Πριν από τέσσερα χρόνια, στις 6 Ιουνίου του 2009, συναντήσαμε τον αείμνηστο μπαρμπα-Θανάση Πανόπουλο στο καφενείο που διατηρούσε στο Πανόπουλο. Ο Θανάσης ήταν έξυπνος και εύστροφος άνθρωπος. Είχε το πρώτο βενζινάδικο –βουλκανιζατέρ στο Πανόπουλο και παρότι αυτοδίδακτος τεχνίτης εκτελούσε άψογα όλες τις τεχνικές εργασίες των οχημάτων της περιοχής.
Στις ερωτήσεις μας για το αεροδρόμιο στο Πανόπουλο, έργο που είχε κατασκευαστεί κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, μπόρεσε να θυμηθεί ακόμη και τα ονόματα των επιτηρητών αξιωματικών.
Στη συνάντηση ήταν μαζί μας και ο μπαρμπα-Παναγιώτης Λαζαράκης (Τσακουμάκης) που με τα καλαμπούρια του διέκοπτε και αποσυντόνιζε την κουβέντα μας. Παρόλα αυτά, στο λίγο διάστημα που βρεθήκαμε με το Θανάση Πανόπουλο, είχαμε την ευκαιρία να μας εξιστορήσει δύο ιστορίες από την εποχή της Τουρκοκρατίας, ιστορίες που μεταφέρθηκαν σε αυτόν από γενιά σε γενιά.
Η πρώτη αναφερόταν στον Αγά του Λάλα, που τον ονομάζει Κασιδιάρη (εμείς εκτιμούμε ότι είναι ο Ραΐτ Αγάς ο κουτσός ή Κουτσοραΐτ), που επεδίωκε να βάλει στο χαρέμι του την πανέμορφη μοναχοκόρη του Αγά της Πάτρας. Για τον σκοπό αυτό ο Αγάς του Λάλα χρησιμοποίησε τον αρματολό Πάνο Πανόπουλο.
Η δεύτερη ιστορία αναφέρεται στα χρόνια του Ιμπραήμ και στο γιό του Πανόπουλου, το Θανάση. Ο Θανάσης Πανόπουλος εκμεταλλεύτηκε τις καλές σχέσεις που διατηρούσε ο ίδιος και ο πατέρας του με τους Λαλαίους Τούρκους, προσκύνησε τον Ιμπραήμ και κατάφερε να πάρει ένα μεγάλο μπουλούκι αιχμαλώτων από το Καλλιμάνι και να τους μεταφέρει στο σπίτι του οπλαρχηγού Νικολάου Κλαπανάρη στο Αντρώνι. Σημειώνουμε ότι εκείνες τις μέρες το Αντρώνι ήταν έρημο και κατεστραμμένο από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ.
Απομαγνητοφωνήσαμε μέρος της συζήτησης και σας παρουσιάζουμε δύο ολιγόλεπτα βίντεο.
Ο Πάνος Πανόπουλος και η πανέμορφη κόρη του Αγά της Πάτρας.
- Ο Αγάς του Λάλα ήταν κασιδιάρης, ήταν φούντες- φούντες τα μαλλιά του και ήδη βγαίνουν ακόμη κασιδιαραίοι.
Πρώτα θα πήγαινε ο Αγάς στη νύφη και μετά ο άντρας της, για να αφήσει γόνο.
Μπεντένι και Κλινδιά βγαίνουν ακόμη κασιδιαραίοι.
Ήθελε ο αγάς του Λάλα να πάρει την μοναχοκόρη του Αγά της Πάτρας αλλά αυτός δεν τον ήθελε παρότι ήταν πολύ πλούσιος, γιατί ήταν κασιδιάρης.
Του λέει ο Πάνος ο Πανόπουλος που ήτανε αρματολός.
Οι αρματολοί διπλαρώνανε τους αγάδες.
Ήταν λεβέντης άντρακλας, τώρα μπασταρδέψαμε από του διαόλου τις γυναίκες.
Του λέει, εγώ θα πάω να στη φέρω αλλά ότι σου ζητήσω θα μου το φέρεις.
Τι θέλεις, του λέει ο Αγάς;
Θα μου βρεις ένα άλογο που να μην το φτάνει άλλο άλογο και μια φορεσά, φουστανέλα με σαράντα πήχεις πανί, τόσο του χόντρου κάτου η φουστανέλα.
Μην με εκθέσεις του λέει και με πιάσουν, γιατί θα με κόψουν οι Τούρκοι άμα με πιάσουν.
(Eδώ τον πειράζει ο Παναγιώτης Λαζαράκης οΤσακουμάκης).
- Εσύ δεν ξέρεις τίποτε άλλο (λέει ο Θανάσης).
Του ‘φερε τ’ άλογο, του ‘φτιάξε και τη φουστανέλα. Αξίας τότε η φουστανέλα!
Το καβάλησε τ’ άλογο (και έφτασε) στη Πάτρα.
Ήξερε (ο Πανόπουλος) το σαράι του αγά των Πατρών.
- Πες την αλήθεια όμως, (επεμβαίνει ο Τσακουμάκης.)
Ο Πανόπουλος δήλωσε ότι ήταν Τούρκος υπήκοος;
- Δεν ξέρω, αρματολός ήταν (απαντάει ο Θανάσης).
-Τούρκος υπήρξε όμως, Χάνι Μπιρσόη εδώ χάμου το Πανόπουλο (ανταπαντάει ο Τσακουμάκης).
-Γιά σώπα!, εσύ ρε ξέρεις και δεν ξέρουμε εμείς; (απαντάει ο Θανάσης).
Επήγε εκεί πέρα, φωτίστηκε στην Πάτρα.
Η πάτρα ήταν τότε καλντερίμι, τέτοιο.
Ήταν οι δρόμοι στρωμένοι με τέτοιο πράμα (δείχνει).
Λοιπόν, κράπα-κράπα, κράπα-κράπα, κράπα-κράπα τ’ άλογο. Έκανε μια βόλτα, πέρασε από το σαράι.
Εξαναγύρισε, ξαναπήγε πάνω κάτω, εβγήκε και η κόρη όξω του Αγά.
Μόλις τον είδε από το μπαλκόνι, κάρφωσε τα μάτια της στον Πανόπουλο.
-Ρέ! (απαντάει στα πειράγματα του Τσακουμάκη).
-Άλλη βόλτα απάνου άλλη κάτου, εκείνη εκεί κρεμάστηκε στο μπαλκόνι. Δεν είχε ιδωμένο τέτοιο παλικάρι (η μοναχοκόρη του Αγά της Πάτρας).
Της κάνει νόημα που λες.
Έλα της λέει, αφού έκατσε εκεί και δεν έμπαινε στο σαράι.
Πάτ εκατέβηκε κάτου (η κοπέλα). Καβάληκε στ’ άλογο.
Του πέσανε οι Τουρκαλάδες με κάτι μπαντάδες από κοντά.
Έφυγε (για το Λάλα).
Ήταν ο νόμος μέχρι δυο αγάδες, πως είναι τα όρια από δω η Ηλεία από δω η Αχαΐα.
Εφτάσανε στα όρια.
Γύρισαν πίσω οι Τούρκοι. Δεν είχαν το δικαίωμα να τον πιάσουν, αλλά δεν τον πιάνανε!
Μόλις βγήκε αγνάντιο στου Λάλα, του λέει κείνη κει.
Πιο χωριό είναι του λέει;
Του Λάλα λέει, της είπε.
Είχε και την κουμπούρα (ο Πανόπουλος). Κουμπούρα μονοκαβαλίκη διπλή.
Παίρνει το χέρι εκείνη εκεί, του παίρνει, του ‘βγαλε την κουμπούρα από τη θήκη, το πιστόλι (όταν κατάλαβε το σχέδιο του Πανόπουλου).
Της παίρνει το χέρι της, της στρίβει το χέρι, την πήρε.
Μπαμ - μπαμ (την άδειασε).
Την πάει στον Κασιδιάρη.
Ότι συνέδριο κάνανε οι Τουρκαλάδες με την Τρίπολη για τους Κολοκοτρωναίους, είχε τέτοια εμπιστοσύνη ο Αγάς που τον άφηνε να ακούει τη συζήτηση, το συνέδριο με τους Τούρκους της Τριπόλεως για τους Κολοκοτρωναίους, κι όπως μόνο ο Θοδωράκης γλύτωσε, τους άλλους ούλους...
Πάρε με και ‘μένα Θανάση!
-Όταν βγήκε ο Ιμπραήμ στην Κυλλήνη για να…,
- Γράφει τώρα; (Ρωτάει ο Παναγιώτης Λαζαράκης, ο Τσακουμάκης). Εμένα θα με γράψει μέσα;
-Με στρατό πολύ ο Ιβραήμ (συνεχίζει ο Θανάσης). Από την Κυλλήνη κι απάνου, Ανδραβίδα Γαστούνη, αυτό ότι μάζευε ζώα αιχμαλώτους τους πουλάγανε στο Σταυροπάζαρο της Αραβίας και φέρνανε και άραβες εδώ και γυναίκες και άντρες.
Έστελνε ανθρώπους δικούς μας στον Πανόπουλο. Οι Τούρκοι αυτό κάνανε, συνέδριο να ενισχύσει και ο αγάς του Λάλα την Τρίπολη για τους Κολοκοτρωναίους. Αμποδυθείτε γιατί είχαν βγει μέσες άκρες οι Κολοκοτρωναίοι.
Όταν εβγήκε ο Ιβραήμ δεν επήγε, ήταν φίλος στους Τούρκους ο Πανόπουλος και στέλνει το παιδί του το Θανάση. Για αυτό μένει το όνομα Θανάσης. Μένει ακόμα, κάθε σπίτι, κάθε δεύτερο σπίτι θα βάλει και όνομα Θανάση.
Επήγε εκεί πάνω, θα τον προσκυνήσεις, γι αυτό και δεν μας γράφει η ιστορία, προσκύνησε τον Ιβραήμ και του ζήτησε μία χάρη.
Τί χάρη θέλεις να σου κάνω του λέει;
Εδώ έχεις πιασμένο πολλούς δικούς μας συγγενείς, του λέει.
- Στο Καλλιμάνι; (ρωτάω)
-Στου Καλλιμάνι! (απαντάει).
Τότε πήρε το όνομα Καλλιμάνι, διότι μαυρολόγαγε από τα ζώα και από τον κόσμο πού ‘χε μαζομένο (ο Ιμπραήμ).
Όπως πέφτανε κάποτε οι καλλιμάνες, μαυρολόγαγε ένα χωράφι πενήντα στρέμματα, κατάμαυρο, γι αυτό το ονόμασαν Καλλιμάνι.
Μεγάλη χάρη μου γύρεψες του είπε (ο Ιμπραήμ). Τον επροσκύνησε και του είπε ότι έρχομαι από τον Αγά του Λάλα, από τον Κασιδιάρη. Μεγάλη χάρη μου γύρεψες, τράβα και όποιον γνωρίζεις πάρτον.
Έ… Είπανε ότι κάποιος ήλθε μεσολαβητής. Δεν τόνε ξέρανε… από τη Γαστούνι που είχανε φέρει απάνω. Ακούσανε κάποιον γνωστό που έλεγε πάρε με και εμέ Θανάση, πάρε με και εμένα Θανάση. Πήρε τους αιχμαλώτους και τους επήε στο Αντρώνι.
Του είπανε λέει, μην φύγει κανένας, μη φύγουνε ο κόσμος και τα ζώα και τα πιάσουνε πάλε ο στρατός μου, εδώ να μην ελθείς, θα σου κόψω το κεφάλι.
-Σε ποιο σπίτι τους κρατήσανε; (ρωτάω).
-Στου Κλαπανάρη το σπίτι (απαντάει).
-Στο Μπουκέικο;
-Στο Μπουκέικο!.
-Κάτινος το είπα, …(συνεχίζει ο Θανάσης). Είχε εννιά πολεμίστρες (το σπίτι).
Γι’ αυτό έλεγε ο Τούρκος Κούμανι και Αντρώνι, ο θεός να σε γλυτώνει και αν περάσεις από τη Δίβρη, θα σε φάει το μαύρο φίδι.
-Δεν πήγαν στο Αντρώνι οι Τούρκοι ούτε στου Κούμανι (συμπληρώνει ο Τσακουμάκης).
-Οι Κουμαναίοι ήσαντε… (συνεχίζει ο Θανάσης). Είχανε στρατό…
-Τους γκρεμάγανε με τις πέτρες, (συμπληρώνει ο Τσακουμάκης).
-Για συνέχισε…
-Λοιπόν… και τους επήρανε και τους εμαζέψανε στο Αντρώνι. Τους λέει, δεν θα φύγετε κανένας αν δεν φύγει ο Ιμπραήμ με το στρατό τουνα προχωρήσει να φύγει. Αυτοί (οι Τούρκοι) είχαν και ένα κοριτσάκι με τη μάνα της παρμένο, ένα κοριτσάκι 8-10 χρονών. Λοιπόν… η μάνα της εχάθηκε στο δρόμο, τη σκοτώσανε, ταλαιπωρήθηκε, τέλος πάντων εχάθηκε η μάνα της και έμεινε το παιδάκι μοναχό του.
Το κοριτσάκι μες του Κλαπανάρη το σπίτι έφαγε με τον Ιβραήμ γάτα ψημένη. Γάτα ψημένη έφαγε, γιατί τόσος λαός τι θα φάνε; Λοιπόν, ήξερε (το κοριτσάκι) το φάρμακο, το χορτάρι για τη λύσσα.
-Η τσούπα;
-Το κοριτσάκι εκείνο εκεί, περάσανε χρόνια, ήτανε γριά…, ήξερε το χορτάρι για τη λύσσα, για τα σκυλιά και για τους ανθρώπους.
Την τρώει ένα σκυλί τη γιαγιά μου εκεί (δείχνει) χαμοκέλα ήτανε, την έφαγε ένα σκυλί και τον μπάρμπα μου τον Κωστάκη, τον εδάγκωσε στο πόδι το σκυλί.
- Λυσσασμένο ;
- Όχι λυσσασμένο. Δεν ήτανε λυσσασμένο, αλλά πηδιόσαντε οι σκύλες ας πούμε και το σαλάχιξε και της εβούτηξε απάνου και την έφαγε. Ένα τσοπανόσκυλο.
Λοιπόν… και σηκώθηκε, παίρνει το παιδί και πήγε στην Ανδραβίδα.
Στην Ανδραβίδα επήγε, εκεί ήτανε η γριά.
Ήταν η γριά τυφλή. Δεν ήβλεπε ήτανε τυφλή, είχε χάσει το φως της.
Λοιπόν… και ρωτάει την γιαγιά μου. Ναι κουβέντιαζε με τη γιαγιά μου. Της λέει, μικρόβιο λύσσα δεν έχεις της λέει. Το παιδί το είχε στην αγκαλιά, τον μπάρμπα μου τον Κωστάκη.
Τον πιάνει (η γριά) τον τσιμπάει στο πόδι. Ουά! έκαμε το παιδί. Το ξανά τσιμπάει στο άλλο πόδι. Ουά!
Έκλεγε το παιδάκι, το πήγε στην αγκαλιά κάτω.
Λοιπόν της λέει, δεν υπάρχει λύσσα ακόμα, της λέει. Δεν ξέρω πόσες μέρες σας έχει φάει, γιατί στις σαράντα ημέρες θα λα λυσσάξει.
(Γελάει ο Τσακουμάκης… με τα αστεία του).
-Για σώπα ρε (του απαντάει ο Θανάσης) και τους έδωκε και το φάρμακο.
Πούθε είσαι της λέει;
Από τ’ Αντρώνι της είπε η γιαγιά μου.
Κακόμοιρο Αντρώνι της λέει!
Μες του Κλαπανάρη το σπίτι έφαγα γάτα ψημένη, με τον Ιβραήμ που με ‘χανε. Μας είχανε πιασμένο.
Και τους έδωκε και ένα χορτάρι μια ρίζα από κείνο χορτάρι.
-Δεν το ξέρουμε αυτό το χορτάρι ποιο ήτανε;
-Εγώ το πρόλαβα. Ας πούμε, ήτανε σαν την πρασινάδα που βάνουνε οι γυναίκες και απολάει κάτι βλαστάρια μακριά ας πούμε, αλλά μες τ’ αμπέλι το φυτέψανε. Όπου έφτανε η ρίζα του χορταριού ‘κεινού, τα κλίματα χαθήκανε ούλα μπίτι.
-Ξεραινόσαντε ε;
-Ξεραινόσαντε τα κλίματα.
-Ποιο λες το μάκη; (επεμβαίνει ο Τσακουμάκης)
-Όχι το μάκη ρε, ναπασιάδα τη λέγανε… πέταγε βλαστάρι από δω μέχρι ‘κει πέρα, ψιλό.
-Δεν μπόρεσα να ‘μαι θεός, (διακόπτει πάλι ο Τσακουμάκης). Δεν μπόρεσα να ‘μουν θεός γαμό τον αντίχριστό του γαμώ!
-Και το θυμήθηκα εγώ, (συνεχίζει ο Θανάσης). Εγώ δεν είμαι μικρουλάκος, είμαι ογδόντα χρονών, ογδόντα μισό πάω τώρα.
-Ογδόντα μισό, (συνεχίζει με τα αστεία του ο Τσακουμάκης), και τη γυναίκα δεν την γκάστρωσες;
-Δεν πήρα εσένα, (του απαντάει με χαμόγελο ο Θανάσης).
Ακολουθούν γέλια…