Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ
Ο Κωνσταντής, πατέρας του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, γεννήθηκε κατά πάσα πιθανότητα το 1740 στο χωριό Λιμποβίσι. Η γυναίκα του η Ζάμπια ή Ζαμπέτα, βεβαίωνε στο εγγονό της, τον Γενναίο (Γιάννη Θ. Κολοκοτρώνη), ότι ο γάμος της με τον Κωνσταντή, έγινε το 1762 στην Αλωνίσταινα της Αρκαδίας.[1] Ο πρωτότοκος γιος του Γιάννη, ακολουθώντας τον πατέρα του, σε μια μάχη έχασε το δεξί του χέρι.[2] Κι έτσι ο Κωνσταντής, αν και ήταν ο δευτερότοκος γιος του, επειδή είχε ιδιαίτερες ηγετικές ικανότητες, φυσικά αντικατάστησε[3] αυτός στην αρχηγία τον ηλικιωμένο πατέρα του. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης περίγραφε τον πατέρα του ως εξής: «…Ήταν μελαψός, μονοκόκαλος, δυνατός κι ογλήγορος. Ένα καθάριο άλογο δεν τον έπιανε στα πόδια, όταν ήταν 33 χρονών. Ήταν μέτριος, μαυρομάτης και λιγνός…»
Η πολύχρονη δράση του (1762-1780), τον καθιέρωσε ως μια από τις σπουδαιότερες ιστορικές φυσιογνωμίες των αρματολών του Μοριά. Νεαρός ακόμη, διορίσθηκε από τους Τούρκους ως αρχηγός των αρματολών της Κορίνθου και διατήρησε το αρματολίκι του για τέσσερα χρόνια. Για την δράση του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη στην Κόρινθο υπάρχουν αρκετά στοιχεία. Βέβαιο είναι ότι την εποχή εκείνη γνωρίσθηκε και σύναψε φιλικούς δεσμούς με την οικογένεια των Πετιμεζαίων.
Κατά το διάστημα της υπηρεσίας του στην Κόρινθο, συνέλαβε το σχέδιο της αποτίναξης της Τουρκικής κυριαρχίας από τον Μοριά. Πρώτο του μέλημα ήταν να συνάψει φιλικές σχέσεις, με τις πιο ισχυρές οικογένειες του Μοριά. Η πιο συντονισμένη του ενέργεια ήταν να έλθει σ’ επαφή με τον περίφημο κλέφτη του Ταϋγέτου Παναγιώταρο Βενετσανάκη. Ταυτόχρονα άρχισε, να συνάπτει φιλικές σχέσεις με τους Ζαΐμηδες, τους Δεληγιάννηδες, τους Νοταραίους κ.λπ. Αρωγός στα σχέδια του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη στάθηκε ο μητροπολίτης Λακεδαίμονος Ανανίας[4]. Αυτός μετέφερε στον Κωνσταντή τις σκέψεις, τις πληροφορίες, ακόμη και τις οδηγίες των κοτζαμπάσηδων.
Προς εφαρμογή του σχεδίου του, σκέφθηκε να περάσει στην Μάνη, να εκμεταλλευτεί το άγριο του τόπου και να σχηματίσει στρατόπεδο. Εκεί στην Μάνη μετά από μεσολάβηση του Μητροπολίτη Σπάρτης Ανανία[5] ήλθε σ’ επαφή και γνώρισε τον Παναγιώταρο Βενετσανάκη, τον πιο διάσημο κλέφτη του Ταϋγέτου και έγιναν αδελφοποιτοί. Η άτυπη αυτή ένωση με τον καιρό απέκτησε τεράστια δύναμη. Έφθασε στο σημείο να επηρεάζει αποφασιστικά το διορισμό, ακόμη και των πασάδων στον Μοριά. Στην Καστάνιτσα της Μάνης, έκτισαν κοινό πύργο με δυο οικίσκους, για την ασφάλειά τους και για την διαμονή των παλικαριών τους.
Παραμονές του κινήματος του Ορλόφ, ο νέος Μόρα Βαλεσή, Χαμουζή Πασάς, προσπαθώντας να δώσει τέλος στην επικίνδυνη πλέον δύναμη των προκρίτων, εκτέλεσε τον μητροπολίτη Ανανία. Μετά τον φόνο του Ανανία, επακολούθησε δήμευση της περιουσίας και επακολούθησε άγριος διωγμός της οικογένειας του στην γενέτειρά του την Δημητσάνα. Ο συμπράκτορας του, Κωνσταντής Κολοκοτρώνης, μέσα σ’ αυτό τον κίνδυνο, παραιτήθηκε του αρματολικίου της Κορίνθου και αποσύρθηκε με τα παλικάρια του για περισσότερη ασφάλεια στην Μάνη, κοντά στον Παναγιώταρο Βενετσανάκη.
Την εποχή που ο Κωνσταντής Κολοκοτρώνης κατάφυγε στον Ταΰγετο, εκατοντάδες απεσταλμένοι πράκτορες της Τσαρίνας Αικατερίνης Β΄, ήλθαν στα τουρκοκρατούμενα Βαλκάνια. Αποστολή τους ήταν να προετοιμάσουν μια γενική επανάσταση εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ένας Έλληνας λόγιος του Ρωσικού στρατού, ο Γεώργιος Παπαζώλης, από την Σιάτιστα της Μακεδονίας, ήταν στενότατος φίλος με τον άλλοτε συμμαθητή του στη στρατιωτική σχολή, Γρηγόριο Ορλόφ, εραστή της Τσαρίνας. Ο Παπαζώλης, θέλησε τότε, να χρησιμοποιήσει την φιλία του, με αυτόν τον ισχυρό παράγοντα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, για ν’ απελευθερώσει τους Έλληνες αδελφούς του, από την Τουρκική τυραννία. Αρκετές φορές μίλησε με τον Ορλόφ προσπαθώντας να τον πείσει γι’ αυτό το παράτολμο εθνικό σχέδιό του.
Μετά από αρκετές διαβουλεύσεις και με την διαμεσολάβηση του φίλου του, παρουσιάσθηκε και ενώπιον της Αικατερίνης, εκθέτοντας τις απόψεις του με ιδιαίτερα πειστικά λόγια. Η φιλόδοξη Αικατερίνη, που πάντοτε ονειρευόταν την ανασύσταση του Βυζαντίου με Ρώσο ηγεμόνα, δέχθηκε με χαρά την πρόταση του Παπαζώλη και Ορλόφ.
Τοιουτοτρόπως στις 17 Φεβρουαρίου 1770, ο Παπαζώλης, εμφανίσθηκε στον Μοριά. Ενώ με πλούσια δώρα, που προσέφερε σε εκκλησίες και μοναστήρια και με υποσχέσεις για ρωσική βοήθεια, ενθουσίασε πολλούς προύχοντες και εκπροσώπους του ανώτερου κλήρου. Στα τέλη του Φεβρουαρίου έφθασαν στο λιμάνι της Κορώνης τα πρώτα ρωσικά πολεμικά πλοία μ’ επικεφαλής τον Θεόδωρο Ορλόφ, αδερφό του Γρηγορίου. Η ρωσική δύναμη όμως 4.000 άνδρες ήταν ανεπαρκής για την επίτευξη του σκοπού των.
Οι Μανιάτες Μαυρομιχαλαίοι, όταν είδαν να ξεφορτώνονται τέσσερα κιβώτια, με οπλισμό για όλο τον Μοριά, γελούσαν για να μην βάλουν τα κλάματα. Τότε ζήτησαν ιδιόχειρο έγγραφο υπογραμμένο από την τσαρίνα για να σηκώσουν τ’ άρματα.[6]
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1770
Ακόμα τούτη Άνοιξη, ραγιάδες, ραγιάδες,
τούτο το Καλοκαίρι
θ’ αρχίσει το σεφέρι.
Γιατί θε να ’ρθει ο Μόσκοβος, ραγιάδες, ραγιάδες.
θ’ αρχίσει το ντουφέκι
το κλέφτικο μαχαίρι.
Να κόψει Τούρκους άπειρους, ραγιάδες, ραγιάδες,
και θα ’χουμε σεφέρι
θ’ ανάψει το ντουφέκι.
Θα διώξουμ’ ούλη την Τουρκιά, ραγιάδες, ραγιάδες,
και στο τρανό σεφέρι
θα κόβει το μαχαίρι.
(Νικόλαος Λάσκαρης, «Η Λάστα και τα Μνημεία της», μέρος 4ον, σελίδα 305, αρ. 15, εν Πύργω τύποις Κ. Δ. Βαρουξή 1908)
Η επιστολή αυτή απευθυνόταν προς τον καπετάν Γεωργάκη Μαυρομιχαλάκη, αποτελεί δε απόδειξη ότι αυτός ήταν τότε αρχηγός της ισχυρής και ηγετικής οικογένειας της Μάνης. Η επιστολή ήταν διαταγή προς τους καπεταναίους αλλά και επιβεβαίωση των προετοιμασιών, προκειμένου να γίνει η άφιξη του Ρωσικού στόλου.
Ο Κωνσταντής Κολοκοτρώνης, τάχθηκε υπέρ του κινήματος και σε σύντομο χρόνο κατάφερε να συγκεντρώσει 2.500 άνδρες. Όμως οι αδελφοί Ορλόφ, έδειξαν από την πρώτη στιγμή ότι δεν διέθεταν στρατιωτική εμπειρία. Απέκλεισαν, το κάστρο της Κορώνης, από την θάλασσα και την ξηρά και αντί να εμπιστευθούν έμπειρους οπλαρχηγούς, διόρισαν αρχιστράτηγο έναν εμποροπλοίαρχο από την Μύκονο, τον Αντώνιο Ψαρό, ο οποίος υπηρετούσε μ’ άλλους Έλληνες στον Ρωσικό στόλο. Εν τω μεταξύ ο Παπαζώλης, μοίρασε, στους αγράμματους Έλληνες εθελοντές, μεταφράσεις του Ρωσικού στρατιωτικού κανονισμού. Και για να είναι σίγουρος για το Μέγα Θαύμα (όπως έλεγε), τους έντυσε με Ρωσικές στολές.
Η παράδοξη αυτή στρατιωτική δύναμη, χωρίσθηκε σε δύο τμήματα και κίνησε από διαφορετικές κατευθύνσεις με στόχο την Τριπολιτσά. Η μία ονομάστηκε Ανατολική Λεγεώνα, κίνησε από την Λακωνία και η άλλη Δυτική Λεγεώνα και κίνησε από την Μεσσηνία. Η Ανατολική Λεγεώνα κατέλαβε τον Μιστρά και αιχμαλώτισε την μικρή φρουρά του. Από εκεί ο Ψαρός, αφού διόρισε τον εαυτό του κυβερνήτη της επαρχίας, προωθήθηκε προς την Τριπολιτσά. Η Δυτική Λεγεώνα, κατέλαβε διαδοχικά την Ανδρούσα, την Καρύταινα, το Λεοντάρι, μέχρι και την Αρκαδιά (σημ. Κυπαρισσία), προβαίνοντας σε πρωτοφανείς λεηλασίες και σφαγές σε βάρος των Τούρκων κατοίκων.
Ταυτόχρονα, στις περισσότερες τουρκοκρατούμενες περιοχές, ξέσπασαν αλυσιδωτά επαναστατικά κινήματα, όπως στην δυτική Ρούμελη, στην Λιβαδειά, στην Κορινθία, στην Θεσσαλία και στην Κρήτη. Όμως τα κινήματα αυτά ήταν αυθόρμητα, χωρίς να έχει προηγηθεί ιδιαίτερος σχεδιασμός τους και το κυριότερο, ήταν ασυντόνιστα και ασύνδετα μεταξύ τους. Τέλος στην Ηλεία εισέβαλαν 2.000 Ζακυνθινοί και 3.000 Κεφαλλονίτες, όπου στην συνέχεια επιτέθηκαν κατά της Πάτρας.
Στις 19 Μαρτίου το 1770, περίπου 5.000 Έλληνες και 1.500 Ρώσοι εμφανίσθηκαν μπροστά στα τείχη της Τριπολιτσάς. Ο Οσμάν μπέης, υπερασπιστής της πόλης, με 12.000 Αλβανούς στρατιώτες, ήταν έτοιμος ν’ αντιμετωπίσει την θύελλα των Ρώσων. Πολύ γρήγορα κατάλαβε ότι, όσοι φορούσαν στρατιωτικές στολές δεν ήταν στρατιώτες, αλλά, απειροπόλεμοι χωρικοί. Επιχείρησε λοιπόν έξοδο και οργάνωσε σχεδιασμένη αντεπίθεση, με το άξιο και ικανότατο ιππικό του. Η μάχη διήρκησε περίπου 8 ώρες και τους διασκόρπισε παντελώς. Ο Ψαρός, που δεν ήταν συνηθισμένος στις «φουρτούνες της ξηράς», οπισθοχώρησε άτακτα προσπαθώντας να σωθεί από την επέλαση των Αλβανών του Οσμάν. Φονεύθηκαν περίπου 600 Έλληνες και Ρώσοι και 1.300 Αλβανοί. Όμως, μετά την φονική μάχη, αυτή η επιχείρηση, έμελλε να καταπνιγεί.
Οι δυστυχείς Έλληνες της Τριπολιτσάς, ήταν τα πρώτα εξιλαστήρια θύματα αυτής της κατάστασης και γεύθηκαν την φρικτή εκδικητική μανία των Τούρκων και Αλβανών. Από τα φοβερά αντίποινα που εξαπέλυσαν οι Τούρκοι, η πόλη παραδόθηκε στις φλόγες και στις εξαγριωμένες σφαγές των Ελλήνων κατοίκων αυτής της μαρτυρικής πόλης, ένεκα αυτής της αποτυχημένης επανάστασης που την διέκρινε η μεγάλη προχειρότητα.
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ
Μετά την αποτυχία του κινήματος του Ορλόφ, οι Τούρκοι, πριν ακόμη προλάβουν ν’ ανασυνταχθούν οι ελληνικές δυνάμεις, οργάνωσαν στρατιωτικές εκκαθαριστικές αποστολές προς όλα τα λημέρια των σημαντικών κλεφτών, με σκοπό να τους εξολοθρεύσουν και ν’ αποτρέψουν κάθε είδους βλέψεις για επανάσταση.
Οι Κολοκοτρωναίοι, όταν υποψιάσθηκαν τα φθονερά σχέδια των Τούρκων, αποποιήθηκαν από κάθε πολεμική δραστηριότητα και σταμάτησαν να βγαίνουν εκτός των ορίων των χωριών Αρκουδορέμα και Λιμποβίσι. Όμως όταν οι βάρδιες τους αντελήφθησαν τους Αλβανούς να πλησιάζουν στα κρησφύγετά τους, αναγκάσθηκαν ν’ αποχωρήσουν από το χωριό Λιμποβίσι της Αρκαδίας και χρησιμοποιώντας το πυκνό του ελατοδάσους κατάφεραν να διαφύγουν και να καταφύγουν προς τους ορεινούς όγκους της Μεσσηνίας.
Μεταξύ αυτών και η γυναίκα του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, Ζάμπια, ετοιμόγεννη, αναγκάσθηκε να ακολουθήσει κι αυτή τους δικούς της. Ήταν Δευτέρα 3 Απριλίου, του Πάσχα του 1770,[7] στον δρόμο προς τα Κοντοβούνια της Μεσσηνίας, ανεβαίνοντας στο βουνό Ραμαβούνι[8] κοντά στο χωριό Μίλα, την έπιασαν οι πόνοι του τοκετού. Στάθηκαν όλοι και οι γυναίκες της συνοδείας την ξάπλωσαν και κάτω από ένα δένδρο βελανιδιάς, γέννησε, ένα χαριτωμένο αγοράκι, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον μελλοντικό αρχιστράτηγο του 1821.[9]
Το παιδί αυτό το βάπτισε ο Γιαννάκης Παλαμήδης από την Στεμνίτσα Γορτυνίας. Τ’ όνομα Θεόδωρος, ήταν καινούργιο στην οικογένεια του. Λέγεται, ότι του το έδωσαν προς τιμήν του Θεόδωρου Ορλόφ, ο οποίος κατά την διάρκεια του κινήματος, εξιστορώντας συνεχώς στους πληθυσμούς την αρχαία Ελληνική δόξα, είχε γίνει πάρα πολύ αγαπητός, στους αμαθείς σκλαβωμένους Μοραΐτες.
Η ΑΔΕΛΦΟΠΟΙΗΣΗ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΑΙΩΝ ΚΑΙ ΛΑΛΑΙΩΝ ΤΟΥΡΚΑΛΒΑΝΩΝ
Ο Αλβανός Αλή Χατζή Οσμάν μπέης στις 4 Ιουλίου 1770, εξόρμησε από την Τριπολιτσά και κατασκήνωσε στο Σινάνου (Μεγαλόπολη) για να καταπνίξει έως και την τελευταία εστία εξέγερσης των Ελλήνων. Οι Μπαρδουνιώτες και οι Λαλαίοι Τουρκαλβανοί έσπευσαν να τον βοηθήσουν. Πλήθος κοινοτήτων με τους αντιπροσώπους τους, κομίζοντας πλούσια δώρα, προσπαθώντας να εξιλεώσουν τον Οσμάν, ώστε να μην τους πειράξει. Αλλά η αγριότητα των Αλβανών ήταν ανήκουστη.
...Όσοι κι αν ήταν στα χωριά, τους έφαγαν τα φίδια,
τους τσάκισε τα γόνατα και πλάτες και παγίδια…
***
…Με τα τσεκούρια, τσάκιζε και έσπαγε ποδάρια
και τα κεφάλια έκοβε, μ’ αστραφτερά χατζάρια...
***
…συνάζει και μικρά παιδιά, τα παίρνει απ΄ τις μανάδες
και σαν λιανά- τρανά ασκιά φορτώνει στις φοράδες…
***
…κλαίνε μανούλες για παιδιά, γυναίκες για τους άντρες
κλαίνε κι γεροντότεροι, κρυμμένοι μεσ’ τις μάντρες[10]…
Αποσπάσματα καταδίωκαν και αιχμαλώτιζαν προς όλες τις κατευθύνσεις τον άμαχο λαό, ο οποίος κατέφυγε στα απροσπέλαστα βουνά, στις σπηλιές και στα δάση, να γλιτώσει από την ορμή των Αλβανών. Κατά τον Κούμαν, σ’ όλοκληρο τον Μοριά, η Πάτρα και η Τριπολιτσά έπαθαν τις μεγαλύτερες καταστροφές.
Ο Γιαννάκης Κολοκοτρώνης, βλέποντας την τεράστια καταστροφή και την εγκατάλειψη της Αρκαδίας, έστειλε προς το στρατόπεδο της Μεγαλόπολης, ένα βλάμη του Λαλαίο, με τέσσερις φοράδες, με την συμφωνία, «Ότι αν έλθουν οι Φράγκοι να πάρουν τον Μοριά να τον βοηθάει ο Κολοκοτρώνης, εάν όμως επικρατήσουν οι Τούρκοι να γλιτώνει ο Τούρκος τον Κολοκοτρώνη». Εκείνος δέχθηκε το δώρο και έστειλε στον Κολοκοτρώνη 700 πρόβατα και του παράγγειλε, να μην τον μέλλει.
Από εκείνη την στιγμή, άρχισε την δράση της, η μεγάλη αδελφοποίηση, μεταξύ Κολοκοτρωναίων και Λαλαίων Τουρκαλβανών. Μεταξύ τους αναπτύχθηκε μια μεγάλη φιλία, που κράτησε μέχρι την απελευθέρωση της Ελλάδας. Τον πιο μεγάλο δεσμό μεταξύ των ανέπτυξε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο οποίος μάλιστα έφθασε να βοηθάει τους Λαλαίους, περίπτωση πολιορκίας πύργου Αλή Φαρμάκη, από τα στρατεύματα του Βελή Πασά, ακόμη και τον Σεπτέμβρη του 1821, να παρέχει άσυλο στους Αλβανούς υπερασπιστές της Τρίπολης.
Η ΑΛΒΑΝΑΝΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΟ ΜΟΡΙΑ
Στις 25 Απριλίου του 1770 έφθασε στο Μοριά και ο Αλέξιος Ορλόφ (αδερφός του Γρηγορίου και του Θεοδώρου) με άλλα ρωσικά πλοία. Το κίνημα ωστόσο είχε αποτύχει πλήρως. Αμέσως αναχώρησε, προτιμώντας να επιτεθεί εναντίον του τουρκικού στόλου στο Αιγαίο. Στις μάχες που ακολούθησαν σκοτώθηκαν και οι δύο αδελφοί του Κωνσταντή, ο Γιώργης και ο Αντώνης Κολοκοτρώνης. Δύο χρόνια αργότερα, οι Τούρκοι εξοντώσανε και τον Γιαννάκη, ο οποίος συνελήφθη, ύστερα από προδοσία στο νησί των Καλαμών, όπου και βρήκε σκληρότατο θάνατο.
Έπειτα από τον θάνατο του Ιωάννη, οι υπόλοιποι Κολοκοτρωναίοι, διψασμένοι για εκδίκηση, κατάφυγαν στην Μάνη, όπου εκεί ήδη βρισκόταν και ο κλεφτοκαπετάνιος και αρχηγός των Κολοκοτρωναίων, Κωνσταντής. Εν τω μεταξύ, ασύνδετα καθώς ήταν τα διάφορα τοπικά κινήματα, καταπνίγηκαν με πρωτοφανή αγριότητα από τους Αλβανούς μισθοφόρους, οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν ειδικά για αυτό το σκοπό. Οι σφαγές, οι λεηλασίες, τα βασανιστήρια και οι καταστροφές εξελίχθηκαν σε καθημερινό φαινόμενο. Οι Αλβανοί αποτέλεσαν από τότε και για διάστημα δέκα ετών, φοβερή μάστιγα για τον τόπο.
Τα πρώτα στίφη που επιτέθηκαν στην επαναστατημένη χώρα γύρισαν στην Αλβανία με πλούσια λάφυρα, προερχόμενα από την λεηλασία του Μοριά.[11] Έτσι παρακινήθηκαν και άλλοι συμπατριώτες τους και οργάνωσαν με την σειρά τους και αυτοί ληστρικές επιδρομές στο Μοριά. Αφού λεηλατούσαν τα πάντα, έπαιρναν από τους δύστυχους ραγιάδες ομόλογα με προθεσμία, με τόκο πέντε τοις εκατό την εβδομάδα και με ενέχυρο τα ίδια τους τα παιδιά. Αν οι ραγιάδες δεν εξοφλούσαν τα ομόλογα, πουλούσαν τα παιδιά τους, ως σκλάβους. Έφθασαν στο σημείο να καταδυναστεύουν ακόμη και τους Τούρκους, κατοίκους του Μοριά. Δεν λογάριαζαν ακόμη ούτε τον ίδιο τον πασά της Τριπολιτσάς. Ο Γ. Κορδάτος, «Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας», τομ. Α΄, σελ 241 γράφει: «Είχαν το ελεύθερο να κάνουν ότι θέλουν. Έτσι απ’ όπου περνούσαν σκορπούσαν τον θάνατο και την καταστροφή».
Η συμπεριφορά τους προς τους Έλληνες ήταν τρομερή, εφόσον λεηλάτησαν τα πάντα και αφού δεν είχαν τίποτα να τους δώσουν πια οι Έλληνες τους υποχρέωναν να υπογράφουν ομόλογα[12] για χρηματικά ποσά με ενέχυρο τα παιδιά τους. Χιλιάδες νέοι και νέες ένεκα της αδυναμίας να πληρώσουν τα υπέρογκα ποσά που ζητούσαν, σκλαβώθηκαν και πουλήθηκαν από τους Αλβανούς. Ο ιστορικός Κωνσταντίνος Σάθας παραπέμποντας στον Πουκεβίλ, σελ. 524 γράφει: «…Είκοσι χιλιάδες επωλήθησαν εις τους Αφρικανούς και τους Τούρκους της Ρούμελης…»
Στην Κυπαρισσία μια νέα γυναίκα δούλευε στο κήπο της όταν είδε Αλβανούς να βάζουν φωτιά στο σπίτι της, όρμισε μέσα και πήρε το βρέφος της. Οι Αλβανοί την καταδίωξαν, αυτή όμως έτρεχε απεγνωσμένα ώσπου έφτασε μπρος σε ένα γκρεμό. Τότε μπροστά στην απελπισία της, σήκωσε το μωρό της προς τον ουρανό έκανε μια μικρή δέηση και μαζί με το μωρό της έπεσε στον γκρεμό, για να μην πέσει στα χέρια των Αλβανών. Εκεί αργότερα οι συμπολίτες της έστησαν ένα σταυρό, γράφει ο Καστελάν σε μετάφραση του Σάθα: «Το απλούν εκείνο μνημείο, ο ταπεινός εκείνος σταυρός, δυνατόν μα καταστραφεί, αλλά το βάραθρον υπάρχει και θέλει διαμείνει, ως μνημείον μαρτυρικού έρωτος, και σχεδόν παράφρονος ελευθερίας».
Οι κτηνώδεις Αλβανοί «αγεληδόν συρρεύσαντες» και «ως λύκοι αιμοβόροι» έσπειραν τον όλεθρο σε όλο τον Μοριά, γράφει ο Σάθας: «Οι δυστυχούντες επωλοφύροντο, πατέρες τέκνων διαχωριζόμενοι και ανδρών τιμίων σώφρονες γυναίκες αποσπώμεναι, αδελφοί των αδελφών στερούμενοι και νεογνά τέκνα των μητρικών ωλενών αρπαζόμενα, παρθένοι δε τρυφεραί των θαλάμων εκπίπτουσαι υπό χειρών βαρβάρων ελκόμεναι…»
Η εφευρετικότητα των Αλβανών, για τρομοκρατία και βασανισμό δεν είχε το όμοιό του, κατέκλεψαν κα το τελευταίο γρόσι των Ελλήνων. Υπάρχουν διηγήσεις περιηγητών, για τον βαθμό και τον τρόπο των βασανιστηρίων που χρησιμοποιούσαν οι Αλβανοί, προκειμένου να κλέψουν τους Έλληνες, οι οποίοι πια δεν είχαν τι να τους δώσουν δες μερικά που έπραξαν «τα τέκνα της αγριότητας» στους Έλληνες:
α) Έφτιαχναν καρφιά από καλάμια και τα έβαζαν στα νύχια των βασανιζομένων.
β) Έβαζαν μεγάλες πέτρες στο στήθος και την κοιλιά.
γ) Έριχναν μπρούμυτα σε σκόνη ασβέστη και αυτό υποχρέωναν να το αναπνεύσουν, αυτό προξενούσε μεγάλο πόνο στους πνεύμονες.
και δ) Έδεναν σχοινιά από την στέγη και έδεναν τα πόδια και τα χέρια, τους ανύψωναν και μετά απότομα τους άφηναν να πέσουν με δύναμη στο έδαφος.
Αυτές και πολλές άλλες θηριωδίες έκαναν οι Αλβανοί και φυσικά μετά μεγάλης χαράς τις παρακολουθούσαν και γελούσαν.
Με την πρόφαση ότι η Υψηλή Πύλη τους όφειλε μισθούς οκτώ ετών, λήστευαν χωρίς διάκριση ακόμη κάθε μουσουλμάνο. Οι περιουσίες των αξιωματούχων Τούρκων, ήταν έρμαια στις διαθέσεις των Αλβανών επιδρομέων. Ο τόπος ερήμωσε, οι καλλιέργειες σταμάτησαν και από τις λεηλασίες εξαφανίσθηκε ένα μεγάλο μέρος από το ζωικό και φυτικό κεφάλαιο του Μοριά, αλλά και σχεδόν όλη η κινητή τους περιουσία. Οι ληστοσυμμορίες των Αλβανών, δεν δίσταζαν ακόμη να κτυπούν και στρατιωτικές αποστολές της Πύλης και να καταληστεύουν τα πάντα χωρίς να φοβούνται τίποτα.[13]
Την εποχή εκείνη του θρήνου και του σπαραγμού, ο Κωνσταντής Κολοκοτρώνης από τα απάτητα λημέρια του εφορμούσε σαν άγριος διώκτης, τριγυρνούσε σ’ ολόκληρο τον Μοριά και τιμωρούσε τους αδίστακτους Αλβανούς. Παρά το χωριό Μαζέικα (σημ. Κλειτορία) Κατσάνας της επαρχίας Καλαβρύτων, αφού έστησε ενέδρα στο γεφύρι του Αμπήμπαγα σκότωσε τον ανδρείο και σκληρό Αλβανό Μπεκιάρη[14] με 36 άνδρες, όπου επί χρόνια καταλήστευε και αφάνιζε ολόκληρα χωριά, ιδίως στον Βόρειο Μοριά.[15]
Στην εξόντωση του Αλβανού Μπεκιάρη, από τον Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, η λαϊκή μούσα και σ’ αυτό το κατόρθωμα του, δεν έμεινε αμέτοχη:
ΤΟΥ ΜΠΕΚΙΑΡΗ
Τρεις περδικούλες κάθονται στη ράχη στις Κλουκίνες,
κι έχουν τα νύχια κόκκινα και τα φτερά γραμμένα.
Μοιρολογούσαν και λέγανε, μοιρολογούν και λένε:
- Αλή Μπεκιάρης κίνησε στου Ντάρα για να πάγει,
στη στράτα ν’ όπου πάγαινε, στη ρύμη ’πού ροβολάει,
βρίσκει κι ένα γέροντα, στέκει και τον ρωτάει;
- Που πας Αλή μπουλούκμπαση, καημένε μου Μπεκιάρη;
Αυτού μπροστά είναι η κλεφτουριά, ’φτούνος ο Κωνσταντής,
φέρνει κεφάλια συντεριά, ούλο μπουλουκμπασήδες.
(Μου το τραγούδησε ο π. Γεώργιος Παπαναστασίου, από το χωριό Ροδιά του δήμου Πηνείας Ηλείας, στις 13 Νοέμβρη 1993 στην Αμαλιάδα).
Στο χωριό Μπούγα της επαρχίας Ανδρούσας σκότωσε τον Αλβανό Βέιζο με 24 άνδρες, κι έτσι σιγά- σιγά άρχισε να διαλύει μερικά από τ’ Αλβανικά σώματα, που λεηλατούσαν και τρομοκρατούσαν τον καταπονημένο και ερημωμένο Μοριά.[16]
Η ΕΞΟΝΤΩΣΗ ΤΟΥ ΒΕΪΖΟΥ
ΤΟΥ ΒΕΪΖΟΥ (τσάμικος)
- Δε στο ’πα Βέιζό μου μην πας, δε στο ’πα Βεϊζουλάκο μου,
στου Μπούγα, Βέιζο, ν’ ακαρτερούν, ’θελά να σε σκοτώσουν,
ν’ ο Βέϊζος δεν τ’ άκουσε, κι εκίνησε να πάγει,
παίρνει τα παλικάρια του, όλους τσ’ Αρβανίτες.
Στου Μπούγα έστησε χορό, στου Μπούγα τρώει και πίνει…
Ο σκοπός του έχει ως εξής:
- Δε στο ’πα Βέ- μωρέ- Βέιζο μου, δε στο ’πα Βεϊζουλάκο μου
Άμαν! Στου Μπούγα Βέ- μωρέ- Βεϊζουλάκο μου, στου Μπούγα Βέιζο μου ν’ ακαρτερούν.
Στου Μπούγα Βέιζο ν’ ακαρτερούν, αχ! Θελά Βέιζο μου…
(Το έχω καταγράψει σε πανηγύρι στην Δέλγα [Πέτρα] Τριφυλίας).
Η ΕΞΟΝΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΖ ΑΡΑΠΗ
Εν τω μεταξύ, οι διοικητικοί αντιπρόσωποι της Πύλης είχαν οχυρωθεί φοβισμένοι μέσα σ’ όσες πόλεις είχαν κάστρα. Ολόκληρη η ύπαιθρος, σχεδόν είχε περιέλθει ολοκληρωτικά στην εξουσία των Αλβανών. Μερικοί Τούρκοι αξιωματούχοι και μεγαλοκτηματίες, έφθασαν δε σε σημείο να προσλαμβάνουν κλέφτες για να υπερασπίζονται τα ιδιωτικά τους συμφέροντα δηλ. την περιουσία, ακόμη και την ασφάλειά τους.
Ο Κωνσταντής Κολοκοτρώνης, πρωτοκλέφτης του Μοριά, τότε κλήθηκε από τον Χαλήλ μπέη, παππού του Κιαμήλμπεη και διορίσθηκε αρχηγός των αρματολών της Κορινθίας, όπου διατήρησε το αρματολίκι για τέσσερα χρόνια. Έκτοτε, δεν είχε στενές σχέσεις με την οικογένεια του, εκτός από μια φορά που τον κάλεσε ο Χαλήλ να τον προστατεύσει από τον Μέτζ Αράπη.
Ο Γιουσούφ ή Μέτζ Αράπης, Αλβανός μισθοφόρος, ζητούσε από τον Χαλήλ Βέη τους μισθούς τριών χιλιάδων Αλβανών μισθοφόρων. Αυτός όμως δε συμφωνούσε και δεν τον πλήρωνε. Αποφάσισε ο Μέτζ Αράπης να τον ληστέψει και να του κάψει όλη την ακίνητη περιουσία.[17] Γι’ αυτό ο Χαλήλ μπέης έστειλε ένα γράμμα στον Κωνσταντή Κολοκοτρώνη και του ζητούσε άμεσα την βοήθεια του, γράφοντας μεταξύ άλλων:
«…Παιδί μου, καπετάν Κωνσταντή Κολοκοτρώνη. Ορέ! Ευτούνος ο Μέτζ Αράπης, θέλει βγει με απόφαση ν’ αφανίσει τα χωριά μου και τους ραγιάδες μου. Και αν είσαι παιδί μου να τον αφανίσεις…»
Ο Κωνσταντής Κολοκοτρώνης, κατέφθασε έγκαιρα και έστησε ενέδρα με 85 παλικάρια στα Φίχτια της Κορινθίας κοντά στον Άγιο Γεώργιο (κάτω από το μοναστήρι της Παναγιάς του Βράχου) και χτύπησε τον Μέτζ Αράπη όταν ερχόταν από την Κόρινθο. Μετά από σκληρή και πολύωρη μάχη, φόνευσε 62 Αλβανούς, ενώ γλίτωσε μόνο ένας. Η επιτυχία αυτή μεγάλωσε τη φήμη του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, κατά παράδοξη συγκυρία συνέβη σε αυτά τα μέρη όπου το 1822 το παιδί του, ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης, κατάστρεψε την πανστρατιά του Μαχμούτ πασά Δράμαλη.
Μετά από αυτό το κατόρθωμα του Κωνσταντή, του προσκόλλησαν τ’ όνομα «Αρβανιτοφάγος». Την εξόντωση του τρομερού Μέτζ Αράπη, οι τραγουδοποιοί της εποχής εκείνης εξύμνησαν με ωραία δημοτικά τραγούδια, που ακούγονται ακόμη και σήμερα στα χωριά της ορεινής Κορινθίας:
ΤΟΥ ΜΕΤΖΟΥ
- Καλά ήσουν Μέτζο στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια,
τι χάλευες, τι γύρευες, στους κάμπους να κατέβεις;
Που ’κει φυλάει η κλεφτουριά, οι Κολοκοτρωναίοι,
φυλάνε να σε πιάσουνε, φυλάν να σε σκοτώσουν,
με τους συντρόφους σου μαζί και με τα παλικάρια.
- Τους κλέφτες δεν τους σκιάζομαι, στο νου μου δεν τους βάνω,
τ’ εγώ για κλέφτες περπατώ, για τον Κολοκοτρώνη.
Και οι κλέφτες φυλάγανε, στον Κάτω στον Αγιώργη,
κι’ ο Μέτζος εξανάφανε, μ’ ούλο του τ’ ασκέρι.
Μια μπαταριά του ρίξανε, μια μπαταριά του ρίχνουν.
Βαρούν το Μέτζο στην καρδιά, βαρούνε στο κεφάλι.
Και η συντροφιά του σκόρπισε και η συντροφιά σκορπάει,
πήρε τα πλάγια κι’ έφυγε, κι’ εγίνηκ’ ένας- ένας.
(Νικόλαος Λάσκαρης, «Η Λάστα και τα μνημεία της», τύποις Κ. Δ. Βαρουξή, μέρος Δ΄ σελίδα 353, αριθμός 16, Πύργος Ηλείας 1908)
***
Ο ΜΕΤΖ ΑΡΑΠΗΣ
Ο Μέτζ Αράπης κίνησε μέσα από τα Ντερβένια
να πάει στης Κόρθος τα χωριά, στης Κόρθος τα τσιφλίκια.
Τούρκοι, ραγιάδες παν κοντά, κοντά παρακαλώντας:
- Που πας ρε Μέτζ Αράπη μου, που πας χωρίς ασκέρι;
- Πάω στης Κόρθος τα χωριά, στης Κόρθος τα τσιφλίκια,
πάω να πάρω τ’ άσπρα μου, να πάρω τα φλουριά μου.
- Μέτζο μ’, θα σε σκοτώσουνε οι Κολοκοτρωναίοι.
- Εγώ κλέφτες δε σκιάζομαι και κλέφτες πάω για να ’βρω.
(Τρύφωνας Στεφανόπουλος, «Πελοποννησιακή Λαογραφία», σελίδα 99, αρ. 25, Αθήνα 1981, [το τραγούδησε ο Β. Μπακοπάνος, από τη Σκοτεινή του Άργους])
Τόσο ήταν το μίσος μεταξύ Αλβανών και Τούρκων, ώστε παρατηρήθηκαν ακραίες περιπτώσεις και από τις δυο πλευρές ορισμένων Τούρκων και Αρβανιτών του Μοριά, που υπηρέτησαν στο σώμα του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη και άλλων κλεφτοκαπεταναίων. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο σουλτάνος προσπαθούσε να βρει τρόπο, ώστε να εξουδετερώσει την αλβανική απειλή.
Ο ΚΑΠΟΥΔΑΝ ΠΑΣΑΣ
Τότε ο Σουλτάνος[18] αποφασίζει και στέλνει τον Καπουδάν[19], πασά με ισχυρά στρατεύματα στον Μοριά, ώστε να διαλύσει τα Αλβανικά στρατεύματα και μετά να κινηθεί εναντίον των Ελλήνων κλεφτοκαπεταναίων, για να ξεκαθαρίσει ο Μοριάς, από τα επαναστατικά κινήματα και να ησυχάσει για πάντα ο ίδιος, αλλά και ο τόπος.
(ΜΙΑ ΠΡΟΣΤΑΓΗ ΜΕΓΑΛΗ)
Μια προσταγή μεγάλη, προστάζ’ ο βασιλιάς,
να κατεβεί η αρμάδα κι ο Καπιτάν πασάς.
Η αρμάδα εκατέβη στ’ Ανάπλι κι άραξε,
κι αυτός απ’ τα Δερβένια μ’ ασκέρι διάβηκε.
Πιάνει χαρτιά και στέλνει, χαρτιά και προβοδά:
- Σ’ εσένα, Μούρτο Χάμζα, σ’ εσάς Αρβανιτιά,
γλήγορα να σηκωθείτε αυτούθ’ απ’ τον Μοριά.
- Εγώ χαρτιά ’χω χίλια καμένα στη φωτιά,
και σένανε σε γράφω στην κάτω τη μεριά.
- Σώπα, σώπα, βρε Μούρτο, και μην παραμιλείς,
γιατ’ έχεις λίγ’ ασκέρι και το μετανοείς.
- Μπεκιάρικα τουφέκια χιλιάδες εξ οκτώ,
και σεις οι Καλλιουντζήδες, χιλιάδες εκατό.
Το άλα! άλα! λένε, τραβούνε τα σπαθιά,
βάνουν μπροστά τους Τούρκους, μπροστά ωσάν τραγιά.
(Κλαύδιος - Κάρολος Φωριέλ, «Τα Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια», σελ. 157, Παρίσι 1824)
Τότε ο παντοδύναμος Αλβανός Μούρτος Χάμζα, κατάφερε να διασκορπίσει τα στρατεύματα του Καπουδάν πασά. Η στρατιωτική δύναμη των Αλβανών δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητη, (όπως συστηματικά προσπαθεί να δείξει ο Βλαχογιάννης για να μειώσει μ’ αυτό την σημασία της μεγάλης μάχης στα Τρίκορφα που έδωσε ο Κωνσταντής Κολοκοτρώνης με τους κλέφτες του).
Θα φανεί παράξενο, πως ύστερα από δέκα χρόνων λεηλασίες, εκβιασμούς και φόνους οι Έλληνες είχαν το κουράγιο να τραγουδήσουν τα κατορθώματα των βάρβαρων Τουρκαλβανών. Ο λαϊκός όμως τραγουδιστής, παράλληλα με την επιθυμία του προσπαθεί μ’ αυτό το περιστατικό να εξευτελίσει τον Τούρκο κατακτητή. Εδώ το κατόρθωμα του Μούρτο Χάμζα, με τους λίγους άνδρες του, ήταν αληθινά σπουδαίο. Αυτό άλλωστε έκαμε και τον Τούρκο ναύαρχο (Καπουδάν Πασά) να ζητήσει τη βοήθεια των κλεφτών, δίνοντας προκαταβολικά την υπόσχεση για τους αμνήστευση.
(Γιάννης Βλαχογιάννης, «Κλέφτες του Μοριά», σελ. 89-109, Αθήνα 1935)
ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ & ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΡΟΣ ΒΕΝΕΤΣΑΝΑΚΗΣ
Τα κατορθώματα του Κωνσταντή, ενθουσίασαν τους συμπατριώτες του και τους παρακίνησαν να αντισταθούν. Μέσα σε λίγα χρόνια οι κλέφτες στο Μοριά ανέρχονταν σε 5.000 περίπου. Το πυρ της ελευθερίας έβραζε μέσα στην καρδιά όλων των υπόδουλων Ελλήνων που δεν μπορούσαν άλλο πια ν’ αντέξουν τον τουρκικό ζυγό. Τα τραγούδια των κλεφτών αναφέρονταν επί το πλείστον στα κατορθώματά τους κατά των αλλόπιστων. Οι πρόδρομοι της Ελληνικής επανάστασης ήταν οι κλέφτες και οι αρματολοί και οι κεφαλές (αρχηγοί) αυτών.
Την εποχή εκείνη σ’ ολόκληρη την Ελλάδα μερικοί κλέφτες είχαν γίνει γνωστοί με τα κατορθώματά τους ενάντια στους Τούρκους και είχαν εμψυχώσει ολόκληρο το έθνος που στέναζε κάτω από την κυριαρχία τους. Μεταξύ αυτών οι πιο επώνυμοι ήσαν οι Τσιόλκας, Νικοτσάρας, Καραΐσκος, Δασκαλαντωνάκης, Παναγιώταρος Βενετσανάκης και Κολοκοτρώνης.
(Ο ΤΣΙΟΛΚΑΣ ΕΙΣ ΤΑ ΓΡΕΒΕΝΑ)
Ο Τσιόλκας εις τα Γρεβενά, στο Πράβι ο Νικοτσάρας,
ο Καραΐσκος στ’ Άγραφα, στο Παρνασσό ο Ανδρούτσος,
στην Κρήτη τη αιματόβαφτη ο Δασκαλαντωνάκης
και στο Μοριά ο Παναγιώταρος κι ο Κολοκοτρώνης.
(«Απομνημονεύματα Κολοκοτρωναίων- Θεόδωρος Κολοκοτρώνης», εκδόσεις Νάστου, τόμος 3ος, σελ. 137)
Η ΕΞΟΝΤΩΣΗ ΤΩΝ ΑΛΒΑΝΩΝ
Λόγω της μεγάλης μείωσης του πληθυσμού, οι Τούρκοι κτηματίες δεν μπορούσαν να βρουν καλλιεργητές για τα χωράφια τους, ούτε να εισπράξουν τους προκαθορισμένους φόρους. Ο Μοριάς κινδύνευε να μετατραπεί σε μια «νεκρή» περιοχή για την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Γι’ αυτό το σκοπό εστάλη το 1779 ο Χασάν Τσεζάερλης Μαντάλογλου [20] πασάς με 7.000 άνδρες, τον συνόδευε ο μεγάλος δραγουμάνος του στόλου, Νικόλαος Μαυρογένης.
Στις 28 Μαΐου του 1779, ο Τούρκος πασάς στρατοπέδευσε στους Μύλους. Όμως η δύναμή του ήταν ανεπαρκής για τον σκοπό της εκστρατείας. Είχε να αντιμετωπίσει τους πιο τολμηρούς και έμπειρους πολεμιστές της Βαλκανικής χερσονήσου. Γι’ αυτό έστειλε μπουγιουρντί (πρόσκληση) στους Έλληνες οπλαρχηγούς να μεταβούν στο Άργος, να δηλώσουν υποταγή και να συζητήσουν μαζί με τους Τούρκους προεστούς για το πώς θα αντιμετωπίσουν την κατάσταση.
Ο Χασάν Τσεζάερλης μετά από διετή προετοιμασία και έχοντας στα χέρια του ρητή διαταγή του Σουλτάνου, « Να μη γυρίσει στην Κωνσταντινούπολη αν δεν εξοντώσει τις αλβανικές ορδές» πέρασε το 1779 τα στενά των Δαρδανελίων και κατέβηκε στον Μοριά.
Έφτασε στο Ναύπλιο και αποβιβάζει 2.000 άνδρες, δεν μπορεί όμως να βρει άλλους Τούρκους πρόθυμους για πόλεμο με τους Αλβανούς που η δύναμή τους έφτανε 10.000 με 15.000 άνδρες, γι αυτό τον συμβούλεψε ο δραγουμάνος του Νικόλαος Μαυρογένης να στραφεί στους Κλέφτες του Μοριά[21]. Έγραψε λοιπόν ο Χασάν Τσαζάερλης Μαντάλογλου πρόσκληση προς τους Κλέφτες. «Σας διορίζομεν να σκοτώνετε χωρίς φόβον τους ζορμπάδες. Είναι δικά σας όλα τα πράγματα των. Να μας φέρετε μόνο τα κεφάλια των και σας συγχωρούμεν όσα εκάματε καπαέτια…» (Ιω. Φιλήμων, ΔΙΦΕ, σελ 82).
Οι Κλέφτες ήταν καχύποπτοι, αλλά τότε μεσολάβησε ο Νικόλαος Μαυρογένης και τοιουτοτρόπως άρχισαν να φτάνουν στο στρατόπεδο των Τούρκων, οι οποίοι τους υποδέχτηκαν με φιλοφρονήσεις, στους πιο σπουδαίους από τους Κλέφτες.
Ένα δημοτικό στοίχο που περιγράφει αυτή την συνάντηση Τούρκων και Κλεφτών:
(ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΟ ΕΝΑ ΜΑΣ)
Να κάνουμε το ένα μας
και Τούρκοι και ραγιάδες
τον τόπο να παστρέψουμε
από τους αρβανιτάδες.
(Γ. Λαμπρινίδης, «Η Ναυπλία», σελ. 306)
Οι μόνοι που δεν προσήλθαν να δηλώσουν υποταγή,[22] ήταν ο Κωνσταντής Κολοκοτρώνης, μαζί με κάποιους καπεταναίους, όπως ο Αλέξης Ντάρας. Η πείρα του Κωνσταντή, τον είχε διδάξει να μην έχει ποτέ εμπιστοσύνη στις φιλικές διαθέσεις των Τούρκων.
Γράφει ο Θ Κολοκοτρώνης στα «απομνημονεύματα»: «Εις τον πατέρα μου έστειλε χωριστό μπουγιουρτί: «έλθετε να βγάλουμε τους Αρβανίτες και να εύρει ο ραγιάς το δίκιο του. Ο πατέρας μου εκίνησε με χιλίους στρατιώτες και έπιασε τα τρίκορφα. Δεν επήγε στον Καπετάμπεη διότι φοβείτο. Ο Καπετάμπεης εσηκώθηκε από τους Μύλους, επήρεν 6.000 ταγκαλάκια και τους κλέφτες 3.000 και επήγεν εις τα Δολιανά. Τριπολιτσά κι έριξε ορδί. Ο πατέρας μου, σαν ήτο στα Τρίκορφα, του έστειλε ο Καπετάμπεης να πάγει σε δαύτονε, δια να τον προσκυνήσει. Ο πατέρας μου αποκρίθηκε δεν είναι καιρός να έλθω να προσκυνήσω. Οι Αρβανίτες είναι στην Τριπολιτσά, ημπορούν να πιάσουν τον άγριον τόπον και να σκορπίσουν τότε μέσα στην Πελοπόννησο, να χουν τον τόπο. Τότε του έστειλαν 20 μπινίσια για τους καπεταναίους κι ένα καπότο για τον εαυτό του».
Τελικά πληροφόρησε όμως τον πασά, ότι θα τον βοηθούσε για να αντιμετωπίσει τους Αλβανούς. Με είκοσι οπλαρχηγούς της Ανδρούσας, του Λεονταρίου και της Κυπαρισσίας και με 1.850 άνδρες, προωθήθηκε προς την Τριπολιτσά. Οι Αρβανίτες της Τριπολιτσάς, βλέποντας τον άμεσο κίνδυνο, έστειλαν επιστολή στον Κόλια Πλαπούτα και στον Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, ζητώντας να μην τους χτυπήσουν, αλλά και απειλώντας τους.[23] Ο Κόλιας Πλαπούτας και ο Κωνσταντής Κολοκοτρώνης απάντησαν αρνητικά και συνάμα με αυστηρές απειλές.[24]
Και σε δεύτερη πρόσκληση, ο Κωνσταντής δεν παρουσιάσθηκε στον πασά. Απάντησε όμως, ότι είχε καταλάβει τις οδικές αρτηρίες στα Τρίκορφα που οδηγούσαν από την Τριπολιτσά, προς στο αχανές δάσος του Μαινάλου.
Οι Τουρκαλβανοί, ήθελαν ν’ ανέβουν στην «πηγή» της Τριπολιτσάς και στα βουνίσια περάσματα, δηλαδή να περάσουν στα Τρίκορφα, στην Σιλύμνα, να πέσουν στον κάμπο της Νταβιάς και από εκεί να σκορπίσουν σ’ όλο τον Μοριά. Εκμεταλλευόμενοι το δάσος του Μαινάλου και τους ορεινούς όγκους της Γορτυνίας με απώτερο σκοπό να σμίξουν με τους άλλους πανίσχυρους ομοεθνείς τους, τους Αλβανούς του Λάλα. Αυτό το αντιλήφθηκε έγκαιρα ο Κωνσταντής Κολοκοτρώνης γι’ αυτό και έπιασε τα περάσματα προς τα Τρίκορφα.
Στις 10 Ιουλίου του 1779, ο Τσεζάερλης ξεκίνησε με 6.000 Τούρκους και με 3.000 κλέφτες. Διέσχισε κατά την διάρκεια της νύχτας τον Αχλαδόκαμπο και το όρος Παρθένι και έπειτα από πορεία 15 ωρών, έφθασε χαράματα στο χωριό Στενό, λίγα χιλιόμετρα ανατολικά της Τριπολιτσάς. Από εκεί έστειλε νέο μήνυμα στον Κωνσταντή Κολοκοτρώνη για να πλησιάσει την Τριπολιτσά από την δυτική πλευρά, που άρχιζαν οι παρυφές του όρους Μαινάλου.
Έτσι οι 12.000 Αλβανοί, βρέθηκαν περικυκλωμένοι μέσα στην ατείχιστη Τριπολιτσά. Μια αντεπίθεση τους εναντίον των οχυρωμένων θέσεων του Κωνσταντή στα Τρίκορφα, κατέληξε σε πραγματική σφαγή γι’ αυτούς. Οι Αλβανοί βλέποντας τον κλοιό να στενεύει, ένα μέρος περίπου 6.000 ανδρών, επιχείρησε και δεύτερη αντεπίθεση εναντίον του Κωνσταντή, αλλά και αυτή είχε την ίδια τύχη της πρώτης. Εγκλωβισμένοι και ακάλυπτοι καθώς ήταν, δέχθηκαν μια σφοδρή επίθεση του τουρκικού ιππικού. Ακολούθησε τότε, μια νέα ανελέητη σφαγή, όπου καταγράφηκε στην ιστορία, ως η μεγαλύτερη σφαγή Αλβανών σε Ελληνικό έδαφος.
Μάλιστα το ιππικό του Κωνσταντή, τους κατεδίωξε προς το Λεβίδι και τους κυνηγούσαν διαρκώς μέχρι τα στενά του Παγκρατίου, (όρια Αρκαδίας και Αχαΐας στον ποταμό Τράγο). Έκτοτε το στενό ονομάσθηκε «Στενό Σφαγής», κατ’ άλλους «Μακελειό της Αρβανιτιάς».
(ΤΙ ΕΧΕΙΣ ΚΑΗΜΕΝΕ ΚΟΡΑΚΑ)
Τι έχεις καημένε κόρακα, που σκούζεις και φωνάζεις;
Να μη διψάς για αίματα, να μην πεινάς για λέσια;
Ροβόλα ’κεί στα Τρίκορφα κι αγνάντια στο Βαλτέτσι,
εκεί θα ιδείς τα αίματα, εκεί θα ιδείς τα λέσια.
Πως πολεμάν οι Έλληνες με τους Στραβαραπάδες.
Κολοκοτρώνης φώναξε του Κόλια του Πλαπούτα:
- Κόλια, για σύχνα το στρατό κι ούλα τα παλικάρια,
να πάρουμ’ την Τρομπολιτσά, την ξακουστή τη χώρα.
(- Ακαδημία Αθηνών, «Ελληνικά δημοτικά τραγούδια», τόμ. Α΄ εκλογή, εν Αθήναις 1962,
- τομ. Γ΄ μουσική εκλογή, σελίδα 238, εν Αθήναις 1968)
- Αντώνης Ι. Νικολόπουλος, «Μηνιαίος Νέος Κόσμος» φιλολογικό περιοδικό, τεύχος Γ΄, σελ. 165, αρ. 56, Ιούνιος 1934)
Οι κυνηγημένοι Αλβανοί φώναζαν:
- Αμάν Κολοκοτρώνη, δεν κάνεις νισάφι! Κι εκείνος απαντούσε:
- Τι νισάφι να σας κάνω, ορέ, όπου ήλθατε και χαλάσατε την πατρίδα μου, μας πήρατε σκλάβους και μας κάματε τόσα κακά;
Οι Αλβανοί τότε του είπαν:
- Εφέτος δικό μας, του χρόνου δικό σου! Εννοούσαν ότι θα ερχόταν και η σειρά του Κωνσταντή και η πρόβλεψή τους σύντομα επιβεβαιώθηκε.
Όσοι Αλβανοί γλίτωσαν στα Τρίκορφα, μετά μυρίων βασάνων, κατάφυγαν στους ομοφύλους τους στο Λάλα και εγκαταστάθηκαν εκεί, χωρίς να ξεχνούν την σφαγή των συντρόφων τους, από τους Κλέφτες του Μοριά.[25]
Ο ΣΜΑΗΛ ΑΓΑΣ
Τρίτη, Τετάρτη θλιβερή, Πέφτη φαρμακωμένη,
Παρασκευή εξημέρωνε, να μη ’χε ξημερώσει,
που κίνησ’ ο Σμαήλ αγάς στην Τρίπολη να πάει,
από την Πόλη κίνησε και φέρνει το φερμάνι
κι οι κλέφτες που το μάθανε, οι Κολοκοτρωναίοι,
μπροστά καρτέρι του είχανε…
Βγαίνουν μπροστά και καρτερούν, τον καλοχαιρετάνε:
- Σμαήλη, πούθε έρχεσαι και πούθενες πηγαίνεις;
- Από την Πόλη έρχομαι, στην Τρίπολη πηγαίνω,
πάω ν’ αλλάξω τα χαρτιά, να βάλω τα καινούργια.
Κι ο καπετάνιος φώναξε και λέει στα παλικάρια:
- Τι τον τηράτε, βρε παιδιά, που γλυκοκουβεντιάζει;
Για βάλτε ξύλα στη φωτιά και το σουγλί ’τοιμάστε,
να τον σουγλίσω ζωντανό, για να τον παλουκώσω.
Κι εκείνος το κατάλαβε που θε να τον χαλάσουν.
- Παρακαλώ, μωρέ παιδιά, πολύ ριτζά σας πέφτω,
να μου χαρίστε τη ζωή πεντέξι- οχτώ ημέρες,
να φτιάσω μια πικρή γραφή και μια φαρμακωμένη,
να στείλω στην γυναίκα μου οπού ’ναι γκαστρωμένη,
όταν γεννήσει το παιδί, Σμαήλη να το βγάλει.
(Γεωργία Ταρσούλη, «Μοραΐτικα Τραγούδια», βιβλιοπωλείο της Εστίας, Ι. Δ., σελ. 57, αρ. 79, Αθήνα 1944)
Από τους 12.000 Αλβανούς, μόνο 700 άνδρες κατάφεραν να γλιτώσουν. Η αίσθηση που προκάλεσε στην Αλβανία αυτή η σφαγή ήταν τόσο έντονη, ώστε για δεκάδες χρόνια, οι ατρόμητοι εκείνοι πολεμιστές ορκίζονταν στο όνομα του Κολοκοτρώνη: «Να μην γλιτώσω από το σπαθί του Κολοκοτρώνη».
Ο Χασάν Τσεζάερλης, έστησε ένα παράξενο και πρωτόγνωρο τρόπαιο της νίκης του, φτιάχνοντας στην ανατολική πλευρά της Τριπολιτσάς πυραμίδα[26] από 5.000 κεφάλια Αλβανών, που ήταν κολλημένα με άμμο και ασβέστη. Το τρομερό αυτό τρόπαιο διατηρήθηκε επί χρόνια στην «Πύλη τ’ Αναπλιού» και ο Πουκεβίλ το περιγράφει με θαυμασμό, αποκαλώντας το «Τρόπαιο των Κολοκοτρωναίων». Σύμφωνα με τον ιστορικό Φραντζή, ο Κωνσταντής «…απεκεφάλισε τους εγκληματίες Αλβανούς άνευ διακρίσεως ηλικίας και γένους…»
Ο Παπαρρηγόπουλος γράφει: «...διατάξας να εγερθή προ της ανατολικής πλευράς της πόλεως μνημείον της νίκης, απαρτισθέν εκ 4.000 κεφαλών. Έπειτα δε καταδιώξας και εξαφανίσας τους εν τη λοιπή Πελοπόννησω συντρόφους αυτών...»
(«Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» Π. Παπαρηγόπουλος, εκδόσεις “Ελληνικά Γράμματα” τομ. Ε,΄ σελ. 658-659)
Ο Κωνσταντής Κολοκοτρώνης και οι άνδρες του, παρά τις συνεχείς προσκλήσεις, αρνήθηκαν να προσκυνήσουν και πάλι τον πασά. Δοξασμένοι και ανυπότακτοι, αποφάσισαν ν’ αποτραβήχτηκαν και να βρουν καταφύγιο, στον κουμπάρο του Παναγιώταρο Βενετσανάκη, στην Καστάνιτσα της Μάνης, ώσπου να ησυχάσει ο τόπος.[27] Όμως ο Τσεζάερλης, δεν ήταν δυνατόν να ανεχθεί αντάρτες σαν τον Κωνσταντή. Αν και τον βοήθησε, ο Κωνσταντής να κερδίσει μια μεγάλη νίκη, για την Πύλη, δεν έπαψε να είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στον Μοριά. Έτσι έπρεπε και βάσει των εντολών που είχε από την Πύλη, να εξοντωθούν όλες οι εστίες ανάφλεξης.
Μετά από αυτή την επιτυχία του ο Τσεζάερλης, κατάφερε να πείσει το Διβάνι να τον στείλει σε καινούργια εκστρατεία, για να επιφέρει την τάξη στον Μοριά. Ο Σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Αβδούλ Χαμίτ ο Α', αποφασίζει πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των ελεύθερων κλεφτών της Καστάνιας για να τους συντρίψει. Και έτσι τον Ιούνιο του 1780 ο Γαζή Χασάν Τσεζάερλης, κατέφθασε με τον στόλο του και με 14.000 στρατό στο Γύθειο, ενώ ο Αλήμπεης, ο Μόρα Βαλεσή, με 6.000 άνδρες διατάχθηκε ν’ αποκλείσει από την ξηρά τους πύργους της Καστάνιτσας.
Δεν τους ενδιάφερε μόνο το κεφάλι του Κολοκοτρώνη, αλλά από αυτή την εκστρατεία κατά της Μάνης, θα εξαρτιόταν το μέλλον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, διότι αν θα εκμηδένιζαν την ισχυρότερη δύναμη των κλεφταρματολών του Μοριά, θα εξασφάλιζαν την ηρεμία του τόπου και θα έστρεφαν τις δυνάμεις τους προς τις βορειότερες περιοχές της αυτοκρατορίας όπου είχαν σοβαρότερα προβλήματα.
ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΗ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ
& ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΡΟΥ ΒΕΝΕΤΣΑΝΑΚΗ
Στις 10 Ιουλίου 1780, οι 6.000 άνδρες του Αλήμπεη, διαθέτοντας ικανό αριθμό πυροβόλων και οβιδοβόλων, ήταν έτοιμοι να αρχίσουν την πολιορκία της Καστάνιτσας, πατρίδας του Παναγιώταρου Βενετσανάκη. Η πρόσκληση του Τούρκου αρχηγού για παράδοση των όπλων και να προσκυνήσουν ήταν πάλι αρνητική:
- Δεν προσκυνούμε εμείς. Θέλουμε πόλεμο και όποιος μείνει νικημένος ας προσκυνήσει, ήταν η απάντηση εκ μέρους των Κολοκοτρωναίων και του Παναγιώταρου Βενετσανάκη. Διαπραγματεύσεις άλλες δεν ακολούθησαν, οι κλέφτες ήταν σκληροί αλλά και ανυποχώρητοι.
(ΤΙ ΕΧΟΥΝ ΤΗΣ ΜΑΝΗΣ ΤΑ ΒΟΥΝΑ)
- Τι έχουν της Μάνης τα βουνά, που στέκουν βουρκωμένα,
μήπως τα βάρεσε βοριάς, κάνα βαρύ χαλάζι;
- Μαϊδέ βοριάς τα βάρεσε, μαϊδέ βαρύ χαλάζι,
ο Σουφαράπης πολεμά με δεκαοχτώ χιλιάδες.
Πέφτουν οι σφαίρες σαν βροχή ν’ οι μπόμπες σαν χαλάζι,
κι αυτά τα λιανοντούφεκα σαν άμμος της θαλάσσης.
Βασιλοπούλα αγνάντευε από ψηλό παλάτι.
- Πάψε, Σουφή, τον πόλεμο, πάψε το τουφεκίδι.
Μετριούνται οι Τούρκοι τρεις φορές και λείπουν τρεις χιλιάδες,
μετριούνται τα κλεφτόπουλα και λείπουν τρεις λεβέντες,
κάνε σε γάμους λείπουνε, κάνε σε πανηγύρια.
(Τάσος Γριτσόπουλος, Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών, «170 Γορτυνιακά δημοτικά τραγούδια», σελ. 296, Αθήναι 1992)
***
Τ’ έχουν της Μάνης τα βουνά όπου είναι βουρκωμένα;
Καν o βοριάς τα βάρεσε, καν η νοτιά τα πήρε.
Μηδέ νοτιά τα βάρεσε, μηδ’ ο βοριάς τα πήρε,
Παλεύει o καπετάν πασιάς με τον Κολοκοτρώνη.
Στεριά παλεύει o Αλήμπεης μ’ άρματα του πελάγου,
Στην Άρεια που έρριψε τ' ορδί διαβάζει το φερμάνι.
Ποιος είνε o Παναγιώταρος, ποιόν λεν Κολοκοτρώνη;
Να 'ρθούν να προσκυνήσουνε, ραγιάδες να γενούνε.
Τ’ ακούει ο Παναγιώταρος, παράξενο του φάνη,
Δεν προσκυνούμ' Αλήμπεη, ο νους σου μην το βάνη
Τ’ άρματα δεν τα δίδομε, ραγιάδες να γενούμε,
Παρά θα γένη πόλεμος με τόπια, με ντουφέκια.
Κι' Αλήμπεης, σαν τ‘άκουσε πολύ του κακοφάνη,
Δώδεκα μέρες πολεμάει με τόπια, με ντουφέκια.
Την Κυριακή το δειλινό μεγάλα τόπια βγάλαν,
Καρσί στον Πύργο τόβαλαν, τον πύργο να χαλάσουν.
Βλέπουν τον πύργο κ’ έτρεμε κ’ ήθελε να πέση,
Κ’ οι κλέφταις έπλακωσανε καΐ τα νησιά γιομίσαν.
Κ' οι Μπαρδουνιώταις πάν κοντά που ξέρουν τα γιατάκια,
Στη Μάρο δεν επήγανε. στην Πάρο και στη Λάρσα.
Που ήτον ο Παναγιώταρος κι ο Γιαννο-Ρουμελιώτης
Πουλάκι επήγε κ' έκατσε στην έρημη Καστάνια.
Δεν εκελάιδει κ’ έλεγε ανθρωπινή λαλίτσα.
Πολύ κακό πού πάθανε οι Κολοκοτρωναίοι,
Πού τους εσκλάβωσ' ή Τουρκιά, τα’ Αλήμπεη τ’ ασκέρι.
Την ταπεινή Αναγνώσταινα την πήραν οι Λαλιώταις,
Τη δόλια την Γεωργάκαινα την παν στην Καλαμάτα.
Κ’ η Κωσταντού ήταν πονηρή κ’ έντύθηκε τα’ ανδρίκια,
Πήρε το αλαφρό σπαθί και το βαρύ τουφέκι
Και με τους άνδρες έσμιξε και πάει τη μέσα Μάνη.
Κ’ Αλήμπεης πού τα’ άκουσε πολύ του κακοφάνη
Δεν είχα Τούρκους εδικούς, δεν είχα παλληκάρια.
Για να την πιάσουν ζωντανή….
Οι αποκλεισμένοι στην Καστάνιτσα δέχθηκαν συνεχείς και ανελέητους τους κανονιοβολισμούς και υπέμειναν τις απανωτές εχθρικές επιθέσεις επί δέκα μερόνυχτα. Σε πολλά σημεία οι τοίχοι των πύργων γκρεμίσθηκαν, αλλά οι υπερασπιστές τους άντεχαν και κρατούσαν γερά. Εν των μεταξύ, δεν φαίνονταν πουθενά, η ενίσχυση που είχε ζητήσει από τους Μανιάτες ο Παναγιώταρος, όταν πληροφορήθηκε τις διαθέσεις των Τούρκων. Χάρη στην παρασκηνιακή επέμβαση του Νικολάου Μαυρογένη,[28] οι Μανιάτες δεν κινήθηκαν. Ο Αλήμπεης με τις στρατιωτικές του δυνάμεις, ενεργεί στη κατεύθυνση από Γύθειο-Καστάνια-Καρδαμύλη χωρίς αντίσταση φθάνει στην Καστάνια.
Ο Παναγιώταρος, προκαλεί τον Αλήμπεη, όταν του ζήτησε να προσκυνήσει, με την αγέρωχη απάντησή του: «Δεν προσκυνούμε, θέλουμε πόλεμο και όποιος μείνει νικημένος, τότε ας προσκυνήσει». Από εκείνη τη στιγμή η Καστάνια πολιορκείται για 12 μερόνυχτα, από τις 8 μέχρι την 19 Ιουλίου του 1780 και οι κλέφτες δέχονται ισχυρές αλλεπάλληλες επιθέσεις. Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι, μετά από 12 ημέρες πολιορκίας, αποφασίζουν να πραγματοποιήσουν νυκτερινή έξοδο από τους πύργους, προς τα βουνά του Ταϋγέτου και την νύκτα της 19 προς 20 Ιουλίου του 1780, εκτελείται η ηρωική και ιστορική έξοδος της Καστάνιας.
Οι πιο πολλοί κατόρθωσαν να διαφύγουν, αρκετοί όμως έπεσαν στα χέρια των Τούρκων. Ο Παναγιώταρος έπεσε, συνελήφθη και κατακρεουργήθηκε από τους Μπαρδουνιώτες στην προσπάθειά του να καλύψει την φυγή των υπολοίπων. Ο δε πατέρας του κλείσθηκε στον πύργο όπου είχε ένα βαρέλι με πυρίτιδα, και ήταν πανέτοιμος με το δαυλί στο χέρι ώστε όταν μπούνε οι Τούρκοι να το ανατινάξει. Εν τω μεταξύ ο υπηρέτης του, αφού λιγοψύχησε, διέφυγε κρυφά από τον πύργο και κατάφυγε στον Σερασκέρη, όπου και τον προσκύνησε. Αμέσως, τους μαρτύρησε το σχέδιο περί της ανατίναξης του πύργου από τον γέρο- Βενετσανάκη και έτσι αμέσως ανακόπηκε η επίθεση. Ο Σερασκέρης όρισε τον υπηρέτη να μεσιτεύσει και κουβεντιάζοντας με τον γέρο, έσβησε το φυτίλι και συνελήφθη ζωντανός.
Ο Γαζή Χασάν, ζήτησε να φέρουν τον γέρο- Βενετσανάκη μπροστά του και τον ρώτησε :
- Γιατί δεν προσκυνάς ορέ γκιαούρ;
Ο γέροντας σήκωσε ψηλά το κεφάλι και του λέγει:
- Τώρα προσκυνώ! Και έσκυψε, προτείνοντας το κεφάλι του, λέγοντάς τους να του το κόψουν.
- Προσκυνημένο κεφάλι δεν κόβεται! Απάντησε ο Τούρκος και για να τον τυραννήσει περισσότερο, του έκοψε τα χέρια και τα πόδια σε μικρά κομμάτια και τον καυτηρίασε με πυρακτωμένο κατράμι. Έπειτα μετέφερε το σώμα του στο Γύθειο και το κρέμασε στον ιστό ενός πολεμικού πλοίου, σαν τρόπαιο νίκης για το ξεκλήρισμα των αδούλωτων και απροσκύνητων Βενετσανάκηδων.
«…Όσο ’ν’ ο κλέφτης ζωντανός, Τούρκο δεν προσκυνάει.
Κι αν πέσει το κεφάλι του δεν μπαίνει σε ταγάρι
το παίρνουν οι σταυραετοί να θρέψουν τα παιδιά τους
ν α κάνουν πήχη το φτερό και πιθαμή το νύχι…»
Ο αδερφός του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, ο Γεώργιος σκοτώθηκε λίγο αργότερα, ενώ η γυναίκα του συνελήφθη και την πήραν αιχμάλωτη στην Καλαμάτα. Ο Αποστόλης τραυματίστηκε βαριά και, κινδυνεύοντας να συλληφθεί, αυτοκτόνησε. Κατά την διάρκεια της συμπλοκής τραυματίστηκε και ο Κωνσταντής. Τρεκλίζοντας, κρύφθηκε σ’ ένα παρακείμενο λόγγο. Καθώς υπέφερε από τη δίψα, βγήκε από την κρυψώνα σε αναζήτηση νερού. Τον εντόπισαν όμως επτά Μπαρδουνιώτες Τούρκοι. Ο Κωνσταντής, κρατώντας το σπαθί του, ζήτησε να τον αφήσουν να φύγει, φωνάζοντας:
- Βρε Τούρκοι και εγώ θα χαθώ μα κι από σας θα φάγω όσους μπορέσω.
Από τους επτά εκείνους στρατιώτες, ο ένας είχε υπηρετήσει άλλοτε ως εθελοντής στο κλέφτικο σώμα του Κωνσταντή[29]. Τότε οι Τούρκοι άφησαν τα όπλα τους και ορκίσθηκαν στους πιο ιερούς όρκους της θρησκείας τους πως, όχι μόνον δεν θα τον συλλάμβαναν, αλλά θα τον οδηγούσαν σε ασφαλές σημείο για να σωθεί. Ο πληγωμένος και ανήμπορος Κωνσταντής έδειξε εμπιστοσύνη, κάθισε μαζί τους και συζητούσε τον τρόπο διαφυγής του. Παίρνοντας θάρρος ζήτησε να πιεί λίγο νερό. Τρεις απ’ αυτούς σηκώθηκαν πρόθυμα να του φέρουν. Όμως την κατάλληλη στιγμή, του επιτέθηκαν ύπουλα και τον σκότωσαν. Αφού τον λήστεψαν, έκοψαν το κεφάλι του και το πέταξαν σ’ ένα πηγάδι.[30] Το ακέφαλο σώμα το έριξαν σ’ ένα βάραθρο της περιοχής Άρνας και Κοζατίνας, σε απόσταση δύο ώρες περίπου βόρεια της Καστάνιτσας. Αυτό ήταν το τέλος του περίφημου και ατρόμητου κλέφτη Κωνσταντή Κολοκοτρώνη.
Ο απολογισμός της Τουρκικής επιχειρήσεως και της εξόδου, όπως αναφέρουν συγγραφείς του παρελθόντος, των Τούρκων ήταν 3.000 οι νεκροί και τραυματίες, των δε πολιορκημένων 350 οι νεκροί και οι αιχμάλωτοι.
Έτσι λοιπόν, ο Καπουδάν Πασάς και ο Μαυρογένης, επέστρεψαν πάλι το 1780 στην Κωνσταντινούπολη νικητές και τροπαιούχοι, αφού καταπάτησαν, έκαψαν την ιστορική και απάτητη Καστάνιτσα της Μάνης και στέρησαν από τον Μοριά από δυο μεγάλους καπεταναίους και αρκετούς έμπειρους και ένδοξους κλέφτες.
Την γυναίκα του Αναγνώστη Κολοκοτρώνη (Αναγνώσταινα) που είχε καταφύγει και αυτή στην Καστάνιτσα, την πήραν οι Λαλιώτες Τούρκοι, που είχαν ενσωματωθεί για βοήθεια στην δύναμη του Αλήμπεη. Η γυναίκα του Κωνσταντή Ζαμπέτα, προνοώντας την συμφορά που επέρχεται, για μεγαλύτερη ευελιξία και άνεση είχε ντυθεί μ’ ανδρικά ρούχα και κατόρθωσε να ξεφύγει από τους Τούρκους.
….Πολύ κακό πού πάθανε οι Κολοκοτρωναίοι,
πού τους εσκλάβωσ' ή Τουρκιά, τ’ Αλήμπεη τ’ ασκέρι.
Την ταπεινή Αναγνώσταινα την πήραν οι Λαλιώταις,
τη δόλια την Γεωργάκαινα την παν στην Καλαμάτα.
Κι’ η Κωσταντού ήταν πονηρή κι’ ντύθηκε στ’ ανδρίκια,
πήρε το αλαφρό σπαθί και το βαρύ τουφέκι
και με τους άνδρες έσμιξε και πάει τη μέσα Μάνη.
Κι’ Αλήμπεης πού τ’ άκουσε πολύ του κακοφάνη.
- Δεν είχα Τούρκους εδικούς, δεν είχα παλληκάρια,
για να την πιάσουν ζωντανή….
ΠΕΡΙΣΥΛΛΟΓΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΣΤΑΝΙΤΣΑΣ
Εκείνη την φοβερή νύχτα της εξόδου από τον πύργο του Παναγιώταρου Βενετσανάκη, μαζί με όσους γλίτωσαν την σφαγή της Καστάνιτσας ήταν και ο μικρός τότε γιος του Κωνσταντή, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.[31] Συνελήφθησαν όμως τα τρία μικρότερα αδέρφια του, ο Ιωάννης, ο Χρήστος και ο Νικόλαος. Η Ζαμπέτα, ή Ζάμπια Κωτσάκη μάνα του Θεόδωρου και γυναίκα του Κωνσταντή, μαζί με τον εναπομείναντα αδερφό του άνδρα της, Αναγνώστη, αναζήτησαν καταφύγιο σε κάποιο φιλικό σπίτι στο χωριό Μηλιά της Μάνης. Πρώτη φροντίδα της Ζαμπέτας, ήταν η απελευθέρωση των παιδιών της που ήσαν αιχμάλωτα. Εξαγόρασε τον Γιάννη από κάποιον Τούρκο από το χωριό Λεοντάρι και τον Χρήστο από την Ύδρα. Τον Νικόλαο, τον ανέλαβε υπό την προστασία του κάποιος Έλληνας ναύτης τουρκικού πλοίου και όταν βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία, τον έστειλε πίσω στην χαροκαμένη μάνα του.
(ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΣΑΝ ΕΠΗΡΑΝΕ)
Οι Τούρκοι σαν επήρανε ένα μοναχοπαίδι
κι η μάνα του προσκύναγε τον Τούρκο τον αφέντη.
- Δώσε μου Τούρκο το παιδί, δώσε μου και το γιο μου.
Κι ο Τούρκος την αρνήθηκε, την Ρωμιοπούλα παίρνει
και το γιουρντί της πέταξε, το γιαταγάνι βγάζει
με μια στρατιά τα έβαλε, τους παίρνει το κεφάλι.
(Μου το έδωσε η κ. Αννέτα Γεωργουλοπούλου, με καταγωγή από τα Τριπόταμα στις 22 Μαρτίου 2009).
Ο Αναγνώστης Κολοκοτρώνης, θείος του Θοδωρή, έφυγε από την Μάνη για το Άκοβο της νότιας Αρκαδίας (Σαμπάζικα) και έκτισε το σπίτι του. Η γυναίκα του Κωνσταντή Ζαμπέτα, μόλις έμαθε ότι η οικογένεια του Αναγνώστη Κολοκοτρώνη εγκαταστάθηκε στο Άκοβο, μετακόμισε και αυτή εκεί με τα παιδιά της. Το 1785 οι Τούρκοι φόνευσαν τον Αναγνώστη Κολοκοτρώνη στο χωριό Λιοντάρι και του πήραν το κεφάλι σαν λάφυρο. Αυτός είχε τέσσερα παιδιά αγόρια, τον Γιαννάκη, Δημητράκη, Αντώνη και Γεωργάκη και εφτά κορίτσια.
Το 1783 οι Κωτσακαίοι μετέφεραν την αδερφή τους και τα ορφανά της στην Αλωνίσταινα. Έτσι η Ζαμπέτα συνέχισε να υφαίνει και να κόβει ξύλα. Τα ξύλα τα φόρτωνε ο μικρός Θόδωρος σ’ ένα μουλάρι, τα μετάφερε στην Τριπολιτσά και τα πουλούσε.
Ως αντάξιος γιος του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, ο μόλις δεκαπέντε χρονών Θόδωρος, αναδείχθηκε αρχηγός των κλεφτών της περιφέρειάς του. Στο σώμα του κατατάχθηκαν σχεδόν όλοι οι εναπομείναντες συγγενείς του, αλλά και αρκετά παλικάρια από το σώμα του πατέρα του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- «Απομνημονεύματα Θεοδώρου Κολοκοτρώνη», γενική επιμέλεια Θάνος Βαγενάς, Παναρκαδική Ομοσπονδία Ελλάδος ~ Κέντρο Κολοκοτρωνικών Ερευνών, Αθήναι 1970.
- «Απομνημονεύματα Κολοκοτρωναίων ~ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης», εκδόσεις Νάστου..
- «Αρματολοί και κλέφτες», Βουρνάς Τάσος, Αθήνα 1976.
- «Αρματολοί και κλέπται εν Ελλάδι», Οικονομόπουλου Ηλία, Αθήνα 1902.
- «Άσματα Δημοτικά της Ελλάδος», Σπυρίδων Ζαμπέλιος, 1852.
- «Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής Φυλής από τα 1770 έως τα 1836», Γριτσόπουλος Τάσος.
- «Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως», Φιλήμων Ιωάννης, Αθήνα 1860.
- «Δύο προεπαναστατικά σχέδια απελευθερώσεως της Πελοποννήσου», Ζέπος Παναγιώτης, Πελοποννησιακά τομ. Ζ΄ 1976 - 1977.
- «Ελληνικά Υπομνήματα», Ιωάννης Θ. Κολοκοτρώνης, Αθήνα 1856.
- «Επιδόρπιο», Μ. Σ. Λελέκου, Αθήναι 1888.
- «Εν Deffner’s archiv», Μ. Λελέκος, Athens 1880.
- «Επίτομος βιογραφική ιστορία των σουλτάνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας», Βαπορίδου Αβραάμ, εκδόσεις Σ. Ι. Βουτυρά, Κωνσταντινούπολει 1885.
- «Ζαχαριάς Μπαρμπιτσιώτης ~ Ο Θρύλος της Κλεφτουριάς 1759 - 1805», Νίκου Γρ. Μπαρμπαγιάννη, Αθήνα 1982.
- «Η Γορτυνία», Τάκη Χ. Κανδηλώρου, εκδόσεις Διόνυσος, Αθήνα 1898.
- «Η Ηλεία στο δημοτικό τραγούδι», Ηλία Π. Τουτούνη, εκδόσεις Βιβλιοπανόραμα, Αμαλιάδα 2008.
- «Η Καστάνια», Γ. Καψάλης, Πελοποννησιακά 1 ~ 2, 1956 - 1957.
- «Η Κλεφτουριά του Μοριά», Γεωργίου Θ. Μαραζιώτη, Αθήνα 1985.
- «Η Λακωνία κατά την Τουρκοκρατίαν και Ενετοκρατίαν (1460 - 1821)», Κ. Στάπα, Αθήνα 1993.
- «Η Πελοπόννησος κατά την Β΄ Τουρκοκρατία, 1715 - 1821», Σακελαρίου Μιχάλης, εκδόσεις Ερμής, Αθήνα 1939.
- «Θεόδωρος Κολοκοτρώνης», οι μονογραφίες του περιοδικού, Στρατιωτική Ιστορία, Νίκος Γιαννόπουλος, Αθήνα 2001.
- «Ιστορία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη», Θεμιστοκλή Κ. Αποστόλου, τύποις Ευαγγέλου Βασιλειάδου, εν Κωνσταντινουπόλει 1909.
- «Ιστορική Ανθολογία», Γιάννη Βλαχογιάννη, Αθήναι 1927.
- «Λακωνική Γη», Νίκη Γ. Φραγκινέα, εκδόσεις Δίφρος, Αθήνα 1971.
- «Μεγάλη Πελοποννησιακή Εγκυκλοπαίδεια», εκδόσεις Κολοκοτρώνης, 1958.
- «Μηνιαίος Νέος Κόσμος ~ Φιλολογικό Παράρτημα», Αντώνης Νικολόπουλος, τεύχος πρώτον, Ιούνιος 1934.
- «Ο Αρματολισμός της Πελοποννήσου, 1500 - 1821», Τάκης Χ. Κανδηλώρος, τυπογραφείο Δεναξά & Σια, Αθήνα 1924.
- «Ο Γέρος του Μοριά», Σπύρου Μελά της Ακαδημίας Αθηνών, εκδόσεις Μπίρης, Αθήνα 1957.
- «Ο Σταυραετός της Ελευθερίας και η λαϊκή μούσα», Ιωάννης Κ. Μπέττας, Αρκαδία 1996.
- «Ο χαλασμός της Μοραΐτικης κλεφτουριάς», Θάνου Βαγενά, Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά 1962.
- «Οι Αρβανίτες της Πελοποννήσου», Πούλος Ιωάννης, Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά, 1958.
- «Οι Έλληνες κατά τον πρώτον επί Αικατερίνης β΄ Ρωσοτουρκικόν πόλεμον», Κοντογιάννης Π.
- «Οι κλέφτες του Μοριά», Γιάννη Βλαχογιάννη, Αθήνα 1935.
- «Οι Λαλαίοι Τουρκαλβανοί», Φωτόπουλος Αθανάσιος, Εταιρεία Ηλειακών Σπουδών, τόμος Β΄.
- «Παναγιώταρος Βενετσανάκης, ο Απροσκύνητος Κλέφτης του Ταϋγέτου», Μαρίας Δρογκάρη, εκδόσεις γράμματα, Αθήνα 1982.
- «Περί στρατιωτικής ανατροφής», Θεόδωρος Γεν. Κολοκοτρώνης, ~ «Ο αυτός εν Ραμπαγά» 1882.
- «Στο πανηγύρι της Αλωνίσταινας», Γ. Λυκαίος, Πελοποννησιακή Εστία, τομ. 8 - 9, Φεβρουάριος 1954.
- «Τα επαναστατικά κινήματα του Σκλαβωμένου Ελληνισμού (1453 - 1821)», Σούτζου Δημητρίου, Αθήνα 1997.
- «Τα τραγούδια των Κολοκοτρωναίων», Κ. Ρωμαίου, Πελοποννησιακά 1 ~ 2, 1956 - 1957.
- «Τουρκοκρατούμενη Ελλάς», Σάθας Κωνσταντίνος, Αθήναι 1869.
. - «Chantus du peuple en Grece», Marcellus, P. 1851.
- «Das Volksleben der Neugriechen», Dan. Sanders Mannhein, 1844.
- «Die Heutige historie des europaischen Turkey», Goch V.S., Altona 1749.
- «Histoire Grecque», Glotz G., vol. I., Paris 1925.
- «Les Francais a Corfou (1797 - 1799) et c. (1807 - 1814)», Baeyns, Jacques, Γαλλικό Ινστιτούτο, Αθήνα 1973.
[1] Η Ζαμπέτα ή Ζάμπια ήταν κόρη του Κωτσάκη από την Αλωνίσταινα. Από την οικογένεια Κωτσάκη κατάγονταν οι Δημητρακόπουλοι, καπετάνιοι διακριθέντες κατά την επανάσταση του 1821.
[2] Ο Γιάννης είχε έξι παιδιά: Τον Αποστόλη, Κωνσταντίνο, Αντώνη, Γεωργάκη, Γιαννάκη και Αναγνώστη.
[3] Οι κλέφτες αναγνώριζαν διαβαθμίσεις αξίας, πρώτης, δεύτερης και τρίτης τάξης. Τετάρτης τάξης θεωρούντο οι ψυχογιοί. Τον καπετάνιο τον αναπληρούσε το πρωτοπαλίκαρο. Για ν’ αναγνωρισθεί κάποιος πρώτης τάξης, δεν είχαν ισχύ τα μέσα, αλλά η αξιότητα του καθενός ενδιαφερόμενου. Γινόταν δηλαδή για την ανδρεία, δια την φρόνηση και για την διορατικότητα του. Τα καπετανάτα ήσαν κληρονομικά, διαδεχόταν τον πατέρα όχι ο πρωτότοκος γιος, αλλά ο αξιότερος. Τον Γιάννη Κολοκοτρώνη δεν τον διαδέχθηκε το 1772 ο πρωτότοκος γιος του, αλλά ο Κωνσταντής που θεωρούταν ο πιο άξιος για την θέση αυτή.
[4] Ανανίας Γρηγόριος. Ο εθνομάρτυρας Ανανίας γεννήθηκε, στις αρχές του 18ου αιώνα από ευγενείς και εύπορους γονείς. Ο πατέρας του, Θεοφίλης, ήταν συγγενής στενός της οικογένειας Λαμπαρδή και η μητέρα του, κόρη του εκ Βυζικίου Γορτυνίας, Συντύχου. Σπούδασε στη σχολή της Δημητσάνας και αργότερα αναδείχθηκε και επίσκοπος της πατρίδας του. Τον Φεβρουάριο του 1750 προήχθη σε Μητροπολίτη Λακεδαιμονίας και συνέγραψε, το 1755, ειδική πραγματεία περί Σπάρτης και των Μητροπολιτών αυτής.
Όταν άρχισαν να κατέρχονται στην Ελλάδα οι απόστολοι της Μεγάλης Αικατερίνης και μάλιστα ο φίλος του Ορλόφ, Παπαζώλης, για να εξεγείρουν τους Έλληνες στον Μοριά, κλήθηκε στην περίφημη συνέλευση που έγινε στην Καλαμάτα. Μετά από την συνέλευση συνεννοήθηκε με τους καπεταναίους, με τους προύχοντες και τους αρχιερείς όλων των επαρχιών του Μοριά. Με την ευλογία του καταρτίσθηκε το λεγόμενο «συνυποσχετικόν» των Μοραϊτών, το οποίο το μετέφερε στην αυτοκράτειρα ο Παπαζώλης.
Μετά από αυτά φρόντισε και ιδρύθηκαν με δική του δαπάνη οι μπαρουτόμυλοι της Δημητσάνας. Η κίνηση του αυτή προδόθηκε στον Μόρα Βαλεσή. Του πρότειναν οι Μοραΐτες ένοπλη αντίσταση κατά των Τούρκων, αυτός δεν δέχθηκε και αντιπρότεινε να παραδοθεί στους Τούρκους για να μην καταλάβουν αυτοί το σχεδιαζόμενο κίνημα. Κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων και αμέσως παραδόθηκε στους Τούρκους στρατιώτες. Ζήτησε ο ίδιος από τον δήμιο του να του κόψει το κεφάλι. Ο δήμιος αμέσως του έκοψε το κεφάλι μπροστά στην πόρτα της Μητρόπολης του Μιστρά.
Οι Τούρκοι κατόπιν σύρανε το λείψανο του Ανανία στους δρόμους και τον άφησαν τρεις ημέρες άταφο. Μόλις έφυγαν οι Τούρκοι, οι Χριστιανοί παρέλαβαν το σώμα του και τον ενταφίασαν με μεγαλοπρέπεια.
(Κ. Σάθα, «Τουρκοκρατούμενη Ελλάς, σελίδα 465, Αθήναι 1869)
[5] Ο Παναγιώταρος είχε στενό σύνδεσμο με την οικογένεια Γρηγοράκη, ο δε Κολοκοτρώνης, συνδέθηκε με τις οικογένειες Τρουπάκη και Κουμουνδούρου και αργότερα με του Δουράκη. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης τους χαρακτηρίζει αυτούς ως πατρικούς φίλους. Αυτοί οι δύο φίλοι προστατεύονταν από τον Επίσκοπο Λακεδαίμονος Ανανία.
[6] Επιστολή του Θεοδώρου Ορλόφ προς τον Γεωργάκη Μαυρομιχαλάκη καπετάνιο και εξέχουσα προσωπικότητα της Μάνης.
Τω τιμίω και ευγενεί Κυρίω Κύρ Καπετάνω Γεωργάκη Μαυρομιχαλάκη
Τιμίως
Εις Βίτουλον
Ευγενέστατε κύριε Καπετάνε
Με τον παρόντα άνθρωπον οπού σας στέλνω, παρακαλώ να μου δώσητε το ογληγορώτερον την είδησιν εις τι κατάστασιν ευρίσκεσθε αυτού ομοίως και οι λοιποί σας φίλοι Καπιτάνοι, εάν έχετε όλα έτοιμα δια όσα προτήτερα σας εγράψαμεν. Εις τι κατάστασιν ευρίσκονται τα κάστρα αναβαρίνους και τα μοθωκόρωνα, πόσους ανθρώπους κάθε ένα έχει τώρα μέσα, γράψετέ μου ομοίως και τι λογής προετοιμασίαις έκαμαν οι εχθροί μας έως την σήμερον ή κάμνουν ακόμη, και αν είναι βουλετόν στείλετέ μας ένα πιλότο το ογληγορώτερον, οι οποίοι είναι άξιοι να μας φέρουν εις το πόρτον χωρίς κίνδυνον. Εάν όλοι οι λοιποί καπητάνοι δεν εσυνάχθησαν ακόμη, γράψε τους ευθύς δια τον ερχομόν μου, και να μαζωχθούν ογλιγορώτερα χωρίς να χάσουν καιρόν.
Μένω της υμετέρας ευγενείας.
1770 15 Φεβρουαρίου
φίλος και γνήσιος πάντα
από το καράβι του αγίου Ευσταθίου
Κόντε Θεόδωρος Ορλόφ
ο ανεψιός σας κύρ στέφανος ευρίσκεται γερός
και καλά και δεν σας γράφει
επειδή [είναι] εις άλλο καράβι και τρόπον δεν έχει.
(Σημείωση: Η ορθογραφία της επιστολής είναι όπως είχε.)
[7] Κατά το Μέγα Ημερολόγιο της Βενετίας και το μνησθέν χρονικό του Πετρίδου το Πάσχα του 1770 συνέπεσε στις 4 και όχι στις 3 Απρίλη, όπως ισχυρίζονταν ο Θ. Κολοκοτρώνης.
(Κ. Σάθα «Τουρκοκρατούμενη Ελλάς» σ. 494-495)
[8] Το χωριό Μίλα της Άνω Μεσσήνης είναι ένα από τους πιο παλιούς οικισμούς της περιοχής. Με την ονομασία αυτή απαντάται στην οδοιπορική μελέτη του Βενετού ιερέα PIER’ ANTONIO PACIFICO, που γράφτηκε το 1690 και τυπώθηκε στην Γένοβα το 1705, στηριγμένη στην πρώτη απογραφή του Μοριά που ενεργήσανε οι Βενετοί
[9] Όταν πήγαν τα συχαρίκια στον παππού του, για τ’ αγοράκι, ο γέρο Γιάννης Κολοκοτρώνης, που είχε πολεμήσει παρ’ όλη την ηλικία του και σε τούτο τον ξεσηκωμό, βαθιά πικραμένος και απελπισμένος από την απόλυτη αποτυχία του κινήματος, δεν έδειξε καμμία χαρά. Έβλεπε την γέννηση ενός ακόμη καινούργιου ραγιά.
- Τούτο το παιδί θα παντρευτεί, τους είπε στενάζοντας, και θα κάμει παιδιά κι αγγόνια και πάλι λευτεριά δεν θα ιδούμε.
Δεν μπορούσε ποτέ να βάλει με τον νου του, πως το εγγονάκι του, που γεννήθηκε, κυνηγημένο από τους Τούρκους, απ’ αυτή την κοιλιά της μάνας του, σε πενήντα χρόνια θα προέλαυνε ως ελευθερωτής του Έθνους στην καρδιά του Μοριά.
[10] Λέγεται ότι εσωτερικά στις μάνδρες των σπιτιών οι κάτοικοι έφτιαχναν ειδικές κρύπτες για να κρύβουν διάφορα είδη όπως τιμαλφή, ένδυσης και διατροφής. Ακόμη εκεί κρύβονταν οι γεροντότεροι και άτομα με ειδικές ανάγκες που δεν είχαν τις δυνάμεις να διαφύγουν από τα χωριά κατά τις εχθρικές και ληστρικές επιθέσεις
[11] Οι Αλβανοί όταν επέστρεφαν στην πατρίδα τους να αφήσουν τα λάφυρα στον τόπο τους, διεμήνυσαν στους πατριώτες τους ότι ο Μοριάς είναι πάμπλουτος και έτσι παρακίνησαν χιλιάδες να κατέβουν και αυτοί στο Μοριά για να πλιατσικολογήσουν.
[12] Όταν τελείωσαν τα βάσανα των Ελλήνων άρχισαν σιγά- σιγά να μαζεύονται στα σπίτια τους και να προσπαθούν να τα οικοδομήσουν. Χρήματα όμως δεν είχαν, τους τα είχαν αρπάξει δια της βίας οι αλβανοί. Και τότε αναγκάστηκαν να δανειστούν από τους κλέφτες Αλβανούς χρήματα με τόκο 60%.
Έτσι οι Έλληνες έγιναν δύο φορές δούλοι, μια στον Τούρκο και άλλη μια στον Αλβανό. Γράφει ο Πουκεβίλ, αλλά και οι Φρατζής και Καμπούρογλου, ότι υπήρχαν Αλβανοί που είχαν ομολογίες 500.000 γρόσια. Ο Παπαρρηγόπουλος στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», εκδόσεις Ελληνικά γράμματα, τομ Ε΄, σελ 658 γράφει: «...Εκ τούτων πολλοί είχον ανά χείρας ομολογίας 500 και 600.000 γροσίων, εικοσάκις χίλιοι Πελοποννήσιοι επωλήθησαν είτε εις Αλγερίαν είτε εις τους τούρκους της Ρούμελης…»
Οι Πελοποννήσιοι για να γλυτώσουν από τους Aλβανούς έφευγαν κρυφά σε νησιά και σε άλλα μέρη της Ελλάδος. Είναι χαρακτηριστικό ότι υπάρχουν Έλληνες σε απίθανα μέρη που έχουν το επίθετο Μοραΐτης. Ένα τέτοιο πλοίο με Μοραΐτες ομήρους κατάφεραν να σώσουν οι Αΐβαλιώτες (Κυδωνίες, Μικράς Ασίας), αυτοί οι άνθρωποι εγκαταστάθηκαν στις Κυδωνιές και έφτιαξαν μια συνοικία με Μοραΐτες (τα Μοραΐτικα). Ζατουνίτες πήγαν στα νησιά, άλλοι δε στη Μ. Ασία. Εκεί στη Μ. Ασία βρήκαν προστάτη τον Καρά Οσμάν Ογλού, μεγάλογαιοκτήμονα, ένα είδος ηγεμόνα της Μ. Ασίας που κατείχε την περιοχή της Περγάμου. Ανάμεσά τους, Δημητσανίτες με έντονη παρουσία καθώς και Στεμνιτσιώτες με οργανωμένη παροικία από εμπόρους και τεχνίτες.
Επί εννιά χρόνια κράτησε η Αλβανοκρατία στην Πελοπόννησο, η έδρα των Αλβανών ήταν η Τρίπολη, ανεξέλεγκτοι και ασύδοτοι «αλώνιζαν» τον τόπο. Στο άκουσμα ότι πλησιάζουν Αλβανοί οι πληθυσμοί έτρεχαν να σωθούν σε βουνά και σπηλιές. Υπολογίζονται σε 100.000 χριστιανοί αυτοί με κάποιο τρόπο χάθηκαν στον Μοριά δηλαδή το 1/3 του πληθυσμού.
Στον κώδικα του Μ. Σπηλαίου διαβάζουμε για την επιδρομή των Αλβανών:
«Οι Αρβανίτες ήλθαν όχι ως άνθρωποι αλλά ωσάν θηρία ή σαν μια φωτιά και ωσάν ποταμός και την αιματοχυσίαν οπού έκαμαν εις τους ευρεθέντας ταλαιπώρους χριστιανούς του Μορέος και τες σκλαβίες νόος ανθρώπινος αδυνατεί να τους λογαριάσει, οπού και όλον τον Μορέαν τον έγδυσαν εξ ολοκλήρουσι... Η Ζάτουνα, ως και η περί αυτήν χώρα, ήτο πυκνώς κατωκημένη, και αρκούντως ευημερούσα κωμόπολις. Αλλά οι Αλβανοί; αφού εφόνευσαν όσους ηδυνήθησαν, επώλησαν τους αιχμαλωτισθέντες εν Δημητσάνη και Ζατούνη εις τους πειρατάς της Βαρβαρίας, οίτινες έδραμον εις τον κόλπον της Κυπαρισσίας, ίνα μετέσχωσι των λαφύρων. Οικογένειαι τινες, καταφυγούσαι εις τα όρη, μόλις διεσώθηκαν...».
[13] Ένα έγγραφο από το Ενετικό Προξενείο Θεσσαλονίκης μας προσδιορίζει το μέγεθος των ληστειών που διέπρατταν οι Αλβανοί στον Τουρκοκρατούμενο Μοριά: «… καντάρια πυρίτιδος εις το Ναύπλιον και άλλα 400 είναι έτοιμα δια τα Δαρδανέλλια… τα 500 καντάρια πυρίτιδος, που εστάλησαν εις το Ναύπλιον, διηρπάγησαν από τους Αλβανούς, οι οποίοι διαπράττουν παν είδος κακουργήματος εις τον Μορέαν…»
(Γιάννης Χ. Μπιτούνης, «Η μπαρούτη της Δημητσάνας, από το 17ο αιώνα μέχρι σήμερα», εκδοτική Ελλάδος Α.Ε., σελ. 20, Αθήνα 1989)
[14] Μπεκιάρης < τουρκική bekâr (tr), = εργένης, άγαμος άντρας, γεροντοπαλίκαρο.
[15] Τις σπουδαίες αγιογραφίες των Ναών στην Στεμνίτσα, ο δόκτωρ Μιχαήλ Γκιτάκος, μελέτησε τα χαράγματα που υπήρχαν επάνω σ’ αυτές και εξέδωσε μια μελέτη με τίτλο «Τα Χριστιανικά Μνημεία της Στεμνίτσης». Μεταξύ άλλων στον Ιερό ναό της Ζωοδόχου Πηγής, αναφέρει ότι είναι χαραγμένα και τα εξής:
«Χρονολογίας 1771. Οι Τουρκαλβανοί καίνε τα χωριά μας, όλο φονικά κάνουν».
(Δημοκλής Χαρ. Γαρταγάνης, «Η Στεμνίτσα στο 1821», σελίδα 40, Αθήνα 1964)
[16] Γράφουν οι χρονικογράφοι της εποχής εκείνης. «Οι Αλβανοί, ως λύκοι αιμοβόροι, αγεληδόν συρρεύσαντες, ουδέν κρυσφύγετον και μυχούς της γης ανερευνήτους άφησαν. Πατέρες τέκνων διαχωριζόμενοι και νεογνά εκ μητρικών ωλενών αρπαζόμενα, παρθένοι τρυφεραί ελκόμεναι, συγγενείς συγγενών και φίλοι φίλων και οικείοι οικείων απαγόμενοι και καταδουλούμενοι… Εκκλησίαι, σχολεία, μοναστήρια κατεκρημνίσθηκαν και ηφανίσθησαν. Άπειρα πλήθη Χριστιανών, ιερωμένων και λαϊκών, ανδρών και γυναικών, νέων και γερόντων, παρθένων και απειροκάκων βρεφών αιχμάλωτοι γενόμενοι εις τα πέρατα της οικουμένης διασπαρέντες αγεληδόν ως άλογα αγοράζονται.
Μήτε Τούρκοι ημπορούσαν να χαλινώσουν την ορμή των Αρβανιτών. Κατακούρσευαν όλον τον τόπον, παίρνοντας γελάδια, γομάρια, βουβάλια, μουλάρια, κι’ έγινε μεγάλη φθορά εις όλον τον κόσμον. Δεν ελογάριαζαν κανένα, ούτε τους Τούρκους κι έγινε σύμπραξις Τούρκων και Κλεφτών για την εξόντωσή των».
(«Νέος Ελληνομνήμων», τόμ. 7ος, σελίδα 238, Αθήνα 1910)
[17] Ήταν αρχές Ιουνίου και ο Μέτζ Αράπης απειλούσε ότι θα κατάκαιγε όλα τα σπαρτά του Χαλήλ Μπέη.
[18] Ο σουλτάνος κύρηξε τους Αλβανούς αντάρτες και απέστειλε προς εξόντωση των, τον Ναύαρχο Γαζή Χασάν Τσεζάερλη –Καπουδάν Πασά, μετά του μεγάλου διερμηνέως Ν. Μαυρογένη και επτά χιλιάδες στρατού. Ο δε Ναύαρχος μόλις έφθασε στους Μύλους της Αργολίδας στις 28 Μαΐου 1779, έγραψε την εξής διαταγή:
Σ’ εσένα Μούρτο Άμζα σ’ εσάς Αρβανιτιά,
γλήγωρα να σκωθητε αυτούθ’ απ’ τον Μωρηά.
Στείλε μας τους λουφέδες μη στέλης μπουγιουρντιά,
γιατί χαρτιά ’χω χίλια καμένα στη φωτιά
και σένανε σε γράφω στην κάτω μεριά…
[19] Καπουδάν Πασάς, λεγόταν ο εκάστοτε αρχηγός του Τουρκικού στόλου.
[20] Ο Χασάν Τσεζάερλης Μαντάλογλου, είχε γεννηθεί στην Περσία, πουλήθηκε σκλάβος, αργότερα έγινε διοικητής στο Αλγέρι, όπου ήταν και κυνηγός λιονταριών, μάλιστα κατά την εκστρατεία του στον Μοριά έφερε μαζί του και ένα εξημερωμένο λιοντάρι.
[21] Άμα έφθασε ο Χασάν Τσεζάερλης απεύθυνε εγκυκλίους προς τους Αλβανούς, αξιώνοντας την άμεσο εκκένωση του Μοριά, με την υπόσχεση ότι δεν θα τους ενοχλήσει κανείς μέχρι να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Δια δε των 12 επισκόπων τους απέστειλε με οδηγίες της Πύλης ο Πατριάρχης Θεοδόσιος, προς αντικατάσταση των φονευθέντων ή εκπατρισθέντων επαναστατών, υποσχέθηκε ο ναύαρχος στους Μοραΐτες αμνηστία εάν συνεργασθούν για την εξολόθρευση των Αλβανών. (Σέργιος Μακραίος, παρά Σάθα, σελ. 286). Αρχηγοί των Αλβανών ήσαν τότε οι αδελφοί Βεσιάραι, εκ Τεπελενίου, πρόγονοι του κατόπιν διασήμου Χασάν Βεσιάρη.
[22] Ο Τούρκος Ναύαρχος, αν και προσβλήθηκε, από την άρνηση του αγέρωχου και αδούλωτου, καπετάνιου Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, δέχθηκε να υποχωρήσει. Κρύβοντας το μίσος του, του έστειλε πλούσια δώρα: «Τότε του έστειλεν 20 μπινίσια για τους καπεταναίους κι ένα καπότο διά τον εαυτόν του». Πρώτη φορά, στην ιστορία των κλεφτών συμβαίνει ένα τέτοιο περιστατικό, να καταδέχεται ο Ναύαρχος της τουρκικής αρμάδας, να πολιορκεί τον πιο επικίνδυνο εχθρό της Πύλης, τους Τουρκαλβανούς, έχοντας σύμμαχο στο πλευρό του ένα απροσκύνητο κλέφτη, με δικό του μπαϊράκι και στέλνοντας του πολύτιμα δώρα.
Το μπινίσι ήταν δείγμα μεγάλης τιμής. Η προσφορά των μπινισιών στον Κωνσταντή το 1779, ήταν από τις μεγαλύτερες τιμές που μπορούσε να προσφέρει κάποιος ως δώρο σ’ επίσημο πρόσωπο.
«Το μπινίσι κατασκευάζονταν από στόφαν χρυσήν, όπισθεν δε έφερε σειρήτια από μέταξαν και άργυρον και εις τα πολυτελέστερα εκ τούτων ήσαν συνυφασμένα λεπτά και κυματοειδή σύρματα εξ απέφθου χρυσού. Μπινίσι επίσης ονομάζετο επανοφώριον πλατύ και ποδήρες, όπερ έφερον οι άρχοντες και οι αρχιερείς».
(Δημήτρη Π. Πασχάλη, «Ανδριακόν Γλωσσάριον, σελ. 85-86, 1933)
[23] «Κλεφτοκαπεταναίοι Μοραΐτες
Δεν εκάματε καλά να σμίξετε με τους Τούρκους και ναρθήτε να μας βαρέστε. Ναίσκε ορέ. Δεν το παντέχαμε ετούτο το πράμα. Και σαν εσείς είχατε αιτίγια μαζί με μας ναρχούσαστεν παλικαρίσια να τα βάζαμε τα πράματα, ορέ, στην ίσια στράτα. Ακούστε τις γραφές μας και τις ορμήνιες γιατί ταχιά οι Τούρκοι θε να βαρέσουνε και σας. Γι’ αυτό ελάτε σαν καλά παλικάρια που είσαστε να τα συμφωνήσουμε, μην καρτερείτε».
Τριπολιτζά, στις 8 Ιουλίου 1779
Οι Γενικοί αρχηγοί
Αλή Χατζής, Οσμάν Μπέης
Οι υπαρχηγοί
Αχμέτ Μπέης
Καραουλάν Μπέης
Σουλεϊμάν Μπέης
Πρέφας Μπέης
Αβδουλάχ Μπέης
Αλή Πρέμος Μπέης
Ασλάν Μπέης
Μουσταφά Μπέης
Αλιόμπεης και
Μούρτος Άμζα Μπέης
[24] Τότε δε και οι αρχηγοί των κλεφτών και αρματωλών συσκεφθέντες σε πολεμικό συμβούλιο απήντησαν και αυτοί ως εξής:
Αρβανίτες
Το γράμμα σας το ελάβαμεν, και σας γράφομεν και ημείς ότι ποτέ δεν είχαμε σκοπόν για να αναταμωθώμεν με τους Τούρκους, διότι κι αυτούς θεωρούμεν κακούς εχθρούς μας, και νάρθουμε να σας χτυπήσουμε, τα θέλετε εσείς, γιατί από το καιρό που γένηκε το σεφέρι (επανάστασις) το Μάρτι το έτος 1769 και εμβήκατε στο Μωριά για να βοηθήστε τους Τούρκους και να κτυπήσετε εμάς τους Μωραΐτες δέκα χρόνια γένουνται από τον καιρό εκείνον έως σήμερα, που μας ετυραννίσατε, μας εγδύσατε, εσκωτώσατε τους πατέρες μας, τις μητέρες μας, τα αδέρφια μας, τις γυναίκες μας, τα παιδιά μας, τους συγγενείς μας και τους πατριώτες μας, και μας κάμετε τέτοια πολλά κακά που εμείς δεν μπορούμε πλιά να σας χωνεύσωμε, και ούτε να σας συγχωρήσωμεν, για δαυτό μαζωχθήκαμε ούλοι δω πέρα να σας χτυπήσωμε, και με την δύναμι του Θεού, αν μπορέσωμε και να σας διώξουμε πλια από το Μωριά. Αν εσείς θέλετε για να πολεμήσουμε και να σκοτωθούμε, εμείς σας συγχωρούμε για όλα τα χάλια που μας εκάματε, και ελάτε μερικοί από όλους σας να μας φέρετε τα άρματά σας, και να μας δώσετε και όσα χρήματα έχετε στα κεμέρια σας που τα μαζώξατε από τους πατριώτες μας, και ύστερα να σας στείλουμε με μεγάλο σιγουρητό στην πατρίδα σας, ελάτε και σας καρτερούμε, γιατί παν εκείνα που ξέρατε, ελάτε το ταχύ αλοιώς θα το μετανοήσετε.
Από Τρίκορφα 10 Ιουλίου έτος 1779
Με την συμφωνίαν από όλους τους κλέφτας και τους αρματωλούς του Μωριά, υπογράφουμε εμείς:
Οι πρώτοι αρχηηγοί
Κωνσταντίνος Κολοκοτρώνης
και Αλέξης Ντάρας
Οι Υπαρχηγοί
Αναγνώστης Κολοκοτρώνης και οι αδελφοί του Αποστόλης και Γιώργος, Ιωάννης Θιακός, Ιωάννης Κόρδας, Ιωάννης Ρούσσης, Χρ. Ντουσιακίτης, Ιωάννης Ντάβος, Δήμος Μπαρακούρας, Πάνος Κρεμαστιώτης, Αναστάσιος Μιουτζάρας, Παναγιώτης Βεενετσαναίος, ή Παναγιώταρος, Γεώργιος Μαργέλης.
[25] Η στρατηγική τακτική του 1779 με τα νικηφόρα αποτελέσματα του Κωνσταντή, υπήρξε το σπουδαιότερο βοήθημα στον γιο του Κωνσταντή, Θεοδωράκη, ο οποίος το 1821 στη μεγάλη Επανάσταση του Γένους, κατά την πολιορκία της Τριπολιτσάς, εφαρμόζοντας το ίδιο σχέδιο, απέκλεισε τους ίδιους τόπους, Τρίκορφα, Βαλτέτσι, από το ένα μέρος και τα Δολιανά και τα Βέρβαινα από το άλλο, κτίζοντας εκεί ταμπούρια και εγκλώβισε τους Τούρκους στην Τρίπολη, όπου στη συνέχεια την άλωσε με απόλυτη επιτυχία.
[26] Για την πυραμίδα με τα κεφάλια γράφει ο Μιχάλης Οικονόμου: «Προς δε, προς παραδειγματισμόν και επίδειξιν του τι παθαίνουν οι απειθούντες εις τας διαταγάς του σουλτάνου διέταξεν ο πασάς και εκτίσθη εν Τριπολιτσά πυραμίς εις τα πλευράς της οποίας και πάσας της επιφανείας αυτής, εκτίσθησαν αι κεφαλαί των εν Τριπόλει και πλησίον αυτής φονευθέντων Αλβανών, εσώζετο δ’ η ρηθείσα πυραμίς μέχρι του 1807-1808 ότε ήλθεν εις την Πελοπόννησον πασάς ο Βελής, υιός του Αλή πασά, και ηρειπωμένην ούσαν οι αγάδες και οι προεστώτες, ως ισταμένην εις έλεγχον απειθείας των Αλβανών, την εκρήμνισαν όλως καθ’ υποβολήν και χάριν του Αλβανού πασά των».
Ο δε Μιχάλης Λαμπρινίδης γράφει: «Η φοβερά αύτη πυραμίς, εκ πέντε περίπου χιλιάδων αλβανικών κεφαλών συγκεκολλημένων δι’ ασβέστου και άμμου αποτελεσθείσα, έφερε τουρκικήν επιγραφήν απειλούσαν θάνατον κατά παντός, όστις ήθελε καταστρέψει αυτήν, διετηρήθη δε ως τρόπαιον της εξοντώσεως των Αλβανών επί έτη».
[27] Ο τελευταίος στόχος του Τσεζάερλη, ήταν να δολοφονήσει τους δύο εναπομείναντες απροσκύνητους κλεφταρματολούς του Μοριά, τον Παναγιώταρο Βενετσανάκη και Κωνσταντή Κολοκοτρώνη. Αυτοί οι δύο κλέφτες εκείνη την εποχή, ήταν η κεφαλή των Ελλήνων αρματολών σ’ ολόκληρο τον Μοριά.
[28] Ο Νικόλαος Μαυρογένης, γεννήθηκε το 1735 στα Μαρμαρά της Πάρου και ήταν γιος του πλούσιου άρχοντα Πέτρου Μαυρογένη και της Πρεγουλίνας. Σε νεαρή ηλικία συνάντησε τον Τσεζάερλη Χασάν πασά, ο οποίος εντυπωσιάστηκε από την μόρφωση και την ευστροφία του και τον προσκάλεσε στην Κωνσταντινούπολη. Χάρη στη φιλία που είχε με τον Χασάν πασά ο Νικόλαος διορίστηκε το 1770 Δραγουμάνος του Οθωμανικού στόλου, αμέσως μετά από τον θάνατο του προηγούμενου διερμηνέα, Αργυρόπουλου. Στην θέση αυτή διακρίθηκε για την ευφυΐα και την ευελιξία του. Κατά την περίοδο της παραμονής του ως Δραγουμάνος του στόλου ο Νικόλαος Μαυρογένης αναμείχθηκε πολλές φορές σε θρησκευτικές και πολιτικές δολοπλοκίες. Για να ισχυροποιήσει την θέση του προσπάθησε, χωρίς επιτυχία, να ανατρέψει τον Πατριάρχη Σεραφείμ Β΄ αντικαθιστώντας τον με τον Διονύσιο της Σαμοθράκης, Αρχιεπίσκοπο Χίου.
Το 1770 ξέσπασε η επανάσταση (Ορλοφικά) στην Μάνη, υποκινημένη από τους Ρώσους. Ο Χασάν πασάς έσπευσε αμέσως με τον στόλο του για να καταστείλει το κίνημα. Το 1775 ο Σουλτάνος τον έστειλε στην Μάνη να διαπραγματευτεί μια συμβιβαστική λύση σχετικά με την πληρωμή των φόρων. Εκεί επέφερε καίριο πλήγμα κατά των παμπάλαιων προνομίων του τόπου, αφού εξολόθρευσε αργότερα με προδοσία τον Μπέη Τρουπάκη και μετά τον Μπέη Τζανέτο Γρηγοράκη. Την περιουσία του Μπέη της Μάνης Τζ. Κουτήφαρη, αφού τον απαγχόνισαν οι Τούρκοι, την δήμευσαν και την έδωσαν στον Μαυρογένη και αργότερα για μεγαλύτερη ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του, τον έκαναν ηγεμόνα της Βλαχίας.
[29] Ο καθηγητής της ιστορίας του Πανεπιστημίου Πατρών κ. Αθανάσιος Φωτόπουλος, σύμφωνα με καινούρια στοιχεία που έχει ανακαλύψει, μου ανέφερε ότι αυτοί που σκότωσαν τον Κωνσταντή Κολοκοτρώνη ήσαν Έλληνες.
[30] Εξαιτίας των χαμηλών θερμοκρασιών που επικρατούσαν εκεί, φαίνεται ότι το σώμα διατηρήθηκε σε κάποιον βαθμό, διότι ο γιος του Θεόδωρος ανέφερε στη διήγησή του ότι, μετά από τρία χρόνια που το ανακάλυψαν, το γνώρισαν από το μικρό του δάκτυλο που ήταν γυρισμένο από μια σπάθα τούρκικη.
[31] Ο Κανέλλος Δεληγιάννης αναφέρει, πως στο χαλασμό τούτο πιάσανε αιχμάλωτες τις οικογένειες του καπετάν Κωνσταντή Κολοκοτρώνη και του Παναγιώταρου Βενετσανάκη. «…Τας δε οικογενείας του Παναγιώταρου, των Κολοκοτρωναίων και των λοιπών τας αιχμαλώτισαν, κατεκρήμνισαν δε και τους πύργους και τα οχυρώματα και ούτως ετελείωσε και αυτή η ιστορία των κλεπτών. Και τον μεν Θεόδωρον Κολοκοτρώνην μετά της μητρός του, των αδελφών του και μίαν αδελφή τους και την οικογένειαν του Αναγνώστη Κολοκοτρώνη με τα τέκνα των, τον Γιαννάκην Ντασκούλιαν και τον Κουντάνην και λοιπούς, τους ηγόρασεν ο Τζιανέτμπεης ή Μπεκρήμπεης από τον Ραλιά μπέην μεσιτεία του Μαυρογένη στα 5.000 γρόσια, τον αδελφόν του Γιάννη τον ηγόρασαν δύο πλοίαρχοι Υδραίοι, έναν δε μικρότερον αδελφόν τους και μία αδελφή των και πολλάς άλλας τας απήγαγε ο Ριάλμπεης εις Κωνσταντινούπολιν και τας ετούρκισαν…»