Ο ΜΗΤΣΟΣ ΚΑΙ Η ΣΤΑΘΟΥΛΑ
Ο Μήτσος Χριστόπουλος, μπάρμπας του Θανάση του Χριστόπουλου ή Μελεκούτση ήτανε χήρος. Στο χωριό εκείνη την εποχή, ήτανε και μια χήρα του Νικολάκη του Μπούρλα, ή Μπουλίσκα έτσι ήτανε το παρατσούκλι του, η καταγωγή της ήταν από το χωριό Σκλήβα. Την χήρα την λέγανε Ευσταθία και στο χωριό την φωνάζανε Σταθούλα. Ήτανε φτωχιά η μαύρη και κάπου- κάπου έκανε κανένα ψυχικό με το αζημίωτο όμως, μάλιστα είχε και ταρίφα πέντε δραχμές, τότε αυτή, έλεγε το τάλιρο «ταληρέντζο».
Μια Χειμωνιάτικη άσχημη βραδιά που χιόνιζε ασταμάτητα από το γιόμα, ο δυστυχής ο Μήτσος είχε ένα δίφραγκο και κίνησε και πήγε να βρει ο δόλιος λίγη ζεστασιά στην αγκαλιά της Σταθούλας.
Μόλις έφτασε στο κονάκι της, βαράει την πόρτα της Σταθούλας, τακ – τακ.
- Ποιος είναιαιαιαί; Απαντάει από μέσα η Σταθούλα.
- Ποιος άλλος ρε Σταθούλα. Ό άτυχος, ο άμοιρος, ο δυστυχής Χριστόπουλος.
- Πόσα κοβαλάς;
- Ένα διφραγκέλο (δίφραγκο), Σταθουλίτσα μου, δεν έχω άλλα ο μαύρος και τρέμω από το κρύο, άνοιξε να ζεσταθούμε, και θα το βρεις στην ψυχή σου.
-Όχι, όχι. Του λέει. Πράξη δεν γίνεται με διφραγκέλο, αν εσύ θέλεις ζεστό κωλαρέντζο, εγώ κολέγα θέλω ακέριο ταληρέντζο, (τάληρο = πέντε δραχμές) άμα έχεις ν’ ανοίξω, άμα δεν έχεις, να ξεκουμπιστείς και να φύγεις.
Κινάει ο μαύρος ο Μήτσος και πάει στην θεια του την Πολίτω, της χτυπάει την πόρτα και της λέει:
- Θεια Πολίτω, άνοιξε, θεια Πολίτω!
Μόλις άνοιξε η Πολίτω του λέει:
- Που πας ρε κονταρεμένε μου, τι διάβολο γυρεύεις μ’ ούλο αυτό το κακό το χιόνι, ούλη την νύχτα, δεν συμμαζεύεσαι στο κονάκι σου;
- Αχ Θειακούλα μου, εσύ το έχεις γλυκάνει το άτιμο κορμί σου, όμως δεν ρωτάς και εμένα τον μαύρο, πως τα περνάω; Δώσε μου ένα τριφραγκέλο να πάω στη παλιο-Σταθούλα και εκείνη φτωχιά είναι.
- Επειδής σε λυπάμαι κακομοίρη μου θα σου δώσω,πρώτη και τελευταία σου φορά, και μην μου ξαναζητήξεις.
-Καλά δος τώρα που έχω μεγάλη ανάγκη και δεν ξαναθέλω θειά.
Και η Πολίτω έβγαλε και του έδωσε τρία φράγκα.
Ο Μήτσος με περίσσιο θάρρος και με τρανή χαρά, πήρε τα λεφτά και τράβηξε ίσια για το κονάκι της Σταθούλας. Μόλις έφτασε, βάρεσε την πόρτα και από μέσα ακούστηκε πάλι η φωνή της Σταθούλας.
- Ποιος είναι;
- Εκείνος ο άτυχος, ο άμοιρος που ήταν από λίγο, άνοιξε Σταθούλα, έρχομαι μ’ ένα ολάκερο ταληρέντζο.
Μόλις άνοιξε η πόρτα ο Μήτσος είπε:
- Αχ! Παράδεισε μου!
Η Σταθούλα βάνει το χέρι μπροστά στην πόρτα εμποδίζοντας να διαβεί το πορτόξυλό της και του λέει:
- Πρώτα ταληρέντζο και μετά καβαλικέντζο.
Ο Μήτσος της έδωσε το ταληρέντζο, μπήκε μέσα και όταν ανέβηκε πάνω στο κορμί της Σταθούλας λέει με βαθύ αναστεναγμό:
-Άχ!!! Αναπαύου καημένη σάρκα μου, στης Σταθούλας το μαραφέτι.
Αφήγηση Δημοσθένης Β. Φράγκος, Άγναντα 14/ 01/ 1987
ΟΙ ΝΤΑΝΙΚΑΙΟΙ
Μια φορά κάπου κατά την δεκαετία του 1920, ένα απόσπασμα κυνηγούσε ζωοκλέφτες και περιφέρονταν στην περιοχή του Σινουζίου, κυνηγώντας τον περιβόητο και επικηρυγμένο αλογοκλέφτη, Νίκο Νικολόπουλο ή Δημάκη.
Περνώντας από την τοποθεσία Βριλάγκαδα, συνάντησαν τον Κουτσογιώργη (πατέρα του Χρύσανθου Δανίκα ή Ζήρα), εκεί τον πλησιάζει ο ενωματάρχης και τον ρωτάει πως λέγεται:
- Γιώργης Ντανίκας. Του απαντάει εκείνος.
Πιο κάτω συναντήσανε τον Γερο- Βαγγέλη ή Κουτσοβαγγέλη, τον ρωτάνε και αυτόν πως λέγεται:
- Βαγγέλης Ντανίκας. του απαντάει με καμάρι αυτός.
Προχωρώντας πιο κάτω βρήκανε τον Γέρο- Δημήτρη, παππούλη του Δημοσθένη του Φράγκου, από την μάνα του την Χρύσω, που κούτσαινε και αυτός λίγο. Ρωτάν και αυτόν πως λέγεται:
- Δημήτρης Ντανίκας. Τους απαντάει εκείνος.
Πιο κάτου συναντάνε τον γέρο- Χρυσαντάκη, πατέρα του Αριστιθάκου του Δανίκα, που ήταν στραβός από το ένα μάτι, μ’ ένα δεμάτι ξύλα στον ώμο του. Τότε τον ρώτησαν και αυτόν πως τον λένε, και απαντάει και αυτός.
- Χρύσαντος Ντανίκας.
Ο νωματάρχης, τα έχασε, νόμιζε πως του λένε όλοι ψέματα. Τότε γυρίζει στον γέρο- Χρύσαντο και του λέει;
- Μα τι στον διάβολο γίνεται εδώ πέρα ορέ; Ούλοι εσείς οι Ντανικαίοι, κουτσοί και στραβοί είσαστε;
Αφήγηση Δημοσθένης Β. Φράγκος, Άγναντα 14/ 01/ 1987