Πριν το 1940 οι κάτοικοι των πόλεων τα καλοκαίρια αναζητούσαν τη δροσιά στα ορεινά θέρετρα, κοντά στα δάση και στις πηγές. Δεν προτιμούσαν τις θάλασσες τότε.
Ανάμεσα στις παραθεριστικές προτιμήσεις, ιδιαίτερα πολλών ευκατάστατων πολιτών του Πύργου, ήταν και το Κούμανι. Στον Πύργο, ως γνωστόν, στις αρχές του περασμένου αιώνα, είχαν εγκατασταθεί αρκετοί Κουμανιώτες, που με τον καιρό είχαν αναδειχθεί σε αξιόλογους οικονομικούς, κοινωνικούς και πνευματικούς παράγοντες της τοπικής κοινωνίας, όπως οι δικηγόροι Διονύσης Παπαγιάννης και Κων/νος Νιώτης, οι μεγαλέμποροι Βουρλούμης, Παπαδόπουλος (Ντιτσικάκης), Δρουβαίοι κ.ά.
Όλοι αυτοί τα καλοκαίρια παραθέριζαν στο Κούμανι, κοντά στους συγγενείς τους ή και σε σπίτια που νοίκιαζαν. Μαζί τους δε έφερναν και άλλους Πύργιους φίλους και γνωστούς τους.
Στο σπίτι του Άλκη του Παπαγιάννη παραθέριζε κάθε καλοκαίρι η οικογένεια του διαπρεπούς δικηγόρου του Πύργου, Διονυσίου Παπαγιάννη. Κάποιο καλοκαίρι με την οικογένεια του Διονυσίου Παπαγιάννη ήρθε να παραθερίσει μαζί τους και μια γνωστή τους δεσποινίδα, δασκάλα το επάγγελμα.
Η νεαρή δασκάλα, εκτός από το ότι ήταν όμορφη, είχε και κάτι πρωτόγνωρο για τους ντόπιους. Είχε κόψει τα μαλλιά της, πράγμα που διαδόθηκε σ’ όλο το χωριό, αφού ήταν κάτι το ασυνήθιστο και που έκανε ιδιαίτερη αίσθηση. Πού να διανοηθούν ότι υπήρχαν κομμωτήρια γυναικών! Το θέμα έγινε αντικείμενο συζήτησης όλου του χωριού, τα κουτσομπολιά έδιναν κι έπαιρναν.
Οι πιο ηλικιωμένοι και σεμνότυφοι έλεγαν «πάει, χάλασε ο κόσμος». Οι γυναίκες μιλούσαν περιφρονητικά γι’ αυτή τη «λαλημένη», ενώ οι νεότερες, χωρίς να το δείχνουν, ενδόμυχα θα ‘θελαν και εκείνες να αλαφρώσουν το κεφάλι τους και να πετάξουν τα σφιχτοδεμένα κεφαλομάντηλα ή τσεμπέρια τους.
Οι νέοι του χωριού, καθώς και κάποιοι ξεμωραμένοι μεσόκοποι, ένιωθαν κάποια σκιρτήματα – αλλιώτικα, γιατί πού ξέρεις; Αφού είναι τόσο ελεύθερη και χειραφετημένη η κοπέλα, θα είναι επιρρεπής και για άλλες ανομολόγητες πράξεις.
Αυτός όμως, που έτριβε τα χέρια του από χαρά και πεταγόταν και στον ύπνο του, ήταν ο κουρέας του χωριού1, ο Μηλιώτης ο Γιώργης.2
Άλλωστε ήταν από την κράση του άνθρωπος ευφάνταστος και μυθομανής. Αρεσκόταν να διηγείται διάφορες κατακτήσεις του στο άλλο φύλο, στην πραγματικότητα ανύπαρκτες. Ήθελε να περνιέται για μουρντάρης.
Το ελάττωμά του το ήξεραν οι φίλοι του της αγοράς και σαν τον έβλεπαν τον ρωτούσαν με νόημα: - Τι γίνεται; Και ‘κείνος απαντούσε αυτάρεσκα:
- Ο μαύρο-Ζέρος (μαύρο-γέρος) όλο και κάτι κάνει.
Αυτός λοιπόν, μετά από πολλές σκέψεις κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παραθερίστρια δασκάλα κάποια στιγμή θα πέσει στα χέρια του.
Τι θα κάνει; συλλογιζόταν. Μέρα με τη μέρα τα μαλλιά της μεγαλώνουν. Φυσιολογικά, όπως και οι άντρες, θα πρέπει να κουρευτεί. Πού θα πάει; Στον κουρέα του χωριού, δηλαδή σ’ αυτόν, στο κουρείο του. Δεν γνώριζε ότι υπήρχαν ειδικά κομμωτήρια για τις γυναίκες.
Και αναρωτιόταν πότε θα ‘ρχόταν, πότε θα συνέβαινε αυτό. Σήμερα, αύριο, σε 5, 10 μέρες; Πάντως κάποια μέρα θα πήγαινε. Άλλωστε δεν ήταν άλλο κουρείο στο χωριό.
Κάθε μέρα τώρα καθάριζε το κουρείο του, γυάλιζε τον καθρέφτη. Πήρε πιργιαντίνες και κολόνιες. Καθρεφτιζότανε και ο ίδιος, έφτιαχνε τη χωρίστρα του, το μουστάκι του και έκλεινε το μάτι στον ίδιο τον εαυτό του γεμάτος φιλαρέσκεια.
Η αλλαγή της συμπεριφοράς του έγινε αντιληπτή από τους φίλους του, το Γιώργη το Σαμαρά, το Σωκράτη, το Δαραμούσκα και άλλους. Μετά την πρώτη νύξη, που του έκαναν, εκείνος δεν κρατήθηκε να αποκαλύψει όλους τους ευσεβείς πόθους του.
Εκείνοι πλέον κατέστρωσαν το σχέδιό τους. Έγραψαν ένα σημείωμα και αφού φιλοδώρησαν έναν πιτσιρικά, του το ‘στειλαν εκ μέρους δήθεν της νεαρής δασκάλας. Αφού βεβαιώθηκαν ότι το σημείωμα πήγε στον προορισμό του, ο Σαμαράς πέρασε από το κουρείο, τάχα αδιάφορος. Ακούει μέσα σφυρίγματα στο σκοπό κάποιου τραγουδιού – σουξέ της εποχής – και βλέπει το Μηλιώτη μπροστά στον καθρέφτη να χτενίζεται, να λοξοκοιτάζεται, ενώ το πρόσωπό του έλαμπε από χαρά.
- Ε, Γιώργη, τι συμβαίνει; τον ρωτάει.
- Άσ’ τα, άσ’ τα, πού να στα λέω, απαντά εκείνος.
- Τι ‘ναι μωρέ, για πού μου στολίζεσαι;
- Άσ’ τα…απόψε ο μαύρο-Ζέρος…και του κλείνει το μάτι.
- Τι, βρε; Πες μου.
- Ο μαύρο-Ζέρος θα πιάσει μαλλί. Να, διάβασε, και του δίνει το σημείωμα.
Ο Σαμαράς, κάνοντας τον ανήξερο, διαβάζει μουρμουριστά το σημείωμα, που έγραφε:
Αγαπητέ κουρέα,
Είμαι η Καίτη, που παραθερίζω στο σπίτι του Άλκη του Παπαγιάννη. Έμαθα από την κυρά-Αννιώ ότι είσαι πολύ καλός κουρέας και πιστεύω ότι θα τα καταφέρεις. Θα ΄θελα
να πάρεις τα εργαλεία σου και να έρθεις στο σπίτι να με κουρέψεις. Σε περιμένω δίχως άλλο, το βραδάκι στις 8. Καίτη.
Κάπου-κάπου κατά το διάβασμα, ο Σαμαράς σταματούσε και κοίταζε το Μηλιώτη που όλο και κορδωνόταν.
Τελειώνοντας το διάβασμα και διπλώνοντας το χαρτί, κούνησε το κεφάλι του και μ’ ένα μορφασμό του προσώπου του εξέφραζε το θαυμασμό του, σα να του έλεγε:
- Βρε τον τυχερό! και του ‘κλεινε το μάτι πονηρά, υπονοώντας πως όλο και κάτι παραπάνω θα βγει.
Αφού τον χτύπησε ενθαρρυντικά στον ώμο, έφυγε για το διπλανό καφενείο, όπου ήταν και η υπόλοιπη παρέα.
Ο Μηλιώτης πέταγε στα σύννεφα. Άρχισε να ετοιμάζει τα σύνεργά του: ψαλίδια, καθαρές πετσέτες, χτένες καινούριες, πούδρες, κολόνιες και συνέχεια σιαζόταν, τεντωνόταν μπροστά στον καθρέφτη, χαμογελώντας με ικανοποίηση. Οι ώρες δεν περνούσαν, τα λεπτά ήταν χρόνια. Όσο πλησίαζε η ώρα η αγωνία του όλο και μεγάλωνε.
Επί τέλους, γύρω στις 7:30, πέρασε παραμάσχαλα το κασελάκι του με τα σύνεργά του, έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη για να επιβεβαιωθεί και γεμάτος καμάρι, τεντωτός-τεντωτός, πήρε τον κεντρικό δρόμο γιατί ήθελε να τον δουν, ήθελε το νέο να το μάθουν όλοι. Πέρασε μπροστά από τα καφενεία. Κάποιοι από τους θαμώνες τον ρώτησαν για πού πάει και ‘κείνος τους έκλεισε το μάτι πονηρά, δείχνοντας με το χέρι προς την πέρα γειτονιά.
Μετά από λίγο όλοι ήξεραν το σκοπό της επαγγελματικής εξόρμησης του μαύρου Ζέρου.
Ο κουρέας έφτασε στην πλατεία του Ζώρα, έστριψε αριστερά, έφτασε στο δρουβαίικο σπίτι και κατευθείαν για το Αλκαίικο. Φτάνοντας χτύπησε την πόρτα, την άνοιξε η γριά-Άλκαινα. Η δασκάλα καθόταν κοντά στο παράθυρο.
Εκείνος, αφού χαιρέτησε, προχώρησε προς το τραπέζι, που ήταν σε μια γωνία και άρχισε να βγάζει από το κασελάκι τα εργαλεία του. Η κοπέλα δεν έδωσε σημασία, η γριά-Άλκαινα όμως, αφού περίμενε για λίγο, ρώτησε:
- Πώς ήρθες από ‘δω, Γιώργη;
- Ε! πού να ξέρεις εσύ, απάντησε. Σήμερα, Άλκαινα, οι γυναίκες κουρεύονται, ρίχνοντας τη ματιά του στην κοπέλα, επιζητώντας να το επιβεβαιώσει και ‘κείνη με κάποια κίνηση.
Τέλος, απευθυνόμενος στην κοπέλα, της λέει:
- Έλα για ν’ αρχίσουμε.
- Τι λέτε κύριε; Τι θέλετε; λέει εκείνη αναστατωμένη.
- Μα να σε κουρέψω, ψέλλισε εκείνος.
- Δεν ντρέπεστε, του απαντά και βγαίνει έξω στο μπαλκόνι.
- Μα, δε μεε…, πήγε να ψελλίσει ο καημένος ο κουρέας κι ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό του, ενώ άρχισε πλέον να υποψιάζεται πως κάποιο λάκο είχε η φάβα.
- Γιώργη, ντροπή! Τι πράγματα είναι αυτά; του λέει η γριά-Άλκαινα. Άιντε να φύγεις μην έρθει από πουθενά ο Άλκης και έχουμε τα χειρότερα. Άιντε μου από ‘κει πού ‘ρθες.
Εκείνος μάζεψε γρήγορα – γρήγορα τα σύνεργά του, άλλα πήρε, άλλα άφησε, και κάθιδρος και πελιδνός κατέβηκε τέσσερα – τέσσερα τα σκαλιά. Πήρε το δρόμο άκρη – άκρη στο φράχτη με κατεβασμένο το κεφάλι, γιατί κατάλαβε τι τον περίμενε. Φτάνοντας στη γωνία του καφενείου του Ντιτσικάκη, ο Σαμαράς του φώναξε:
- Ε! Γιώργη! Γιώργη!
Εκείνος ούτε που γύρισε να τον κοιτάξει, αλλά έσουρε σα βρεγμένη γάτα στο κουρείο για να μην ακούει τα χάχανα από απέναντι.
Υποσημειώσεις:
1. Το κουρείο στεγαζόταν στο ισόγειο του Πάνου του Καρκούλια στο κέντρο της αγοράς.
2.Ο Μηλιώτης ο Γιώργης είχε έρθει μικρό παιδί στο χωριό σε μια θεία του και στην συνέχεια πήγε σώγαμπρος στoν Κουπεριώτη (από την οικογένεια Μπαμπαλή).
Εμφανίσεις | 1059 |
Αναθεωρημένο | 18 Φορές |
Δημιουργήθηκε | Παρασκευή, 09 Οκτώβριος 2009 22:38 |
Τροποποιήθηκε | Σάββατο, 07 Νοέμβριος 2009 14:45 |