ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
«Σαν Μοραΐτης έμπορος, γυρνούσε μέσ' τους δρόμους
κι φώναζε: «Καρδιές πουλώ».
και με φτερά στους ώμους.
Ευθύς τ' ανεγνώρισα, επέταξα σιμά του
και αρχινώ με μια χαρά!
Να εξετάζω τρυφερά
τα εμπορεύματα του.
Πολλές καρδιές μου έδειξε και μαγικές κι ωραίες.
Άλλες χλωμές, άλλες ξανθές.
«Πάρε, μου είπε, όποια θες
κι' είναι όλες αυτές νέες».
Μέσ' τις αμέτρητες καρδιές, διαλέγω τότε μία
γιομάτη χάρη, κι ομορφιά
για να την κάνω συντροφιά
χαρά μου κι ευτυχία.
«Πόσο, του λέω, θες γι' αυτή; Σαν πόσους θα κοστίσει
πόνους, λαχτάρες και καημούς;
Πόσους θα πάρεις στεναγμούς;
Τι δάκρυ θα κυλήσει;»
Ο Έρως ξεκαρδίστηκε και όλος νοστιμάδες.
Φεύγω, μου λέει ο σκληρός
πέρασ' εκείνος ο καιρός......
Πουλώ με τους π α ρ ά δ ε ς
(από το βιβλίο – Η ΓΥΝΑΙΚΑ - Γρ. Στέφανου)