλαστος κώλος, χαρά δίχως παιχνίδια.
Άκουσε ο κώλος σου παραμύθι και τον διαλαλεί στον κόσμο ούλο.
Αλάτισε τον κώλο σου και ρώτα τι βρωμάει.
Αλί σε ’κεινον που θα ιδεί μαλλιαρό κώλο.
Άλλος κώλος φαίνεται κι άλλος μαγειρεύεται.
Αλώνια σκεπασμένα, κώλος αναπαμένος
Άμα σε βαστάει ο κώλος σου.
Αν δεν βρέξεις κώλο, ψάρι δεν τρως.
Αν δεν κατουρήσεις δεν χέζεις. (Το email που πήραμε νομίζουμε οτι πρέπει να το μοιραστούμε ....)
Ανάβει ο κώλος του.
Αναστενάζω στη βρύση, κλαίω γιομίζει η γούρνα, ο κώλος δεν έχει βρακί και τ’ αφάλι μας θέλει λουλούδια.
Απ’ τον κώλο του ταγίζει γάιδαρο.
Απέχει από τον κώλο ως το μ….νί.
Από μπροστά κυρά - Μαριά κι από πίσω κοφινόκωλη.
Από μπροστά κυρά - Μαριώρα κι από πίσω κουτσοκώλα.
Άσπρος κώλος, μαύρος κώλος, από το πέρασμα του ποταμιού θα φανεί.
Αστράφτει ο κώλος, αραιώνει ο κόσμος.
Αυτή η δουλειά θέλει να βάλεις κάτω τον κώλο σου.
Αυτοί οι δυο είναι κώλος και βρακί.
Αυτός ανασαίνει από τον κώλο.
Αυτός έχει και στον κώλο μάτια.
Βατευότανε η γίδα και του τράγου ο κώλος τσούζει.
Βγάλε μου τα μάτια ψήνοντας και σε βγάζω απ’ τον κώλο χέζοντας.
Βουρβούλιαξε ο κώλος του.
Βράχηκε ως τον κώλο του.
Βρέξε κώλο να φας πεταλίδα.
Γελάνε όλοι, γελάνε κι οι κώλοι.
Γέλασε η γίδα που φάνηκε της προβατίνας ο κώλος.
Γλυκός ο ύπνος το πρωί γδυτός ο κώλος την Λαμπρή.
Γύρισε τον κώλο της γης.
Δεν βλέπει τον πισινό του παρά στο Χασάν Νταούν τα ξύλα θέλει να πάει.
Δεν έχει ιδεί παπά κώλο.
Δεν έχει κώλο για κάθισμα.
Δεν λέει πως θέλει ο κώλος της, μόν’ λέει πως φταίει η μοίρα της.
Έβαλε βρακί στον κώλο του.
Έβαλε κι η μυλωνού τον κώλο της με τους πραματευτάδες.
Έβαλε τα μούτρα με τον κώλο.
Έβαλε τον κώλο του στα κάρβουνα.
Έβγαλε όξω τον κώλο του.
Έγινε κι ο κώλος του πέτρα και τους διαβάτες στο στρατί έκατσε και μέτρα.
Έγινε κώλος.
Είδε βρακί στον κώλο του.
Είναι κώλος και βρακί.
Έκαμε κι η ψείρα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο.
Έκαμε τον κώλο του ντουφέκι και βροντάει και δεν στέκει.
Έστρωσε τον κώλο του.
Έχει μάτια και στο κώλο του.
Έχει ο Θεός χλωρές ματσούκες για των ορφανών τους κώλους.
Έχει ο κώλος του τριδόνες.
Ζούπα – ζούπα τον κώλο σου, σκατά θα βγάλει.
Η αξίνα θέλει κώλο και κομμάτι απ’ άλλο κώλο.
Η δουλειά αυτή θέλει κώλο και σκαμνί.
Η δουλειά θέλει στρωμένο κώλο.
Η κάργα όπου κι αν πάει κοντά τον κώλο της τραβάει.
Η προσταγή σου φιρμάνι κι ο κώλος σου ντουμάνι.
Θέλει να κλάνει με ξένο κώλο.
Καλά καταπίνει η μαϊμού τα ξυράφια, θα την δούμε και στο χέσιμο.
Κάλιο ξυλοκέρατο και μέσα κώλος, παρά μυτζηθρομάνουλο κι ο κώλος έξω.
Κάμε κώλο κι άσε κι όλο.
Καρφιά έχει ο κώλος του.
Κατά τα μούτρα σου κι ο κώλος μου.
Κι ο βασιλιάς κι εκείνος κώλο έχει.
Κλάνει με ξένο κώλο.
Κλάνει ο κώλος του, ώσπου να βγει η ψυχή του.
Κοιμόνται κώλο με κώλο.
Κουνάει τον κώλο του.
Κωλαράκι μουτζουρό έχει μ….ο ζουμερό.
Κώλο δέρνεις, κώλο αφήνεις, πάλε κωλαρίκος είναι.
Κώλο είδες; Καρτέρα και τα σκατά του.
Κώλο μυρίζεσαι; Σκατά λιγουρεύεις.
Κώλοι που δροσίζονται ποτά δεν συγκαίονται.
Κώλος γυναικός που εφάνη δύσκολα ξεχνιέται.
Κώλος είναι πορδές φτιάχνει.
Κώλος κλασμένος γιατρός χεσμένος.
Κώλος κουνάμενος γιατρικό γυρεύει.
Κώλος κουνάμενος πούτσος τρεμάμενος.
Κώλος κουνιστός, μ….ος ανοιχτός.
Κώλος που δεν κρατιέται ρεζίλεμα θέλει.
Κώλος που ζεσταίνεται βρακί δεν θέλει.
Κώλος που θέλει ν’ ακουστεί, κλάνει!
Κώλος που κλάνει σε γιατρό δεν φτάνει.
Κώλος που πορδίζει βρώμικα μυρίζει.
Κώλος του Μπραϊμη ο στόλος.
Κώλος τσερλισμένος π…..ος κορδωμένος.
Κώλος τσερλισμένος, μ…..ος παγωμένος.
Κώλος χιονάτος, μ…ος αφράτος.
Κώλος χοντρός, τεμπέλης ή σακάτης.
Μαγκιά, κλανιά και κώλος φινιστρίνι.
Μαγκιά, κλανιά κι ο κώλος επεισόδιο.
Μαθημένος του τεμπέλη ο κώλος από κωλοκάθισμα.
Μακριά από τον κώλο μου κι ας είναι ένα πόντο.
Μάλλιασε ο κώλος του να κάθεται.
Μάστορας είναι και της γίδας ο κώλος που φτιάνει κομπολόγια.
Με ένα κώλο γερνάει κανείς, με μια γνώμη δεν γερνάει.
Με ένα κώλο γερνάνε οι άνθρωποι, με ένα βιός δεν γερνάνε.
Με το στόμα λέει άλλα και άλλα κλάνει ο κώλος του.
Με τον κώλο του έπλασε την
Με τον κώλο του χαλάει κούτσουρα.
Μη κότας κώλος, ούτε για μεγειά φώλος.
Μήτε κερί στον διάβολο, μήτε στον Τούρκο κώλο.
Μια σπιθαμή μακριά από τον κώλο μου κι ας είναι ότι θέλει.
Μικρό κώλο δεν έδειρες, μέγα μη φοβερίζεις.
Μικρό κώλο δεν παιδέψεις μεγάλο μη δοκιμάσεις.
Μιλάει ο κόσμος, μιλάει και ο κώλος.
Μιλάει ο κώλος μου.
Μιλάν όλοι, μιλάν κι οι κώλοι.
Μύτη μεγάλη, κώλος κουβέλι.
Ο Αλείφης ένα αυγό έφαγε κι αλείφτηκε ως τον κώλο.
Ο Αρσούνης απέθανε κι ο κώλος του μαστίχα μάσαγε.
Ο γάιδαρος γκαρίζει, ο κώλος του ανοίγει.
Ο κώλος διατάζει ακόμα βασιλιά.
Όλοι οι κώλοι το ίδιο πράμα είναι.
Ο μαθημένος κώλος και σε βασιλιά μπροστά κλάνει.
Ο ξεβράκωτος κώλος άμα ιδεί βρακί ξεσπιέται.
Ο Ομέρ αγάς χόρευε κι ο πισινός του φαινόταν.
Ο πισινός μας βρακί δεν είχε και η σκούφια μας λουλούδια θέλει.
Ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεβρακώνει κώλους.
Όλα σου ξανάστροφα κι ο κώλος σου παράτρουπα.
Όλων ο κώλος κλάνει κι ο δικός μου ούτε πρίτς.
Όποιος αφήνει τη στεριά και θάλασσα γυρεύει ο διάβολος στον κώλο του κουκιά μαγειρεύει.
Όποιος διατάζει κι όποιος κλάνει ποτέ δεν κουράζεται.
Όποιος έχει δυο κώλους ας πουλήσει τον έναν.
Όποιος έχει μπιστοσύνη στον κώλο του, χέζει το βρακί του.
Όποιος έχει πολύ πιπέρι βάνει και στον κώλο του.
Όποιος πηδάει πολλά παλούκια κάποιο θα μπει στον κώλο του.
Όποιος πουτάνα εμπιστευτεί στον κώλο του ρεπάνι.
Όποιος σηκώνει στον ώμο του ο κώλος τον πονά.
Όποιος τρώει ζυμάρι χέζει ο κώλος του κουραμπιέδες.
Όρθιος κώλος που χέζεται αλίμονο από τα δικά του πόδια.
Όσα ξέρει αυτός δεν τα ξέρει της αλεπούς ο κώλος.
Όσο πιο ψηλά ανεβαίνει η μαϊμού τόσο φαίνεται ο κώλος της.
Όταν είσαι μονάχος στο παίδευε τον κώλο σου κι όταν είσαι με τους ανθρώπους παίδευε το στόμα σου.
Όταν η τύχη σε βοηθά μην πισοκωλιάζεις.
Ότι βάνει ο στόμος, βγάνει κι ο κώλος.
Ότι τρώει ο λύκος, από τον κώλο του βγαίνει.
Ότι φας, ότι πιεις και ότι αρπάξει ο κώλος σου.
Ουρανός που θ’ αστράψει θα βρέξει και κώλος που θα κλάσει θα χέσει.
Πάει σαν μουδιασμένος κώλος.
Παιδί ας έχουμε και κώλο ας μην έχουμε.
Πέντε δέκα ξυλιές σε ξένο κώλο δεν πονάνε.
Περνάει δριμόκωλα.
Πήγα να πω τον πόνο μου και μου ‘πιασαν τον κώλο μου.
Πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί.
Που θα ρευτεί του κώλου του, θα χέσει το βρακί του.
Πουτάνα λιγούρα τον κώλο ρημάζεις.
Πουτάνας κώλος δεν γερνά.
Ρίξε κώλο, φτιάξε αδράχτι.
Σ’ ένα βρακί δυο κώλοι δεν χωράνε.
Σαν είσαι μόνος σου να βαστάς τον κώλο σου, σαν είσαι μ’ άλλους να βαστάς το στόμα σου.
Σαν πόσα βατσινόμουρα στον κώλο της αρκούδας;
Σε ξένο κώλο εκατό ραβδιές δεν είναι τίποτα.
Σηκώθηκε ο κακόκωλος να κάτσει ο καλόκωλος.
Σταύρωμα για σπυρί στον κώλο.
Τα γράφει στον κώλο του.
Τα ήθελε ο κωλαράκος και τα έφαγε ο κουμπαράκος
Τα ήθελε ο κωλαράκος σου και τα έπαθες.
Τα ήθελε ο κωλαράκος σου.
Τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους.
Τα μούτρα γ….ουν τον κώλο.
Την ελιά στο στόμα, το τουλούμι στον κώλο.
Της γριάς ο κώλος ξέρει παραμύθια.
Της μυλωνούς ο κώλος αλεύρια κοσκινάει.
Το ένα του κωλομέρι, αξίζει την γη, την οικουμένη.
Τον βάλανε μύτη κώλο.
Τον έστειλα στον κώλο του διαβόλου.
Τον κάθισε με τον κώλο.
Τον κώλο βάζεις μάγειρα; Σκατά σου μαγειρεύει.
Τον πέρασε από του σκυλιού τον κώλο.
Τον πιάσανε κωλοπιλάλες.
Τον Τούρκο φίλευε και τον κώλο σου φύλαγε.
Τον τρώει ο κώλος του.
Του διαβόλου ο κώλος, κουκιά μαγειρεύει.
Του έβαλε νέφτι στον κώλο.
Τρεχάτε ποδαράκια μου να μην σας φτάσει ο κώλος.
Φάε κώλε μου αλεύρια και μ…νί μου βερεσέδια.
Φάε μου…κι μου πίτουρα κι αλεύρια κωλαράκο μου.
Φυλάει να έρθει το αυγό στον κώλο του.
Χάλεψε και το ορνίθι να γεννήσει χηνίσιο αυγό και σκίστηκε ο κώλος του.
Χαρά στον τσιρλιάρη νιο και, το σφιχτοκώλη γέρο.
Χέζει ο κώλος του λεφτά, και κατουράει λάδι.
Χέσε κολοκυθόσπορο και φύσα καραμούζα.
Χέσε κώλε μαλλί αρκούδας.
Χέσε κώλε χέσε και σκατό μη βγάζεις.
Χέσε κώλε, άσε κιόλας.
Χέσε ψηλά κι αγνάντευε και χαμηλά κατούρα.
Χεσμένος κώλος όπου και να πάει βρωμάει.
Χέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι.
Χήρας κώλο γάμησε πουτάνας μην ζηλέψεις.
Χήρας κώλος που πονάει άλλα πράματα ζητάει.
Χτες χέστηκε σήμερα βρώμισε.
Ώρα σου καλή κι ο δρόμος σου γυαλί κι ο κώλος σου ροδάνι, να περιπατεί να κλάνει.
Ώρα σου καλή κι ο κώλος σου ντουφέκι, να βροντά και να μη στέκει.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
Αλλαξοκωλιά (η) = πραγματοποίηση αμοιβαίας και εναλλάξ συνουσίας μεταξύ δύο ανδρών.
Γυμνοκώλης (ο) = αυτός που δήθεν έχει γυμνό τον πισινό του, ο φτωχός.
Δίκολο (το) = το ίδιο φύλλο της τράπουλας στο επιτραπέζιο παιχνίδι Κούμ – κάν.
Κατάκωλο = το επίνειο του Πύργου Ηλείας, κωμόπολη.
Κολάν (το) = το κολλητό ελαστικό γυναικείο παντελόνι.
Κολάνι (το) = δερμάτινο εξάρτημα του σαμαριού.
Κολάνιτσα (η) = παραλυσία των γλουτών.
Κολατσιό (το) = λέγανε την ολιγόλεπτη ξεκούραση και καθισιό για πρόχειρο φαγητό.
Κολιτσάκι (το) = σιδερένιο εξάρτημα του σαμαριού.
Κολοβός (ο) = όποιος έχει κομμένη ουρά.
Κολοβούτι (το) = βλαστοί στο κάτω μέρος του κορμού διαφόρων δένδρων που απορροφούν όλες τις ουσίες του δένδρου, αλλιώς λαίμαργα.
Κολοκάτσι (το) = το ρίζωμα του φυτού κολοκασία.
Κοψοκώλα, ή Κοψαχείλα (η) = Κανόνι των Ελλήνων κατά την πολιορκία της Τρίπολης το έτος 1821 (όταν άνοιξε το μπροστινό μέρος της κάνης λόγω υπερβολικής γέμισης εκρηκτικής ύλης, το έκοψαν και το ονόμασαν κοψοκώλα όπου έμεινε στην ιστορία με τις δυνατότητες που παρείχε αν και ήταν κομμένη).
Κωλάνι (το) = το περιαυχένιο του σαμαριού του αλόγου, γαϊδάρου ή ημιόνου.
Κωλάντερο (το) = το έντερο που καταλήγει στον πρωκτό.
Κωλαούζο = εργαλείο για την κατασκευή σπείρων (στροφές βίδας).
Κωλαούζο (το) = μικρό ψάρι καρχαριοειδές, που έχει πάνω από το κεφάλι του ένα σπείρωμα όπου κολλάει επάνω του ο καρχαρίας και τον οδηγεί στο θήραμα.
Κωλαράκος (ο) = υποκοριστικό του κώλου.
Κωλιά (τα) = οι γλουτοί, ή κτύπημα δια της παλάμης επί των γλουτών.
Κωλιάς (η) = αρχαίο όνομα ακρωτηρίου της Αττικής (πιθανός το νυν ακρωτήριο Άγιος Κοσμάς).
Κωλικόπονος (ο) = ο κολικός.
Κωλο – α΄ σύνθετο διαφόρων λέξεων της ομιλούμενης που έχουν σχέση με τα οπίσθια ανθρώπων και ζώων.
Κωλοβαράει = τεμπελιάζει.
Κωλοβελόνης (ο) = μια από τις ονομασίες του καλλικατζάρου.
Κωλοβούτι (το)= το υδρόβιο πτηνό Αυθύα (βουτηχτάρι), ή τα λεγόμενα λαίμαργα (τρυφερά βλαστάρια που αναπτύσσονται ταχύτατα από τον κορμό ενός δένδρου).
Κωλοβρέχτης (ο) = η τράτα των ψαράδων.
Κωλογλείφω = κολακεύω κάποιον εξευτελιστικός, εξ’ ού και ο κωλογλείφτης.
Κωλογυρίζω = περιφέρομαι άσκοπα ή κολακευτικά και υστερόβουλα πέριξ προσώπου ή σημείου.
Κωλοκάθομαι = κάθομαι οκλαδόν.
Κωλοκούβαρος (ο) = ο Χρυσοκάνθαρος.
Κωλοκούμπι (το) = λένε το σκαμνί, κάθισμα.
Κωλόκουρος (ο) = το κούρεμα των προβάτων την Άνοιξη γύρω από τον κώλον.
Κωλοκόφτης (ο) = υποκοριστικά, τα σημερινά στρίγκ εσώρουχα.
Κωλομούτρης (ο) = αυτός που έχει άσχημο πρόσωπο.
Κωλομπαράς (ο) = ο αρσενοκοίτης.
Κωλόμπαρο (το) = σύγχρονη σύνθετη λέξη από το κώλος και το Αγγλικό μπαρ.
Κωλονάτα (τα) = Ισπανικά νομίσματα του 1800.
Κωλονούρι (το) = το κάτω ακραίο οστούν της σπονδυλικής στήλης, αλλιώς και κολοκούκουρο.
Κωλόπαιδο (το) = το παλιόπαιδο.
Κωλοπετσωμένος (ο) = ο επί ανθρώπων, πονηρός άμα και ικανός, έμπειρος στον αγώνα της επιβίωσης.
Κωλοπηλάλα (η) = η ακρατοσύνη προς διαρροϊκή κένωση, μεγάλη βία και ανησυχία, αλλιώς κολοστριμούλα, κωλόσφιξη.
Κώλος (ο) = οι γλουτοί μετά του πρωκτού, αλλιώς τα πισινά, ο πισινός, το κατά τους γλουτούς μέρος του ενδύματος, «μου τρύπησε ο κώλος του παντελονιού μου», ο πυθμένας αγγείου, ο πάτος «τρούπησε ο κώλος του κοφινιού», κώλος της βελόνας, κώλος του αυγού το πλατύτερο άκρο αυτού.
Κωλοσέρνω = σέρνω κάποιον από τα οπίσθια, κωλοσέρνομαι = επί ασθενών που προχωρούν μετά μεγάλης δυσκολίας.
Κωλοσκούφι (το) = το βρακί.
Κωλοσμπαρίδι (το) = αδύναμος, ασήμαντος άνθρωπος, ξεφυσίδι, «πορδή».
Κωλοσούρτης (ο)= ο συρόμενος επί των γλουτών.
Κωλοσούσα ή Κουνιστοκώλα (η) = πτηνό η σεισοπυγίς η λευκή, αλλιώς η σουσουράδα.
Κωλόστρα (η) = φαγητό από το πρώτο γάλα της γεννημένης προβατίνας ή γίδας, ή αγελάδας.
Κωλοτρίβομαι = χαϊδεύομαι.
Κωλοφωτιά (η) = η πυγολαμπίδα., ο έξυπνος άνθρωπος.
Μουνόκωλο (το) = τοπωνύμιο στη Μέσα Μάνη (λόγω ομοιότητας με τα μέρη του ανθρωπίνου σώματος, που ως τα ονόματα αποτελούν τα δυο συνθετικά της λέξης).
Παλιοκωλομόδικο (το) = αυτός που έχει πισινό σα μόδι. Το παλιό-υποτιμητικά.
Πισωκώλι (το) = με γυρισμένη την έδρα, πισώκωλα.
Διάφορες λέξεις με σύνθετο το κώλο ή κόλο.
κολοπετινίτσα, κωλομέρι, κολιάς, κωλάντερο, κωλοσφήνα, κολοστόλι, κολοζούμι, κωλοφωτιάς, κολονιάρης, κολοκούρος, κολοπάνος, κωλόσμπαρο, τουρλοκώλι, κολλιτσίδα, κ.λ.π.
ΟΝΟΜΑΤΑ ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΝΥΜΙΟ Κολο , Ή Κώλο.
Κολοκοτρώνης, Κολοκούτσας, Κολοβούρης, Κολόσακας, Κολοβός, Κολοβέρης, Κολοκατίνης, Κολοφέλιας, Κολοκύθας, Κολοκυθόπουλος, Κολοκότσης, Κολοτούρος, Κολόμβος, Κολοβάδης, Κολοβάκης, Κολόκας, Παχιοκώλης, Κολοζώφ, Μπιτσικόλης, Κικιδόκωλος, Καρβουνόκωλος, Λιαροκόλης, Κολίντζας, Μπρικόλιας, Βόκωλος, Κωλοτσάκος, κ.λ.π.
ΠΑΡΑΤΣΟΥΚΛΙΑ
κολοβελόνης, κατσαροκόλης, κωλοσούρτης, κωλομπήχτης, κωλομπαράς, κωλοντρίνης, σφηνόκωλος, κωλοντριάνης, ψωρόκωλος, φιδοκώλης, σκιζόκωλος, κωλοκούρης, καψοκώλης, κοψοκώλης, κωλογιούρης, κωλόδημας, κωλοκάθης, κ.λ.π.
Σύνθετες λέξεις με το κώλο σημαίνουν κάτι το κακό, το άσχημο, το αδύνατο, το ακανόνιστο το διαβολικό, ή όταν θέλουμε ν’ αναφερθούμε σ’ αυτούς που εκμεταλλεύονται διάφορες περιπτώσεις, ή περνάνε δύσκολες στιγμές:
Κολοκάθισε, κωλάθρα, κωλάμαξο, κωλάρνι, κωλαρούτζο, κωλοανακατοσούρες, κωλοβάρεσε, κωλοβολεύθηκε, κωλόγλειψε, κωλοδάνειο, κωλοδουλειές, κωλόδρομος, κωλοζέστανε, κωλοζωή, κωλόημερα, κωλόκαιρος, κωλοκαούρες, κωλόκατσε, κωλοκοινωνία, κωλόκοσμος, κωλοκρέβατο, κωλόκρυο, κωλόμηνας, κωλομπερδέματα, κωλόπανο, κωλόπορτα, κωλοσκοτούρες, κωλόστραβο, κωλόστραβος,
κωλόστρατο, κωλοστριμούλες, κωλοστριμώχθηκε, κωλόστρωσε, κωλοτραβήγματα, κωλότριψε, κωλοφαγούρες, κωλοφτώχεια, κωλόχαρτο, κωλοχόρτασε, κωλοχρονιά, κωλόψαρο (προσφώνηση των παλαιών στρατιωτών προς τους νεοσύλλεχτους), στενοκωλιές, στριμόκωλα, κ.λ.π.
Προσωνύμια που λέγονται από τους άνδρες προς τις γυναίκες ανάλογα με τα οπίσθια της κάθε μιας.
Ασπροκώλα, ανοιχτόκωλη, αντροκώλα, απλαδόκωλη, αφρόκωλη, βαριόκωλη, βουλοκωλιασμένη, βουνοκώλα, γουρουνόκωλη, γυφτοκώλα, διπλοκάπουλη, διπλοκώλα, δριμόκωλη, ελαφρόκωλη, ζαροκώλα, ζεστόκωλη, ζυμαρόκωλη, καψοκώλα, κιτρινόκωλη, κοντόκωλη, κουνιστόκωλη, κοψοκώλα, κρυόκωλη, κωλαρού, κωλοπετσωμένη, κωλοτσιτωμένη, κωλού, μαλλιαρόκωλη, μαρμαρόκωλη, μουτζουρόκωλη, μουχλόκωλη, ξεκωλιάρα, παγοκώλα, περδικόκωλη, , πλατυκώλα, σμυριδόκωλη, σουγλόκωλη, σουρόκωλη, σουφροκώλα, στραβόκωλη, σφιχκόκωλη, τραγόκωλη, τσιτσιδόκωλη, φαρδόκωλη, φιδοκώλα, φοραδόκωλη, χαμηλόκωλη, χιονόκωλη, χοντρόκωλη, ψηλοκώλα, στραβοκώλα, γεροντόκωλη, μουλαρόκωλη, γυφτοκώλα, γιαουρτόκωλη, κ.λ.π.
EΞΟΡΚΙΣΜΟΙ
Όταν κάποιος βγάλει σπυρί στην περιοχή του κώλου σταυρώνουν το σπυρί και λένε τρεις φορές:
«Πάρε κότα τον κώλο σου
και άντε να χαθείς».
.-.
Και έπειτα από τρεις ημέρες αρχίζει το σπυρί να υποχωρεί.
.-.
Για τον εξορκισμό των μυρμηγκιών:
Ανοιχτός ο κώλος σας και κλειστός ο στόμα σας.
.-.
Για το κούκισμα των βοδιών:
Έβγα μύγα από το σβώλο
κι έμπα στου βοϊδιού τον κώλο.
.-.
Για το διώξιμο των αερικών:
Χιουρότριχα στον κώλο σου και λύκος στη φωλιά σου.
ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ
«Τη σαλίζω τη μαλλίζω και στον κώλο σου την μπήγω» .
(Η κλωστή ραψίματος καθώς περνάμε στην τρύπα της βελόνας).
.-.
Απ’ τον κώλο μου την βγάζω και στον κώλο σου την βάζω. (η καρέκλα).
ΚΑΛΑΝΤΑ
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά,
του μπάρμπα – Γιάννη τα βρακιά
κι αρχή καλός μας χρόνος
και της θεια – Γιαννιούς ο κώλος.
Τραγούδι το λένε οι γύφτοι ταβουλαραίοι (οργανοπαίχτες) στους γάμους.
«Άσπρο κώλο που ’χεις νύφη
να τον είχανε κι οι γύφτοι.
Άσπρο κώλο, μαύρα μάτια
κάνεις τους γύφτους κομμάτια».
.-.
Φαΐ του κώλου = Το αυγό, (το λέγανε φαΐ του κώλου διότι είναι το μόνο φαγητό που τρώει ο άνθρωπος και βγαίνει από τον κώλο. Το φαΐ του κώλου ήταν το πιο σύνηθες πρόχειρο και γρήγορο φαγητό στα φτωχόσπιτα και ιδίως στα χάνια.
.-.
Κάποτε μια γριούλα έκλανε, ο γέρος της σαν την άκουσε την ρώτησε τι συμβαίνει.
Εκείνη του απάντησε:
- Μπουμπουνίζει γέρο μου.
- Καλά γριά.
Η γριά πάλι έκλασε, πάλι ο γέρος την ρώτησε, τι συμβαίνει
- Μπουμπουνίζει γέρο μου.
Καλά γριά μου της λέει, τώρα σε λίγο θ’ αστράψει κιόλας.
Η γριά πάλι έκλασε, τότε ο γέρος της γύρισε ένα σφόντυλο στα μούτρα λέγοντας της γριάς
- Δεν στο ’πα γριά μου ότι θ’ αστράψει κιόλας;
Σχόλια (7)Add Comment
feedRSS feed Comments
min/maxΕμφάνιση/Απόκρυψη των σχολίων
0
...
γραμμένο απο AΘΗΝΑ , Μάιος 30, 2009
ΩΡΑΙΟΙ ΚΩΛΟΙ
ΝΑ ΚΑΙ ΕΝΑ ΘΕΜΑ ΜΕ ΠΟΛΥ ΧΙΟΥΜΟΡ!!! smilies/cool.gif
report abuse
vote down
vote up
Votes: +1
0
...
γραμμένο απο ... , Μάιος 31, 2009
Μπήκα το πρωί στο nternet, δεν είχα ξυπνήσει καλά- καλά, μόλις έπινα τον καφέ μου και τρόμαξα, νόμισα ότι μπήκα σε άλλη σελίδα.
Κώστα...για κάτσε καλά τι έχεις πάθει τελευταία, όλο πουτσούλες και κολαράκια μας πασάρεις!!! Κολωχανίο θα την κάνομε τη σελίδα?
report abuse
vote down
vote up
Votes: +0
141
...
γραμμένο απο Κώστας Παπαντωνόπουλος , Μάιος 31, 2009
Έχεις δίκιο, το παράκανα, αλλά είναι θέματα της λαογραφίας μας και τα μεγάλα κείμενα θέλουν και λίγη σάλτσα ή στόλισμα για να διαβαστούν. Θα μου πεις με κώλους θα τα στολίσεις; Ακολουθούν όμως και χειρότερα θέματα να δούμε πως θα τα ρετουσάρουμε για να μην έχουμε γκρίνιες.smilies/wink.gif
report abuse
vote down
vote up
Votes: +1
0
...
γραμμένο απο ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ , Ιούνιος 01, 2009
ΠΟΝΗΡΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ...ΜΟΝΟ ΠΟΝΗΡΑ ΜΥΑΛΑ!!!
report abuse
vote down
vote up
Votes: +0
0
...
γραμμένο απο ΚΟΥΤΑΡΕΛΛΗΣ , Ιούνιος 19, 2009
ΣΑΣ ΣΤΕΛΝΩ ΤΗΝ ΚΩΛΟΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΜΟΥ
ΕΛΠΙΖΩ ΝΑ ΣΑΣ ΑΡΕΣΕΙ.
ΕΥΗΑΡΙΣΤΩ:
www.hellascartoon.gr
report abuse
vote down
vote up
Votes: +0
0
...
γραμμένο απο πΑΣΟΚΤΖΗΣ , Οκτώβριος 05, 2009
πασοκαρα
report abuse
vote down
vote up
Votes: +0
0
...
γραμμένο απο p3tr4k1s , Ιανουάριος 02, 2010
μπουχτισαμε απο κωλους
report abuse
vote down
vote up
Votes: +0