Μέχρι και πριν από λίγα χρόνια, όταν κάποιος "έδινε λόγο", δηλαδή υπόσχεση γάμου, θεωρείτο συμβόλαιο και η αθέτησή του μπορούσε να αποφέρει μεγάλους μπελάδες στην οικογένεια του γαμπρού μιας και η κοπέλα που εκτίθετο δύσκολα εύρισκε πάλι άντρα.
Δρόμος Τσιπιάνων - Βερβινής κοντά στη δρακότρυπα. Foto: Mιχ. Παπαντωνόπουλος
Κατά το 1865 με 1870 στο χωριό Ντάρτιζα (σήμερα Αχλαδινή του δήμου Φολόης) που βρίσκεται στην δώθε μεριά από το Τριποταμέϊκο ποτάμι, πάρα πάνω από την Νεμούτα, ζούσε κάποιος ομορφονιός εν ονόματι Στέργιος Τσούλιοπλος. Ο Στέργιος τότε ήταν κάπου είκοσι έξι χρονών και αγαπούσε μια κοπέλα, την Ασήμω, ίσα με είκοσι τρία κάνε είκοσι τέσσερα χρονών, από το χωριό Νεμούτα, καταγόμενη από το σόι των Σπανοπουλαίων. Επειδή όμως η Ασήμω ήταν ορφανή από πατέρα, τον πίεζε να προχωρήσουν σε γάμο διότι είχε γίνει βούκινο, δηλαδή είχε μαθευτεί στο χωριό και τα λόγια παίρνανε και δίνανε κάθε μέρα. Τότε ο Στέργιος, της υποσχέθηκε ότι γλήγορα θα την παντρευτεί και θα κάνουν οικογένεια.
Μετά από λίγο καιρό, όμως, ο γαμπρός αθέτησε τον λόγο του (φαίνεται θα του "γυάλισε" κάποια άλλη) και άφησε την Ασημούλα, εκτεθειμένη στη μικρή κοινωνία του χωριού τους αλλά και στην γύρω περιοχή. Η κοπέλα επανελλειμένα προσπαθούσε να τον πείσει να την παντρευτεί, όμως αυτός δεν δεχόταν κουβέντα και επέμενε στην απόφασή του να χωρίσει. Η Ασημούλα βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση, μιας και δεν είχε πατέρα και αδέλφια να στριμώξουν τον αγαπητικό της και έτσι αποφάσισε να τον εκδικηθεί μ' ένα πρωτοφανή και παραδειγματικό τρόπο.
Γύριζαν πολλές σκέψεις στο μυαλό της και ύστερα από τρία χρόνια, στο πανηγύρι του χωριού της, είχε τις πληροφορίες πως θα ερχόταν ο Στέργιος, ο πρώην αγαπητικός της. Η Ασημούλα έκανε τις ανάλογες προετοιμασίες της σκληρής εκδίκησης που είχε σχεδιάσει το θολωμένο μυαλό της και όταν ήλθε το πανηγύρι βγήκε και αυτή στην πλατεία του χωριού.
Έτσι, έφτασε και ο Στέργιος με τους φίλους του στο χωριό, έδεσαν τ' άλογα στο σπίτι μιας θειάς ενός από την παρέα και βγήκαν στο μαγαζί που γινόταν το πανηγύρι για να γλεντήσουν. Γλήγορα ήλθαν στο κέφι και ένας από την παρέα του Στέργιου σηκώθηκε και έδωκε εντολή (παραγγελιά) στα όργανα να χορέψουν. Όταν ήλθε η σειρά τους ο Στέργιος σηκώθηκε επιδεικτικά και πλησίασε τα όργανα να του παίξουνε ένα τσάμικο τραγούδι.
Μάλιστα παρήγγειλε το τραγούδι: (Ένας λεβέντης χόρευε...)
Ένας λεβέντης χόρευε, μωρέ, σε μαρμαρένιο αλώνι.
Κι η κόρη που τον αγαπά κι η κόρη που τον θέλει
κι η κόρη που τον αγαπά, μωρέ, τόνε καμαρώνει
και με το μάτι νόημα, μωρέ, και με τα χείλη λέει:
- Κόπιασ' απάν', λεβέντη μου, να φάμε και να πιούμε.
Που ήσουν εψές λεβέντη μου κι αντιπροψές το βράδυ;
- Εψές ήμουν στην μάνα μου, προψές στην αδερφή μου
κι αντιπροψές, με κάλεσαν, μωρέ, οι φίλοι οι δικοί μου.
Κι απόψε στο κονάκι σου θα 'ρθώ να σε φιλήσω,
να σε φιλήσω δυο φορές, μωρέ στα στήθια και στα μάτια.
- Μη με φιλείς λεβέντη μου, μωρέ, κι μη με κοκκινίζεις.
Γιατί θαρρώ δεν μ' αγαπάς, μωρέ και με πολύ με προδίδεις.
Όλη η παρέα του Στέργιου σηκώθηκε να χορέψει και αυτός θέλησε να σύρει πρώτος το χορό. Τότε, πετάχτηκε η Ασημούλα από κάποια βεράντα, που παρακολουθούσε το πανηγύρι, και προθυμοποιήθηκε να τον κρατήσει αυτή για να χορέψει. Ο Στέργιος τα έχασε για μια στιγμή, αλλά έπιασε το μαντήλι, που του πρόσφερε η Ασημούλα, και άρχισε το χορό. Δεν πρόφτασε όμως να κάνει δυό γυροβολιές και η κοπέλα παράτησε το μαντήλι στα χέρια του φεύγωντας από το πανηγύρι. Όταν τελείωσε ο χορός, ο Στέργιος δίπλωσε το μαντήλι της Ασημούλας και το έβαλε στην τσέπη του. Πέρασε η ώρα και όταν σηκώθηκαν τα παιδιά μεθυσμένα να φύγουν, ένας μπάρμπας του φίλου του από την παρέα, δεν τους άφησε να φύγουνε νυχτιάτικα για την Ντάρτιζα και τους πήρε να κοιμηθούνε στο σπίτι του, για να φύγουν την επόμενη μέρα με το καλό. Το βράδυ, όταν ο Στέργιος πήγε στο σπίτι που τους φιλοξενούσαν, άρχισε να εξετάζει το μαντήλι που του άφησε η κοπέλα, μιας και ήταν σίγουρος ότι του μετέφερε κάποιο μαντάτο(2). Τα μαντήλια τότε ήσαν κεντητά και επάνω είχαν κεντημένα διάφορα ερωτικά λόγια ή ζωγράφιζαν τα αισθήματά τους προς τους αγαπημένους τους. Η Ασημούλα, όμως, είχε κεντήσει ένα σωρό ασυναρτησίες και ένα νεαρό άνδρα που γύρω του τον έζωναν ασφυκτικά πολλά φίδια.
Στο νου του νεαρού τότε άρχισαν να στριφογυρίζουν διάφορες σκέψεις χωρίς να μπορεί να εξηγήσει το τι μήνυμα του έστελνε η πρώην αγαπητικιά του. Την άλλη ημέρα πήρε την απόφαση και πήγε στο σπίτι της να της δώσει το μαντήλι και να προσπαθήσει να της αποσπάσει κάτι περί του μαντηλιού. Η Ασημούλα τον δέχθηκε καλοσυνάτα και μάλιστα του σερβίρισε γλυκό κεράσι και τον κέρασε ποτό. Όταν σηκώθηκε για να φύγει, του είπε ότι θέλει να ξεχάσει το παρελθόν και ότι τον συγχωράει για ότι είχε συμβεί. Καθώς έφευγε, ικανοποιημένος από τα λόγια της, η κοπέλα του έδωσε να πάρει μαζί του ένα γλυκό διπλωμένο σε μια μπόλια(3) και ένα τράστο(4) κεντητό μ' ένα δώρο για τη μάνα του, λέγοντάς του να μην το ανοίξει αυτός, αλλά μόνο η μάνα του.
Την ευχαρίστησε, την αποχαιρέτησε και κίνησε για το σπίτι που είχε δέσει το άλογό του. Όταν απομακρύνθηκε λίγα μέτρα πιο πέρα από το σπίτι της Ασημούλας η περιέργεια του ήταν μεγάλη και θέλησε να ανοίξει το δώρο που προοριζόταν για τη μάνα του, για να 'δει το περιεχόμενό του. Έβαλε το χέρι μέσα και συνάμα έσκυψε το κεφάλι του στο στόμιο του τράστου και τότε πετάχτηκε από μέσα μια αφηνιασμένη και κολοβή οχιά(5) που τον χτύπησε (δάγκωσε) στο χέρι και στο πρόσωπο. Το δηλητηριώδες φίδι έσυρε και έφυγε χωρίς κανένας να το αντιληφθεί.
Ο Στέριος δεν πρόλαβε να κάνει λίγα βήματα και σωριάστηκε μουγκρίζοντας στην μέση της αγοράς του χωριού, εκεί που το προηγούμενο βράδυ γλεντούσε και χόρευε ανέμελα. Μόλις τον αναλήφθηκαν οι χωριανοί, έτρεξαν και τον βρήκαν να βαριανασαίνει, χωρίς να μπορεί ν' αρθρώσει λέξη. Τον μετέφεραν σ' ένα σπίτι και με διάφορα γιατροσόφια προσπαθούσαν να τον γιατρέψουν. Δεν κατάφεραν τίποτα, καθώς δεν γνώριζαν την αιτία της αρρώστιας του. Ανήμπορος ο νεαρός να τους πει τι είχε συμβεί και να βοηθήσει τον εαυτόν του, ξεψύχησε μελανιασμένος σε λίγα λεπτά.
Η πρώην αγαπητικιά του έβγαλε το χρέος της απέναντι στην μεγάλη ντροπή της ζωής της, με το φριχτό συμβόλαιο θανάτου που είχε φτιάσει και εφαρμόσει μόνη της. Το χωριό όμως στράφηκε εναντίον της με βρισιές και κατάρες, γιατί το γλυκό που είχε μαζί του, πίστευαν ότι είναι δηλητηριασμένο. Η παμπόνηρη όμως είχε καλομελετήσει καλά το σατανικό σχέδιό της. Όταν οι χωριανοί με ενοχοποιητικές κραυγές της έδειξαν το γλυκό που βρήκαν διπλωμένο στη μπόλια, ατάραχη τους λέει ότι είναι δικό της και κατέβηκε στη μέση της αγοράς. Τότε από μόνη της ζήτησε και έφαγε ένα από τα κομμάτια δημοσίως, ώστε ν' αποδείξει ότι ο θάνατος του δεν οφειλόταν σε δηλητηρίαση από το γλυκό της. Ο κόσμος μετά από αυτό πείσθηκε ότι δεν του έκανε κακό η κοπέλα, αλλά ότι ο θάνατός του είχε παθολογικά αίτια. Η Ασημούλα έμεινε ανύπαντρη και γέρασε στο ίδιο το χωριό όπου πλανιόταν ο μυστηριώδης θάνατος του αγαπητικού της.
Όταν έφθασε κοντά στα ενενήντα κατέπεσε στο κρεβάτι. Οι τύψεις, όμως, δεν την άφηναν να ησυχάσει και νόμιζε ότι δεν θα βγει η ψυχή της, αν δεν εξομολογηθεί και ζητήσει συγχώρεση για το αμάρτημά της. Κάλεσε τον παπά του χωριού και του τα είπε όλα, με κάθε λεπτομέρεια. Ο παπάς, με τον θάνατο της Ασημούλας, θέλησε να ρίξει άπλετο φως στο μυστήριο του θανάτου του Στέργιου, που πλανιόταν τόσα χρόνια στη Νεμούτα, αλλά και στα κοντινά χωριά. Είπε ότι του είχε εξομολογηθεί η μακαρίτισσα η Ασημούλα, διότι καθώς έλεγε ο παπάς ήθελε να φύγει ξέγνοιαστη από το μάταιο τούτο τον κόσμο.
Την ιστορία και το τραγούδι προσπάθησα να σας τα μεταφέρω όπως μου τα αφηγήθηκε ένας γέροντας στην ορεινή Ηλεία. Σέβομαι την επιθυμία του να μην δημοσιοποιήσω το όνομά του.
1 καλύβι, σπίτι
2 μήνυμα
3 Κεντητή ή καρό Πετσέτα
4 Σακούλι, ταγάρι, υφαντό του αργαλειό με ποικίλα κεντήματα
5 επικίνδυνο δηλητηριώδες φίδι
Δημοσιεύτηκε στην Ηλειακή Πρωτοχρονιά - Ηλειακό Πανόραμα 10 από τις εκδόσεις Βιβλοπανόραμα
2010
...
γραμμένο απο ΒΑΛΕΝΤΙΝΗ , Φεβρουάριος 25, 2011
ΣΥΓΧΑΡΤΗΡΙΑ ΣΤΟΝ Κ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟ ΚΩΣΤΑ.