Γράφει ο Γιάννης Παλούμπης, Αντιναύαρχος (ε.α.)
Οι ακτές της Ηλείας είναι γνωστές στους περισσότερους Έλληνες αλλά και σε εκατομμύρια ξένους γιατί αποτελούνται από πανέμορφες παραλίες με λευκή σαν ζάχαρη άμμο, που σχηματίζουν ατέλειωτες ευθείες εκπληκτικού κάλλους και αποτελούν πόλους έλξης σημαντικού τουριστικού ρεύματος.
Λόγω της διαμόρφωσής τους δεν είναι πολύ φιλικές στους ναυτικούς γιατί δεν σχηματίζουν όρμους, κόλπους ή κόρφους και επομένως δεν προσφέρουν φυσικά καταφύγια στη ναυτιλία ή την τοπική αλιεία.
Το γεγονός ότι οι ακτές είναι αλίμενες έχει συντελέσει ώστε να μην αναφέρονται στην ιστορία παραμονές στόλων κοντά σ’ αυτές και ούτε να έχουν διεξαχθεί αποφασιστικές ναυμαχίες στο πέλαγος μπροστά.
Η σύγκρουση ναυτικών δυνάμεων στα ανοιχτά της Ηλείας μόνο συμπτωματικά θα μπορούσε να έχει συμβεί, εάν συναντιόντουσαν τυχαία, όντας εν πλω προς άλλους προορισμούς.
Μία τέτοια σύγκρουση έλαβε χώρα στις 25 Νοεμβρίου 1825 μεταξύ του Οθωμανικού Στόλου αποτελούμενου από ναυτικές Μοίρες τουρκική, αιγυπτιακή, τυνησιακή κ.α. και τμήματος του Ελληνικού Στόλου που αποτελείτο μόνο από την υδραίικη Μοίρα.
Οι συνθήκες που οδήγησαν στη σύγκρουση δημιουργήθηκαν στο πλαίσιο της πολιορκίας του Μεσολογγίου και της προσπάθειας του Ελληνικού Στόλου να ανεφοδιάσει από θαλάσσης τη δοκιμαζόμενη πόλη.
Η πολιορκία του Μεσολογγίου από τον Μεχμέτ Ρεσή Πασά, τον επονομαζόμενο Κιουταχή, άρχισε στις 15 Απριλίου 1825. Το καλοκαίρι του ’25 ο Ελληνικός Στόλος καταναυμάχησε τον Οθωμανικό έξω από το Μεσολόγγι και κατόρθωσε να ανεφοδιάσει την πόλη ξεφορτώνοντας στο Βασιλάδι πολεμοφόδια και τροφές.
Μετά την ήττα του ο αντίπαλος στόλος στερούμενος τροφών για τα πληρώματά του απεχώρησε προς την Αλεξάνδρεια για ανεφοδιασμό. Παράλληλα και ο Ελληνικός Στόλος διασκορπίσθηκε για ανεφοδιασμό, η Υδραίικη Μοίρα στα Βάτικα της Μάνης, η Σπετσιώτικη στη Σύρο και η Ψαριανή στην Αστυπάλαια. Στις 6 Νοεμβρίου ένας τεράστιος Οθωμανικός Στόλος εμφανίστηκε στα παράλια της Δυτικής Πελοποννήσου προερχόμενος από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και κατευθυνόμενος προς το Μεσολόγγι.
Αποτελείτο από:
- 31 τουρκικά πολεμικά
- 5 αλγερινά
- 4 τριπολίτικα
- 25 αιγυπτιακά
- 12 κουρσάρικα αιγυπτιακά
- 10 πυρπολικά αιγυπτιακά
- 42 μεταγωγικά
Είναι αξιοσημείωτη η ύπαρξη αιγυπτιακών πυρπολικών στη σύνθεση του Οθωμανικού Στόλου. Οι Γάλλοι εκπαιδευτές του Αιγυπτιακού Στόλου είχαν εκπαιδεύσει τα αιγυπτιακά πληρώματα όχι μόνο στη χρήση των πυρπολικών αλλά και στην ψύχραιμη αντιμετώπιση των αντιστοίχων ελληνικών.
Μετά λίγες μέρες από την εμφάνιση του Οθωμανικού Στόλου κατέπλευσε έξω από το Μεσολόγγι η Υδραίικη Μοίρα υπό τον Ανδρέα Μιαούλη, ο οποίος επέβαινε στον «Θεμιστοκλή» των Τομπάζηδων γιατί το δικό του πλοίο, ο «Άρης», είχε υποστεί ζημιά σε κάποια σύγκρουση με άλλο και το είχε στείλει στην Ύδρα για επισκευή. Η Υδραίικη Μοίρα διέθετε 2 τρικάταρτες κορβέτες και 25 δικάταρτα μπρίκια και γολέτες.
Από τις 6 Νοεμβρίου μέχρι τις 24 έλαβαν χώρα πολλές αψιμαχίες μεταξύ των δύο στόλων χωρίς να υπάρξει αποφασιστική αναμέτρηση.
Στις 24 Νοεμβρίου τα ελληνικά πλοία παραπλέοντα τις ακτές της Κυλλήνης άκουσαν πυροβολισμούς από την πλευρά της Γλαρέντζας.
Στο σημείο αυτό είναι προτιμότερο να δοθεί ο λόγος στους πρωταγωνιστές μέσω των ημερολογίων των πλοίων που έλαβαν μέρος στο επεισόδιο. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος ομιλίας και γραφής των σκληροτράχηλων εκείνων ναυτικών που είχαν ψηθεί στις κουβέρτες και τα αμπάρια των μικρών ιστιοφόρων που κυβερνούσαν.
Απόσπασμα από το ημερολόγιο του Ναυάρχου Ανδρέα Μιαούλη
(Ο Φίλος του Νόμου, αριθ. 167, 11 Δεκεμβρίου 1825)
Ναυμαχία της 24 Νοεμβρίου 1825 κατά το ημερολόγιον του ναυάρχου [Μιαούλη]
Οι δύο ενάντιοι στόλοι από το πρωί έστεκαν έτοιμοι εις ναυμαχίαν μεταξύ Κάβο-Πάπα και Γλαρέντζας. Περί την 3 ώρα της ημέρας ημείς δια να έχωμεν τον καιρόν βοηθητικόν, ήλθομεν εις καλητέραν θέσιν όπισθεν της Γλαρέντζας προς Μεσηβρίαν, προσμένοντες τον εχθρόν. Αυτός μας ηκολούθησεν εις αρκετόν διάστημα, πλήν με την υπεροχήν της δυνάμεώς του και συνοδευμένος από τα πυρπολικά του και το ατμοκίνητον δεν ετόλμησε να έλθη ουδέ τότε εις συμπλοκήν, αλλ’ όταν ημείς διευθύνθημεν εναντίον του περί το μεσημέρι, έκλινεν εις φυγήν, και η επισυμβάσα γαλήνη μας εμπόδισε να τον κτυπήσωμεν.
Προς το εσπέρας με ούριον άνεμον ωρμήσαμεν κατά του εχθρού. Κατ’ ολίγον εκτάνθημεν εις γραμμήν και προχωρούντες τον εκτυπήσαμεν σχεδόν από όλα τα μέρη. Πρώτη η δεξιά πτέρυξ του εχθρού ετράπη. Η αριστερά ήρχετο ως εις κύκλωσίν μας, αλλ’ όταν και το κέντρον, όπου ήσαν παρατεταγμένα τα χοντρότερα κομμάτια, ετράπη ομοίως, τότε περί την 3 ώραν της νυκτός όλος ο εχθρικός στόλος εδόθη εις φυγήν προς τον κόλπον. Εν τούτοις το πυρπολικόν του Κν Θεοδωράκη Θεοφάνους [Βόκοι], διώκον την δεξιάν πτέρυγα, εβγήκεν εις το μέσον του εχθρού κτυπώμενον πανταχόθεν, και επειδή τέλος εσυγκρούσθη με μιαν φεύγουσαν φρεγάταν, συμπεραίνομεν ότι εβυθίσθη, ως αδύνατον. Ο γενναίος και επιτήδειος καπετάνος του, πληγωθείς βαρέως έπεσεν εις τη θάλασσαν πριν ανάψη το πυρπολικόν, ώστε με θλίψιν υποπτευόμεθα τον χαμόν του. Η δε βάρκα διεσώθη με τους λοιπούς ναύτας.
Απόσπασμα από το ημερολόγιο της κορβέτας «Αθηνά» του Γεωργίου Σαχτούρη Νοεμβρίου 24, Τρίτη, Ζάκυνθος, Γλαρέντζα.
Εξημερώθημεν με ολίγον αεράκι πλησίον Σκρόφες, και η ρότα μας κατά την νήσον Ζακύνθου και αυτό εμετεχειρίσθημεν δια την είδησιν όπου, η κορβέτα Ιγγλέζικη χθες μας έδωσεν δια τα καράβια Σπετζωτών, μήπως και τα ιδώμεν και ανταμώσωμεν, όπου με μεγάλον πόθον τα προσμένομεν. Προς τας ώρας 2 ½ ειδόθη ο εχθρικός στόλος κατά τον κάβο Πάπα, και οδηγείται με την ρόταν μας. Όλην την ημέραν και όλην την νύκτα απεράσαμεν εν ησυχία, με μεγάλην γαλήνην, και επεριφερόμεθα μέσον Ζακύνθου και Γλαρέντζας.
Νοεμβρίου 25, Τετράδη, κάβος Γλαρέντζας.
Εξημερώθημεν πλησίον Γλαρέντζας με ολίγον των στερεών αεράκι. Είδομεν πάλι την Τουρκικήν αρμάδα κατά τον κάβο Πάπα. Προς τας ώρας 3 της ημέρας εζυγώσαμεν υποκάτω της Γλαρέντζας και επήραμεν την βόλταν μας, συγχρόνως ο Αντιναύαρχός μας έρριξεν την πάσαράν του, και επήγεν έξω δια να μάθη καμμίαν είδησιν. Εις το αναμεταξύ, οπού ο Αντιναύαρχός μας ήτον έξω ομού και άλλες ιδικές μας φελούκαις, ακούονται έξω πολλαίς ντουφεκιαίς, ημείς όμως από το καράβι δεν ημπορούσαμεν να διακρίνωμεν το τι άρα να ήτον. Εστοχαζόμεθα υπέρ το πλείστον να ήτον Ρωμιοί και να έκαναν φέστα, κ’ αυτοί τα ανάπαλιν: ήτον Τούρκοι και επολεμούσαν αδιακόπως ταις φελούκαις μας.
Πολλαίς ψυχαίς χριστιανών εκινδύνευσαν να αιχμαλωτισθούν, και έκλαιγον και εφώναζαν βοήθεια. Εκεί ήτον και επτά καΐκια Ζακύνθια, εξεπίτηδες δια να γλυτώσουν ψυχαίς, πλην δια την υπερβολικήν ψιλήν φωτιάν των Τούρκων δεν αποκοτούσαν να ζυγώσουν. Αι φελούκαις μας άρχισαν και αυταί να κτυπούν τους Τούρκους έτσι έλαβαν καιρόν τα καΐκια και εφόρτωσαν πολλά γυναικόπεδα ομού και άνδρας. Ο Αντιναύαρχός μας εγλύτωσεν υπέρ τους 50 με την σκαμπαβίαν του, και τους έβανεν μέσα εις τα καΐκια και έπειτα ήλθεν εις το καράβι μας, αι δε άλλαις φελούκαις έμειναν ακόμη έξω και επολεμούσαν. Οι Τούρκοι τους έρρικταν ουχί μόνον ντουφεκιαίς, αλλά και κανονιαίς του κάμπου. Ήθελαν σχεδόν όλοι οι ιδικοί μας να εβγούν να τους κυνηγήσουν τους Τούρκους, μα δεν τους εβόλεσεν, επειδή και ο Τορκικός στόλος επλησίαζεν και με βίαν μάλιστα του βαρβάρου. Δεν του έφθανεν ένας τοιούτος στόλος από 75 φεργάδαις και βρίκια κατ’ επάνω μας, αλλά έφερε μαζύ του (σήμερον μόνον το είδαμεν) και ένα ατμοκίνητον πλοίον.
Εις τας ώρας 4 ο Ναύαρχος έκαμεν σενιάλον όλαις αι βάρκες οπού ήτον έξω, να έλθουν εις τα πλοία τους, και εις τας ώρας 4 ½ επήραμεν την βόλταν μας κατά την Ζάκυνθον, και ανοίγοντας πολύ ολίγον πάλιν τα εγυρίσαμεν δια Γλαρέντζαν. Και εδεκεί απεράσαμεν όλην την ημέραν υποκάτω και σιμά του κάστρου Γλαρέντζας. Εκεί είδαμεν, οι Τούρκοι της στεριάς να έβαλαν φωτιά και εκατάκαιγαν τα μαγαζιά της Γλαρέντζας, η δε αρμάδα τους απλωμένη όλη έμπροσθέν μας, έως τριών κανονιών τόπον διάστημα, και μερικά ήτον και κοντήτερα πλησίον της Ιθάκης. Μάλιστα έπιασαν και ένα καΐκι Ζακύνθιον και το έφερον μαζύ τους, δεν ηξεύρωμεν αν και ήτον άδειον, ή είχεν από τους χριστιανούς μέσα και τους επήγαινεν εις τα νησιά.
Προς τας ώρας 11 το αεράκι ολίγον, πλην πρίμο δια ημάς, και επρολάβαμεν να έχωμεν το σοβράνο, και αμέσως αυτήν την ώραν, ο Ναύαρχος έκαμεν σενιάλον να ετοιμασθώμεν εις πόλεμον, και να τα γυρίσωμεν κατά τον εχθρικόν στόλον. Και πάραυτα ημείς το εμεταχειριστήκαμε, καθώς και όλα τα πλοία μας.
Προς τας 11 ½ ώρας τα εζυγώσαμεν, αρχίσαμεν τον πόλεμον πεισματώδη και εκτυπηθήκαμε δια 1 ½ ώραν, ώ του θαύματος, δια του Υψίστου Θεού! μία αρμάδα τόσον τρομακτική, και ημείς ολιγώτατοι, επόδισαν με όσα πανιά ημπορούσαν και έφευγαν κατά τον κάβο Πάπα. Τους επήγαμεν έως μισή ώραν εξοπίσω τους, πλην όντας νύκτα και σκότος, ετραβηχθήκαμεν και επαύσαμεν να πολεμούμεν. Εις το αναμεταξύ του πολέμου και σκότους της νυκτός, ολίγον έλειψε να χαλασθώμεν: ο καπ. Λάζαρος Παναγιώτας έρχεται να πέση επάνω μας, και με την επιτηδειότητά του ο Αντιναύαρχός μας και ογληγοράδα των ανθρώπων του το εξέφυγεν, τσακίζοντάς μας μόνον το μπαστούνι το κόντρα.
Ακολούθησεν και άλλο συμβεβηκός, οπού αφού επαύσαμεν τον πόλεμον το εμάθαμεν και μας ελύπησε μεγάλως, δηλαδή, πολεμώντας έτρεξεν το μπουρλότον του καπ. Θεοδωράκη Θεοφάνη επάνω εις τα Τούρκικα, μήπως και ευτυχήση να καύση καμμίαν φεργάδα, και τον είδαμεν να εζύγωσεν και αυτός να κολλήση. Τον άρχισαν κανονιές και άπειρη λιανή φωτιά, μπάλα θε να έκοψεν το σχοινίον της φελούκας του (ή πως αλλέως εστάθη, αγνοούμεν) και ευρέθη μεμακρυσμένη από το πλοίον με όλους τους ανθρώπους, αφήνοντας μέσα εις το μπουρλότο μόνον τον καπετάνιον και έφυγαν.
Το αυτό μπουρλότο δεν εκάηκε και εστοχαζόμεθα το τι να έγεινεν, και ενθυμώντας να μην μας το έπιασαν οι Τούρκοι μας επίκραινεν εώς θανάτου, τόσον δια τον καπετάνιον, καθώς και δια το μπουρλότον, το καλλιώτερον, να μας το πιάσουν οι Τούρκοι ζωντανόν! Επαρηγορούμεθα όμως στοχαζόμενοι ότι οι Τούρκοι με φόβον έφευγον, και βέβαια δεν είχον καιρόν να το πάρουν, αλλ’ ούτε δια υποψίας καμίας μηχανικής , έτσι εύκολα επλησίαζαν. Λοιπόν περισσότερον εκρίναμεν ότι το άφησαν, και ότι να έμεινεν μοναχόν. Οθεν και απεφάσισεν ο Αντιναύαρχός μας, αγκαλά και τα Τουρκικά πλησίον και με ένα πλήθος φανάρια έτρεχον την ρόταν τους, να τα γυρίσωμεν και να υπάγωμεν γυρεύοντάς το. Και συγχρόνως του αυτού στοχασμού, μας εζύγωσεν και ο Ναύαρχος με τον οποίο συνομιλώντες δια την υπόθεσιν του ειρημένου μπουρλότου, αμφότεροι αποφασίσαμεν και τα εγυρίσαμεν να υπάγωμεν γυρεύοντάς το.
Και κατά τύχην, αφού τα εγυρίσαμεν, απέρασεν από κοντά μας το μπουρλότο, ο καπ. Μανώλης, τον οποίο ερωτήσαμεν και μας είπεν, ότι να του εμφανίσθη ως ένα καράβι κατά εκείθεν όπου ετραβούσαμεν, και να πηγαίνωμεν όλο έναν δρόμον και θέλει το επιτύχωμεν. Η νύχτα όμως σκοτεινή, και έως εις τα μεσάνυκτα δεν ημπορέσαμεν να το ίδωμεν. Από τα μεσάνυκτα επήρεν αέρας σοροκολεβάντες δυνατός, και ρεγολάροντες τα πανιά μας πάλιν εγυρίζαμεν μήπως το ιδώμεν, πλην ματαίως εκοπιάσαμεν. Όθεν και με κακοκαιρίαν και με αέρα δυνατόν απεράσαμεν αυτήν τη νύκτα.
Οι Υδραίοι έφτασαν στο νησί τους το πρώτο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου.
Ταυτόχρονα Σπετσιώτικη Μοίρα αποτελούμενη από 17 πλοία άφηνε το Αιγαίο και έπλεε στο Ιόνιο με πορεία προς βορράν.
Το ασυντόνιστο των προσπαθειών στη θάλασσα, όπως άλλωστε συνέβαινε και στις επιχειρήσεις της ξηράς, έκαμε ακόμα πιο δύσκολο τον ελληνικό αγώνα.
Στις 15 Ιανουαρίου 1826 το Μεσολόγγι απέρριψε πρόταση, που διαβιβάσθηκε με την αγγλική κορβέτα «Ρόζα» για συνθηκολόγηση κι έτσι οδηγήθηκε μοιραία στην ηθελημένη του θυσία της ανεπανάληπτης εξόδου, τη νύχτα της 10ης προς την 11ην Απριλίου 1826.
Αξίζει να αναφερθεί ότι η 11η Απριλίου 1826 ήταν η Κυριακή των Βαΐων. Η έναρξη των Παθών του Κυρίου συνέπιπτε με την κορύφωση του δράματος των κατοίκων της μαρτυρικής πόλης.
Πηγή: Περιοδικό «ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ», τεύχος 84, σ. 52, έκδ. Ναυτικού Μουσείου Ελλάδος, (ΙΟΥΛ-ΣΕΠ 2013)