Τα παλιά χρόνια κατά τις μετακινήσεις τους, οι άνθρωποι, για ν’ ασφαλίσουν τα χρήματα που σέρνανε απάνω τους, συνηθίζανε να τα τοποθετούν με τάξη στο μαντήλι και στην συνέχεια να το δένουνε κόμπο και να το τρυπώνουν στην τσέπη ή στον κόρφο τους. Γι’ αυτό τον λόγο λέγανε χαρακτηριστικά για όποιον είχε λεφτά ή κρατιόταν από μπόλικους παράδες: «Αυτός έχει γερό κομπόδεμα[1]». Όμως, υπήρχε ακόμη και μια άλλη συνήθεια, με τον κόμπο του μαντηλιού. Συνήθως κατά τις πρωινές ώρες, ή κατά το ξεκίνημα κάποιου ταξιδιού, οι ταξιδιώτες, τύχαινε να συναντήσουν στο δρόμο τους κάποιον, όπως παπά, σημαδεμένο άνθρωπο, γυναίκα με ξέπλεκα μαλλιά, λεχώνα, καμιά χαρτορίχτρα, εχθρό, αντιπαθητικό άνθρωπο κ.ά., προληπτικά έδεναν έναν κόμπο στο μαντήλι τους, για να μην τους συμβεί κανένα κακό, από κακό μελέτημα ή κατάρα του εχθρού ή στραβοκοίταγμα, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Τον κόμπιασα[2] και δεν φοβάμαι». Και τοιουτοτρόπως νόμιζαν ότι το ταξίδι, η δουλειά, το νιτερέσο, το μυστήριο (αρραβώνας, γάμος, βάπτιση) θα πήγαιναν όλα μια χαρά.
Το Πηνειώτικο μυαλό, όμως καθώς φαίνεται, δεν αναλώθηκε μόνο στο κόμπιασμα του μαντηλιού για το κομπόδεμα και το κόμπιασμα της κακοσυντυχιάς, αλλά διευρύνθηκε ακόμη λίγο πιο πάρα πέρα, και τοιουτοτρόπως επιστρατεύοντας πάντα την Πηνειώτικη πονηριά, κατάφερε να το συνδέσει με τα οικονομικά προβλήματα και ν’ ανταπεξέλθει στις καθημερινές του υποχρεώσεις.
Λέγεται ότι, κάποτε ένας πάμφτωχος και κακοπλερωτής, Πηνειώτης ονόματι Αντρίκος, (δεν αναφέρω το χωριό του για ευνόητους λόγους), αφού μαγάρισε με χρέη, όχι μόνο το χωριό του αλλά και το τριγύρω χωριά, λέγεται ότι έβαλε στο μυαλό του να ξανοιχτεί ακόμη πιο παραπέρα. Έτσι η τρανή χάρη του έφτασε και μέχρι την Αμαλιάδα, σε γνωστότατο μπακάλικο. Στην αρχή πλήρωνε με το παραπάνω, μετά σιγά- σιγά και σταθερά, άρχισε το καθιερωμένο βερεσέδι, ισχυριζόμενος στον μπακάλη, ότι έχει ένα κοπάδι αρνιά προς πάχυνση και θα τα πουλήσει τον Αύγουστο, όπως συνήθως γινότανε με τους βοσκούς αρνιών προς πάχυνση. Όμως, ο λογαριασμός του, στον μπακάλη παραφούσκωσε, πέρασε κι ο Αύγουστος, όμως λεφτά δεν έφερε και μια μέρα ο μαγαζάτορας, του είπε ότι τέρμα το βερεσέ, λέγοντας την φράση:
«Ο βερεσές Αντρίκο, απόθανε και τον θάψανε στο Σανταμέρι[3]. Ευχή και κατάρα, ο μαύρος άφηκε, η πλερωμή στο χέρι».
Αυτό το τερτίπι του μπακάλη, τσάκισε τα γόνατα τον Αντρίκο και τον έφερε σε τρανή απόγνωση, γιατί είχε μια λυκουνιά από εννιά παιδιά, και μετά από την διακοπή της τροφοδοσίας, κάμποσα μερόνυχτα είχαν να βάλουν κάτι στο στόμα τους. Και μη βρίσκοντας ούτε δουλειά, ούτε πιστωτή, ούτε δανεικά, σοφίστηκε μια καλοσχεδιασμένη κουτοπονηριά, επιστρατεύοντας τον κόμπο του μαντηλιού του, που την αντιλήφθηκε σαν τη προσωρινή και σωτήρια λύση, στο πρόβλημα διατροφής της οικογένειάς του.
Έτσι αφού είδε και αποείδε και άρχισε η πείνα να τον ταρακουνάει, γύρεψε από τη γυναίκα του, ένα καθαρό μαντήλι, έβαλε μέσα κάμποσα χαλίκια και δυο τρία κουρέλια έκαμε έναν χοντρό κόμπο στην μιαν άκρη του και πρόσταξε τον τρανότερο γιό του να πάρει τη μεγάλη κοφίνα (καλάθι) και να κατεβούνε στην Αμαλιάδα να πάνε στο μπακάλικο όπου χρωστούσανε να ψωνίσουνε. Όταν φτάσανε έξω από το μπακάλικο, ο Αντρίκος καμαρωτός-καμαρωτός ροβόληκε από τ’ άλογο με το κεφάλι ψηλά αεράτος και συνάμα χαρούμενος. Ο μπακάλης μόλις το είδε, τον έκοψε, αλλά εκείνη την στιγμή ζύγιζε κάτι μπογιές για νήματα και δεν του έδωσε σημασία. Ο παμπόνηρος Αντρίκος, για να του τραβήξει την προσοχή και τον προσέξει καλλίτερα ο μπακάλης, έκαμε τάχατις πως φταρνίστηκε και έβγαλε το μαντήλι του με τον χοντρό κόμπο από την μέσα τσέπη του σακακιού, του για να σκουπιστεί. Κόμπο, που μόλις τον αντίκρισε ο μπακάλης κι από το αγέρωχο ύφος και τη μεγάλη κόφα του Αντρίκου, κατάλαβε πως όχι μόνο ήρθε η ώρα να πληρωθεί τα παλιά, αλλά θα πλερωνότανε και όλα όσα θ’ αγόραζε ο πιο κακοπληρωτής πελάτης του.
Και καταλαβαίνοντας ο Αντρίκος, ότι τσίμπησε ο μπακάλης, οπλίστηκε με απάθεια και νεοπλουτισμό κι άρχισε να τον προστάζει, ως καλοστεκούμενο πορτοφόλι.
-Βάλε μου κάμποσες οκάδες ρύζι, δυο οκάδες φασόλια, κάμποσα μακαρόνια*, δυο τρεις πέτσες μπακαλιάρο, δυο οκάδες ζάχαρη μισή οκά καφέ και ρεβίθια, πιπέρι, γαλότσες για ούλη την οικογένεια, καμιά πενηνταριά οργιές τριχιά κ.ά. και κοίτα να ιδείς, τώρα που έχω όρεξη, θέλω και μια ψιχαστήρα, βαρέθηκα να γυρεύω από τους μασκαράδες τους χωριανούς μου, θέλω να έχω κι εγώ του λόγου μου, το δικό μου ανάχλιο!
Όσα που γέμισε ίσαμε την κορφή η κοφίνα και πρόσταξε τον γιό του να την πάρει να την φορτώσει στ’ άλογό και να πάει στο σπίτι τους, γιατί αυτός όπως του είπε θα πάω να ξεχρεώσω και την τράπεζα για να έχει μούτρα να ξαναπάρει δανεικά, θα κάμει κι άλλες δουλειές και θα γυρίσει την άλλη ημέρα. Το παιδί φόρτωσε την ψιχαστήρα και την κοφίνα στ’ άλογο και τσάκα- τσάκα κίνησε για το χωριό του.
Ο δε μπακάλης, που κατά την διάρκεια των θριαμβευτικών παραγγελιών του Αντρίκου, όλο μάλιστα και αμέσως του έλεγε με χαμόγελα, και μόλις έφυγε το παιδί με τα ψώνια, τον παρακάλεσε να καθίσει και άρχισε να λογαριάζει.
- Χίλιες εφτακόσια εβδομήντα έξι φράγκα και τέσσερεις δεκάρες βγαίνουνε, τα τωρινά σου ψώνια. Μήπως θέλεις να τα λογαριάσεις και του λόγου σου;
- Και βέβαια θα τα λογαριάσω και δυο και τρεις φορές, γιατί σάματις εσείς οι ποντικολαδάδες δεν έχουτε Θιό μέσα σας, μόνο για τον παρά σας γνοιαζόσαστε και τίποτις άλλο, δεν ξέρουτε από φτώχεια.
Και παίρνοντας το βιβλίο με τα βερεσέδια, κουσκουτεύοντας ξερολογάριαζε.
-Εντάξει του λέει ας πούμε ότι είναι σωστός, αλλά μην ξεχνάς ότι με κλέβεις και στο ζύγι, άμα κάνω ότι γυρίσω το μάτι μου από την παλάντζα. Τέλος πάντων τήρα και τα βερεσέδια μου και κάντα ένα σούμο να ιδώ πόσα είμαι χρεωμένος.
- Οκτακόσια δώδεκα φράγκα και εννιά δεκάρες τα παλιά..., που έχουμε και λέμε: 812,9 συν 1776,4 μας κάνουνε 2589,30. Μήπως του λόγου σου, έχεις καμιά αντίρρηση; Άμα δεν έχεις ξηλώσου[4] τώρα!
- Μα τι μου λες μωρέ, μωρή ποντικομαμή, δεν γίνεται ποτέ να κάμεις λάθος του λόγου σου, είσαι μια πριμαντόνα εσύ που νογάς και γλιστράς σαν την χελούδα. Τάχατις άμα δεν νόγαγες να ξαγλιστράς δεν θα ήσουνα νοικοκύρης, αλλά θα ήσουνα στο δικό μου κατάντιο σήμερις.
Του είπε και βγήκε από την πόρτα του μαγαζιού για να φύγει.
Οπότε ο μαγαζάτορας βλέποντας τον Αντρίκο να βγαίνει από το μαγαζί αναστατώνεται, αγριεύει και άρχισε να φωνάζει.
- Ε! Που πας; Δεν θα ξεκομπιάσεις το μαντήλι σου να με πληρώσεις;
- Και ποιός σου είπε ορέ, ότι έχω λεφτά στον κόμπο του μαντηλιού μου; Ένα κερατά κατσικοδιάβολο γείτονα που έχω, όπως ερχόμουν τον αντάμωσα αχάραγο και αυτός μόλις με είδε μουρμούριζε σαν να μελέταγε κάτι τι και μετά έφτυσε τρεις φορές κατά τον δρόμο που τράβηξα, και το λόγου μου, για μην πάθω κανένα κακό, τον κόμπιασα τον κερατά.
Κι ενώ άνοιγε ο μαγαζάτορας μια σπιθαμή το στόμα του από κατάπληξη, ο Αντρίκος τον καλημέρισε και του λέει:
- Γράψε και τούτα μαζί με τ’ άλλα στο δεφτέρι, φύλαχτο μέσα στον μπεζακτά σου και του λόγου μου όποτε παραδιάσω, έχω τον σκοπό μου, δεν θα σ’ αφήσω άπλερο κορόϊδο, έχω κι εγώ μια περηφάνια.
*Τα μακαρόνια τότε πωλούνταν με το κιλό και όχι με το πακέτο όπως γίνεται σήμερα.
Λεξιλόγιο:
Ανάχλιο, το = εργαλείο.
Βερεσέδι, το = η πίστωση.
Γαλότσα, η = μπότες πλαστικές.
Κουσκουτεύω, = ολιγορώ, αργοπορώ.
Λυκουνιά, η = τα λυκόπουλα, (εδώ τα παιδιά των πτωχών).
Μπεζακτάς, ο = (τουρκ.) το συρτάρι του ταμείου.
Νογάω, = γνωρίζω.
Παραδιάζω, = αποκτώ χρήματα.
Σούμο, = σύνολον.
Τερτίπι, το = τέχνασμα.
Τσάκα- τσάκα, = γοργά.
Χελούδα, η = (θηλ.) η χελομητέρα.
Ψιχαστήρα, η = ο ψεκαστήρας.
[1] Η δημοτική μούσα για το μαντήλι με το κομπόδεμα το μελοποίησε με πολλά τραγούδια. Θ’ αναφερθώ σ’ ένα αντιπροσωπευτικό, που μας αναφέρει την συναισθηματική υπεραξία του μαντηλιού, έναντι του αξιόλογου ποσού (τετρακόσια δυο φλουριά) του κομποδέματος και ένα σωρό άλλα λαογραφικά στοιχεία που εμπλέκονται στο εν λόγω δημοτικό άσμα:
Σε κοντοσκά- κοντοσκάλι ανέβαινα, Δήμο μου,
σε κοντοσκάλι ανέβαινα εψές το βρά- το βράδυ-βράδυ
κι έντωσε το- ’ντωσε το σελάχι μου, Δήμο μου,
κι έντωσε το σελάχι μου και έπεσε το - ρε το μαντήλι,
με τετρακό- τετρακόσια δυο φλωριά, Δήμο μου,
με τετρακόσια δυο φλωριά, με δυο δράμα- δραμάκια μόσχο.
Δεν κλαίω ο δό- κλαί- ο δόλιος τα φλωριά, Δήμο μου
δεν κλαίω ο δόλιος τα φλωριά, δε βλαστημάω, μωρέ, το μόσχο.
Μόν’ κλαίω το μα- κλαίω το μαντηλάκι μου, Δήμο μου,
μόν’ κλαίω το μαντηλάκι μου το καλοκεντισμένο.
Όπου μου το- ’που μου το κεντάγανε, Δήμο μου
όπου μου το κεντάγανε τρεις αρρεβω- αρρεβωνιασμένες
κι άλλες πεντ’ έ- κι άλλες πεντ’ έξι ανύπαντρες, Δήμο μου,
Κι άλλες πεντ’ έξι ανύπαντρες, πεντ’ έξι πα- μωρέ, παντρεμένες
Αν το ’βρε νιος- το ’βρε νιος, να το χαρεί, Δήμο μου,
κι αν το ’βρε γε’ - το βρε γέρος, να το δώκει, Δήμο μου,
κι αν το ’βρε η- το ’βρε η αγάπη μου, Δήμο μου,
κι αν το ’βρε η γι’ αγάπη μου μ’ εμένα να το λιώσει.
Συλλογή καταγραφή Ηλίας Τουτούνης, Σέρβου Γορτυνίας, Καλοκαίρι 1993).
[2] Η φράση «Άντε τώρα να ξεκουμπιαστείς», όπου σήμερα έχει μεταλλαχθεί να ξεκουμπιστείς δηλαδή να φύγεις, να χαθείς, ν’ απομακρυνθείς λέγοντας, επίσης: «Ξεκουμπίστηκε», «Άει ξεκουμπίσου», «Στα ξεκουμπίδια», «Ξεκουμπισμένος», κ.λπ. Αυτές οι φράσεις ίσως και να προέρχονται από διαφορετική ερμηνεία, δηλαδή ακουμπώ, δηλαδή στέκομαι, πατώ, αγγίζω και με το συνθετικό (ξε) σημαίνει ξέφυγε, ξάφησε, ξάδειασε, απομακρύνσου, κ.λπ.
[3]Το χωριό Σανταμέριείναι ημιορεινός οικισμός, ο οποίος είναι χτισμένος στους πρόποδες του όρουςΣκόλλις. Βρίσκεται δε στο νοτιοδυτικό άκρο του Νομού Αχαΐας. Συνορεύει με τα χωριάΠόρτεςκαιΧαραυγή. Έχει τους συνοικισμούς Πολύλοφο ή Μπράτι καθώς και τα Αμπελάκια και στην περιφέρειά τους βρίσκεται και η γυναικεία Μονή της Αγίας Μαρίνας ή Μαρίτσας. Το όνομα του προέρχεται από τον Γάλλο Νικόλαο Σαίντ Ομέρ βαρόνο της Θήβας και είχε χτίσει το κάστρο που βρίσκεται στα όρια του χωριού.
[4] Ξηλώσου τώρα, λέγεται αλληγορικά, διότι τα παλιά τα χρόνια οι χωρικοί όταν πήγαιναν σε πόλεις ή σε εμποροζωοπανηγύρια έραβαν τις τσέπες που είχαν τα λεφτά ή το κομπόδεμα για να μην τους τα πάρουν οι λωποδύτες. Έτσι πήγαιναν στα μαγαζιά και ψώνιζαν τα εμπορεύματα ο μαγαζάτορας του έλεγε αυτή την φράση: «Άντε ξηλώσου τώρα», δηλαδή να ξηλώσει την ραφή της τσέπης και να βγάλει τα χρήματα να πληρώσει το αντίτιμο των αγορασμένων εμπορευμάτων. Η φράση επικρατεί ακόμη και σήμερα αναφέροντάς την όταν καλούμαστε να πληρώσουμε.