Μια κόρη επαινεύτηκε σ' ανατολή και δύση,
σε θάλασσα και σε στεριά και σ' ούληνε τη φύση.
Κι από τα βάθη τούτης γης ίσαμες το φεγγάρι
τ' είναι η μπλιο όμορφη κι άλλη δεν έχει χάρη.
Η ομορφιά της θάλασσα, το ντέρτι της ποτάμι,
το πείσμα της της έκανε καρδιά σαν το κατράμι.
Στη μάννα της το έλεγε κι ο κόσμος να νοήσει,
άντρας ποτέ δε θα βρεθεί, ζορμπάς να τη φιλήσει.
Τι έχει το μάγουλο φωτιά και καίει χείλια ξένα
κι όποιος φιλήσει μια βολά, σταλιάζουν από αίμα,
κι αν το φιλήσει δυο βολές, βαθιό σημάδι μένει,
τ' αν δεν πλερώσει το φιλί, στον Άδη κατεβαίνει.
Μα είναι κρίμα, είν' άδικο, τούτο που 'κείνη τάζει
για το τσαρί της μάγουλο τ' απάνου να κατεβάζει.
Για 'να φιλί ο άνθρωπος να λιώνει και να σβήνει
σαν το λιθάρ' να καίγεται, σαν πέφτει στο καμίνι
και όντες σβήσει η φωτιά, ν' αφήν' κακά σημάδια
'κει που άλλοι φίλησαν και χόρτασαν τα χάδια.
Συργιάνι βγαίνει το πρωί στη ρούγα της μονάχη
να τηνε δούνε οι όμορφοι, ν' εκεί όπου τους λάχει.
Βάζει μαντήλια τα διπλά, κρυβεί το μάγουλό της,
για να μη 'δει η γειτονιά τον κόρφο τον κρυφό της.
Και περπατεί σγουφτά-σκυφτά, μα καν φουρλατίζει,
στη ρούγα της δεν στέκεται, ούτες που γιοκλαντίζει.
Παρά απ' το παραθύρι της τηράει και μαργιολεύει
το ποιον να βρει, τον ποιον να δει, ραγιά να τον παιδεύει.
- «Ποιος είν' εκειός ο άξιος, ποιο είν' το παλληκάρι
που θα βρεθεί στην πόρτα μου φιλί για να μου πάρει;
Αν μου το πάρει με καημό, με γεια του, χάρισμά του,
να προσκυνήσ' τη μάννα μου να πέσω στην αγκαλιά του,
να φέρει και τα στέφανα στης εκκλησιάς την πύλη,
που τα αγιάζει ο δέσποτας, να τα 'χω για κειμήλι,
που λένε καλορίζικα κουμπάροι, συμπεθέροι,
να τα φιλήσει κι ο γαμπρός και να με κάνει ταίρι.
Μ' αν μου το πάρει πονηρά, του κόβω το κεφάλι,
τιμή την έχω, την κρατώ, σαν δεν ορίζω άλλη.
Δεν τήνε δίνω στη φωτιά, μα ούτε μ' ούλα τ' άσπρα,
μα θα την δώκω π' αγαπώ, ας είναι και στα άστρα».
Κ' ένας κοντός, κοντούτσικος και ένας πατσαλιάρης
έχει το γένι ατρύγητο, άτιμος παλιο-Κονιάρης,
ένα κορμί χτικιάρικο, μιας κούρβας παλληκάρι,
πώχει το χέρι του κουλό, στραβό 'χει και ποδάρι.
Το μάτι του το ορφανό, π' άλλο δεν έχει ταίρι
αστράφτει, 'ρίνει τη φωτιά και κόβει σαν μαχαίρι.
Απ' την Αρμενιά 'κίνησε, χωμένος σε κορβέτα
και μια νυχτιά μπαρκάρισε στην έρημη Γλαρέντζα.
'Κειά που ο κάμπος απλώνεται, στο κάστρο από κάτου,
στην πύλη του τσελατιού, στην πόρτα του θανάτου,
π' άφησεν η Βενετιά τα μαύρα της σημάδια,
εκειά οπού μπαρκάρουνε τα δώδεκα καράβια,
που κλέβουνε μπορέματα, που κουβαλούν κουρσάρους,
που φέρνουνε και παίρνουνε τους άτιμους Κονιάρους.
Σαράντα μέρες θάλασσα, σαράντα μέρες σκέψη,
να βγει Κονιάρος στη στεριά, κοσμάκη να παιδέψει.
Κτυπούσε το κεφάλι του, ως δέρνεται το κύμα,
να βρει τόπο να σταθεί, να 'βρει δικό του θύμα.
Και έφτασε κ' εκόνεψε στης θάλασσας το χτένι,
που κρύβουνται οι άτιμοι και οι δαιμονισμένοι,
που 'χουν στα μάτια πονηριά, στη γλώσσα το φαρμάκι,
που φαρμακώνουν τον ντουνιά και όπου βρουν κονάκι
σαν είν' λωλοί, αμέτρητοι, τους λένε ούλοι περάτες,
το που κουρσεύουν τα χωριά, το που 'ναι και τσελάτες.
Που κλέβουν, που σκοτώνουνε, τον τόπο μας κουρσεύουν
και τον κοσμάκ' τον άμοιρο παντοτινά παιδεύουν.
Π' αφήνουν πίσω τη φωτιά, π' αφήνουν και τη στάχτη,
που βγάνουνε στους άμοιρους το μαύρο τους το άχτι.
Στη διάβα τους οι χαλασμοί μετρημούς δεν έχουν,
στα όρη και στις σπηλιές κρύβουνται και τρέχουν.
Σαν το 'μαθε, συντάβαλε βουλή, να πα να το 'ποχτήσει,
να της το πάρει με δροσιά, προτού ο ήλιος κινήσει,
να της το πάρει το πουρνό με τα μυρουδικά του
να είναι ο πρώτος, το που θα βρεθεί, στα χείλη τα δικά του.
Που μοσκοβολάει σαν ανθός, σαν το μαγιάτικο αμπέλι,
προτού να πάν' οι μέλισσες κι αρμέξουνε το μέλι,
προτού πάνε οι ανύπαντρες και μάσουν τα λελούδια,
'κει πάν' κ' οι γεροντότεροι κι ακούνε τα τραγούδια,
πάνε και βλέπουν τον ανθό, βλέπουν και το λιβάδι,
το που θυμούνται τα παλιά, το παιδικό τους χάδι
και τώρα τα ζηλεύουνε κι από καημό αρρωσταίνουν,
στην άκρη μόνοι στέκουνται, σαν φύλλα που σαπαίνουν.
Ζαβά βάν' το φεσάκι του, τη μπόλκα του στον ώμο
και πάγει εις τη ρούγα της κλαίγοντας εις τον πόνο
και κάνει το χαΐλι του και σβήνει τον καημό του,
μην πονηρευτεί η γειτονιά και μάθουν το σκοπό του.
Στη πόρτα της ακούμπησε και σαν παιδάκι κλαίει,
να τον ακούσει η όμορφη, να έχει για να λέει,
για να κυλά το δάκρυ της, εκειά στο πρόσωπό της,
εκειά που πρέπει το φιλί στο μάγουλο το δικό της,
να μαλακώσ' το μάγουλο κ' η ρόδινη μπογιά του
σαν το δει να χύνεται 'πο κάτω απ' τη ματιά του.
Να δοκιμάσει το φιλί, στ' ατρύγητο μαγούλι,
που το κρατάει φυλαχτό, φλουρί μες στο σακκούλι.
Ακούει η μάννα το κλάμα του, τον ξένο δεν τον θέλει,
τ' ακούει η κόρη και πονά, πολύ όμως την μέλλει.
- «Ποιος είναι, μάννα, το που κλαίει, ποιος είναι ο κλαψιάρης;»
- «Ένας άσκημος, κορούλα μου, ένας παλιο-Κονιάρης.
Τι στέκει στο πορτόξυλο, τι στέκει στην αυλή μας,
τι διακονιάρης φαίνεται, σα ψείρα στο μαλλί μας.
Εμείς ψωμί δεν έχουμε, μας λείπει το τσουκάλι,
μα σαν του δώκουμε ψωμί, μας στρίβει το αφάλι.
Άστον να πάει κάπου αλλού, τ' άντερο να γιομίσει,
ψωμάκι να του δώκουνε, μια μέρα για να ζήσει».
- «Φέρτον, μάννα μου, στο σκαλί και τον καλωσορίζω.
Ποιος είν' εκειός ο αλαργινός, τα μάτια μου σφαλίζω,
νεράκι να του δώσουμε, να μάθουμε τι θέλει,
από μακριά αν έρχεται και κάτι αν γυρεύει;»
- «Ξένος είναι, κόρη μου, δεν είν' απ' το χωριό μας,
αν ήξερε δεν θα 'τανε πίσ' απ' το πορτόξυλό μας».
- «Σύρε, μαννούλα, φέρτονε, το κρίμα στην ψυχή μου,
τάξιμο της μοίρας μου, της μοίρας της δικής μου».
Το χέρι του το τράβηξε, στην κόρη της τον σιάει,
και στο σκαλί σαν ανέβαινε, τόνε συχνορωτάει:
- «Ξένε, μήνα πεινάς, μήνα διψάς, μήνα γιατρικά γυρεύεις,
μην είν' τα σκουτιά σου βρώμικα, μην τάχα παραμονεύεις,
μην σε μελούν τα πόδια σου, μήνα θωρώ νυστάζεις,
μη σε τρομάζει η ξενιτιά που σαν μικρό σπαράζεις;»
- «Μαϊδέ πεινώ, μαϊδέ διψώ, μαϊδέ γιατρικά γυρεύω,
λίγο κρασάκι δώστε μου, κι αρχίζω να σαλεύω.
Βαρύ τον πόνο εγώ κρατώ, δεν είμαι λαβωμένος,
βαριά κατάρα στο κορμί και είμαι γερασμένος.
Το πόνο μου θε να σας πω και πάλ' εγώ φεύγω
στην μακριά την ξενιτιά, τι άλλο δεν γυρεύω.
Το στόμα μου να δροσιστεί, να σας τ' ομολογήσω
ν' ακούσετε, να πράξετε και πάλε γυρίζ' οπίσω.
Βαριά κατάρα σούρνεται και στο κορμί μου μένει,
σαν το χταπόδι είναι δετό, σαν το χτικιό με δέρνει.
Τρία χρονάκια καίγομαι, μα λείπει η γιατρειά μου,
ούλο τον κόσμο γύρισα με τα ποδαρικά μου,
να βρω εκειό το γιατρικό, τον πόνο μου να γειάνω,
ειδάλλως θε να σκοτωθώ, τραβώ για να πεθάνω.
Θαρρώ πως το 'χεις πάνω σου, και ξέρεις και γιατρεύεις
να με γιατρέψεις αν συ θες, μονάχα εσύ το ξέρεις».
- «Μολόγα τ', ασκημούλη μου, για πες μου, αρρωστιάρη,
ποιο να 'ναι τάχα το γιατρικό, που το 'χω φυλαχτάρι;»
- «Το γιατρικό είναι φιλί απ' τα δικά σου χείλια,
θαρρώ πως έχεις μια καρδιά που κόβεται στα χίλια
να μου το δώσεις μια βολά και κρίμα μην το έχεις
κι άλλη βολά να το φυλάς, πως ξέρεις, να προσέχεις
γιατί θαρρώ θα γιατρευτώ, θα βρω χαρά μεγάλη,
σ' όλο το βιός θα σε χρωστώ μια πλερωμή μεγάλη.
Κι όπου σταθώ, όπου βρεθώ, μέσα στην προσευχή μου
λόγια θα λέω στην Παναγιά, θα σ' έχω στην θύμησή μου».
- «Τύχη χρυσή να καρτερείς, κακό μην ανημένεις
και το καλό στην πόρτα σου εσύ να περιμένεις».
Της μάννας μου είναι τάξιμο, κατάρα αν δεν γένει,
στο παρεθύρι καρτερά κι ακόμα με περιμένει
να ψάχνω ούλο το ντουνιά κι ούλο το βελαέτι,
σαράντα μέρες στο στρατί σαν τον κακό τον κλέφτη,
μέχρι να 'βρω ένα φιλί, να βρω τη γιατρειά μου,
να κάνω το χαΐρι μου στη μάννα τη δικιά μου».
- «Πάρ' το, ασκημούλη, το φιλί και να σωθείς καμάρι,
πάρ' το να το 'χεις γιατρειά, να το 'χεις φυλαχτάρι
να μου θυμάσαι το φιλί, το κόκκινο μάγουλό μου,
την πόρτα μου σα διάβηκες, επήρες τον καημό μου».
Μα σαν επήρε το φιλί, σεΐρι σαν εγίνη,
τραγούδησε και γέλασε και το κρασάκι πίνει.
Της θύμισε το παίνεμα, το ντέρτι το τρανό της,
που το 'χασ' ένα πρωινό στο σπίτι το δικό της.
Η κόρη κακοχόλιασε, χουγιάζει και θεριεύει,
σαν το θεριό τονε θωρεί, σαν φίδι αγριγεύει
και παίρνει το μαχαίρι της το ξεθηκαρωμένο,
που ήταν στο τραπέζι της σιμούλια ακουμπισμένο.
Και με ένα μίσος σαν φωτιά, στο κούτσικο το σιάζει
σαν δεν αντέχει τη ντροπή, αρνάκι και τον σφάζει.
Να τον ιδεί κατάχαμα, να πλύνει τη ντροπή της,
να μαλακώσει ο θυμός, να δέσει την ψυχή της.
Σαν μακελλάρης στέκεται και σαν το τσακαλούδι
τον άσκημο, κοντούτσικο θωρεί, το πονηρό ζούδι,
που θέλησε με κακοπονηριά, το που δεν έχει ταίρι
και μ' ένα τρόπο φοβερό του μπήγει το μαχαίρι.
Αργά-αργά το τράβηξε, με μίσος που ξεθυμαίνει,
να ξεψυχήσει το κρατά, με την ματιά θλιμμένη,
μα το κοιτάζει από ψηλά, το που αργοπεθαίνει,
που την ντροπή της άρχισε σιγά - σιγά να πλιένει.
Σφουγκίζει το μαγουλάκι της, σκουπίζει το μαχαίρι
και το θωρεί και χαίρεται και το φιλεί σαν ταίρι.
Βογκάει ο κοντούτσικος και δέρνεται σα φίδι,
που το χτυπάς στην κεφαλή, στρίβει και λυγίζει,
δίχως φωνή, δίχως βουή, δίχως κεφάλι σβήνει,
τι περιμένει τη στιγμή από ψυχή να μείνει.
Τόνε τηράει από ψηλά, κλαίει κι αβέρτα βρίζει
κι από μονάχη έλεγε και σιγομουρμουρίζει:
- «Καταραμένο κούτσικο, που πήρες ό,τι κι αν είχα,
το πήρες και το μόλυνες ώς τη μικρή μου τρίχα.
Το είχα για καμάρι μου κι άρχοντα στη ζωή μου,
μα τώρα μου το 'γκρέμισες, μου πήρες την τιμή μου».
- «Ανάθεμα, τσιουπούλα μου, ανάθεμα στην ώρα,
που έλαχε σε μένανε να με χτυπήσει η μπόρα,
που βρήκες και εμάτωσες και φόνισσα εγίνης
με τέτοιο κακό που 'καμες, δεν ξέρω τι θα απογίνεις.
Μα αν θα το μάθει η γειτονιά, ποτάμι δεν μας πλιένει,
στον κόσμο τούτο τον καλό, τίποτα πλια δεν μένει».
- «Κρύφτονε, μάννα, τρούπα τον, 'πο κάτω απ' τα σκουτιά μας,
κανείς δεν θα 'θελα να διαβεί σήμερις τον οντά μας.
Κι όταν η Πούλια ματαβγεί και σαν τ' άστρα φανούνε,
να πάμε να τον θάψουμε και πάλι να χαρούμε.
Να μην το μάθει η γειτονιά, μουντζούρα μην μας μείνει
πως στο δικό μας σπιτικό, κακό φονικό εγίνη,
το πώς εγίνη φονικό, παρά την θέλησή μας,
να μην το μάθει πια κανείς, το κρίμα στη ψυχή μας».
Μα όσο εκουβέντιαζαν για ό,τι 'θελαν να κάνουν,
ζωντάνεψ' ο άσκημος, ανάθεμα, δεν θέλει να 'ποθάνει,
δεν πρόλαβε καλά-καλά να του 'βγει η ψυχούλα
ακούει το τι κουβεντιάζουνε, ακούει κουβεντούλα.
Σέρνει αργά την πιστόλα του, που έκρυβε στη ζώνη,
και σημαδεύει στην καρδιά, την κόρη τη σκοτώνει.
Σαν αστραπή μια μπιστολιά κακό μεγάλο κάνει,
άλλη βολά δεν ήθελε η κόρη για να 'ποθάνει.
Και γέρνει το κεφάλι της και πέφτει στα σιμά του,
σαν να 'θελε η άμοιρη να γείρει στην αγκαλιά του.
Λιγοψυχάει η όμορφη κι ο άσκημος πεθαίνει,
για 'κείνο το έρμο το φιλί στον Άδη κατεβαίνει.
Βροντά κι αστράφτει ο ουρανός κι η συγνεφιά μαυρίζει,
η μάννα κλαίει και βογκά, την ώρα τούτη βρίζει.
Κι από το παραθύρι της φωνάζει και χτυπιέται
να την ακούσει ο ντουνιάς, τον φόνο καταριέται.
Γυρεύει τους γειτόνους της και γιατρικά της φέρνουν,
μα πριν φτάσουν τα γιατρικά, οι δυο ψυχούλες φεύγουν.
Ο Χάρος πήρε παγανιά, βγήκε στη γειτονιά της,
σημάδι βάν' το κούτσικο, σημάδ' και τη χαρά της.
Παίρνει την κόρη στ' άλογο, τον άσκημο απ' το χέρι,
τους πάει στον αγύριστο, στο μαύρο του καρτέρι.
Για να τους πάει στην ρούγα του και στα δικά του κάστρα,
εκεί που πάνε οι όμορφοι, που πάν' ψηλά στα άστρα.
Την κόρη θάβουν σιμά-σιμά μ' εκείνο το σακάτη,
ήταν σαν να κοιμώσαντε στο ίδιο το κρεββάτι.
Η κόρη έγινε μηλιά και βάτος ο ασχημούλης,
εκείνη τα μήλα τα γλυκά κι αγκάθια ο κοντούλης.
Κάνει τα μήλα κόκκινα, τρανά και μυρωδάτα
και όταν μαραγκιάσουνε να πέφτουνε στα βάτα.
Κι όποιος τα μήλα ζήλεψε, ο βάτος δεν θ' αφήνει
ν' όποιος θελήσει να τα φα' το αίμα του θα χύνει,
τα μήλα να λιγουρεύεται και πίσω να τραβιέται,
μόν' να τα βλέπει σα χρυσά και να τα καταριέται.
Μόνο τ' αγρίμια να τα τρων που χώνουντ' απ' κάτου,
και να τσιμπάνε τα πουλιά, σαν το φιλί του βάτου,
κι όταν θα χορταίνουνε, να κάθονται στο κλαράκι
να λέν' τον καημό του άσκημου, της όμορφης μεράκι.
Και σαν περνάει ο καιρός, ο βάτος θα θεριώνει
και την μηλίτσα την όμορφη θα σφίγγει, θα σκοτώνει.
Το πώς το σφίγγει κι ο κισσός κι απάνου σκαρφαλώνει
κι όντας φτάσει στην κορφή, το δέντρο το σκοτώνει.
Για τούτο 'δω το ιστορικό κάποια καρδιά πονάει,
να το διαβάσει όποιος μπορεί και να το τραγουδάει,
ν' ακούν όσοι παινεύονται, ν' ακούν τα μοιρολόγια,
πριν 'πουν κουβέντα που είν' βαριά, πριν πούνε χαμολόγια.
Να την ζυγίζουν ακριβά, να ξέρουν τι θα πουλήσουν,
γιατί το φιλί δεν δίνεται προτού το διαλαλήσουν.
Να τ' αγοράσεις δεν μπορείς, με ζύγι δεν το παίρνεις,
μόν' με το δικό σου τον καημό να ζεις και να πεθαίνεις.
Όσοι το παίρνουν με μπαμπεσιά, μπαμπέσικα πεθαίνουν
κι όσοι το παίρνουν με το καλό, μαζί του πάντα μένουν.
Και πως της αγάπης το φιλί ένα νεκρό ανασταίνει
κι όποιος τα παίρνει με καημό, στους ουρανούς παγαίνει.
Ο αείμνηστος παπα-Βελέντζας στην Ιερά Μονή της Φραγκαβίλλας ψέλλιζε μια φορά στίχους απ' αυτό το τραγούδι σε ώρα ηρεμίας και εφησυχασμού και μου είχε προξενήσει μεγάλη εντύπωση, γιατί αν και έκανα συλλογή τέτοιων τραγουδιών, δεν το είχα ακούσει. Έτσι, ένα απόγευμα του καλοκαιριού του 1983 πήγα, τον βρήκα και επίμονα του ζήτησα να μου το τραγουδήσει για να το καταγράψω. Είδα ότι το τραγούδι ήταν γραμμένο σε παλιά και ξεθωριασμένα φύλλα τετραδίου. Του ζήτησα να μου το δώσει να το φωτοτυπήσω, αλλά αρνήθηκε. Με άφησε όμως να το αντιγράψω με τη συμφωνία ότι δεν θα το δημοσιεύσω όσο είναι αυτός στη ζωή. Και έτσι έγινε. Είδα ότι είχε και πολλά άλλα γραμμένα, εκκλησιαστικά όπως μου είπε. Μου εξιστόρησε ότι το τραγούδι αυτό το βρήκε σε κάποιο παλιό κουτί με προσωπικά είδη που του είχε δώσει μια γριούλα μαζί μ' άλλα βιβλία και εκκλησιαστικά αντικείμενα.
Ο Αρχιμανδρίτης Χριστόδουλος Βελέντζας γεννήθηκε το έτος 1900 στην Γαβαλού Μακρυνείας Αιτωλοακαρνανίας και πέθανε το 1986 στην Ιερά Μονή Φραγκαβίλλας Αμαλιάδας. Είχε μετατρέψει τη Φραγκαβίλλα σε μια χριστιανική όαση στην ευρύτερη περιοχή.
ΠΑΡΑΛΟΓΕΣ
Οι παραλογές είναι αφηγηματικά δημοτικά τραγούδια, μέσα στα οποία υπάρχουν στοιχεία των λαϊκών παραδόσεων και στοιχεία που φαίνονται πλαστά και φανταστικά. Η λέξη παραλογή προέρχεται από τη λέξη παρακαταλογή. Οι παραλογές είναι λυρικά τραγούδια και περιέχουν στοιχεία επικά, δραματικά, μυθικά, ιστορίες αγάπης, περιπλανήσεις, εκδικήσεις, απιστίες, κατορθώματα και πλήθος άλλων γεγονότων.
Δεν μας είναι γνωστό πότε και πώς γράφτηκαν. Η φαντασία του ποιητή και η περιγραφική δύναμη και η ποιητική τους τέχνη ζωγραφίζουν την κάθε εποχή σ' όλο της το μεγαλείο.