Η Γαλάναινα ήταν κόρη του Γεωργίου Σισίνη, προύχοντα και μετά πολέμαρχου της επαρχίας Γαστούνης, με έδρα τη Γαστούνη και με πολύ μεγάλη περιουσία. Παντρεύτηκε κάποιον Γαλάνη, επίσης πλούσιο και ομορφόπαιδο, ο οποίος ζούσε σαν ελεύθερος στην περιοχή της Γαστούνης, όπου ήταν και αυτός και ο Σισίνης εκλεκτοί των Τούρκων αγάδων της περιοχής.
Η Γαλάναινα ήταν επίσης και αυτή μια πολύ όμορφη κοπέλα, με λυγερή κορμοστασιά, που κέντριζε την σκέψη πολλών υποψηφίων γαμπρών, που πολύ θα ήθελαν να την κάνουν γυναίκα ή ερωμένη τους. Αυτή όμως είχε σταθεί στο ύψος της και, παρά τις προσπάθειες Τούρκων αγάδων και διαφόρων Ελλήνων που ήσαν προύχοντες, δεν έδωσε κανένα δικαίωμα να την κακολογήσουν. Η στάση της αυτή έγινε αιτία η λαϊκή μούσα να απαθανατίσει τη σεμνότητα και την ομορφιά της.
1. Η ΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΑ
Γαλανοπούλα περβαντεί στη μέση στο παζάρι.
Τούρκοι τη βλέπουν, την ποθούν, Ρωμιοί και την ζηλεύουν…
(Το τραγουδούσε ο Γιάννης Καρατζάς από την Αμαλιάδα Ηλείας)
***
2. ΤΗΣ ΓΑΛΑΝΑΙΝΑΣ
Το μάθατε τι γίνηκε στον κάμπο της Γαστούνης,
που κίνησε η Γαλάναινα, στο ρέμα πάει να πλύνει;
Βάνει τις δούλες της μπροστά, τους υπηρέτες πίσω,
στη μέση πάει η Γαλάναινα, με τον ψαρή καβάλα.
Κ’ εκεί που ’πλενε κι άπλωνε και με τον ήλιο παίζει,
παλιότουρκας εδιάηκε, την πιάνει από το πόδι:
- Κατέβα, κυρ’ Γαλάναινα, κάτι να σε ρωτήσω,
που ’χω δυο λόγια να σου πω και πέντε να σου κρίνω.
Έλα να πάμε σπίτι μου, γυναίκα να σε πάρω.
- Τι λες, μωρέ παλιότουρκε, βρε παλιοβρωμισμένε;
Ξέρεις το τίνος είμ’ εγώ, ξέρεις τους συγγενείς μου;
Ξέρεις τον άντρα που ’χω ’γώ, που τόνε λεν Γαλάνη;
Με τ’ άτι μ’ έχει περπατώ, σεΐζη δε σε θέλω.
Ξέρεις και τον πατέρα μου που τόνε λεν Σισίνη,
που ’ναι στον κάμπο βασιλιάς και στη Γαστούν’ αφέντης;
Πήγαινε πέρα, βρωμερέ, πάρε παλιοτουρκάλα,
’τι χριστιανή γεννήθηκα κ’ έτσι θα να πεθάνω.
(Νικολάου Ι. Λάσκαρη, «Η Λάστα και τα μνημεία της», Πύργος Ηλείας 1903 – 1910, σ. 460).
***
3. ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΓΑΛΑΝΑΙΝΑΣ
Το μάθατε τι γίνηκε στον κάμπο της Γαστούνης;
Που κίνησε η κυρά Γαλάναινα, η κόρη του Σισίνη
να πάει στον πέρα ποταμό και πάει για να πλύνει;
Βάνει μπροστά τους δούλους της και πίσω τις κοπέλες
και παραπίσω οι ψυχογιοί, μουλάρια φορτωμένα.
Παλιότουρκας εδιάηκε, της έπιασε το γκέμι.
- Κατέβα, λάμια του γιαλού, του ποταμού νεράιδα,
που έχω δυο λόγια να σου πω και πέντε να σου κρένω,
την ομορφιά σου ζήλεψα, γυναίκα να σε πάρω.
- Τι λες, μωρέ παλιότουρκα, τι λες παλιοζαγάρι,
ξέρεις τι ποια είμ’ εγώ, ξέρεις ποια λογιάζεις;
Εγώ ’μαι η Γαλάναινα, η αρχόντισσα του κάμπου,
που ’χω πατέρα βασιλιά κι αφέντη μες στον κάμπο,
που χριστιανή γεννήθηκα και Τούρκα δεν πεθαίνω.
(Το τραγουδούσε ο Αλέξης Ρέγκλης από την Αμαλιάδα)
***
4. ΤΗΣ ΓΑΛΑΝΑΙΝΑΣ
- Γεια σου, χαρά σου, λυγερή, πέρδικα πλουμισμένη,
τρυγόνα με καμώματα, κυρά καμαρωμένη.
Δε μας δανείζεις το φιλί, σκλάβους σου να μας πάρεις,
για να ’χεις σκλάβους άρχοντες και δούλους τους πασάδες;
- Δε θέλω σκλάβους για φιλί και μάλιστα πασάδες.
Γαλάνης την αγροίκησε από το μετερίζι:
- Αφ’ τον κι ας λέει, Γαλάναινα, τον παλιοτουρκολάτη.
(Νικολάου Ι. Λάσκαρη, «Η Λάστα και τα μνημεία της», Πύργος Ηλείας 1903-1910, σ. 314)
***
5. ΤΗΣ ΓΑΛΑΝΑΙΝΑΣ
Το μάθατε τι γίνηκε στον κάμπο της Γαστούνης,
που κίνησε η Γαλάναινα, στο ρέμα πάει να πλύνει;
Μπροστά πάν’ οι κοπέλες της και πίσω οι ψυχογιοί της,
στη μέση πάει η Γαλάναινα με τ’ άτι της καβάλα.
Παλιότουρκας εδιάηκε, την πιάνει από το πόδι.
- Κατέβα, κυρά Γαλάναινα, κάτι να σε ρωτήσω,
που ’χω δυο λόγια να σου πω και πέντε να σου κρίνω:
Έλα να πάμε σπίτι μου, γυναίκα να σε πάρω.
- Τι λες, μωρέ παλιότουρκα, ρε παλιοβρωμισμένε,
ξέρεις το τίνος είμ’ εγώ, ξέρεις τους συγγενείς μου;
Ξέρεις τον άντρα που ’χω ’γω, όπου τον λεν Γαλάνη;
Με τ’ άτι μ’ έχει περπατώ, σεΐζη δε σε θέλω.
Ξέρεις και τον πατέρα μου, όπου τον λεν Σισίνη;
Που ’ναι στον κάμπο βασιλιάς και στη Γαστούνη αφέντης;
Πήγαινε πέρα, βρωμερέ, πάρε παλιοτουρκάλα,
τι χριστιανή γεννήθηκα κ’ έτσι ’θελα πεθάνω.
(Τάκη Δόξα, «Ηλειακή γραμματολογία», Πύργος Ηλείας 1963, σ. 14)
***
6. (ΕΝΑΣ ΜΥΛΟΣ, ΠΑΛΙΟΜΥΛΟΣ)
Ένας μύλος, παλιόμυλος, αλέθει, δεν αλέθει.
Βγάνει τα αλεύρια του χοντρά, τα πίτουρά του μαύρα.
Βγάνει και την πάσπαλη βερτζί και κοκκινάδι.
Και πάνε όλες οι όμορφες κι όλες οι μαυρομάτες
να πάρουνε την πάσπαλη, να κάνουνε φτιασίδια.
Πάει και η Γαλάναινα, η μικροαρχοντοπούλα,
να δει πώς βγαίνει η πάσπαλη, πώς βγαίν’ το κοκκινάδι.
Τουρκάκης την απάντησε, θέλει να τη φιλήσει.
- Τι με τηράς, παλιότουρκα και άπιστε Κονιάρη;
Εγώ είμαι η Γαλάναινα, τ’ αρχόντ’ η θυγατέρα,
που ’χω ’περέτες δώδεκα, τους τέσσερους αγάδες.
- Τι κρένεις, κυρ’ Γαλάναινα, τι λες Σισινοπούλα,
αν είσαι κόρη άρχοντα, αν είσαι αρχοντοπούλα;
Είμαι κ’ εγώ ο αγάς, είμαι κι ο άρχοντάς σου.
Κατέβα και προσκύνησε και φίλα μου τα πόδια.
- Εγώ αγά δεν προσκυνώ, δεν είμαι χουσμεκιάρα.
Αν θες φιλί το έχασες, αν θες σεφέρι θα ’χεις
κι αν θέλεις πόδια να φιλείς, έχω και υπερέτες.
Ν-εγώ είμαι η Γαλάναινα και μάγκανα δε θέλω.
(Μου το έδωσε γραμμένο ο Στέφανος Τζουράκης στην Αμαλιάδα το 1995)
***
7. ΤΗΣ ΓΑΛΑΝΑΙΝΑΣ
Το μάθατε τι έγινε στον κάμπο της Γαστούνης,
που κίνησ’ η Γαλάναινα με όλο της τ’ ασκέρι
να κάνει βόλτα στα χωριά;
Μπροστά πάνε οι δούλες της και πίσω οι παραγιοί της,
στη μέση πάει η Γαλάναινα.
Σαν φτάσανε εκεί ψηλά στο κάστρο της Κυλλήνης,
εκεί λημεριάσανε…
(Το τραγουδούσε ο Τάσης Ευαγγελόπουλος από το χωριό Άγναντα του δήμου Πηνείας)
***
8. (ΚΑΤΟΥ ΣΤΟ ΜΑΚΡΥ ΓΙΑΛΟ)
Κάτου στο μακρύ γιαλό, Ρωμιά μου, κάτου στο περιγιάλι,
κάτου στο γιαλό - γιαλό, πέρα στον πέρα ποταμό.
Πλένανε Τούρκισσες, Ρωμιά μου, πλένανε Τούρκισσες,
Τούρκισσες και χανούμισσες.
Πλένει και μια, Ρωμιά μου, πλένει και μια Ρωμιά
του Γαλάνη, μωρή Ρωμιά μου, του Γαλάνη η κυρά.
Παλιότουρκας εδιάβαινε, μωρή Ρωμιά μου,
παλιότουρκας εδιάβαινε, Ρωμιά,
την τηράει, μωρή Ρωμιά, την τηράει και της κρένει:
- Μωρή Ρωμιά μου, έλα στην αγκαλιά μου.
(Πηνειώτικη παραλλαγή)
***
9. Η ΓΑΛΑΝΑΙΝΑ
Θέλετε ν’ ακούσετε βιολιά, τα ντέφια πώς βαρούνε;
Περάστε απ’ την Καθολική κι απ’ τη Φανερωμένη.
Χορεύει η Γαλανή μπροστά κι ο γερο-Δήμος πίσω
κι απ’ το πολύ το σείσιμο κι απ’ το πολύ καμάρι
’κόπη τ’ αργυρό κουμπί κ’ εφάνη η τραχηλιά της.
Την γλέπει ούλος ο ντουνιάς, τηράει ούλος ο κόσμος,
την γλέπει και η μάννα της, την γλέπει κι ο καλός της
και της μιλάει μπιστικά και κάθεται και κλαίει.
(Το τραγουδούσε ο Γεώργιος Δανίκας με το παρατσούκλι «Τζής» από το χωριό Άγναντα του δήμου Πηνείας)
***
10. Η ΚΑΘΟΛΙΚΗ
Θέλτε ν’ ακούσετε βιολιά, ν’ ακούσετε κλαρίνα;
Περάστε απ’ την Καθολική κι απ’ τη Φανερωμένη.
Εκεί θ’ ακούσετε βιολιά ,θ’ ακούσετε κλαρίνα.
Χορεύει η Γαλανή μπροστά κι ο Δήμος πάει πίσω.
Κι απ’ το πολύ το σείσιμο κι απ’ το πολύ καμάρι
της ’κόπη τ’ αργυρό κουμπί και φάνηκε ο λαιμός της
και ο Δήμος χαμογέλασε κι η Γαλανή επικράθη.
- Σκύψε, ωρέ Δήμο, πάρε το και δώστο μου στο χέρι
κ’ εγώ σ’ αφήνω το έχε γεια.
(Από το αρχείο του Κωνσταντίνου Λούρμπα από τη Γαστούνη)
***
11. (ΤΟ ΜΑΘΑΤΕ ΤΙ ’ΓΙΝΗΚΕ)
Το μάθατε τι ’γίνηκε στον κάμπο της Γαστούνης,
που κίνησε η Γαλανή στο ρέμα για να πλύνει;
Μπροστά πάνε οι δούλες της και πίσω οι ψυχογιοί της,
στη μέση πάει η Γαλανή με το πολύ καμάρι.
Πάνω που απλώσαν τα πανιά και πήραν τα κοπάνια,
έπιασε μια ψιλή βροχή κ’ ένα τρανό χαλάζι
κ’ η Γαλανή επούδιασε κι αρρώστησε βαριά.
Φέρνει γιατρούς για να τη δουν, φέρνει κομπογιαννίτες,
φέρνει και τον καλό της, μη μπας τη και την υγιάνει.
(Το τραγουδούσε ο Παναγιώτης Ευσταθόπουλος από το χωριό Καλό Παιδί του δήμου Πηνείας)
Ο Ντίνος Ψυχογιός στα «Ηλειακά» του έχει καταγράψει την παρακάτω ιστορία:
«Λέγεται ότι στο χωριό Χελιδόνι ζούσε ένας πλούσιος Έλληνας, που τον έλεγαν Γαλάνη αφέντη. Είχε παντρευτεί μια πολύ όμορφη γυναίκα, που είχε γίνει πόλος έλξης για τους υποψήφιους εραστές της περιοχής της. Είχε ένα σπίτι πραγματικό πύργο, που από την πανύψηλη τούρλα του (σκοπιά) αγνάντευες από τον κάμπο της Γαστούνης ώς τον Ρουφιά, την Κάπελη ακόμη και του Λάλα.
Ήταν πολύ πλούσιος με πολλά κοπάδια γιδοπρόβατα, περιβόλια, αμπέλια, σταφίδες και ελιές. Αγάς στην Γαστούνη τότε ήταν ο Μέραγας, γνωστός για την αγριότητα που τον διέκρινε, ο οποίος ήθελε να ξεκάμει τον Γαλάνη και να καταπατήσει την περιουσία του. Και έτσι κατέστρωσε ένα σατανικό σχέδιο. Έπιασε μεγάλη φιλία με τον Γαλάνη, του έστελνε πολλά πεσκέσια με κυνήγι και συχνά πήγαινε στο Χελιδόνι να κυνηγήσει μαζί με τον Γαλάνη, μιας και του Γαλάνη του άρεσε η σκοποβολή και ιδιαίτερα το κυνήγι.
Με τον καιρό ο Γαλάνης εμπιστεύτηκε τον Μέραγα και όταν μια μέρα πήγαν για κυνήγι οι δυο τους, ο Μέραγας τον σκότωσε με μπαμπεσιά στη θέση “Μπαλασάνι”. Στη συνέχεια γύρισε στο χωριό και είπε ότι ο Γαλάνης έπεσε σε κάποιο γκρεμό και σκοτώθηκε. Η Γαλάναινα αμέσως έτρεξε να βρει τον άντρα της. Ο Μέραγας ταμπουρώθηκε στον πύργο και ειδοποίησε να έρθουν και άλλοι Γαστουναίοι Τούρκοι για βοήθεια και έτσι καταπάτησε ο Μέραγας τον πύργο του Γαλάνη. Ανάγκασε τότε την Γαλάναινα να φύγει και να παρατήσει τον πύργο. Για να δικαιολογήσει δε την παρανομία του αυτή, της ζήτησε να δώσει στο γιο του την όμορφη κόρη της, που είχε με τον Γαλάνη. Η κόρη της δεν ήθελε με κανένα τρόπο να πάρει το παιδί του φονιά του πατέρα της και από την απελπισία της κρεμάστηκε από μια λεμονιά στο περιβόλι δίπλα από τον πύργο του πατέρα της. Ο Μέραγας τότε αποφάσισε να διώξει την Γαλάναινα από το Χελιδόνι επιτρέποντάς της να πάρει ό,τι κινητή περιουσία είχε. Έτσι η Γαλάναινα πήρε ό,τι μπορούσε και πήγε στην Γαστούνη. Μετά από καιρό, ο πύργος του Γαλάνη έπεσε από σεισμό, σκοτώνοντας πολλούς ανθρώπους ως και την γυναίκα του Μέραγα».
(Ψυχογιός Ντίνος , περ. «Ηλειακά», τεύχ. ΚΑ΄, 1961, Λεχαινά Ηλείας, σ. 653)
***
12. (ΘΕΛΤΕ Ν’ ΑΚΟΥΣΤΕ ΒΙΟΛΙΑ)
Θέλτε ν’ ακούσετε βιολιά, ορέ, κλαρίνα μαντολίνα;
Περάστε απ’ την Καθολική, ορέ, κι από την Φανερωμένη.
Κι εκεί θ’ ακούσετε βιολιά, ορέ, κλαρίνα, μαντολίνα.
Χορεύει η Γαλανή, βρε Γαλανή, μπροστά, αμάν,
χορεύει η Γαλανή μπροστά, ορέ, μαζί με τον μπαμπά της.
Κι από το σείσμα το πολύ κι από το λύγισμά της,
εκόπη τα - , βρε εκόπη τ’ αργυρό κουμπί, κι εφάνη το βυζί της.
Κι άλλοι το λένε μάλαμα κι άλλοι το λένε ασήμι.
Βρ’ αμάν, κείνο δεν είναι μάλαμα, ’κείνο δεν είναι ασήμι
παρά είναι της κόρης το βυζί, που λάμπει απ’ τον ήλιο.
(Παντελής Δ. Φράγκος, «Δημοτικά τραγούδια του τόπου μας»,Πολιτιστικός, πολιτισμικός και αγροτουριστικός σύλλογος του Άνω Δωρίου – Δ. Δ. Κόκλας Μεσσηνίας, Αθήνα 2005, σελίδα 58, αρ. τραγουδιού 24)