"H τέχνη της καλαθοπλεκτικής" από το υπό έκδοση βιβλίο του Φώτη Βασίλογλου.
Ο Φώτης Βασίλογλου γεννήθηκε και μεγάλωσε σ’ ένα χωριό της Λέσβου, το Μεσότοπο, και κατοικεί στην Αθήνα όπου και εργάζεται ως δάσκαλος. Επισκέφτηκα αρκετές φορές το χωριό του, το Ταβάρι, το Ποδαρά και το Χρούσο και γνώρισα καλά ορισμένους από τους νοικοκυραίους Μεσοτοπίτες. Ξεχωρίζουν από τους άλλους… της Λέσβου, όχι μόνο από το μουστάκι που φέρουν (ντόπιοι και απόδημοι), αλλά κυρίως για την προκοπή τους, τη «μαστοράντζα» (πολυτεχνίτες επαγγελματίες) και τα περίφημα παραδοσιακά γλυκά και αγνά προιόντα τους, που παρασκευάζει ο "Αγροτουριστικός Συνεταιρισμός Γυναικών Μεσοτόπου".
Τους γνώρισα, επίσης, από το Μεσοτοπίτικο Καρναβάλι καθώς και από τους «Γλεντιστάδες» με τους καρσιλαμάδες και τους απτάλικους, χορούς του Σύλλογου τους «η Αναγέννηση». Αυτό το υπέροχο μεικτό χορευτικό συγκρότημα με τα τραγούδια και τους χορούς του στο Ηρώδειο, έχει γίνει γνωστό στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ένα από τα κύρια μέλη του δραστήριου αυτού συλλόγου είναι και ο Φώτης που θα φροντίσει, φρονώ, ώστε σύντομα να τους θαυμάσουμε και σε εκδηλώσεις της Ορεινής Ηλείας.
Όταν ο Φώτης άκουγε, κατέγραφε και παρουσίαζε στην εφημερίδα "Μεσοτοπίτικα Νέα " και το περιοδικό " Μεσότοπος-Παράδοση και Πολιτισμός", το λαογραφικό και ιστορικό στοιχείο του τόπου του, η αφεντιά μου είχε στρέψει τις παρωπίδες της σε άλλες ασχολίες ή αγνάντευα τον ορίζοντα από τα «περισκόπια». Πριν από μερικά χρόνια που του εξομολογήθηκα ότι ασχολούμαι με τη λαογραφία, μέσα από τούτες τις σελίδες, διέκρινα, δικαιολογημένα, έκπληξη και απορία στα μάτια του.
Σε μια τελευταία συνάντηση μου ανέφερε για το βιβλίο που ετοίμαζε με θέμα την καλαθοπλεκτική και του ζήτησα να το παρουσιάσω στο antroni.gr. «Που ξέρεις», του είπα, «ίσως ξεθάψουμε και εμείς καμιά παλιά ιστορία με καλαθάδες της ορεινής Ηλείας».
Δεν θυμάμαι κάποιον στο Αντρώνι να ασχολείται με αυτή την τέχνη, παρότι υπάρχει παρατσούκλι «καλαθάς». Θυμάμαι όμως τη «ντρίτσα» (ψάθινο καπέλο) για τον ήλιο, τη «μαλάθα» για το ψωμί, την «κανίστρα» στο γάμο, τις «κόφες» και τα «κοφίνια» για τα σταφύλια, τις πλεγμένες «νταμουζάνες» και τα «ψάθινα καλαθάκια» που κρατούσαν οι μαυροφόρες τα κόλλυβα τα ψυχοσάββατα. Θυμάμαι ακόμη τους πλανόδιους Ρωμά (τσιγγάνους) που κατέκλυζαν το χωριό με όλο το ασκέρι τους. Τους γύφτους καθισμένους σταυροπόδι που με μαεστρία και επιδεξιότητα δημιουργούσαν από λυγαριά και καλάμια χειροποίητα καλάθια. Ακόμη, θυμάμαι τις τσιγγάνες με τις πολύχρωμες φούστες να περιδιαβαίνουν τις ρούγες με την «πραμάτια» στα χέρια, να διαπραγματεύονται και να πουλούν τα καλάθια ή να τα ανταλλάσουν με ντόπια προϊόντα.
Οι Ρωμά εμφανίζονται στον ευρύτερο ελληνικό χώρο τον 11ο αιώνα, όπως θα διαβάσετε και στο βιβλίο, συναντούνται με τις εγχώριες τέχνες του καλαθοπλέκτη, του πεταλωτή, του κοσκινοποιού, του γανωτή και του σιδερά που αντικείμενά τους θα θαυμάσετε στο λαογραφικό μας μουσείο. Το χρωστάμε, εξάλλου, στους ανθρώπους που δημιούργησαν την πολιτισμική μας κληρονομιά και θεωρώ πως πρέπει να μένουν νοσταλγικά στη θύμησή μας.
Στο υπό έκδοση βιβλίο του Φώτη αποτυπώνεται, με γνήσια ντοπιολαλιά, η τέχνη του καλαθοπλέκτη της Λέσβου, της οποίας η λαογραφική δραστηριότητα είναι πλούσια και ιστορικά θεμελιωμένη. Πρόκειται για ένα έργο προσφοράς στην επιστήμη της λαογραφίας, που αναφέρεται στο παρελθόν και βασίζεται στις μνήμες των ντόπιων και σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Η αξία του έργου σφραγίζεται από το κορυφαίο πνευματικό ίδρυμα της χώρας, με τη βράβευση του από την Ακαδημία Αθηνών!
Κ. Παπαντωνόπουλος
Νοέμβρης 2008
Πηγές, συνδέσεις:
http://www.mesotopites.gr/, http://www.xronos.gr/, http://www.enet.gr/,
http://www.kathimerini.gr, http://2dim-tinou.kyk.sch.gr/
Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΚΑΛΑΘΟΠΛΕΚΤΙΚΗΣ
Φίλιππας Δημ. Γουγής
Ο Φίλιππας γεννήθηκε και μεγάλωσε στο χωριό.
Ξενιτεύτηκε από νωρίς στην Αθήνα και εντάχτηκε στη μεσοτοπίτικη μαστοράντζα της πρωτεύουσας. Εργάτης στην αρχή, μάστορας σοβατζής στη συνέχεια κι αργότερα πλακάς, τζακάς και δουλευτής της πέτρας…
Ασχολήθηκε ενεργά με το Σύλλογο Μεσοτοπιτών η «Αναγέννηση», συμμετέχοντας πολλές φορές στο Διοικ. Συμβούλιο, του οποίου διετέλεσε πρόεδρος πέντε διετίες.
Συμμετείχε επίσης ενεργά και στη δημιουργία της Ομοσπονδίας Λεσβιακών Συλλόγων Αττικής (Ο.Λ.Σ.Α.), της οποίας διετέλεσε ταμίας και αντιπρόεδρος.
Είναι συνταξιούχος του Ι.Κ.Α. Κατοικεί με την οικογένειά του στην Πετρούπολη και συχνά-πυκνά βρίσκεται στο νησί της Λέσβου, στο Μεσότοπο, το Ταβάρι και την αγαπημένη του Ποταμιά…Εκεί τον συνάντησα τον Αύγουστο του 2007, για να κουβεντιάσουμε «περί καλαθοπλεκτικής». Κι η κουβέντα απ’ τα «καλάθια του χθες» έφθασε στα «καΐκια του σήμερα…» Εύκολα διακρίνει κανείς στα έργα του Φίλιππα το μεράκι του καλλιτέχνη και την ίδια ώρα νοιώθει πως η λαϊκή τέχνη συνεχίζει ακόμα να εμπνέει και να δημιουργεί…
Από τον ερχομό της Δόμνας Σαμίου και του Χρήστου Σίκκη στον Μεσότοπο Στη μέση ο Φίλιππας Γουγής και γύρω του το χορευτικό και οι συντελεστές της εκδήλωσης (1993).
Γεννήθηκα,το 1942 , και μεγάλωσα στο Μεσότοπο. Τον πατέρα μου τον λέγαν Μήτρου και τη μάνα μου Δήμητρα. Ο πατέρας μoυ ήταν ένα απ’ τα μουρά του Μούχαλου, που είχε το καΐκ(ι) και κουβάλησε Μεσοτοπίτες στα «Φόβια»1 απ’ το Ταβάρι στον Πολυχνίτο, το 1912…
Είχα ένα παππού ντουν Ονούφριου ντου Τζουβάν(ι), της μάνας μου τον πατέρα. Αυτός είχε μείνει ανάπηρος, απ’ τη μέση και κάτω. Ήταν παράλυτος, δε μπορούσε πια να ασχοληθεί με αγροτικές δουλειές και το’ ριξε στα καλάθια. Πέθανε το 1954, εβδομηντάρης.
Πιτσιρικάς, μ’έβαζε να του μαζέψω την πρώτη ύλη: βεργιά, καλάμια, ιτιές.
Τα έκοβγα, τα καθάριζα κi αυτός έπλεκε. Ο παππούς συνήθιζε να λέει : «μωρέ μάτια μ’». Έτσι με φώναζε και μένα. Μού ’λεγε: «μωρέ μάτια μ’, εσύ μοιάγ’ς π’γκη ράτσα μας. Πιάν’ τα χέρια ς’!»
Το εργαστήρι του ήταν στην Ποταμιά2 πιο πάνω , ςντου Στσιώνα3, που είχε το ντάμι του.Μάζευα απ’τον ποταμό ιτιές, βιργιά, αργαλιές, καλάμια και του τα πήγαινα.
Έμαθα την τέχνη κοντά του. Έπιασα πρώτα κι έκανα τον πάτο. Να κόψω τα βιργέλια να τα καθαρίσω, να τα τρυπήσω, να τα πλέξω…Μετά ν’ αρχίσω τα πλαϊνά, να βάλω στ’μόνια4, παραστ’μόνια.Ύστερα να κάνω τ’ αχείλια, να βάλω το χέρι του καλαθιού .Ε, έκανα το πρώτο καλάθι όταν ήμουν, καμιά δεκαριά χρονών… Ο παππούς έφτιαχνε πολλά καλάθια, πανέρια, πουλ(ι)ταρίδις 5… Τα π’λούςι κι έβγαζι χαρτζιλίκ(ι,) για να πάρ’ καμμιά ζάχαρ’…
Γω ήμ’ πά ςτη πούλησ’! Γύριζα το χωριό φορτωμένος καλάθια. Τά ’ριχνα πά’ σντουν ώμου τση φώναζα: «καλάθια καλά!»
Ε, βγαίναν οι γ(ι)ναίτσις , ρουτούςαν πόςου φκιάν(ι) τούτου, πόςου φκιάν(ι) τ’ άλλου, τση ντουν(ι) ήλιγα τούτου μ’σή δραχμή, τ’ άλλου μνιά , τ’ άλλου δυο…
Τις τιμές, μου τις έλεγε ο παππούς. Τότε οι δραχμές ήταν γερές!
Ε, με ξέραν οι γυναίκες, γιατί πριν βγουν στο επάγγελμα οι άλλοι οι καλαθάδες ,
ο μπαρμπα -Κώστας(Ιωσηφέλλης), ο Σπύρος (Σκομβούλης), πριν από αυτούς ήταν ο παππούς μου…
Πλήρωναν καμμιά φορά και σε είδος, αλλά επειδή ο παππούς είχε μαξούλ(ι)6 χάχλις, σύκα τση τέτοια, μουνάχα καν’ αυγό ήπιιρνα. Συνήθως όμως μου δίναν δραχμούδις. Αυτά γινόνταν κατά το 1950.
Στην Ποταμιά, στο πανηγύρι του Χριστού Σωτήρος (2000). Ανάμεσα στους προσκυνητές και ο Φίλιππας. Αριστερά ο τόπος των «παιδικών παιχνιδιών», η ρεματιά με τις ιτιές…
Στο σχολείο, που πήγαινα, στη Χειροτεχνία ήμουνα πρώτος!
Άμα είχαμε αυτό το μάθημα ο καθένας έφερνε ότι ήθελε! Άλλος έπλεκε με σαμαρουχόρταρου καλαθέλια ή πανιρέλια ή κάτι σαν άστρο που βάζαν μέσα τις φωτογραφίες, άλλος λογιώ-λογιώ…
Το σαμαροχόρταρο το πουλούσαν τα μαγαζιά, αλλά πού δραχμές να τ’ αγοράσεις! Εγώ δεν είχα δραχμές, δούλευα το υπάρχον υλικό πού ήταν τζάμπα! Ιτιές, βιργέλια αργαλιάς, καλαμέλια…Τά έφερνα καθαρισμένα μες ςτου τρουβαδί 7 και τά ’πλεκα στο σχολείο.
Μια φορά μες στην τάξη είχαμε μάθημα. Γω είχα ένα ξυραφάκι, μισό-σπασμένου, και είχα ένα «πέκ(ι)κα»7»8κι έφτιαχνα καϊκέλ(ι)…
Ο δάσκαλος, ο Βουρνάζος, έλεγε το μάθημα, αλλά γω κοίταζα γκη δ’λειά μ’!
Ήμουν αφηρημένος, έρχεται από πάνω μου, μου λέει άγρια-άγρια: «Τι κάν(ι)ς;»
Με κοιτάζει, εγώ μιλιά! Βλέπει , που πελεκούσα του καϊκέλ(ι), μου λέει:«έβγα όξου!» Ώχ, λέγου, τώρα έχου να φάου ξύλου! Με βάζει μες στο γραφείο και μου λέει: «Τέλειουςέ του. Μη παρακολουθήγ’ς μάθημα!» Πήγε η ψυχή μου στη θέση της!
Ο γιος του, ο Τέλης, ήταν τότες μικρός, πουλουγύρ’ζι εφτού πέρα, έρχιτη μ’αρπά του καϊκέλ(ι), παίρνει δρόμο…Πόμ’να γω ςα χιςμένους! Δεν ήξερα τι να κάνω…
Βγαίνει έξω ο δάσκαλος στο διάλειμμα, μου λέει :«Τι ςου είπα!»
Λέγου, « δάςκαλι, η Τέλης…»
Τον πιάνει του δίνει ένα «ράβδου», του παίρνει το καϊκέλ(ι) και μου λέει: «τέλειουςέ του!». Το τέλειωσα, και το κράτησε μες στο γραφείο, μαζί μ’ ένα όμορφο τ’φικέλ(ι) δίκανου-ξύλινο πού ’χα κάνει.
Σε τέτοια πράματα ο δάσκαλος είχε ευαισθησία!
Μετά όμως χάθηκαν τση του καϊκέλ(ι) τση του τ’φικέλ(ι). Δεν τα ξανάδα…
Η «πέκ(ι)κας» ήταν το πρώτο καϊκι που έφτιαξα. Καϊκια με αρνατίκου9 φτιάχναμε τα καλοκαίρια στην Ποταμιά. Είχε ένα λάκκο μες στον ποταμό και μαζευόμαστε όλα τα μουρά: η Βανθία κι ο Γιάνν’ς τ’ Καθιόλ(ι) (Ανέστη Βουδούρη),ο Χρήστος κι η Σαμφώ τ’ Αρτίν(ι) (Γιάννη Αγριτάκη), τα ξαδέρφια τους ο Δημήτρης κι ο Αρτέμης …
Τότες τα παιχνίδια τα φτιάχναμε μοναχοί μας, δεν ήμασταν όπως τώρα που τα «μουρά» έχουν δέκα πανέρια παιχνίδια! Πηγαίναμι μες ςντου πουταμό, ςντου λάκκου, μι τα βρακέλια μας τα καπουτένια, τση πλέκαμι10 βαρκούδις, καϊκέλια…
Γω ήμ’ «μαννούλα» ς’αυτά! Έκουβγα αρνατίτσ’, πιρνούσα βιργέλια αργαλιάς ανάμιςά ντουν(ι), έβαζα κατάρτ’ , πανέλια… Κλουςτές, κλέβγαμι καμιά φουρά που τ’ς μανάδις μας…
Μια φορά έφτιαξα ένα καϊκ(ι) μι ρουδάφνις!΄
Μαδέρια για τα πιτσώματα, έκοβγα ρουδάφνις απ’το ποταμό αλλά δεν είχα προυκέλια να τα καρφώσω, κι έπαιρνα απ’ τα κάντρα, που τ’ς φουτουγραφίις πού’χι η μάνα μ’!
Άμα ήμουνα μικρός και πήγαινα στα πρόβατα, μες ςντου ντρουβά μ’εκτός από τυρί, ψωμί, σύκα-τι άλλου έπαιρνα-είχα κι εργαλεία! Κατσόν(ι)11, πρ(ι)όν(ι), πάντα τα είχα μαζί μου! Μου άρεσαν αυτές οι τέχνες! Το μόνο που δε μου άρεσε ήταν να γίνω αγρότης ή οικοδόμος, που μετά το έκανα επάγγελμα!
«Η Γέρους», Μήτρους Γουγής-πατέρας του Φίλιππα-ψηλός, λεβεντάθρωπος, ταΐζει τις κότες του στην Ποταμιά…(1968)
Μεις είχαμε καμιά δεκαριά προυβακίνις, να βγάλουμε το γάλα, το τυρί της οικογένειας. Ε, χωράφια δεν είχαμε, τ’ς παραβουστσίζαμι12 πά’ στ’ «Αλώνια», μες στους πουταμούς, γιατί δεν είχε τότες και καρπούς να ταΐζουμε…
Μια φορά μ’άφησε, η Γέρους, να παραβουστσήσου τ’ς προυβακίνις. Γω λέω θα κάθομαι να κοιτάζω πρόβατα ;
Πάω, τις μαντρίζω μες στην «Καψαλιά»…Ύστερα πηγαίνω στο ντάμι μας.
Mες στην αμπλαστή13 μας, είχα κάνει «μ’χάνια», που είχαν οι ατσίγγαν(ι)14.
Είχι ψουφήσ’ μια προυβακίνα μας, πήρα γκη προυβιά, έβαλα που κάτου τση που πάνου ένα καπάτσ’, του κάρφουςα γύρου-γύρου τσ’ έφκιανα ντουν αγέρα.
Άμα ήμουνα μικρός δε κοίταζα να παίζω «μουρίσια πηχνίδια!»
Πήγαινα ςι ατζγκαναριά τση ήβλιπα πώς ανάβγ’ν τα κάρβ’να μι τα μ’χάνια,τσ’ έτσ’ ήπηρνα πατήματα…
Πήγα λοιπόν, άναψα φωτιά - κάρβουνα μι του μ’χάν(ι) τση «ντάφουρ-ντούφουρ» βρουντουλουγούςα το πυρωμένο σίδερο! Είχα τση μια λιμούδα τσ’ έφκιανα μια μασιά για μια πιστόλα!
Καμιά φορά βράδιασε, ούτε έφαγα καθιόλ’ -πού νους για φαϊ- βλέπω από πίσω μ’ ντου Γέρου, όπως ήταν και μεγαλόσωμος…
«Τι φκιάν(ι)ς για Φιλιππί;» Γω ξίσπασα!15
Λέει, για να δω τι βρουντουλουγάς; Γω πια είχα έτοιμη γκη πιστόλα. Την πήρε στα χέρια του…
«Ά, δε φταίς συ, γω φταίγου! Γιατί συ μ’λέγ(ι)ς πους δε θέλ(ι)ς προυβακίνις αλλά κάτ’ άλλου…»
Τα θυμάμαι αυτά τα λόγια τ’ Γέρ’ σαν να’ ναι τώρα!
Αλλά τι ήθελε να κάνει ο πατέρας . Να κοιτάξει να σπουδάσει τον ένα;
Είχε φαμίλια μεγάλη, έπρεπε να τη ζήσει…
Μπας πιρίπτουσ’16, μ’λέγ(ι) η Γέρους, «πού ένη οι προυβακ(ι)νούδις;»
Λέω, τ’ς έχου βάλ(ι) μες σγκη «Καψαλιά»…
Μου λέει, έχ(ι)ς ώρα να τ’ς δεις;
Λέω, τώρα βγήκα…
Ε,καλά,λέει, μη μ’λέγ(ι)ς τση ψέματα, γιατί οι προυβακίνις φάγαν γκη φύτρα του σ’τάρ’ τ’ Κουντάρα!
Γω πια στενοχωρέθηκα…
Ε, πια, μ’λέγ(ι), δε πειράζ(ι).
Να, εϊτέκις σκανταλιές έφκιανα σαν ήμ’ μ’κρός...
Δεκάξι χρονών έφυγα στην Αθήνα. Είχαμε βάλει ςντου «Χρούσου» περιβόλι ντομάτες και κάναμε παραγωγή πολλή και καλή! Εν τω μεταξύ χρωστούσαμε στα μπακάλικα -γιατί ψωνίζαμε όλο τον καιρό και περιμέναμε να πουλήσουμε καμιά ντομάτα να ξεχρεώσουμε, να πουμείν(ι) τση κίπουτας…
Ήταν ο Κλέαρχος (Βουρνάζος) ο έμποράς μας, και ειδοποιά να μαζέψουμε «πράμα» για να’ ρθει το καΐκι να φορτώσει.
Τότες δεν είχε ούτε δρόμους ούτε αυτοκίνητα…Έρχονταν το καΐκι ςντου «Χρούσου», φορτώναμε στα ζώα τα καφάσια και κουβαλούσαμε τη πραμάτεια πάνω στον άμμο…
Αφού σαν αύριο θα ρχόνταν το καΐκι, κόβγαμε ντομάτες, κάναμε ένα σωρό μεγάλο και λέγαμε, «άιντι φέτους ςώθ’καμι!»
Περιμέναμε το καΐκι, περιμέναμε το καΐκι… Πού να φανεί του καταρτέλ(ι) τ’ να’ρχιτι κατά ντου «Χρούσου»…
Ε, πέρασε η μέρα, λέει ο πατέρας μου: «τώρα τι φκιάνουμι για Φιλιππί;»
Λέω, θα σ’ πω αύριου…
Ερχόμασταν πρωί-πρωί στην Ποταμιά, βλέπω ντου «Δημήτριου», το καΐκι,
αραγμένο εδώ στο Ταβάρι. Δε λέγω τίποτα ςντου Γέρου, πάω στο γιαλό-το παντελόν(ι) μου πράσινο απ’ τις ντομάτες -παίρνου του βαρκέλ(ι), σαλτέρνου απάνου!
Σε λίγο ρχόντη οι καπεταναίοι να σαλπάρουν. Βγαίνω έξω μι του βαρκέλ(ι), τους παίρνω.
Μου λέν’, τι τρέχ(ι);
Λέω, θα γίνου μούτσους!
Ήταν και ο αδερφός μου, ο Μιχάλης, μες στο πλήρωμα.
Μου λέει: «Άχ, γω είμη καμμένους! Να μη γκη κάν(ι)ς τούκ(ι) γκη δ’λειά…»
Γω, λέγου, θι να’ρθου μαζί ςας!
Πηγαίνουμε, φορτώνουμε απ’ την Αχλαδερή, ρετσίνια και φεύγουμε για την Ελευσίνα. Στο δρόμο με πειράξαν εμένα τα ρετσίνια, οι μυρουδιές!
Αφού κατουρούσα αίμα μια βδομάδα…
Άμα πήγαμε Ελευσίνα, ξεφορτώσαμε, καθαρίσαμε το καΐκι-ρίξαμε πετρέλαιο, να φύγει το ρετσίνι-αλλά μένα κάηκαν τα ποδάρια μ’ από κάτω! Ξυπόλητοι, δεν είχαμε παπούτσια…
Λέω του Μιχάλη. του αδερφού μου, «θα φύγου!»
Λέει, πουλύ καλά θα κάν(ι)ς!
Λέω, δώςι μ’ μια δραχμή!
Γιατί ήθελα εισιτήρια από Ελευσίνα να πάω Αθήνα-Κουμουνδούρου.
Γω ήμουνα άφραγκος! Θέλαν να με πληρώσουν οι καπεταναίοι αλλά δεν το δέχτηκα.
Λέω, δε θέλω τίποτα. Θα ντα πιάςουμι πα’ στα ναύλα. Γιατί έμεινα και κανα μήνα μες στο καΐκι! Μέχρι να φορτώσουμε να ξεφορτώσουμε…
Μου δίνει μια δραχμή λοιπόν για τα εισιτήρια ο αδερφός μου, μπαίνω στο λεωφορείο. Πάω Κουμουνδούρου, κατεβαίνω απ’το λεωφορείο αξ’πόλ(ι)τους, λέτσους, γύφτους…
Ρωτάω πού είναι το καφενείο «Βυζάντιο», που συχνάζαν οι Μεσοτοπίτες, η μαστοράντζα μας.
Ε, πήγα, κάτσα σε μια καριγλούδα…Δεν είχα και δραχμές να πιώ καφέ…
Καμιά φορά σχολούσαν οι χουριανοί, οι μαστόρ’, να και ο αδερφός μου ο Βασίλης. Μόλις με είδε -τα χάλια πού ’χα- «θαρρείς πους ντουν(ι) ζιμάκ(ι)ςαν μ’ένα καζάν(ι) καφτό νιρό!»
Λέει, τι θέλ(ι)ς εϊδώ;
Λέω, ήρθα για δ’λειά!
Πήγα στο σπίτι που μέναν, μου δίνει ένα παντελόνι άλλου, μ’ δώκαν κάτι αμερικάνικα παπούτσια, κάτι τσαρούχια… Ήμουνα σαν τους τσολιάδες!
Σαν αύριο μου λέγει ο Βασίλης: «στ’ μπαρμπα- Θυμή (Ιωσηφέλλη) θα πας.»
Ε, λέω, θα πάου. Αφού ήρθα απ’ του χουριό για να δ’λέψου…
Κι αρχίζει το μαρτύριο της ζωής από κει πέρα! Τενεκέ στον ώμο…
Βλέπεις, άλλα ονειρεύεται ο ζευγάς κι άλλα μελετούν τα βόδια…
Μαστοράκια στην Αθήνα(1959). Κάτω αριστερά ο Φίλιππας, πάνω οι συγχωριανοί του Κώστας Γωγής και Ανέστος Αγριτάκης και δεξιά ένας Ερεσιώτης.
Πέρνα ο καιρός, γίναμε μαστοράκια -σουβατζήδες, εμένα όμως μ’ άρεσε όποτε είχα ελεύθερο χρόνο να φτιάχνω καΐκια κι έτσι απ’ τα καλαθέλια το γυρίσαμε στα σκαριά…
Αυτή την τέχνη, μου την «έμαθε» η δικτατορία!
Γω ανακατευόμουνα πιο μπροστά με τους «Λαμπράκηδες», κι όταν ήρθε η δικτατορία «κλειστήκαμε» μες στα σπίτια μας. Δε μ’ έπαιρνε άλλο…
Μετά τη δουλειά, δεν έβγαινα να πηγαίνω στον καφενέ! Κι αρχίζω λοιπόν…
Το πρώτο μου εργαλείο ήταν ένα κατσόν(ι)! Φτιάχνω λοιπόν ένα καϊκέλ(ι) με σανίδια. Όχι τίποτα σπουδαίο… Οι φίλοι μου όμως μ’ δώκαν θάρρος και μού’ παν να το βγάλω λοταρία για να μαζέψω καμιά δραχμή, να πάρω εργαλεία!
Με βοηθήσαν στη διακίνηση, πήραν οι γειτόνοι, οι φίλοι…
Ο μπαρμπα - Γιάννης ο Πιτσιλός, πήρε και αυτός λαχνό, μου λέγει. «Άμα το κερδίσω εγώ θα σου δώσω ακόμα ένα κατοστάρι! Τελικά το κέρδισε ένας γείτονας, λέει ο μπαρμπα - Γιάννης, πού ’ταν μερακλής, «θα μ’κάν(ι)ς κι μένα ένα», και του ’κανα.
Ε, έπαιρνα γω εργαλεία, πριουνέλια, λογιώ-λογιώ…
Μια φορά ήταν Χριστούγεννα κι επειδή είχαμε αγοράσει ένα οικόπεδο, πουμείναμι χωρίς δραχμή στο σπίτι!
Πουλώ, λοιπόν, ένα καΐκι, και τα βολέψαμε. Πήραμε κρέας, κάναμε Χριστούγεννα…
Μετά άρχισε η μεταπολίτευση μπήκαμε στο Σύλλογο του χωριού μας, αρχίσαμε τα «τρεχάματα», παρατήσαμε τα καΐκια…
Τα τελευταία δέκα χρόνια έχω προοδέψει πολύ..
Έκανα εργαστήριο μες στη πυλωτή κι άρχισα να φτιάχνω σκαριά. Δούλευα με πιο σύγχρονα εργαλεία, με καλύτερα υλικά… Όποτε έρχομαι στο χωριό, το εργαστήρι το μεταφέρω στην Ποταμιά!
Το καΐκι τώρα το ξέρω απ’ έξω! Πρώτα ψαχνόμουνα, δε θυμόμουνα ν’ «αρματώσου…»
Σχέδια και τέτοια γω δεν είχα! Είχα το σκαρί σαν φωτογραφία μες στο μυαλό μου! Έχω κατασκευάσει μέχρι σήμερα πάνω από δεκαπέντε σκαριά: πέραμα, καραβόσκαρου, μπατέλου, τρεχαντήρ ’γαμπιαλίδ’κου-αυτά τα πειρατικά…
Έκανα και μια τριήρης! ’Ηθελε ένας γείτονας. Πήγαμε στο Φάληρο, στον Πειραιά, που ήταν αραγμένη, πήρα γω μια φωτογραφία μες στο μυαλό μ’ κι έπιασα και την έκανα.
Ο Φίλιππας, στο «εργαστήρι» στην Ποταμιά, καμαρώνει δίπλα στο σκαρί του (2007).
Έχω κάνει και δυο κότερα, σύγχρονα. Άλλα πούλησα, άλλα χάρισα σε φίλους…
Κι αυτά που πούλησα μη θαρρείς δε πληρώνεσαι…Πρέπει να δουλεύεις κάθε μέρα κανα δυο ώρες –γιατί παραπάνω δε μπορείς, πονούν τα μάτια σου-για δυο μήνες περίπου. Άμα λογαριάσεις μεροκάματα, δε βρίσκεις άκρια!
Τούτη η δουλειά θέλει μεράκι, υπομονή κι επιμονή…
Κι όλα αυτά ξεκίνησαν απ’ τα παιδικά παιχνίδια! Από κει άρχισε η «αρρώστια…»
Θυμάμαι που πήγαινα μικρός πάνω στο καΐκι «τ’ Μούχαλ’» και το θαύμαζα! Μ’ άρεσε η τέχνη του καραβομαραγκού!
Έλεγα μέσα μου :«τίλια17 το ’φτιαξι μαθές, τέτοιο καΐκι, αυτός ο τεχνίτ’ς!»
Κι έτσι απ’ τα καλάθια το γυρίσαμε στα καΐκια…
Βασίλογλου Φώτης
Δάσκαλος
ΓΛΩΣΣΑΡΙ:
1.Τα γεγονότα που συνέβησαν στο Μεσότοπο, το1912, με τον ερχομό τούρκικου αποσπάσματος λίγο πριν τη μάχη του Κλαπάδου και την απελευθέρωση..
2.Αγροτική τοποθεσία του Μεσοτόπου, βόρεια του Ταβαριού.
3.Χωράφι με συκιές, συκιώνας
4.Βεργιά αργαλιάς, στα οποία στηρίζεται ο καλαμένιος περίγυρος του καλαθιού.
5.Μεγάλο και ψηλό πανέρι με χέρια όπου παλιότερα οι νοικοκυρές έκαναν τη μπουγάδα τους
6.Παραγωγή, τζάμπα
7.Μικρός τρουβάς, φτιαγμένος στον αργαλειό, η σχολική τσάντα της εποχής.
8.Η χοντρή φλούδα του πεύκου
9.Φυτό καλαμοειδές, γεμάτο στο εσωτερικό του με παχιά εντεριώνη.
10.Πλέαμε 11 Αγροτικό εγχειρίδιο-μαχαίρι-με ξύλινη λαβή και δύο λάμες, μία κοφτερή και μία πριονωτή. 12.Βοσκούσαμε 13.Σταύλος 14.Σιδεράδες 15.Τρόμαξα 16. «Εν πάση περιπτώσει » 17.Πώς