Αναμνηστική φωτογραφία από κηδεία ανύπαντρης νέας στο Σκουροχώρι, αρχές εικοστού αιώνα |
Της Λυγερής και του Χάρου
Η Ευγενούλα η μοσκονιά κ' η μικροπαντρεμένη
εβγήκε κ' επαινεύτηκε πως Χάρο δε φοβάται,
γιατί ειν' τα σπίτια της ψηλά, κι' ο άντρας της παλληκάρι,
γιατί έχει τους εννιά αδερφούς, τους καστροπολεμίταις,
π' όλα τα κάστρα πολεμούν κ' οι χώραις παραδίνουν.
Κι' ο Χάρος όπου τ' άκουσε, πολύ του βαρυφάνη.
Μαύρο πουλί νεγίνηκε, σαν άγριο χελιδόνι,
εβγήκε κ' εσαϊττεψε τη μοναχή την κόρη
μέσ' 'ς το λιανό το δάχτυλο που χε την αρραβώνα.
Κ' εμπαινοβγαίνουν οι γιατροί και γιατρεμό δε βρίσκουν,
κ' εμπαινοβγαίνει η μάννα της με τα μαλλιά λυμένα.
"Τί έχεις, μαννούλα μου, και κλαις, τι έχεις κι' αναστενάζεις;
-Πεθαίνεις, Ευγενούλα μου, και τι μου παραγγέλνεις;
-Σ' αφήνω, μάννα, το έχε γεια και ντύσε με σα νύφη,
κι' όταν θα σόρθη ο Κωνσταντής να μη μου τον πικράνης,
μόν' στρώσ' του γιόμα να γευτή και δείπνο να δειπνήση,
κι' άπλωσε μεσ' 'ς την τσέπη μου και πάρε το κλειδί μου,
και βγάλ' τον αρραβώνα του και τα χαρίσματα του,
και δώσ ' του τα του Κωσταντή, αλλού ν' αρραβωνίση,
ωσάν κ' εγώ παντρεύομαι, παίρνω το Χάρο άντρα."
Κι' ο Κωσταντής επρόβαλε 'ς τους κάμπους καβαλλάρης,
με δεκαπέντε φλάμπουρα, μ' εννιά ζυγιαίς παιχνίδια,
με τετρακόσιους άρχοντες, πεζούς καβαλλαραίους.
Βλέπει μεγάλη σύναξη, οπού ναι μαζωμένοι.
"Για χαμηλώστε, φλάμπουρα, πάψετε σεις, παιχνίδια,
γιατί σταυρός επρόβαλε απ' το πεθερικό μου,
για πεθερός μου πέθανε, για πεθερά μου ‘χάθη,
για απ' τα γυναικαδέρφια μου κανένα νεσκοτώθη."
Και τάλογό του εβάρεσε 'ς του πεθερού να πάγη.
Αυτού σιμά, αυτού κοντά βαστούσε μοναστήρι.
Βρίσκει τον πρωτομάστορη κ' έκανε το κιβοΰρι.
'"Να ζήσης, πρωτομάστορη τίνος είν' το κιβοΰρι;
-Είναι τανέμου, του καπνού και της ανεμοζάλης.
-Για πέ μου, πρωτομάστορη, καθόλου μη μου κρύψεις.
-Ποιος έχει γλώσσα να σ' το πη, στόμα να σου μιλήσει.
Τούτ' η φωτιά που σ' άναψε, ποιος θε να σου τη σβήσει;
Η Ευγενούλα απέθανε νη πολυαγαπημένη.
-Να ζήσης, πρωτομάστορη, κάμε το πιο μεγάλο.
Νά ναι πλατύ, νά ναι μακρύ, νά ναι για δυο νομάτους."
Βιτσιά βαρεί ταλόγου του, 'ς του πεθερού του πάει.
Βρίσκει παπάδες πόψελναν, μοιρολογίστραις κλαίουν.
"Μεριά σταθήτε, ψάλτηδες, μεριά, μοιρολογίστραις!"
Χρυσό μαντήλι σήκωσε την είδε πεθαμένη.
Σκύφτει, φιλεί γλυκά γλυκά, γλυκά την αγκαλιάζει,
χρυσό μαχαίρι νέβγαλε ναπ' αργυρό θηκάρι,
ψηλά ψηλά το σήκωσε και 'ς την καρδιά το χώνει.
Εκεί που θάψανε το νιο φύτρωσε κυπαρίσσι,
κ' εκεί που θάψανε τη νια εβήκε καλαμιώνα.
Λυγογυρίζει η καλαμιά, σκύφτει το κυπαρίσσι.
Κ' ένα πουλί κελάδαε, 'ς άλλο πουλί ξηγειώνταν.
"Για δες τα τα κακόμοιρα, τα πολυαγαπημένα!
δε φιλήθηκαν ζωντανά, φιλειούνται πεθαμένα."
Η Λυγερή στον Άδη
Καλά τό χουνε τα βουνά, καλόμοιρ' ειν' οι κάμποι,
που Χάρο δεν παντέχουνε, Χάρο δεν καρτερούνε,
το καλοκαίρι πρόβατα και το χειμώνα χιόνια.
Τρεις αντρειωμένοι βούλονται να βγουν από τον Άδη.
Ο ένας να βγη την άνοιξη, κι' ο άλλος το καλοκαίρι,
κι' ο τρίτος το χινόπωρο, οπού είναι τα σταφύλια.
Μια κόρη τους παρακαλεί, τα χέρια σταυρωμένα.
Γϊα πάρτε με, λεβέντες μου, για τον Απάνου κόσμου.
-Δεν ημπορούμε, λυγερή, δεν ημπορούμε, κόρη.
Βροντομαχούν τα ρούχα σου κι' αστράφτουν τα μαλλιά σου,
χτυπάει το φελλοκάλιγο και μας ακούει ό Χάρος.
-Μα γω τα ρούχα βγάνω τα και δένω τα μαλλιά μου,
κι' αυτό το φελλοκάλιγο μέσ' 'ς τη φωτιά το ρήχνω.
Πάρτε με, αντρειωμένοι μου, να βγω 'ς τον Πάνω κόσμο,
να πάω να ιδώ τη μάννα μου ως χλίβεται για μένα.
-Κόρη μου, εσένα η μάννα σου 'ς τη ροϋγα κουβεντιάζει.
-Να ιδώ και τον πατέρα μου πως χλίβεται για μένα.
-Κόρη μου, κι' ο πατέρας σου 'ς το καπελειό ειν' και πίνει.
-Να πάω να ιδώ ταδέρφια μου πως χλίβονται για μένα.
-Κόρη μου, εσέν' ταδέρφια σου ριχτούνε το λιθάρι.
-Να ιδώ και τα ξαδέρφια μου πως χλίβονται για μένα.
-Κόρη μου, τα ξαδέρφια σου μέσ' 'ς το χορό χορεύουν."
Κ' η κόρη ναναστέναξε βαθιά 'ς τον Κάτω κόσμο,
κι' ανάψανε τα καπελειά, κ' εκάησαν οι ρούγαις,
εκάη και το λιθόρεμα, πόρριχταν το λιθάρι,
εκάη κ' η δίπλη του χορού, π' εχόρευε η γενιά της.
Τι έχεις, κόρη, που χλίβεσαι
Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου,
ψες έχασα μια λυγερή, μια ακριβοθυγατέρα,
να μη την είδες πουθενά, να μη την απαντήσες;
-Εψές προχτές την είδηκα 'ς του Χάρου το σαράι.
Ό Χάρος έτρωγε ψωμί, κ' η κόρη τον κερνούσε,
κ' έτρεχαν τα ματάκια της σα μαρμαρένια βρύση,
κ' έτρεμε κ' η καρδούλα της σα μήλο μαραμμένο.
Κι' από το συχνοκέρασμα της πέφτει το ποτήρι,
μάιτε σε πέτρα βάρεσε, μάιτε σε καλντιρίμι,
μέσα 'ς του Χάρου την ποδιά έπεσε κ' ερραΐστη.
Του Χάρου κακοφάνηκε, γυρίζει και της λέει.
"Τι έχεις, κόρη, που χλίβεσαι και χύνεις μαύρα δάκρυα,
και τρέχουν και τα μάτια σου σα μαρμαρένια βρύση;
Μη σε πονεί οχ τη μάννα σου, να στείλω ναν τη φέρω;
-Δε με πονεί οχ τη μάννα μου, μη στέλνης νάν τη φέρης.
-Μη σε πονεϊ οχ ταδέρφια σου, να στείλω νάν τα φέρω;
-Δε με πονεϊ οχ ταδέρφια μου, μη στέλνης ναν τα φέρης,
μόν' με πονεϊ οχ το σπίτι μου κι' οχ τον Απάνω κόσμο.
-Α σε πονέ οχ το σπίτι σου, πλια δεν το μεταβλέπεις."
Ήλιε μου και τρισήλιε μου
Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου,
ψες έχασα μια λυγερή, μια ακριβοθυγατέρα,
να μη την είδες πουθενά, να μη την απαντήσες;
-Εψές προχτές την είδηκα 'ς του Χάρου το σαράι.
Ό Χάρος έτρωγε ψωμί, κ' η κόρη τον κερνούσε,
κ' έτρεχαν τα ματάκια της σα μαρμαρένια βρύση,
κ' έτρεμε κ' η καρδούλα της σα μήλο μαραμμένο.
Κι' από το συχνοκέρασμα της πέφτει το ποτήρι,
μάιτε σε πέτρα βάρεσε, μάιτε σε καλντιρίμι,
μέσα 'ς του Χάρου την ποδιά έπεσε κ' ερραΐστη.
Του Χάρου κακοφάνηκε, γυρίζει και της λέει.
"Τι έχεις, κόρη, που χλίβεσαι και χύνεις μαύρα δάκρυα,
και τρέχουν και τα μάτια σου σα μαρμαρένια βρύση;
Μη σε πονεί οχ τη μάννα σου, να στείλω ναν τη φέρω;
-Δε με πονεί οχ τη μάννα μου, μη στέλνης νάν τη φέρης.
-Μη σε πονεϊ οχ ταδέρφια σου, να στείλω νάν τα φέρω;
-Δε με πονεϊ οχ ταδέρφια μου, μη στέλνης ναν τα φέρης,
μόν' με πονεϊ οχ το σπίτι μου κι' οχ τον Απάνω κόσμο.
-Α σε πονέ οχ το σπίτι σου, πλια δεν το μεταβλέπεις."
Μοιρολόγια μάνας στην κόρη
.
Κόρη μου, σε κλειδώσανε κάτω στην Αλησμόνη,
Που στο ‘μπα δίγουν τα κλειδιά, στο έβγα δεν τα δίγουν,
Και στο μπαινοξανάβγαρμα σφιχτά σε μανταλώνουν·
Που κόρη μάνας δε μιλεί, μηδέ στην κόρη η μάνα,
Μηδέ τα τέκνα στους γονιούς, μηδέ οι γονιοι στα τέκνα,
Κι ο βασιλές ακόμη κει με όλους μας είν’ ίσια.
Εκεί ‘ν’ τα σπίτια σκοτεινά, οι τοίχοι ‘ραχνιασμένοι,
Εκεί μεγάλοι και μικροί είν’ ανακατεμένοι.
.
Μες στα ‘μπα του καλοκαιριού και στα ‘βγα του χειμώνα,
Τήρα καιρό που διάλεξε να πάρει, να μισέψει!
Παιδί μου, δεν απόμενες, δεν άφηνες αγάλια,
Όσο ν’ ανθίσουν τα βουνά, να πρασινίσου’ οι κάμποι,
Ν’ ανοίξουν τα γαρούφαλα, να γίνουν τα λουλούδια ,
Να φορτωθείς, να στολιστείς, να πας στον Κάτου Κόσμο,
Να βάλου’ οι νιοι στα φέσια τους κι οι νιες στις τραχηλιές τους,
Και τα μικρά στα χέρια τους, να λησμονούν τη μάνα.
Λίγα λόγια για τη φωτογραφία: Η νεκρή είναι νεαρής ηλικίας, ντυμένη με νυφικό και στολισμένη με λευκά άνθη, οπότε μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ήταν ανύπαντρη. Περιστοιχίζεται από οικείους διαφόρων ηλικιών, εκ των οποίων οι πλησιέστεροι στο προσκεφάλι της πρέπει να είναι οι γονείς και τα αδέρφια της, στα πρόσωπα των οποίων είναι εντονότερα χαραγμένη η θλίψη. Οι γυναίκες έχουν καλυμμένα τα κεφάλια τους με πλεκτές ριχταριές.
Μπορεί να μας παραξενεύει σήμερα και να μη συγκαταλέγεται στα επιθανάτια έθιμα, αλλά η αναμνηστική φωτογραφία με το νεκρό στο φέρετρο, έξω από το σπίτι και πριν την εκφορά, πλαισιωμένο από όλους τους συγγενείς και τους χωριανούς, ήταν μια συνηθισμένη πρακτική σε όλο τον ελληνικό χώρο στις αρχές του εικοστού αιώνα, από τότε που οι επαγγελματίες πλανόδιοι φωτογράφοι άρχισαν να αναζητούν εργασία στα χωριά. Μερικές φωτογραφίες με αυτό το θέμα είναι πραγματικά κειμήλια, καθώς διασώζουν πολλά πρόσωπα μιας κοινότητας και μας δίνουν πληροφορίες για την ένδυση, τον πλούτο, ακόμη και τις κοινωνικές σχέσεις της περιοχής. Το θέαμα δεν εθεωρείτο μακάβριο και τέτοιες φωτογραφίες μέσα σε πλαίσιο κρεμούσαν στους τοίχους μαζί με τις άλλες φωτογραφίες των μελών της οικογένειας, ή τις έστελναν στους ξενιτεμένους συγγενείς που δεν είχαν παρευρεθεί στην κηδεία, ως το τελευταίο ενθύμιο του εκλιπόντος. Στα κατοπινά χρόνια όμως, οι φωτογραφίες με αυτό το περιεχόμενο ήταν οι πρώτες που κατέβηκαν από τους τοίχους και απορρίφθηκαν.
Η συγκεκριμένη φωτογραφία διασώθηκε από αρχοντική οικία του Σκουροχωρίου πριν αρκετά χρόνια, κυριολεκτικά λίγο πριν την καταπιεί η μπουλντόζα. Είναι μικρών διαστάσεων και βρισκόταν μέσα σε χρυσωμένο πλαίσιο. Στην ίδια οικία, μεταξύ των πολλών οικογενειακών φωτογραφιών, υπήρχε και άλλο κάδρο μεγάλων διαστάσεων με το ίδιο θέμα, όπου ο νεκρός ήταν άνδρας. Δυστυχώς όλες οι άλλες φωτογραφίες της οικίας, μαζί με όσα έπιπλα και λοιπά κειμήλια βρίσκονταν στο εσωτερικό της, χάθηκαν για πάντα.
Πηγές:
ΒΥΤΙΝΑΙΟΣ
ΜΥΡΙΟΒΙΒΛΟΣ