Καλώς ορίσατε στην αρχαιότερη ιστοσελίδα της Ηλείας, στο Αντρώνι και στην Ορεινή Ηλεία.

Είναι οι κατάφυτες διαδρομές μέσα στις βελανιδιές και στα πλατάνια στο κέντρο της Κάπελης με τις απόκρημνες πλαγιές, τα σκιερά φαράγγια με τις πολλές σπηλιές, τους καταρράκτες, τους νερόμυλους και τις νεροτριβές, με τις δροσερές πηγές και τα καθαρά ποτάμια... Με τα πετρόχτιστα σπίτια, τα νόστιμα φαγητά και το καλό κρασί, τα αρχοντικά γλέντια και τους φιλόξενους κατοίκους.

Ξύπνα, καημένη Αναστασιά...

Το βλέπεις κείνο το βουνό πούνε ψηλά από τ' άλλα,
εκεί 'ναι πύργος γυάλινος με κρυσταλλένια τζάμια,
μέσα κοιμάται μία ξανθιά, μίας χήρας θυγατέρα,
πως νάταν να την ξύπναγα να της το πω φοβάμαι,
Ξύπνα, καημένη Αναστασιά, αμάν καημένη Αναστασιά!

Τραγούδι της Πελοποννήσου σε καλαματιανό ρυθμό που μας έρχεται από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Η λαϊκή μούσα που οσμίζεται την λευτεριά, αγναντεύει προς τα ψηλά βουνά, βλέπει μακριά τον γυάλινο πύργο που μέσα, βρίσκεται κοιμισμένη για 400 χρόνια, η λευτεριά.
Στα χρόνια της Τούρκικης κατοχής η λέξη «ελευθερία» ήταν απαγορευμένη. Δεν αναφερόταν ποτέ δημόσια γι’ αυτό και στο δημοτικό μας τραγούδι παρομοιάζεται με μια όμορφη κοπέλα, την Αναστασιά.
Ήταν η νέα, η ξανθιά, η θυγατέρα της δόλιας και μαυροφορεμένης Ελλάδας, η ανάσταση του γένους. Η Αναστασιά δεν ήταν άλλη παρά οι ραγιάδες Έλληνες που κοιμόταν για χρόνια.
Λίγο πριν από το ξεσηκωμό του 1821, ο λαϊκός ποιητής με τη σοφία του, ψάχνει να βρει τρόπους πώς να ξυπνήσει την κόρη και πώς να της μεταδώσει το άγγελμα της επανάστασης, «πώς να ‘ταν να την ξύπναγα να της το πω φοβάμαι...».
Στο τέλος, όταν όλα ήταν έτοιμα, παίρνει την απόφαση να την «αφυπνίσει». Σπάζει τον γυάλινο πύργο εισβάλει μέσα και προστάζει την κόρη, «ξύπνα» της λέει, έφτασε το πλήρωμα του χρόνου.
Το παραπάνω τραγούδι είναι πάντα επίκαιρο και ιδιαίτερα σήμερα που η χώρα μας ταλανίζεται από την ξένη κηδεμονία και τα μνημόνια.

Άλλες παραλλαγές του τραγουδιού:
Το βλέπεις εκείνο το βουνό, το πιο ψηλό από τ' άλλα
που 'χει ανταρίτσα στην κορφή και καταχνιά στη ρίζα
εκεί 'ναι πύργος γυάλινος, πύργος μαλαματένιος
εκεί κοιμάται μια ξανθή, μιας χήρας θυγατέρα
και πώς θα την ξυπνήσουμε και πώς θα της το πούμε;
Ξύπνα, καημένη Αναστασιά.
-----
Το βλέπεις κείνο το βουνό πουν' πιο ψηλ' από τ' άλλα,
εκεί 'ναι πύργος γυάλινος με κρουσταλλένια τζάμια,
μέσα κοιμάται μία ξανθιά μίας χήρας θυγατέρα
και πως να την ξυπνήσουμε και πως να της το πούμε;
Ξύπνα καημένη Αναστασιά, ξύπνα κι άναψε τη φωτιά,
ξύπνα κι άναψε τη φωτιά και σβήσε το λυχνάρι,
γιατί μας πήρε η χαραυγή, το δόλιο μεσημέρι
παν τα πουλάκια για βοσκή κι οι λυγερές στη βρύση,
πάνε να πάρουνε νερό, να πιούν και να γεμίσουν.
----
Το βλέπεις κείνο το βουνό το κορφανταριασμένο,
που’ χει ανταρούλα στην κορφή και καταχνιά στον πάτο,
πο’ χει τον πύργο γυάλινο, τα τζάμια κρυσταλλένια
Εκεί κοιμάται μια ξανθιά, μιας χήρας θυγατέρα.
Μα πώς να την ξυπνήσουμε, μα πώς να της το πούμε;
Ξύπνα, καημένη Αναστασιά, και μην βαριά κοιμάσαι
ξύπνα ν’ ανάψεις τη φωτιά, να σβήσεις το λυχνάρι
γιατί μας πήρε η χαραυγή, το δόλιο μεσημέρι.
Πώς να σκωθώ, λεβέντη μου, πώς να σκωθώ, παιδί μου,
μπλέχθηκαν τα μαλλάκια μου με τα δικά σου αντάμα.
Το πώς θα τα ξεμπλέξουμε, το πώς θα σηκωθούμε.
- Σύρε να πεις τη μάνα σου να κάνει κι άλλη τέτοια,
να κάψει κι άλλον την καρδιά πώς έκαψε κι εμένα.
------
Πέρα σ’ εκείνο το (ι)βουνό το κορφανταριασμένο
πο’ ‘χει ανταρού... ανταρούλα στην κορφή αμάν
πο’ ‘χει ανταρού... ανταρούλα στην κορφή.

Πο’ ‘χει ανταρούλα στην κορφή και συννεφιά στον πάτο
(ν)εκεί ‘ναι πύ... ‘ναι πύργος γυάλινος αμάν
(ν)εκεί ‘ναι πύ... ‘ναι πύργος γυάλινος.

(Ν)εκεί ‘ναι πύργος γυάλινος με κρυσταλλένια τζάμια
(ν)εκεί κοιμά... κοιμάται μια ξανθιά αμάν
(ν)εκεί κοιμά... κοιμάται μια ξανθιά.

(Ν)εκεί κοιμάται μια ξανθιά μιας χήρας θυγατέρα
και πως να την να την ξυπνήσομεν αμάν
και πως να την να την ξυπνήσομεν.

Και πως να την ξυπνήσομεν και πως να της το ειπούμε
ξύπνα καημέ... καημένη Αναστασ(ι)ά αμάν
ξύπνα καημέ... καημένη Αναστασ(ι)ά.

Ξύπνα καημένη Αναστασ(ι)ά ν’ ανάψεις το λυχνάρι
δεν ημπορώ ...μπορώ λεβέντη μου αμάν
δεν ημπορώ ...μπορώ λεβέντη μου.

Δεν ημπορώ λεβέντη μου να βγω απ’ την αγκαλιά σου
μπλέχτηκαν τα βρε τα μαλλάκια μου αμάν
μπλέχτηκαν τα βρε τα μαλλάκια μου.

Μπλέχτηκαν τα μαλλάκια μου μαζί με τα δικά σου
και πως θα τα θα τα ξεμπλέξομε αμάν
και πως θα τα θα τα ξεμπλέξομε.

Το δημοτικό τραγούδι «ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ» ανήκει σε μία σειρά από άλλα Ηλειακά τραγούδια που τα εκτέλεσαν οι Αντρωναίοι μουσικοί, Βασίλης Σίνος στο κλαρίνο και Βασιλάκης Σίνος στο βιολί σε εκδήλωση συλλόγου στο κοντινό μας χωριό, Πέρσαινα. Στο τραγούδι είναι ο Νίκος Δημητρακόπουλος. Στο χορό, το χορευτικό συγκρότημα του Δήμου Πύργου. Η βιντεοσκόπηση έγινε από συνεργείο της ΕΡΤ στα πλαίσια της εκπομπής «Μουσική Παράδοση», με παρουσιαστή τον Παναγιώτη Μυλωνά όπου καταγράφει τα τραγούδια και τους χορούς της Πελοποννήσου. Πηγή: Αρχείο ΕΡΤ.

Κώστας Παπαντωνόπουλος
Οκτώβρης 2017


Εκτύπωση   Email

Κεντρική Σελίδα

Ο Τόπος μας

Παράδοση

Πολυμέσα

Ιστορία

Αναδημοσιεύσεις

Free Joomla! templates by Engine Templates