Στις αρχές Ιουλίου του 1825, ο Ιμπραήμ πασάς, θέλοντας να κατακτήσει τον Μοριά, προσπάθησε να σβήσει και τις τελευταίες σπίθες αντίστασης, που παρέμεναν ακόμη αναμμένες και του δημιουργούσαν προβλήματα. Τότε σχεδίασε και εξαπέλυσε σφοδρές επιθέσεις στην επαρχία της Καρύταινας (που λίγο αργότερα μετονομάστηκε επαρχία Γορτυνίας), όπου είχε πληροφορίες ότι είχαν στρατοπεδεύσει οι Έλληνες, υπό τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής, διασκορπίστηκαν προς τα δάση και τα απόκρημνα βουνά, για να γλιτώσουν από την λαίλαπα του Ιμπραήμ. Έτσι και η Χριστίνα Αναγνωστοπούλου[1], κόρη του Πάνου Αναγνωστόπουλου ή Βελέντζα[2], από την Νεμνίτσα, συμπορευόταν μετά της γριάς Αικατερίνης Κωτσάκου, μητέρας του επισκόπου Βρεσθένης Θεοδώρητου,[3] προσπαθώντας να κρυφθούν στα γύρω δάση. Τυχαία συναντήθηκαν με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, έξω από την Νεμνίτσα (σημ. Μεθύδριο), στη θέση Ελληνικά. Ο Κολοκοτρώνης[4] αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο της πιθανής αιχμαλωσίας των, από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ, τις συμβούλεψε να κατευθυνθούν χωρίς καθυστέρηση ταχύτατα προς τα Μαγούλιανα, εκεί που είχαν συναχθεί τα Γορτυνιακά στρατεύματα, για να υπερασπίσουν τον άμαχο πληθυσμό. Πιο κάτω όμως, για κακή τους τύχη, τις πρόλαβε η καβαλαρία του Ιμπραήμ και τις συνέλαβε, παρά τον ποταμό Μυλάοντα, στην θέση Πλατανογιόφυρο, πριν προλάβουν να πάρουν τον ανήφορο προς τα Μαγούλιανα.
Τις αιχμάλωτες νεαρές γυναίκες, τις έπλυναν και στην συνέχεια εξετάστηκαν από τους γιατρούς του Ιμπραήμ, αν ήταν παρθένες και μήπως έχουν κάποιο σωματικό νόσημα. Μετά την επιλογή, ο Ιμπραήμ, παρέδωσε τις ωραιότερες, στους αγάδες και αξιωματικούς του. Τη Χριστίνα, που ήταν τότε 18 χρονών, μόλις την αντίκρισε ο Ντελή- Αχμέτ μπέης Μπαγνταής ή Βαγδαής, ανώτατος αξιωματικός του Ιμπραήμ, έμεινε άφωνος, από την εξωτική ομορφιά της. Ήταν μελαχρινή, με μακριά μαύρα μαλλιά, με μαύρα γαϊτανόφρυδα αμυγδαλωτά μάτια, που λαμπίριζαν στον ήλιο και μ’ ένα υπέροχο χυτό, λυγερό και λιανομεσασμένο αρχοντικό σώμα. Ο Αχμέτ μπέης, την αγάπησε παράφορα και της παρείχε, όλη τη χλιδή και πολυτέλεια, που μπορούσε να έχει ένας ανώτατος αξιωματικός, του Ιμπραήμ πασά. Αργότερα η Χριστίνα, παρά την θέλησή της, έμεινε έγκυος μαζί του και απόχτησε, ένα πανέμορφο γιο.
Όμως, μετά τη ναυμαχία του Ναβαρίνου και την ήττα του Τουρκοαιγύπτιου πασά, συνάφθηκε μια συμφωνία μεταξύ του Ιμπραήμ και του υποναύαρχου Κόδριγκτον, να διευθετηθούν τα φρούρια του Μοριά αλλά και να γίνει ανταλλαγή των αιχμαλώτων. Στη συμφωνία που υπογράφθηκε, υπήρχε και ένας όρος, ο οποίος ανέφερε: «Ότι όποιος από τους αιχμαλώτους, ήθελε να επιστρέψει στον τόπο του, μπορούσε να το κάνει και όποιος ήθελε να μείνει κοντά στο στράτευμα του Ιμπραήμ, μπορούσε να το ακολουθήσει». Συγκέντρωσαν όλους τους αιχμαλώτους, σε μια μεγάλη αλάνα και τους έθεσαν το εξής ερώτημα:
– Τι είσαι, Χριστιανός ή Αρβανίτης;
ΓΕΦΥΡΙ ΜΑΓΟΥΛΙΑΝΑ |
Σαν έφθασε λοιπόν και η σειρά της Χριστίνας, εκείνη κρατώντας το μικρό παιδάκι, που είχε αποχτήσει με τον Αρβανίτη αξιωματικό είπε:
- Είμαι Χριστιανή και δεν θα ακολουθήσω τους άπιστους Αρβανίτες.
Χωρίς να σκεφθεί τίποτα άλλο, ευθύς παρέδωσε το παιδί της, στο χέρι μιας τροφού αράπισσας και χωρίς να γυρίσει πίσω να κοιτάξει, έτρεξε προς στην πλευρά που βρισκόταν ο πατέρας της, ο Πάνος Αναγνωστόπουλος και έπεσε στην αγκαλιά του κλαίγοντας. Ο Ντελή- Αχμέτ μπέης, δεν περίμενε αυτή την απρόσμενη εξέλιξη και μετά την αναχώρηση της Χριστίνας, στεναχωρήθηκε πολύ για τη στάση της και λέγεται ότι μαράζωσε υπερβολικά και όσον παρευρισκόταν, στην τότε απελευθερωμένη Ελλάδα. Δεν τον είδαν ποτέ να χαμογελάει, παρά πάντα θλιμμένο με κατεβασμένο το κεφάλι και συνεχώς σκεπτικό.
Η πανέμορφη Γορτύνια Χριστίνα Αναγνωστοπούλου, ύστερα από την έλευση του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια και όταν ησύχασε πλέον ο τόπος, παντρεύτηκε τον Θεόδωρο Ευσταθίου έμπορο κι έμεινε στην Τριπολιτσά. Με τον Θεόδωρο απέκτησε δυο παιδιά, τον Δημήτριο (που επονομάσθηκε Χριστίνης) και όταν μεγάλωσε έγινε γεωπόνος και τη Γαρουφαλιά, που παντρεύτηκε τον γιατρό Περικλή Γορτύνιο.
Όσον αφορά τον Ντελή- Αχμέτ, λέγεται δε ότι καθόσον καιρό βρισκόταν στον Μοριά και συγκεκριμένα στην σκλαβωμένη Πάτρα, συνέθεσε και τραγούδησε ένα τραγούδι για την πολυαγαπημένη του Χριστίνα, που άδοξα την έχασε.
Παραθέτω πέντε παραλλαγές που εντόπισα αλλά και κατέγραψα, όσον αφορά αυτό το πανέμορφο τραγούδι της τάβλας.
1. ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΠΑΝΟΠΟΥΛΑ
Να το ’ξερα, Χριστίνα μου, πως ’θελαν σε πάρουν,
δε θα σ’ έστελνα από στεριά, παρά από πελάγου,
στην Πάτρα για να σμίξουμε, εκεί ν’ ανταμωθούμε,
να πάμε στην Αρβανιτιά και στ’ Αρβανιτοχώρια,
οπ’ έχω πύργο γυάλινο, για να σε βάλω μέσα
και να σε ντύσω στο φλουρί και στο μαργαριτάρι.
Να χαμηλώναν τα βουνά κι οι κάμποι να ψηλώναν,
να ’βλεπα τα Μαγούλιανα, να ’βλεπα τη Στεμνίτσα,
να ’βλεπα τη Χριστίνα μου, τη δόλια Πανοπούλα,
πώς στρώνει και πώς κάθεται κι’ εμένα αν θυμάται,
πώς περπατεί ξυπόλυτη απάνω στα λιθάρια.
Να σ’ έβλεπα, Χριστίνα μου, κι αμέσως να πεθάνω.
(Άρθρο του Θάνου Βαγενά στην «Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά», σ. 195, 1958).
.-.
2. (ΝΑ ΤΟ ’ΞΕΡΑ ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥ)
Να το ’ξερα, Χριστίνα μου, πως ’θελα να σε χάσω,
από στεριά δε σ’ έστελνα, παρά από πελάγου.
Στην Πάτρα ν’ ανταμώσουμε, στη μέση στο παζάρι,
για να σε ντύσω στο φλουρί και στο μαργαριτάρι,
για να σου πάρω το φιλί, Χριστίνα Πανοπούλα.
(Στάθη Π. Κακούτη, «Μοραΐτικα δημοτικά τραγούδια»,σ. 82, αρ. 51, Αθήνα 1978).
.-.
3. ΓΛΥΚΟ ΜΟΥ ΧΡΙΣΤΙΝΑΚΙ
Να το ’ξερα, Χριστίνα μου, να το ’ξερα, καλή μου,
να το ’ξερα πως θα σε χάσω,
δεν σ’ έστελνα απ’ τη Γαστουνιά, παρά απ’ του πελάγου,
στην Πάτρα ν’ ανταμώσουμε, στη μέση στο παζάρι,
φλουρί μου και μαργαριτάρι.
Μα τώρα συ, Χριστίνα μου, μικρή μου Χριστινούλα,
όμορφη μου Πανοπούλα, περπατάς ξυπόλυτη
στ’ αγκάθια, Χριστινούλα μου, στα άγρια λιθάρια.
Να σ’ έβλεπα, Χριστίνα μου, μια φορά να σ’ έβλεπα,
Χριστίνα μου, κι ας πέθαινα.
Γλυκό μου Χριστινάκι, με πότισες φαρμάκι.
(Συλλογή καταγραφή Ηλίας Τουτούνης. Το τραγούδησε ο Νίκος Χριστόπουλος, στην Πάτρα στις 16 Ιουνίου 1988).
Υπάρχει και μια άλλη εκδοχή για τη Χριστίνα που έχει ως εξής:
Μετά την καταστροφή του στόλου του Ιμπραήμ στο Ναβαρίνο από τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις και μετά την έλευση του κυβερνήτη Καποδίστρια, έγινε ανακωχή μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Αλλά εν τω μεταξύ οι Τούρκοι της στρατιάς του Ιμπραήμ πιάστηκαν μεταξύ τους. Ο μεν αρχηγός της καβαλαρίας των άτακτων, ως και οι Αλβανοί Χαλτούπηδες Ανατολίτες και οι άλλοι τριακόσιοι τακτικοί, οι λεγόμενοι Χακ- Αράπηδες, ενώθηκαν κατά του Ιμπραήμ και όλοι αυτοί ήσαν πάνω από δυόμισι χιλιάδες ψυχές. Ζητούσαν δε τους μισθούς τους, τα λάφυρα και τους αιχμαλώτους που είχαν αποκομίσει από την εκστρατεία τους στον Μοριά. Ο Ιμπραήμ όμως, ήθελε να στείλει τα λάφυρα και τους αιχμαλώτους με τα καράβια, στην Αίγυπτο και έτσι πιάστηκαν σε πόλεμο μεταξύ τους. Από τον πόλεμο αυτό, νίκησαν οι άτακτοι και υποχρέωσαν τον Ιμπραήμ να τους δώσει αυτά που τους ανήκαν.
Έτσι οι Αλβανοί, κατά ομάδες, άρχισαν να επιστρέφουν από Μεσσηνία προς Πάτρα, οδικώς διά μέσου της επαρχίας της Γαστούνης. Μαζί με αυτούς, ο Ντελή Αχμέτ έστειλε και τη Χριστίνα, που την είχε αρπάξει από τη Νεμνίτσα της Γορτυνίας, μέχρι να επιστρέψει και αυτός και να την πάρει στην πατρίδα του. Η Χριστίνα, υποκρινόταν τέλεια δείχνοντάς του, ότι τον αγαπούσε υπερβολικά και ότι δεν ήθελε να τον αποχωριστεί ούτε στιγμή. Την πίστεψε ο Ντελή Αχμέτ και την έστειλε στην Πάτρα, με την συνοδεία των Αλβανών.
Καθ’ οδό, πολλές φορές, έγιναν μικροεπεισόδια διαπληκτισμοί και αψιμαχίες μεταξύ Ελλήνων και Αλβανών και τοιουτοτρόπως, πολλοί αιχμάλωτοι, βρήκαν την ευκαιρία να δραπετεύσουν, εκμεταλλευόμενοι τις διενέξεις και τα επεισόδια. Μεταξύ αυτών που δραπέτευσαν ήταν και η Χριστίνα, που όταν βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία, άφησε το μωρό της σε μια αράπισσα, διέφυγε της προσοχής των φρουρών της και δραπέτευσε με σκοπό να επιστρέψει στον τόπο της. Και τοιουτοτρόπως ο Ντελή Αχμέτ, έχασε για πάντα την αγαπημένη του Χριστίνα. Λέγεται, ότι ήταν τόσος μεγάλος ο πόνος του, που κάθε ημέρα σιγοτραγουδούσε αυτό το τραγούδι.
(Την ιστορία αυτή την αντέγραψα από ένα μισοκατεστραμμένο βιβλίο του Διονυσίου Δημητρόπουλου, κατοίκου Αμαλιάδας, με καταγωγή από την Ώλενα Ηλείας).
.-.
4. ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΠΑΝΟΠΟΥΛΑ
Να το ’ξευρα, Χριστίτσα μου, που ’θελε να σε πάρουν,
δεν σ’ έστελν’ από τη στεριά, παρά από του πελάγου.
Σ’ έστελνα στην Αρβανιτιά και στ’ Αρβανιτοχώρια,
όπου είχα πύργο γυάλινο για να σε βάλω μέσα,
να σε βουτήξω στο φλουρί και στο μαργαριτάρι.
Να γύριζ’ ο ντουνιάς τροχός, σαν πως γυρίζει η ρόδα,
να ’ρχόμουν πίσω στο Μοριά κι αγνάντια στη Νεμνίτσα,
να σ’ έβλεπα, Χριστίνα μου, πώς στρώνεις, πώς κοιμάσαι…
Στην Πάτρα καν να σμίγαμε, εκεί ν’ ανταμωθούμε.
Να σ’ έβλεπα, Χριστίνα μου, κι ας πέθαινα ο καημένος.
Αφήγηση Ιερεύς Γεώργιος Γεωργόπουλος.
(Π. Παπαζαφειρόπουλου, «Περισυναγωγή γλωσσικής ύλης και εθίμων του ελληνικού λαού», σ. 159, ό. π.,Πάτραι 1887).
.-.
5. ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΠΑΝΟΠΟΥΛΟΥ
- Δεν το ’ξερα, Χριστίνα μου, πως θελαν να σε κλέψουν,
να μη σε στείλω από στεριά, μηδέ κι από τους Μύλους.
Βρε, να σε στείλω θάλασσα, με τούρκικα καράβια,
στην Πάτρα για να σμίξουμε, στο Τούρκικο να πάμε!
- Άϊ στο καλό, μωρέ πασά, και στην καλή την ώρα,
μη μου μαλώσεις το παιδί, το πολυαγαπημένο.
Τι το ’χα η δόλια μοναχό και καλομαθημένο.
(Ιωάννου Σπ. Αναγνωστόπουλου, «Λαογραφικά του Αχλαδοκάμπου», σ. 220 - 221, αρ. 37, Αθήνα 1985).
Στην έκτη σύναξη δημοτικών τραγουδιών που πραγματοποιήσαμε με τον κ. Παπαντωνόπουλο Κώστα, στην Χόζοβα κοντά στα Τριπόταμα, στην οικία του κ. Γεωργίου Δαλιάνη, καταγράψαμε το τραγούδι της Χριστίτσας, καθώς το ερμήνευσε πολύ ωραία, ο κ. Παπαζαφείρης Χρήστος, από την Χόζοβα Καλαβρύτων.
[1] Κατά την τουρκοκρατία συνήθως τα κορίτσια τα φώναζαν με το όνομά τους και με το όνομα του πατρός τους . όπως του Νίκου Νικολοπούλα, του Γιάννη Γιαννοπούλα, του Βασίλη Βασιλοπούλα κ.ά. Το προσωνύμιο Πανοπούλα, που αποκαλούσαν την Χριστίνα προερχόταν από το κύριο όνομα του πατρός της. Η Χριστίνα του Πάνου η Πανοπούλα.
[2] Αναγνωστόπουλος Πάνος (; - 1842). Δημογέροντας από τη Νεμνίτσα (σημ. Μεθύδριο) της Αρκαδίας. Βοήθησε τον πατριώτη του και επίσκοπο Βρεσθένης Θεοδώρητο, στη σύσταση του στρατοπέδου των Βερβαίνων και διακρίθηκε κυρίως στη μάχη των Δερβενακίων. Κατά τον Εμφύλιο πόλεμο, βρέθηκε αντίπαλος του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη. Τιμήθηκε από την κυβέρνηση με τον βαθμό του αντιστράτηγου, επειδή πρόδωσε το σχέδιο για την απαγωγή του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, από τις φυλακές της Ύδρας, όπου κρατείτο.
[3] Ο Επίσκοπος Βρεσθένης Θεοδώρητος (Κωτσάκης), κατά κόσμο Θωμάς, υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους παράγοντες της Ελληνικής Επανάστασης. Γεννήθηκε το 1787 στο χωριό Μεθύδριο (Νεμνίτσα) Αρκαδίας. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στην σχολή της Βυτίνας. Ο αδελφός του πατέρα του ήταν ο επίσκοπος Βρεσθένης, με το όνομα Θεοδώρητος. Όταν ο Θωμάς όταν ήταν 18 ετών, ακολούθησε τον θείο του, που τον χειροτόνησε σε ιεροδιάκονο και στην συνέχεια σε πρεσβύτερο. Το έτος 1813 όταν ο Θωμάς ήταν 26 ετών ο θείος του λόγω γήρατος παραιτήθηκε και στις 5 Απριλίου 1813 χειροτονήθηκε νέος επίσκοπος Βρεσθένης. Το όνομα που πήρε, ήταν το ίδιο με του θείου του, Θεοδώρητος Επίσκοπος Βρεσθένης. Κατηχήθηκε από τη Φιλική Εταιρεία και έγινε ένθερμος κήρυκας και αγωνιστής. Όταν ήλθε ο καιρός της επανάστασης έλαβε μέρος στις μάχες: Στο Βαλτέτσι, στα Βέρβενα, στα Δολιανά και στη Νταβιά. Ήταν από τους πρώτους που ενέργησαν στη σύσταση της Πρώτης Πελοποννησιακής Γερουσίας της οποίας εξελέγη Α΄ πρόεδρος (26 Μαΐου 1821).
[4] Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης τις βοήθησε εξηγώντας τους ότι πρέπει ν’ απομακρυνθούν από εκεί γρήγορα, παρόλο που με αυτές τις οικογένειες είχε παλιά έχθρα, διότι αυτές οι οικογένειες είχαν αναμιχθεί στην εξόντωση του Κουντάνη Κολοκοτρώνη. Ο Κουντάνης, κατά την εποχή του μεγάλου κατατρεγμού της κλεφτουριάς, αγάπαγε την Θεοδώρα από την Νεμνίτσα, κόρη του κοτζαμπάση Βελέντζα Κωτσάκη, (πατέρας του Μητροπολίτη Βρεσθένης Θεοδώρητου) όπου στο σπίτι του περνούσαν και διέμεναν πολλοί αρματολοί και ιδίως οι Κολοκοτρωναίοι.