Η γριά Διαμάντω, καμιά εξηνταπενταριά χρονώνε, χήρα τώρα κάπου δεκατρία χρόνια, σηκώθηκε αχάραγο, έριξε δυο τρεις χούφτες νερό στα μούτρα της, να ξετσιμπλιάσει τα μάτια της, και να ξυπνήσει. Αφού νίφτηκε και σκουπίστηκε με την μπροστοποδιά της, βούρλιασε και το μαντήλι της γύρω από το κεφάλι της, να κρύψει τα ξέπλεκα μαλλιά της και βάλθηκε βιαστικά να μάσει τ’ ανάχλια της, να τα φορτώσει στο βασταγούρι, για να κατηφορίσει στο εξοχικό κάτου στην Ποταμιά.
Αφού τα συγύρισε, έβαλε ανάρριχτα την μπόλκα της, τα φόρτωσε τον γαϊδουράκι της, έπιασε το καπίστρι στα χέρια της και κατηφόρισε για Ποταμιά. Μέχρι να ξημερώσει, είχε φθάσει όξω από το παλιόσπιτο που είχανε κάτου στην Ποταμιά. Το είχε κτίσει ο μακαρίτης ο πατέρας του πεθερού της. Βλέπεις τα παλιά χρόνια, ξωμάχοι τότε, μένανε χειμώνα καλοκαίρι, εκεί που είχανε τα ζωντανά και τις δουλειές τους και είχανε τα κονάκια κοντά στις στάνες τους. Το σπίτι ετούτο, ήτανε ένα δίπατο παλιό, έμοιαζε σαν αρχοντικό στη μέση στον λάζο. Αφού ξεφόρτωσε τον γάιδαρο τον ξεσαμάρωσε και τον έδεσε πιο πέρα για να φάει τα γαϊδουράγκαθα και να ρίξει κάτου τα ξερόχορτα.
Η γριά Διαμάντω, άνοιξε το σπίτι και τα δυο παραθύρια, για να αεριστεί και να φύγει η μυρουδιά της μούχλας και κλεισούρας. Πήρε κι ένα ξινάρι και άρχισε να κόβει τα λιγοστά χορταράκια που ήσαντε φυτρωμένα γύρω- γύρω και στην αυλή που την ίσκιωνε μια μεγάλη γέρικη καρυδιά.
Έδωκε πήρε, μέχρι το απόγιομα το σπίτι ήτανε στην τρίχα, καθαρό ταχτοποιημένο, λες και μπήκανε μια ντουζίνα νοικοκυράδες να το συγυρίσουν.
Μόλις αποτέλειωσε τις δουλειές, της έστρωσε το σοφρά της και έβγαλε λίγο ψωμάκι από το τράστο και τυράκι και κάνα δυο ντομάτες και ένα κρεμμύδι από το περιβόλι και έκατσε κάτου να κολατσίσει.
Το απόγιομα, έβγαλε λίγη γλίνα από ένα κόψιμο του λαγκαδιού και πασάλειψε λίγο τα χείλα ενός παλιόφουρνου, που είχαν αρχίσει και ξεφτίζανε, για να φουρνίζει κανένα καρβέλι ψωμί όσο καιρό θα μένανε στην Ποταμιά.
Αφού διανυχτέρεψε στο εξοχικό της, η γριά Διαμάντω την άλλη ημέρα πάλι μόλις ξύπνησε βάλθηκε να περιποιηθεί και το περιβόλι της, να σκαλίσει, να ποτίσει, να βοτανίσει κανένα παλιοχόρταρο και να ποτίσει το βασταγουράκι της.
Κάποια στιγμή, καθώς πάλευε με τις δουλειές, άκουσε από μακριά παιδικές φωνές χαρές και γέλια. Παράτησε το ξινάρι της και έσαξε κατά το σπίτι να ιδεί τι γίνεται. Να τα εγγόνια τη έρχονταν μαζί με τους γονιούς τους. Μπροστά αυτά τρέχοντας και παίζοντας και πίσω ο πατέρας τους με την μάνα τους και τ’ άλογο φορτωμένο με σκουτιά και κουβέρτες. Μόλις φθάσανε τα παιδιά στο σπίτι, πήγανε κατευθείαν στην κούνια, που είχε κρεμάσει η γριά Διαμάντω κάτω από την καρυδιά.
Ο Ζήσης ο γιος της και η Ξάκω η νύφη της, απολυθήκανε να κάνουνε διάφορες δουλειές και να ετοιμάσουνε τον χώρο όσο πιο καλύτερα γινότανε για να ξεκαλοκαιριάσουνε.
Το απόγιομα μετά το φαγητό, η γριά Διαμάντω, έστρωσε ένα στρωσίδι από κάτω από μια γέρικη μουριά και πλάγιασε να ξαποστάσει λίγο το κουρασμένο κορμί της. Ο Ζήσης με την Ξάκω πήρανε τα σκαλιστήρια και πήγανε να σκαλίσουνε λίγο αραποσίτι που είχανε σπείρει για τα ζωντανά τους.
Σε κάποια στιγμή μέσα στην ησυχία της ρεματιάς, ακουστήκανε παιδικές στριγκλιές από το σπίτι. Τα παιδιά φώναζαν φοβισμένα. Η γριά Διαμάντω αν και γερασμένη, πετάχτηκε σαν το ελατήριο, από το στρωσίδι της και ζύγωσε κοντά στα πιτσιρίκια, να ιδεί τι συμβαίνει.
Τα παιδιά καθώς κουνιαριζόσαντε είδανε ένα μεγάλο φίδι να μπαίνει μέσα στο σπίτι από την ανοικτή πόρτα. Η γριά Διαμάντω, τα ησύχασε και τα έδιωξε από την καρυδιά, λέγοντάς τους να πάνε πιο πέρα στην Μουριά και να παίξουνε. Αμέσως έφθασε και ο Ζήσης με την Ξάκω αλαφιασμένοι και οι δυο τους.
Η γριά τους είπε για το φίδι που μπήκε μέσα στο σπίτι. Αυτοί αμέσως βαλθήκανε να βρούνε τρόπο να σκοτώσουνε το φίδι. Η γριά τους πρότεινε να βάλουν λίγη θειάφι και να κάψουν κανένα παλιοπάπουτσο για να βρωμίσει και να φύγει το φίδι από το σπίτι. Ο Ζήσης έκαμε ότι του είπε η γριά και αφού άναψε φωτιά, έβαλε κάμποσα κάρβουνα απάνου σε ένα τσίγκο μέσα στο σπίτι και έριξε λίγο θειάφι και έβαλε κι ένα παλιοπάπουτσο να καπνίζει μέχρι να βρωμίσει το φίδι.
Δεν πέρασε κάμποση ώρα, όταν ένα τεράστιο φίδι, έκανε την εμφάνισή του, μέσα από την πόρτα και σαν μισοζαλισμένο έσαξε κατά την γράνα, που ήταν γιομάτη βατουκλιές με καλάμια. Ο Ζήσης άρπαξε την αξάλη του και το κυνηγούσε να το σκοτώσει. Όμως δεν το πρόλαβε διότι η γριά τον εμπόδισε, ηθελημένα λέγοντας ότι είναι κακό να σκοτώσεις το σπιτόφιδο. Το είχε σε κακό να το σκοτώσει, σύμφωνα με τις παραδόσεις που γνώριζε, το φίδι θεωρούταν ένας καλός φύλακας για το σπίτι. Ο Ζήσης πέταξε μερικές πέτρες μέσα στην γράνα για να βγει το φίδι, αλλά άδικα, χάθηκε λες και άνοιξε η γης και το κατάπιε.
Περάσανε καμιά εικοσαριά ημέρες και η ζωή στην ποταμιά κυλούσε ήσυχα. Ένα μεσημέρι κατά τα τέλη του Αλωνάρη, τα παιδιά το καταμεσήμερο, παίζανε μέσα στο σπίτι σ’ ένα παλιό ξύλινο κρεβάτι, η γριά Διαμάντω ήτανε ξαπλωμένη πιο πέρα στην μουριά, ενώ η Ξάκω σκούπιζε την αυλή, όταν ξαφνικά άκουσε φωνές μέσα από το σπίτι. Παράτησε το σάρωμα και μπήκε μέσα να ιδεί τι συμβαίνει και ξεφωνίζουν τα παιδιά.
Πάλι το «καταραμένο» όπως έλεγε το φίδι, έχει κρεμαστεί από το πατερό και απειλούσε τα παιδιά σφυρίζοντας. Έφθασε και η γριά Διαμάντω και χωρίς να χάσουν καιρό, βουτήξανε τα παιδιά και τα βγάλανε έξω από το σπίτι. Ο Ζήσης εκείνη την ημέρα έλειπε, είχε πάει ν’ αλέσει στο μύλο κάμποσο γέννημα και δεν είχε γυρίσει ακόμη.
Η γριά Διαμάντω, άρπαξε ένα καλάμι να βαρέσει το φίδι να το μουδιάσει[1] και να το κατεβάσει από το πατερό. Εκείνο όμως ήτανε αγριεμένο και απειλούσε την γριά, ανοίγοντας διάπλατα το στόμα του και πραγματοποιούσε επιθέσεις εκτινάσσοντας το μπροστινό μέρος του σώματός του προς το μέρος της γριάς. Μια το φίδι, μια η γριά κανείς δεν έκανε πίσω. Η γριά από την μια δεν ήθελε να το σκοτώσει, αλλά όπως έδειχνε και το φίδι δεν είχε διαθέσεις άγριας επίθεσης. Μετά από λίγο το φίδι ξέφυγε από το πατερό έπεσ’ επάνω στο ξυλοκρέβατο και αγριεύοντας επιτέθηκε στην γριά. Αυτή από τον φόβο της, βγήκε έξω και τραβήχτηκε προς την καρυδιά. Το φίδι ήτανε έξω μπροστά στο πορτόξυλο λες και ήταν φύλακας πορτιέρης.
Τα παιδιά με την μάνα τους κουβαριασμένα, κοιτάγανε από μακριά την μάχη που έδινε η γριά. Σε μια στιγμή άρχισε η γη να ταρακουνιέται. Τα παιδιά τα χάσανε, κιτρινίσανε και πέσανε στην αγκαλιά της μάνας τους. Η γριά Διαμάντω κι αυτή τα έχασε, δεν πρόλαβε να συνειδητοποιήσει ούτε καν τι γινότανε όταν είδε το σπίτι να ταρακουνιέται και να πέφτει συθέμελα. Μέσα σε λίγα λεπτά, το σπίτι, είχε γίνει ένας σωρός από πέτρες και ξύλα και ο μπουχός κατάκλυσε γύρω- γύρω το σπίτι και έφθασε μέχρι και την μουριά, που βρισκόταν καμιά πενηνταριά οργιές παρέκει.
Μόλις κατάκατσε ο κουρνιαχτός, η Ξάκω με την γριά Διαμάντω, ζυγώσανε κοντά για να δούνε τι έχει απομείνει. Στο πορτόξυλο βρήκανε το φίδι κομμένο στα δύο να τανιέται να επιβιώσει, το είχε πλακώσει μια μεγάλη πέτρα από τα ερείπια του σπιτιού. Η γριά Διαμάντω, μόλις το είδε έκανε τον σταυρό της και ευχαρίστησε τον Θεό, αλλά και το φίδι που συνέβαλε με τον τρόπο του, να σωθούν τα εγγόνια τους.
Το φίδι είχε εκτελέσει την μοιραία αποστολή του, ο φύλακας του σπιτιού είχε πληρώσει με την ζωή του για να σώσει τα παιδιά.
Σε λίγο έφθασε και ο Ζήσης από τον μύλο κατάκοπος καταλαβαίνοντας τι είχε γίνει. Μόλις η γριά με την Ξάκω του εξιστόρησαν τα γεγονότα o Ζήσης έβγαλε την σκούφια του, σκούπισε το ιδρωμένο μέτωπό του, κοίταξε προς τον ουρανό και έκανε τον σταυρό του, ευχαριστώντας τον Θεό που του έσωσε την οικογένειά του.
Ζύγωσε εκεί που βρισκόταν πλακωμένο το φίδι, σήκωσε την πέτρα που είχε πλακώσει και το τράβηξε να το ξεπαγιδεύσει. Εκείνο δεν κινούταν καθόλου, ήταν νεκρό ακίνητο στο χώμα, σαν ένα κομμάτι από σχοινί. Η γριά Διαμάντω πήρε ένα κλαδευτήρι και έκοψε την άκρη της ουράς του, στην συνέχεια την κέρωσε και την κρέμασε στο αχούρι, για φυλαχτάρι. Ο Ζήσης παρά την μεγάλη στεναχώρια που τον βρήκε για το πέσιμο του σπιτιού, άνοιξε μια γούβα με το ξινάρι του και έθαψε το υπόλοιπο σώμα του φιδιού, κοντά στο γκρεμισμένο σπίτι.
Μετά από λίγο μαζέψανε τα πράγματά τους ότι ήτανε πρόχειρο, τα φορτώσανε στα ζά τους και φύγανε για το χωριό να ιδούνε και τι ζημιές που θα γίνανε από το σεισμό στο σπίτι και στο χωριό τους.
Ανάχλια, τα = τα εργαλεία κουζίνας, (κατσαρόλα, τηγάνι, πυροστιά, μαχαίρια πιρούνια κ.λπ.).
Αξάλη, η = γεωργικό εργαλείο με ξύστρα στην άκρη, με το οποίο ο γεωργός κέντριζε τα ζώα που όργωναν, να προχωρήσουν και με την ξύστρα έξυνε και απάλλασσε τ’ αλέτρι από τα βαριά λασπερά χώματα.
Αχούρι, το = ο στάβλος.
Βασταγούρι, το = το γαϊδουράκι.
Βούρλιασε, = έφτιαξε αρμαθιά, (εδώ δίπλωσε το μαντήλι στο κεφάλι της).
Κουρνιαχτός, ο = η σκόνη.
Λάζος, ο = μικρή εκχερσωμένη έκταση στο μέσον δασώδους έκτασης.
Μπόλκα, η = χονδρή ζακέτα.
Πατερό, το = κεντρικό χονδρό ξύλο της σκεπής.
Ποταμιά, η = τοποθεσία.
Πορτόξυλο, το = το κάτω ξύλο του κασώματος που στηρίζεται η πόρτα.
[1] Μουδιάσει, = Το χτύπημα του φιδιού με το καλάμι συνήθως δεν είναι θανατηφόρο. Το καλάμι ζαλίζει υπερβολικά το φίδι, όπου το καταστεί αδύνατο πια να επιτεθεί, αλλά και ν’ απομακρυνθεί.