Καλώς ορίσατε στην αρχαιότερη ιστοσελίδα της Ηλείας, στο Αντρώνι και στην Ορεινή Ηλεία.

Είναι οι κατάφυτες διαδρομές μέσα στις βελανιδιές και στα πλατάνια στο κέντρο της Κάπελης με τις απόκρημνες πλαγιές, τα σκιερά φαράγγια με τις πολλές σπηλιές, τους καταρράκτες, τους νερόμυλους και τις νεροτριβές, με τις δροσερές πηγές και τα καθαρά ποτάμια... Με τα πετρόχτιστα σπίτια, τα νόστιμα φαγητά και το καλό κρασί, τα αρχοντικά γλέντια και τους φιλόξενους κατοίκους.

ΧΑΝΙΑ – ΟΙ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΙ ΣΤΑΘΜΟΙ

Η τάση για την ανάπτυξη του χερσαίου και οδικού εμπορίου στην Οθωμανική επικράτεια και η δημιουργία εμπορικών δρόμων, με εμβέλεια μεγαλύτερη της τοπικής κοινωνίας και η αναζήτηση νέων εμπορικών πυρήνων, ανάγκασαν τον άνθρωπο να κατασκευάσει επανδρωμένους σταθμούς, όπου θα στάθμευαν ή θα διανυκτέρευαν οι αποστολές. Οι σταθμοί αυτοί είναι οι γνωστοί με την ονομασία Χάνια (khan) ή καραβάν – σεράϊ.

Το χάνι, είναι λέξη με περσική προέλευση και υποδηλώνει χώρο προσωρινής διαμονής, ο οποίος βρισκόταν σε λειτουργικά σημεία οδικών αρτηριών με εμπορική, στρατηγική ή άλλου είδους σημασία. Ο θεσμός έχει τις ρίζες του στο περσικό επικοινωνιακό σύστημα της περιόδου των Αχαιμενιδών (Avahana). Αργότερα, πρόδρομοι των μουσουλμανικών χανιών συναντώνται κατά την αρχαία ελληνική περίοδο, που διατηρούνται σε ακμή και κατά τα βυζαντινά χρόνια.

Τα χάνια, ήταν φτιαγμένα σε κάποια συγκεκριμένα σημεία ενός δρόμου, για να καλύπτουν τις απαιτούμενες ανάγκες των μετακινουμένων και των υποζυγίων τους, σε προσωρινή ανάπαυση, σίτιση, διανυκτέρευση και ιδίως ασφάλεια. Συνήθως τα χάνια ήσαν τοποθετημένα σε διάφορα επιλεγμένα σημεία, μακριά από κατοικημένους χώρους, σε εμπορικές αρτηρίες και ιδίως κοντά σε γεφύρια ή περάσματα ποταμών, σε στενά περάσματα βουνών, σε μεμονωμένες πηγές περασμάτων και σε σημεία στρατηγικής σημασίας.

Στις Ελληνικές περιοχές τα χάνια ακολούθησαν, σε γενικές γραμμές, την εξελικτική πορεία στον ευρύτερο χώρο του Οθωμανικού κράτους. Ο θεσμός αναπτύχθηκε διαφορετικά, από τόπο σε τόπο, ανάλογα με τον βαθμό της οικονομικής ανάπτυξης. Κατά την τουρκοκρατία τα χάνια αναπτύχθηκαν και πολλαπλασιάστηκαν για να καλύψουν τις αυξανόμενες ανάγκες των ταξιδιωτών και των εμπόρων.

Οι κατασκευές τους κυρίως ήσαν παραλληλόγραμμα διώροφα κτίρια με περιφραγμένο αυλείο χώρο. Η κάθε πλευρά του κτιρίου συνήθως δεν ξεπερνούσε τα 20 – 25 μέτρα. Σε κάθε επαφή με τον εξωτερικό τοίχο και εσωτερικά στο ισόγειο του κτίσματος, βρίσκονταν χώροι για στάβλισμα υποζυγίων, αποθήκευση προϊόντων, αίθουσα παρασκευής τροφής, σίτισης και διαμονής. Ο δε πρώτος όροφος είχε δωμάτια για εύπορους ταξιδιώτες.

Απαραίτητα τα χάνια κατασκευάζονταν κοντά σε πηγές και αυτή βρισκόταν συνήθως έξω και πλησίον του κτίσματος. Όπου δεν ήταν δυνατόν να υπάρχει πηγή πριν κατασκευάσουν κάποιο κτίσμα, έφτιαχναν πρώτα πηγάδι κι αν εύρισκαν το ανάλογο νερό, τότε ανέγειραν το χάνι. Οι ιδιοκτήτες κατά, κανόνα ήταν ντόπιοι, που είχαν στην κατοχή τους τμήμα γης σε σημείο που ανταποκρινόταν στις βασικές απαιτήσεις λειτουργίας του χανιού.

Τις υπηρεσίες στο χάνι τις ασκούσε κυρίως ο ιδιοκτήτης, ή ο ενοικιαστής του δηλαδή ο χαντζής, χανιάτορας ή χανιτζής, επικουρούμενος βεβαίως από την οικογένειά του. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν το χάνι φιλοξενούσε, κατά κανόνα, μεγάλο αριθμό ταξιδιωτών, τότε την οικογένεια την βοηθούσαν οι ψυχογιοί, ψυχοκόρες ή κάποιοι συγγενείς.

Τα χάνια πέρα των άλλων, λειτουργούσαν και ως χώρος οικονομικών δραστηριοτήτων και κοινωνικών επαφών. Εκεί οι συγκεντρωμένοι έμποροι έκλειναν συμφωνίες και στον ίδιο χώρο οι διαμένοντες ταξιδιώτες (έμποροι, περιηγητές, αγωγιάτες, τεχνίτες, δημόσιοι, αξιωματούχοι, στρατιωτικοί, χαρτοπαίχτες, ληστές, αρχαιοκάπηλοι, ρομαντικοί, τυχοδιώκτες, συμπεθεροκόποι, κ.α. αντάλλασσαν πληροφορίες και γνώμες. Ο χαντζής ήταν επί το πλείστον ο αποδέκτης των πληροφοριών που εισέρρεαν στο χάνι του και αφετέρου αναμεταδότης πληροφοριών σε νέους πελάτες. Το επάγγελμα του χαντζή, ήταν ένα δύσκολο επάγγελμα το οποίο απαιτούσε ιδιαίτερες γνώσεις και ικανότητες. Για να διατηρήσει το χάνι, ο ιδιοκτήτης του, ήταν υποχρεωμένος να κρατάει τις ισορροπίες και να διατηρεί τις ανάλογες αποστάσεις. Έπρεπε να είναι αποδεκτός από την εκάστοτε νόμιμη εξουσία (Οθωμανοί αξιωματούχοι, πρόκριτοι, ανώτερος και ανώτατος κλήρος) και ανεκτός από την παραεξουσία που ασκούσανε οι ένοπλοι ληστές και αρματολοί.

Οι γυναίκες, απόφευγαν πολύ να παντρεύονται χατζήδες, και οι περισσότερες χατζίνες ήσαν γυναίκες υπεράνω ηθών. Διότι στα χάνια αντιμετώπιζαν πολλά προβλήματα με τους περαστικούς, καθώς δεν γνώριζαν τι λογής άνθρωπος (τι καρυδιάς καρύδι) ήταν ο καθένας. Και προπαντός οι χατζήδες όταν τα έβλεπαν, ή προέβλεπαν τυχόν προβλήματα με τους περαστικούς, έκρυβαν τις γυναίκες τους ακόμη και τα παιδιά τους.

Πολλές φορές οι χατζήδες έκαναν χρέη γιατρού, νοσοκόμου, μαμής, παπά, διερμηνέα κ.α.

Διότι πολλές φορές αρρώσταινε ο πελάτης, ξεγεννούσε κάποια περαστικιά επειδή δεν προλάμβανε να φθάσει στον προορισμό της, ή ακόμη αν πέθαινε κάποιος, δεν μπορούσε ο χατζής να περιμένει, τους οικείους του ή και να ξέρει ποιος ήταν και από πού κατάγονταν κι έτσι επιτόπου τον έθαβαν με πρόχειρους τρόπους.

Οι χατζήδες πέρα απ' όλα αυτά ήσαν ο σύνδεσμος των αρχών με τους λήσταρχους. Και οι αρχές έπαιρναν πληροφορίες, όσον αναφορά τους παράνομους, αλλά και οι παράνομοι έπαιρναν και αυτοί τις πληροφορίες τους από τους χατζήδες με τον δικό τους τρόπο.

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, καθ' όλη την ζωή του, προστάτευε και έπιανε μεγάλες φιλίες με όλους τους χατζήδες που συναντούσε στην πορεία του. Ο δε παμπόνηρος Αλή- πασάς των Ιωαννίνων, για να ελέγχει όπως αυτός θα ήθελε όλο του το πασαλίκι (επαρχία), είχε επινοήσει τον εξής τρόπο. Έστελνε αποσπάσματα στα χάνια και κακοποιούσαν τους χατζήδες και καταλήστευαν τις περιουσίες τους. Έπειτα από λίγο καιρό, περνούσε αυτοπροσώπως από το κάθε χάνι, λέγοντας στον εκάστοτε χατζή, παραπλανητικά ότι δήθεν άκουσε δια την κακοποίηση του. Αφού ζητούσε συγνώμη για τις ατασθαλίες του στρατού του, έδινε ενός είδους βεβαίωση σαν (ράι –μπουγιουρντί) με την υπογραφή του και την σφραγίδα του, ώστε να μην τον πειράξει κανείς στο μέλλον και έτσι έπιανε μεγάλες φιλίες με τους χατζήδες και ήξερε τα πάντα γύρω από το πασαλίκι του.

Τα χάνια λοιπόν, στον ηπειρωτικό χώρο, λειτούργησαν, κατά κανόνα, σαν ιδιωτικές επιχειρήσεις, που αντάλλασσαν τις παρεχόμενες υπηρεσίες έναντι αντιτίμου. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όχι συχνά, υπήρχαν χάνια τα οποία αποτελούσαν κοινοτικές επιχειρήσεις. Οι κάτοικοι του χωριού, ήσαν υποχρεωμένοι να συντηρούν οι ίδιοι το χάνι και να το εφοδιάζουν με τα χρειώδη. Στις περιπτώσεις αυτές ο χανιτζής δεν ήταν και ο ιδιοκτήτης του αλλά κοινοτικός υπάλληλος.

ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ ΣΤΑ ΧΑΝΙΑ

Οι συνθήκες διαβίωσης στα ελληνικά χάνια, ως προς το είδος διατροφής, η υγιεινή τους καθώς και το επίπεδο των παρεχομένων υπηρεσιών προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από τα κείμενα των δυτικοευρωπαίων περιηγητών. Η αναδίφηση των πηγών και η διασταύρωση των στοιχείων, δίνουν μια κάθε άλλο παρά κολακευτική εικόνα για τους παρόδιους σταθμούς του συγκεκριμένου χώρου. Οι περιηγητές, άτομα που κατά κανόνα ανήκαν σε υψηλές εισοδηματικά και κοινωνικά τάξεις και εθισμένοι σε ένα άλλο επίπεδο ζωής και σε μια διαφορετική κοινωνία, δεν μπόρεσαν να υπερκεράσουν τις προκαταλήψεις τους και να αξιολογήσουν το status quo των ελλαδικών χανιών με βάση τα δικά τους ευρωπαϊκά πρότυπα.

Ο Παυσανίας στις περιηγήσεις του, μαζί με τον συνοδό του και τα ζωντανά τους ξεπέζευαν σε χάνια, εκεί ξεκουράζονταν, διανυχτέρευαν και από τους χαντζήδες μάθαιναν την ιστορία του τόπου.

Ο Γάλλος Φραγκίσκος Πουκεβίλ (1770-1838) πρόξενος της Γαλλίας το 1815 μετετέθη από τα Γιάννενα στο προξενείο των Πατρών στην Τουρκοκρατούμενη τότε Ελλάδα και πήρε την απόφαση να περιηγηθεί την Πελοπόννησο. Στην περιοδεία του στην Ηλεία μας αναφέρει πολλές φορές για τα χάνια. Γράφει: «Επεσκέφθη τον ναό του Αγίου Πέτρου παρά το Κουνουπέλι, όπου παρατήρησε ίχνη μεσαιωνικού οχυρού, διανυκτέρευσε εις το χάνι του Χωρίου Αλή –Τζελεπή, μετοχιού του Μεγάλου Σπηλαίου». (Μαθαίνουμε ότι και τα μοναστήρια είχαν αρκετά χάνια προς εκμετάλλευση, διότι ήσαν πολύ προσοδοφόρα).

Ο Παυσανίας στις περιηγήσεις του, μαζί με τον συνοδό του και τα ζωντανά τους ξεπέζευαν σε χάνια, εκεί ξεκουράζονταν, διανυχτέρευαν και από τους χαντζήδες μάθαιναν την ιστορία του τόπου.

Επίσης ο Πουκεβίλ μας μιλάει ακόμη για το χάνι παρά τα Τριπόταμα, το χάνι του Μερόπουλου, όπου εκεί υπήρχαν και αποθήκες. Επίσης αναφέρει ότι παρά την Δίβρη στη θέση Βρύση της Κοπέλας στον Κακόν Ανήφορο υπήρχε κι εκεί χάνι.

Γράφει ακόμα ο ίδιος: «Παρά το χωρίον Σάρενα, έφθασε εις το χάνι του Μπούζι-Νέδας, όπου αταράχως αντιπαρήλθε και απεμακρύνθη ειδών γυναίκα οδυρόμενη, διότι προ στιγμής οι Τούρκοι έχον σφάξει τον άνδρα της και τον νεανία υιόν της, οίτινες εσφάδαζον ακόμη εν τω χανίω. -Αιωνίως αιμοχαρείς και απαίσιοι οι Τούρκοι».

Ο Άγγλος φυσιοδίφης Τζών Σίμπτθορπ, καθηγητής της Βοτανολογίας το 1786, σε ηλικία 28 ετών, περιηγήθηκε την Ελλάδα και γράφει:

«Διασχίζοντας τον Μοριά με προορισμό το Άργος διανυχτερέψαμε και σε δυο χάνια, το ένα στον Αλφειό. Είχε γράφει, μια στενόμακρη κάμαρα που φωτιζόταν από την πόρτα της εισόδου, κι ένα παράθυρο διάτρητο από αμέτρητες ρωγμές. Από την σκεπή έλειπαν κεραμίδια. Οι τοίχοι του μαγέρικου ήταν γεμάτοι τρύπες για να φεύγουν οι καπνοί. Έτσι μου ήταν αδύνατον ν' ανάψω ένα κερί. Το μοναδικό στολίδι στην κάμερα όπου θα περνούσα την νύχτα, ήταν μερικές πλεξάνες σκορδοκρέμμυδα.

Δεφτέρι Αγίων Θεοδώρων Αροανείας

Από τον κώδικα του κτηματολογίου της Μονής λαμβάνομε τις επόμενες σχετικές ειδήσεις:

Έτος 1802. Ν)βρίου 10: επήραμε το γυναικείον Χάνι, γρόσια τον αριθμόν 2.000, ήτοι δύο, και δια το Ταπί γρόσια 250.

«1802» Νοεμβρίου 26. Αγοράσαμεν το γυναικείον χάνι εις την Κατζάνα ομού με όλην την περιοχήν από τους Σωποτινούς, Παναγιώτην Φάσον, Δημητράκην Φράγκον, και Αθανάσιον Κλατζήν, Νικολίνα Παπαναστασόνυμφην ομού με τους κληρονόμους της. Συμπλησιάζουσι δε κατά την περιφέρειαν του ειρημένου Χανίου, κατά το μέρος του Αγγελή την βρύσιν Ιωάννης Παπαδόπουλος, κατά το μέρος του κορύτου πάλιν αυτός, ομοίως και εις τον Άγιον Ανδρέαν, και εις ταις γλανιτζαίς και εις την Τουρκόβρυσην, και φθάνει έως εις το Μαμουκαίικον διάσελον, και εξαπλούται εως εις της Ζάχος τον βορόν (ύψωμα προς όριον Μοστιτσίου) και εδώσαμεν γρόσια 2.000 δύο χιλιάδες.

.-.

Ο Γεώργιος Αθάνας (Γεώργιος Αθανασιάδης – Νόβας) έχει γράψει το παρακάτω ποίημα για τα χάνια:

Ήθελα να ήμουνα χαντζής να κάθομαι στη στράτα

και να νταραβερίζομαι τον κόσμο που αραδιάζει

να τα μαθαίνω πρώτα εγώ της χώρας τα μαντάτα

να ξέρω σ' όλα τα χωριά πια κότα κακαρίζει...

-

Να 'χω φτηνό ξινόκρασο να πίνουν οι αγωγιάτες

να μην πολυπροσέχουνε στο ζύγι το τριφύλλι.

Μα για τις αγωγιάτισσες, γαλανές, μαυρομάτες

όλα να τάχουνε βερεσέ..., νάμαστε πάντα φίλοι!

Δημοτικό τραγούδι:

Μεσόστρατα σε δυό χωριά, σε τρία βιλαέτια,

μέσα στα δροσοπέρβολα καστρίτσι διαφεντεύει.

Δεν είναι κάστρο για άρματα και πύργος για φουσάτα,

μόνο 'ναι της Αναγνώσταινας το ξακουσμένο χάνι,

οπού παντρεύτη δώδεκα και χήρεψε δεκάξι.

Πολλά χάνια έχουν συνδεθεί και με ιστορικά γεγονότα, όπως το χάνι του Βαλιερή στην Ήπειρο όπου ο Αλή- Πασάς εξόντωσε τους Γαρδικιώτες, το χάνι του Ζεμενού στον Παρνασσό κοντά στην Αράχοβα, όπου το 1821, ο Αθανάσιος Διάκος, σκότωσε τους Τούρκους φοροχαρατσήδες. Χάνι του Μπαντούνα, στην θέση Κατσαρού, όπου στις 17 Μαΐου το 1821 ο Ντελή- Γιώργης Γιαννιάς αντιμετώπισε τους αιμοχαρείς Λαλαίους Τούρκους. Το χάνι της Γραβιάς με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, θριαμβευτική νίκη των Ελλήνων. Ήσαν δε και σημεία συνάντησης και σύναψης σημαντικών συμφωνιών, όπως το Χάνι –Τέροβο στα Γιάννενα Το χάνι της Ακράτας 1822 και πολλά χάνια που σημάδεψαν την ιστορία μας.

ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΓΕΙΡΑ

Ούλοι οι κλέφτες φαίνονται κι ούλοι οι καπεταναίοι

-Γιάννη Μάγειρα!-

και συ Γιάννη, δε φαίνεσαι στους κλέφτες καπετάνιος.

Εψές, προψές τον είδαμε στη Βούτανα από κάτω

Με τον Κουρκούμπα συντροφιά, με τον Αλαφατζάνη,

Και παν την Αλωνίσταινα, της Μπέγαινας το χάνι,

Κι η Μπέγαινα τους καρτερεί, τους καλοχαιρετάει:

«Γεια σου, χαρά σου, Μπέγαινα.

-Καλώς τον, τον κυρ-Γιάννη.

-Μην είναι ρόντα στο χωριό, μην είν' χωροφυλάκοι;

-Κοπιάστε επάνω, Γιάννη μου, να φάτε και να πιούτε,

κι έχω αρνάκι στον ταβά, θα φάτε και θα πιούτε».

Επάνω ο Γιάννης έκαμε και τον περικυκλώσανε.

ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ

Πανδοχείο (το) οίκημα όπου πας τις είναι δεκτός, κατάλυμα όπου οι ξένοι τρώγουν και διανυχτερεύουν επί πληρωμή, ξενοδοχείο –χάνι.

Αυτά τα πανδοχεία ονομάστηκαν «χάνια» (χάνι /το/ [τουρκ.] πανδοχείο προς στάθμευση των οδοιπόρων και των υποζυγίων των), Χανιάτης, χαντζής ή χανιτζής = ο διατηρών χάνι ή εκμεταλλευτής σε χάνι.

Πολλά ονόματα σημερινά προέρχονται από την Τούρκική λέξη (ΧΑΤΖΗ), όπως Χαντζής, Χάντζος, Χαντζάκης, Χαντζίδης, Χαντζίογλου, Χαντζόγλου, Χαντζούδης, Χαντζάκος, Χανιώτης, Χανιωτάκης, Χαντζέρης, Χαντζάρας, (Χαντζή –Νικόλας, -Σταύρος, -Χρήστος, -Κυριάκος -Γιώργης, -Παναγιώτης,) κ.λπ.

Σήμερα τα χάνια περάσανε στην ιστορία, μια ιστορία γεμάτη αναμνήσεις, παραδόσεις, τραγούδια, παροιμίες, περίπλοκες ιστορίες κι ένα σωρό λαογραφικό υλικό που δεν είναι καθόλου σωστό να αφεθεί στην αφάνεια του χρόνου και στην ξεχασιά. Οι νέοι αν τους ρωτήσεις για την λέξη «ΧΑΝΙ» ούτε εγκυκλοπαιδικά δεν ξέρουν να σου απαντήσουν.

Πουθενά, μα πουθενά δεν είδαμε τουλάχιστον ένα χάνι ανακαινισμένο να χρησιμοποιηθεί ως μουσειακός χώρος, έτσι για την ιστορία. Να βλέπουν οι νέοι και να μαθαίνουν, τι ήταν τουλάχιστον το χάνι και τι υπηρεσίες προσέφερε την εποχή εκείνη και πόσο συνέβαλε στην κοινωνία και στην ανάπτυξη του τόπου.

Σε παλιές θέσεις χανιών, σήμερα έχουν κτισθεί και λειτουργούν ως επί το πλείστον εστιατόρια και τα περισσότερα, έχουν κρατήσει τ' όνομα του παλιού χανιού, πανελλήνια γνωστό είναι του Σκόρδα το χάνι στο Πικέρμι στο δρόμο προς την Ραφήνα. Έχει μείνει δε και η φράση «Καλή αντάμωση, στου Σκόρδα το χάνι!».

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ

-Αλί από τον χατζή που γνώρισε ληστή.

-Άλλα τα βερεσέδια κι άλλα τα χανιάτικα.

-Άλλα τα μούτρα του χατζή κι άλλα της χατζίνας.

-Άμα θέλει η χατζίνα δεν αδειάζει το χάνι.

-Αν δεν περάσεις από χάνι, χατζή δεν γνωρίζεις.

-Ας είναι καλά ο κώλος της χατζίνας.

-Είδαμε και τον χατζή παπά.

-Είναι για τα χάνια. (Όταν κάποιος δεν έχει τίποτα και δεν είναι σταθερός).

-Ήρθε ο αγωγιάτης, χάρηκε ο χατζής

-Κόπηκε ο δρόμος ερήμωσε το χάνι.

-Ο κάβουρας κι ο χατζής, τόπο δεν αλλάζουν.

-Ο ποντικός κι ο χατζής από τον τόπο τους ποτέ δεν φεύγουν.

-Όπου λείπει η φιλοξενιά, έχει χάνι.

-Όσα ξέρει ο χατζής δεν τα ξέρει, ο τσαμπάσης.

-Ούτε χάνι, ούτε κι' αγωγιάτης.

-Παπάς στο χάνι, ο χατζής πάντα χάνει.

-Τι πέρασε από το χάνι και δεν το ξέρει ο χατζής.

-Χατζήδες γυρολόγοι, δυο χάντρες από ένα κομπολόγι.

ΤΟ ΧΑΝΙ ΤΟΥ ΤΡΙΑΝΤΟΥ ΚΙ Η ΖΑΧΑΡΟΥΛΑ

Η όμορφη Ζαχάρω, χατζίνα, από δέκα οχτώ χρονών, κόρη ενός τσαμπάση, παντρεμένη εδώ και εφτά χρόνια περίπου, αφοσιωμένη καθάριζε τ' αχούρι (στάβλος) τραγουδώντας, Όταν ένοιωσε πίσω της κάποιο χέρι να της χαϊδεύει την πλάτη, κάτι ξεχασμένο και απρόσμενο από τον γέρο πια άντρα της Τριάντο. Πριν ακόμη κοιτάξει καν πίσω ένοιωσε κάποιο γλυκό μούδιασμα και αφέθηκε στην φαντασία της κλείνοντας τα μάτια της.

-Ζαχάρω!!! έέέέ... μωρ' Ζαχάρω!!! Ακούστηκε η διαπεραστική και στριγκλιάρα φωνή του Τριάντου από την βρύση που έτρεχε άφθονο νερό δίπλα από το χάνι.

Τώρα το μούδιασμα, από γλυκό σαν όνειρο που της φάνηκε αρχικά, την πάγωσε σαν να πέρασε κάποιο φίδι μέσ' από τον κόρφο της.

Ανοίγοντας τα μάτια της και γυρίζοντας απότομα πίσω της είδ' ένα νεαρό που μόλις θα είχε πατήσει τα δέκα οχτώ, όμορφο σαν άγγελο να στέκεται δίπλα της και να την κοιτάζει στα μάτια της αμήχανα.

Η Ζαχαρούλα άφωνη, σχεδόν άγαλμα, δεν πίστευε στα μάτια της, φαίνεται τ' όνειρο της να συνεχιζότανε ακόμα.

- Ζαχάρωω... ε μωρ' Ζαχάρωω..., ακούστηκε πάλι η φωνή του Τριάντου.

Ο Τριάντος, ο άντρας της γύρω στα πενήντα πέντε, πρόωρα γερασμένος, ατημέλητος, αφημένος στον χρόνο και στην μοίρα του και δεμένος από μικρό παιδάκι με το χάνι, πότιζε το περιβόλι χωμένος μέσα στη λάσπη. Αξύριστος σαν αγρίμι μισομερωμένο, περιφερόταν τριγύρω στο χάνι, αφοσιωμένος στην ερημήτικη ζωή του, χρόνια τώρα.

- Έρχομαι!!! Τριάντο μου, έρχομαι.

- Έλα να ποτίσεις τ' άλογο, μωρή... Ζαχάρω!!!.

Η Ζαχαρούλα με γρήγορες κινήσεις, έδειξε του παλικαριού ότι έπρεπε να παραμείνει μέσα στο στάβλο και να περιμένει μέχρι να επιστρέψει, κι' ούτε καν τον ρώτησε, πως τον λένε.

Βγήκε έξω σκουπίζοντας τον ιδρώτα που έτρεχε από το πρόσωπο της δείχνοντας κάποια σχετική ηρεμία, και με αργά βήματα προχώρησε προς τ' άλογο, ένα καρό (μαύρο) βαρβάτο άλογο δυόμισι χρονών περίπου, που έλαμπε η τρίχα του στον ήλιο, λες και το είχες περάσει με λάδι, ήταν λίγα μέτρα πιο πέρα δεμένο κάτου από το πανύψηλο γερασμένο πλατάνι.

Ήταν περίπου μεσημέρι ο ήλιος έκαιγε και ο Τριάντος αφού συμμάζεψε τα σύνεργα του, τράβηξε προς το χάνι για δροσιά και για λίγη ξεκούραση.

Η Ζαχαρούλα, αφού γιόμισε τον σούγλο (δοχείο νερού) από την βρύση έδωσε του καρά να πιει. Αφού το ήπιε όλο σήκωσε το κεφάλι του ψηλά κι έβγαλε ένα ελαφρύ χλιμίντρισμα, λες και ήθελε να την ευχαριστήσει για το νερό που του πρόσφερε. Του έφερε έναν σούγλο ακόμη, αλλά αυτός το μύρισε λίγο και δεν ξανάπιε. Με λοξές ματιές προς το χάνι η Ζαχαρούλα και δείχνοντας αφηρημάδα προχώρησε πάλι προς τον στάβλο, αφού ξανακοίταξε γύρω της κάπως πονηρά άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Το βλέμμα της το καρφωμένο στο μέρος όπου είχε αφήσει αυτόν τον άγνωστο. Μάταια όμως, ο άγνωστος είχε χαθεί. Έψαξε στα παχνιά, στα άχυρα, πίσω από τα κασόνια με τους καρπούς αλλά πάλι τίποτα. Έκανε να τον φωνάξει, μα πάλι, δεν ήξερε ούτε καν πως τον έλεγαν, άνοιξε απότομα την πόρτα και έλεγξε γύρω από τον στάβλο αλλά πάλι τίποτα. Έκατσε πάνω σ' ένα σαμάρι που ήταν έξω από τον στάβλο προς το απόσκιο έπιασε το κεφάλι της και αφού έσκυψε, έβαλε το πρόσωπο της ανάμεσα στα πόδια της έκλεισε τα μάτια της, νομίζοντας ότι είχε ονειρευτεί λες και ήθελε να συνεχίσει το γλυκό της όνειρο.

- Ζαχάρω, Ζαχάρωωωω!!!, ακούστηκε πάλι η φωνή του Τριάντου σχίζοντας την φυσική ηρεμία του τόπου. Έλα να μου βάλεις να φάω, να πάω να ξαπλώσω λίγο, δεν το βλέπεις; Πήρε γιόμα.

Κλαμένη η Ζαχαρούλα σηκώθηκε αργά-αργά και κίνησε να πάει στο χάνι. Αφού πέρασε από την βρύση και πλύθηκε, έριξε λίγο νερό στα μούτρα της να δροσιστεί και να συνέλθει κάπως. Σήκωσε την μπροστοποδιά της και αφού σκουπιζότανε προχωρώντας μπήκε μέσα στο χάνι για να βάλει φαγητό του Τριάντου.

Μέχρι να τελειώσει ο νους της δεν μαζεύτηκε καθόλου από τον στάβλο, δεν χωρούσε καν στο μυαλό της, ότι αυτό που είδε ήταν κάποιο όνειρο. Γύρισε πάλι στον στάβλο και άρχισε να ψάχνει, κι όμως είχε δίκιο το άγνωστο παλικάρι ήταν εκεί και περίμενε πίσω από τα κρεμασμένα σαγίσματα, που τα χρησιμοποιούσαν για τις πλάτες των αλόγων όταν είναι ιδρωμένα. Μόλις την αντίκρισε της ψιθύρισε:

- Μη φοβάσαι Ζαχαρούλα.

Τότε, τι την ήθελες, πέταξε στους επτά ουρανούς, άλλαξε η κλαμένη μορφή στο πρόσωπο της κι έλαμψε ενώ πετούσε από χαρά. Πλησίασε κοντά, τον ρώτησε πως τον λένε, για να πάρει την πρώτη της γνωριμία, και να ξανασάνει ίσως λίγο από αυτό το μικρό σοκ που έπαθε.

- Παντελή, ή και Παντελάκη όπως με φωνάζει κι η μάνα μου.

Της αποκρίθηκε με μια γλυκιά και ήρεμη φωνή που έσκισε την καρδιά της Ζαχαρούλας και με μια κίνηση προχώρησε προς το μέρος της, κοιτάζοντας την στα μάτια, που έλαμπαν από χαρά. Άπλωσε τα χέρια του στο λαιμό της Ζαχαρούλας της χάιδεψε τα μαλλιά της και πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό της. Το ίδιο και η Ζαχαρούλα έφερε τα χέρια της στη μέση του Παντελή και αφέθηκε στην αγκαλιά του κλείνοντας τα μάτια της, για να χορτάσει το φιλί που τόσα χρόνια της έλειπε, κλεισμένη εδώ στην ερημιά του χανιού. Πέρασε περίπου μιάμιση ώρα που η Ζαχαρούλα και ο Παντελής έπαιζαν σαν μικρά παιδιά μέσα στο στάβλο του χανιού του Τριάντου, όταν ακούστηκε πάλι η αγριοφωνάρα του Τριάντου.

- Που 'σαι μωρή, Ζαχάρωω... έλα να μου φτιάξεις μια ψίχα (μια δόση) καφέ και φέρε μου και τον ταμπάκο μου.

–Έφτασα, Τριάντο μου ακούστηκε πάλι η φωνή από τον στάβλο, φωνή αλλιώτικη και χαρούμενη.

- Τι στον διάβολο κάνεις στο αχούρι ούλη την μέρα, διαβολοθήλυκο;

Η Ζαχαρούλα, πετάχτηκε σαν ελατήριο να πάει να φτιάξει τον καφέ του άντρα της και έφυγε τρέχοντας προς το χάνι.

Ο Παντελής ξανακρύφτηκε στον στάβλο, εκεί που ήξερε και περίμενε, πότε θα δοθεί πάλι η ευκαιρία στην Ζαχαρούλα να ξαναγυρίσει κοντά του. Μάταια όμως δεν της δόθηκε όλη την μέρα ευκαιρία να ξαναγυρίσει στον στάβλο. Μόλις όμως νύχτωσε για τα καλά, ο Τριάντος, αφού έφαγε ήπιε και ένα μποτσονάκι (μικρό επιτραπέζιο δοχείο κρασιού) κρασί, έγειρε να κοιμηθεί, πάνω σε ένα στρώμα αχυρένιο, που ήταν μόνιμο τους καλοκαιρινούς μήνες στο μπαλκόνι του χανιού.

Η Ζαχαρούλα με όλες τις προφυλάξεις έφυγε και πήγε στον στάβλο για να συναντήσει τον άγγελο της. Αφού τον βρήκε μισοκοιμισμένο με τα χάδια της τον ξύπνησε και έπεσε στην αγκαλιά του Παντελή. Αφήνοντας το σώμα της ελεύθερο στις παθιασμένες ορέξεις του. Και παρακαλούσε, να μην ξημερώσει ποτέ αυτή η γλυκιά και πιο όμορφη νύχτα της ζωής της. Δεν κατάλαβε καν ούτε πότε πέρασαν περίπου τόσες ώρες που είχε ξημερώσει περίπου. Όταν!!! Άνοιξε απότομα η πόρτα του στάβλου και μπήκε ορμητικά μέσα με αγριεμένο ύφος ο Τριάντος κρατώντας την τσάγκρα του, βρίζοντας άγρια την Ζαχαρούλα.

Μόλις τον είδαν ο Παντελής και η Ζαχάρω έμειναν σύξυλοι, μη έχοντας την δύναμη να βγάλουν λέξη από το στόμα τους. Ο Τριάντος, χωρίς να ρωτήσει ούτε καν ποιος είναι αυτός ο παρείσακτος, άρχισε να βρίζει άσχημα και να βλαστημάει θεούς και δαίμονες, σημαδεύοντας την Ζαχαρούλα κατευθείαν στο στήθος, διότι νόμιζε ότι αυτή ήταν η κύρια υπεύθυνη για το σκάνδαλο τούτο. Δεν πρόβαλε όμως να αποτελειώσει τις κακές προθέσεις του, όταν ο Παντελής σαν βέλος που φεύγει από το τόξο, πετάχτηκε και έπιασε το τουφέκι από του Τριάντου από την κάνη, ακούστηκε μια τουφεκιά, αλλά η τσάγκρα δεν εκπυρσοκρότησε προς το μέρος της Ζαχαρούλας παρά προς τα κεραμίδια του στάβλου. Οι δύο άντρες πάλευαν πλέον σαν τα θεριά, επί μισή ώρα περίπου, κυλιόσαντε στο εσωτερικό του στάβλου αγκαλιασμένοι, όταν η Ζαχαρούλα άρπαξε ένα ξύλο κι όταν βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία, χτύπησε δυνατά στο πίσω μέρος του κεφαλιού, τον Τριάντο. Αυτός μόλις που πρόλαβε και γύρισε, αδύναμος πια, κοίταξε την Ζαχαρούλα στα μάτια που κρατούσε το ρόπαλο ακόμη στο χέρι, σαν αγριόγατα αφηνιασμένη, στεκόταν όρθια και τον κοίταζε που αργόσβηνε. Σαν έγειρε ο Τριάντος και έπεφτε νεκρός έβγαλε μια αχνή φωνή μέσα από το λαρύγγι του λέγοντας:

Γιατί Ζαχάρωωω;...

Ο Παντελής, σηκώθηκε αλαφιασμένος και αδύναμος πια ψυχικά να πιστέψει το τι έγινε, έπεσε στην αγκαλιά της Ζαχαρούλας και έκλαιγε σαν μικρό παιδάκι, ενώ η Ζαχάρω με απόλυτη πλέον ψυχραιμία, τον απώθησε, παρηγορώντας τον, αναλαμβάνοντας εκείνη όλη την ευθύνη του περιστατικού.

Ενώ με σύντομες κινήσεις άρχισε το μακάβριο έργο της ταφής και εξαφάνισης των στοιχείων του φόνου αυτού. Μαζί και ο Παντελής τρεμάμενος και δείχνοντας μεγάλη αμηχανία, αμίλητος πια βοηθούσε στο έργο την Ζαχαρούλα. Όταν τελείωσαν όλα, πλύθηκαν, και ανέβηκαν πάνω στο χάνι για να κουβεντιάσουν τα καθέκαστα, αλλά μάταια, ο Παντελής δεν ήθελε να πιστέψει σε τίποτα και καθόταν μαρμαρωμένος πάνω στο σκαμνί και δεν μιλούσε.

Αργά όμως το απόγευμα όταν ηρέμησαν τα πράγματα, συζήτησαν μεταξύ των για τις επόμενες κινήσεις τους. Ορκίστηκαν και οι δυο στον έρωτα τους ότι δεν θα μαρτυρήσουν ποτέ και τίποτα σε κανέναν. Ο Παντελής εξέφρασε την επιθυμία του να φύγει μακριά και να μην ξαναγυρίσει στον τόπο τούτο. Αλλά η Ζαχαρούλα δεν τον άφησε ούτε καν να το σκεφθεί αυτό. Του είπε πως πρέπει να μείνουν στο χάνι και να παντρευτούν οι δυο τους και να αποχτήσουν οικογένεια, μα μάταια ο Παντελής δεν άλλαζε γνώμη με τίποτα.

Και ένα πρωινό που ξύπνησε η Ζαχαρούλα δεν τον βρήκε πουθενά, όσο κι αν έψαξε τριγύρω όσο κι αν περίμενε, τίποτα, ο Παντελής δεν ξαναγύρισε ποτέ. Η δε Ζαχαρούλα έμεινε στο χάνι μόνη της και δούλευε πολλά χρόνια και για να τα βγάλει πέρα, προσφέροντας και άλλες υπηρεσίες στους πελάτες της, αλλά ποτέ, ούτε ένα κερί δεν άναψε στο μέρος όπου είχε θάψει τον Τριάντο, έτσι για εξαγνίσει την ψυχή της.

.......................................................................................

Πέρασαν πολλά χρόνια και η Ζαχαρούλα γερασμένη πια, εφόσον δεν μπορούσε να δουλέψει το χάνι το παράτησε και γυρίζει από χωριό σε χωριό ζουμπή, κακομοίρα άσχημη, με παλιόρουχα στα μαύρα της χάλια, ακουμπισμένη πια σ' ένα ραβδί, ζητώντας ελεημοσύνη, για ένα ξεροκόμματο ψωμί από τους συνανθρώπους της. Κάπου-κάπου πάει στην εκκλησία κάνοντας μεγάλους σταυρούς, δείχνοντας στον κόσμο το παράδειγμα της καλής και θεοσεβούμενης γριούλας .

Μας είναι άγνωστο το πώς είχε φθάσει εκεί ο Παντελής και ποιες ήταν οι πραγματικές προθέσεις του, φθάνοντας στο χάνι του Τριάντου.

Έτσι τελείωσε το ερωτικό ειδύλλιο της όμορφης Ζαχαρούλας και του Παντελή στο χάνι του Τριάντου. Η Ζαχαρούλα που παντρεύτηκε παρά την θέληση της έναν μεγαλύτερο της και πολύ μάλλον κάποιον που δεν ήταν της ορέξεως της. Έρημο τώρα πια το χάνι θυμίζει παλιές καλές εποχές και κρύβει ένα στυγερό έγκλημα που κοιμάται στην ψυχή και το μυαλό του Παντελή και της φόνισσας Ζαχαρούλας.

Όσο για τον Παντελή δεν έμαθε κανείς τίποτε το συγκεκριμένο το που βρίσκεται κι ακόμη αν ζούσε. Κάποιες πληροφορίες τον έφερναν ασκητή σε κάποιο μακρινό μοναστήρι, έχοντας κόψει την επαφή με τον έξω κόσμο, θέλοντας να τιμωρήσει τον εαυτόν του και να εξαγνίσει την ψυχή του.

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΖΑΧΑΡΟΥΛΑΣ

- Τριάντο μου, τι το 'θελες να παντρευτείς μικρούλα;

δεν ήτανε για 'σένα νε, μα ούτε για χατζίνα

παρά 'κανε για το χωριό, κι 'θέλε παλικάρι.

Κι η μάνα της, της έλεγε κι η μάνα της, της λέει:

- Κόρη μου 'ρθανε προξενιά, χατζής θε να σε πάρει.

- Εγώ χατζή δεν παντρεύουμε τον γέρο δεν τον θέλω.

- Πάρτονε, κόρη μου πάρτονε, χατζίνα σου παγαίνει

και η Ζαχάρω τον παντρεύτηκε και άντρα δεν τον έχει.

Σαν ήρθε χρόνος δίσεκτος, κακός αφορισμένος

κι ο Παντελής φάνηκε, και για κακό φτιασμένος.

- Μη Ζαχάρω, μη το γέρο μη σκοτώνεις.

- Θα τον σκοτώσω Παντελή και άντρα θα σε πάρω.

- Μην τον σκοτώνεις Ζαχαρή, φόνισσα δεν σε θέλω.

Βιβλιογραφία

(- Μακρής Γεώργιος – Παπαγεωργίου Στέφανος, «Το χερσαίο δίκτυο επικοινωνίας του Αλή Πασά Τεπελενλή», εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα 1990.

- Σιμόπουλου Κυριάκου, «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα 1800-1810», τόμος Γ΄, Αθήνα 1975.

- Mehlan Arno, «Οι εμπορικοί δρόμοι των Βαλκανίων κατά την Τουρκοκρατία», εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1979.

- Κωνσταντίνος, «Τουρκοκρατούμενη Ελλάς», Αθήνα 1869.

- Χουλιαράκης Μιχαήλ, «Γεωγραφική Διοικητική και Πληθυσμιακή εξέλιξη της Ελλάδος, 1821-1971, εκδόσεις Ε.Κ.Κ.Ε, Αθήνα 1973.

- Moncel (Du), Th. «Οδοιπορικό του 1843. Από την Αθήνα στο Ναύπλιο», εκδόσεις Ολκός –Αριάνδη, Αθήνα 1984.

- Mποζούρ Φελίξ, «Πίνακας του εμπορίου της Ελλάδας στην Τουρκοκρατία, 1787 – 1797», εκδόσεις Τολίδη, Αθήνα 1974.

- Μανσόλας Αλέξανδρος, «Πολιτειογραφικαί πληροφορίαι περί Ελλάδος», Αθήναι 1867.

- Χριστάνας Λυτ, «Μια Δανέζα στην αυλή του Όθωνα. Μαρτυρία της εποχής», εκδόσεις Ερμής, Αθήνα 1981.

- Ανωγιάτης – Πελές Δημήτρης, «Σχέσεις του δρόμου και χωριών στη βαλκανική χερσόνησο», περιοδικό Ιστορικά, τόμος 4Ος Δεκέμβριος 1985.

- Γεωργίου Αρ. Χρυσανθακόπουλου, «Η Ηλεία επί Τουρκοκρατίας», εν Αθήναις 1950.

- Γεωργίου Παπανδρέου Δ. Φ. Γυμνασιάρχου, «Η Ηλεία δια μέσου των Αιώνων», έκδοση Ν. Ε. Λ. Ε. Ηλείας ~ Ηλειακή βιβλιοθήκη, έκδοση περιοδικού «Εκ Παραδρομής», Λεχαινά 1990).


Εκτύπωση   Email

Κεντρική Σελίδα

Ο Τόπος μας

Παράδοση

Πολυμέσα

Ιστορία

Αναδημοσιεύσεις

Free Joomla! templates by Engine Templates