Ένα από τα πιο παλιά, ομορφότερα και χιλιοτραγουδισμένα δημοτικά άσματα της Πελοποννήσου, είναι το επεισοδιακό τραγούδι της Λεχουρίτισσας , που τραγουδιέται ακόμη και σήμερα σε όλα χωριά της ορεινής Ηλείας, των Καλαβρύτων και της Γορτυνίας. Κατανέμεται κυρίως ως τραγούδι της τάβλας (τραπεζίτικο), αλλά τραγουδιέται και σε σκοπό λεβέντικο, και χορεύεται με χορό πηδηκτό (τσάμικο), επίσης και σε μερικές περιοχές το απαντάμε και σε ρυθμό συρτό (καλαματιανό).
-Ήλιε μου τι μαρμάρωσες, δεν πας να βασιλέψεις;
Σε καταριούνται οι εργατιές του κόσμου οι δουλευτάδες
-Το θάμα που είδα σήμερα, το πώς να βασιλέψω;
Που πήρε ο λύκος το παιδί απ’ την ποδιά της μάνας.
-Άφησέ μου λύκο το παιδί και φάε εμέ την μάνα.
Το τραγούδι, έχει ως πρωταγωνιστές ένα λύκο, ένα βρέφος και την μάνα του. Σήμερα έχουμε διασώσει το τραγούδι με πολλαπλές παραλλαγές. Αυτό όμως δεν μειώνει την αξία του τραγουδιού, αλλά μας παραπέμπει σε διάφορες τοπικές ιστορικολαογραφικές ερμηνείες που η κάθε μια με την σειρά της προσπαθεί να υιοθετήσει την πατρότητα του τραγουδιού.
Το τραγούδι αυτό αναφέρεται σε κάποιον παλιό και λησμονημένο θρύλο, γύρω από την αγροτική ζωή, την πανίδα του τόπου μας, την θρησκεία, και την φτώχεια.
Συγκεκριμένα το επεισόδιο εκτυλίσσεται στο χωριό Βρώσταινα Καλαβρύτων που βρίσκεται γαντζωμένο στις υπώρειες παρυφές του Χελμού. Μια χρονιά επί τουρκοκρατίας, σ’ αυτό τον τόπο, ο παπάς του χωριού θέριζε μαζί με την παπαδιά του, έχοντας αφήσει το νιάκαρο μοναχοπαίδι τους στην άκρη του χωραφιού μέσα στην νάκα φασκιωμένο, κρεμασμένο κάτω από την σκιάδα μιας αγραπιδιάς, για προστασία από τον ήλιο και από ερπετά. Ένας πεινασμένος λύκος, εκείνη την ημέρα, αναζητώντας τροφή έφθασε κοντά στο νιάκαρο. Μόλις το μυρίστηκε, πήδηξε πάνω για να το φθάσει λόγω του ύψους που ήταν κρεμασμένη η νάκα και με τα πόδια του την αναποδογύρισε και το παιδί ξέφυγε από αυτή και έπεσε στο έδαφος, επάνω σε καλαμιές που είχε στρώσει η παπαδιά για να γιοματίσουνε. Ο λύκος άρπαξε το παιδί στο στόμα του από τις φασκιές και τράβηξε για το ρουμάνι να γιομίσει το στομάχι του. Ο παπάς, μόλις αντίκρισε αυτή την φοβερή σκηνή, πέταξε το καλυμμαύκι του σήκωσε τα χέρια και τα μάτια του στον ουρανό, ενώ η μάνα παπαδιά, παράτησε το δρεπάνι, ανασκουμπώθηκε και πήρε τον λύκο από κοντά. Μπροστά ο λύκος, έχοντας το βαρύ φορτίο στα δόντια του, πίσω εκείνη, αναμαλλιασμένη κατακόκκινη από τον ήλιο, δερνάμενη κι’ απελπισμένη, τον ακολουθούσε χέρι- πόδι από κοντά. Κάποια ώρα έφθασε αγνάντια στο μοναστήρι της Αγιά Λαύρας. Μόλις αντίκρισε το μοναστήρι σταυροκοπήθηκε λέγοντας: «Άγιε Αλέξη μου, σώσε μου το παιδάκι μου!». Αμέσως σαν να έγινε κάποιο θαύμα, ο λύκος παράτησε το παιδί και συνέχισε μια ξέφρενη πορεία και τρούπωσε στον απέραντο λόγγο για ν’ αποφύγει τον διώκτη του. Η μάνα με το δίκιο της, πίστεψε ότι το παιδί γλίτωσε από τον θάνατο, γιατί ο Άγιος Αλέξιος του μοναστηριού ακούγοντας το παρακάλι της, χάβωσε κι’ αποκότησε τον λύκο. Την επόμενη ημέρα, ο παπάς και η παπαδιά πήγαν στο μοναστήρι, στο οποίο αφιέρωσαν την περιουσία τους και την ψυχή τους. Ο παπάς, έγινε ιερομόναχος στο μοναστήρι και η παπαδιά καλόγρια. Ως καλόγρια διέμεινε σ’ ένα ερημικό καλυβάκι, χτισμένο σε μια τοποθεσία που σήμερα Ντερβενίκι.
Αυτό το θαύμα έγινε γύρω στα 1600, όπως αναφέρει η παράδοση. Και με κάποιο παλιότερο εκκλησιαστικό θρύλο, λέγεται ότι υπήρχε από το 961 και ότι το 1585 το έκαψαν οι Τούρκοι και γύρω στο 1600 ξαναχτίστηκε, στο ίδιο μέρος.
Στο Κτητορικό της Αγίας Λαύρας, που το έγραψε το 1905, ο τότε Ηγούμενος Δ. Αποστολίδης, αναφέρεται αυτός ο θρύλος και συσχετίζεται με το επανακτίσιμο του μοναστηριού που έγινε το 1600. Το χωριό Βρώσταινα, γράφει ο Αποστολίδης, ότι υπήρχε το 1600 και ήταν από καλύβια.
Υπάρχει άλλη μια παραλλαγή του τραγουδιού αυτού, όπως την κατέγραφε το έτος 1974 στο χωριό Συβίστα (σήμερα Φενεός) της ορεινής Κορινθίας, ο φίλος και γνωστός τηλεπαρουσιαστής και ερμηνευτής δημοτικών τραγουδιών Παναγιώτης Μυλωνάς και έχει ως εξής:
-Ήλιε μου τα’ άργησες να βγεις δεν πας να βασιλέψεις;
Μήπως με τα αστρί εμάλωσες, μήπως με το φεγγάρι
μήπως με τον Αυγερινό, που βγαίνει δυ’ ώρες νύχτα;
-Το θιάμα που είδα σήμερα το πώς να βασιλέψω;
Που πήρε ο λύκος το παιδί απ’ την ποδιά της μάνας.
Χίλιοι- μύριοι το παν μπροστά κι’ η μάνα του από πίσω.
-Άφε μου λύκε το παιδί και πάρ’ εμέ την μάνα.
Το χωριό Συβίστα βρίσκεται κοντά στον Φενεό, όχι πολύ μακριά από την Βρώσταινα και στη ανατολική πλευρά του Χελμού. Από εκεί περνούσαν οι κάτοικοι της νοτιοδυτικής περιοχής του Χελμού για να φθάσουν στην Κορινθία. Έτσι, δεν είναι καθόλου παράδοξο, η πρωταρχική μορφή του τραγουδιού, να έχει την ρίζα στον μύθο της παπαδιάς, από την Βρώσταινα.
Κατά μια άλλη παράδοση, δια μέσου αυτού του τραγουδιού, ο λαός θρήνησε τους καημούς και τους πόνους του και πρέπει να έπλασε το τραγούδι κατά την φοβερή και τραγική και ζωντανή σκηνή του παιδομαζώματος. Την σκηνή που η μάνα παρά την θέλησή της, αποχωρίζονταν για πάντα το σπλάχνο της.
Ο δυνάστης τούρκος, παρομοιάζεται με τον φοβερό σαρκοβόρο και αιμοβόρο αγρίμι των βουνών και δασών, που αρπάζει το μικρό παιδί από την αγκαλιά της μάνας.
Τότε ακριβώς το παιδομάζωμα, βρισκόταν σ’ έξαρση σ’ ολόκληρη την κατεχόμενη Οθωμανική επικράτεια και άφησε βαριά τα σημάδια του κυρίως στον Ελληνικό χώρο. Ο ανώνυμος τραγουδοποιός, αντικρίζοντας αυτές τις θλιβερές και καταστρεπτικές τακτικές των Οθωμανών, μ’ αυτόν τον τρόπο διέσωσε τον πόνο, τον σπαραγμό και ταυτόχρονα θρηνεί και εξιστορεί, την ωμή πραγματικότητα.
Οι τελευταίοι στίχοι του τραγουδιού, «…χίλιοι μύριοι το παν μπροστά και η μάνα του από πίσω…», μας απεικονίζουν παραστατικά την επιχείρηση «παιδομάζωμα» και μας φωτογραφίζει όλη την φρίκη και τον σπαραγμό της μάνας κατά την αρπαγή του παιδιού της, και σ’ αυτή την σκηνή ο τραγουδοποιός επιστρατεύει και τα στοιχεία της φύσης, αναφέροντας τ’ ότι έγιναν τ’ αδύνατα δηλαδή ο σπαραγμός της μάνας κάνει ακόμη τον ήλιο να μαρμαρώσει (σταματήσει), από το θέαμα που αντίκρισε. Εδώ η άψυχη φύση, ζωντανεύει και γίνεται εκφραστική των ποικίλων συναισθημάτων της ανθρώπινης ψυχής. Ο απλός λαϊκός άνθρωπος, στο δημοτικό τραγούδι, όχι ζητάει την συμμετοχή αλλά πολεμάει και μιλάει με τα φυσικά φαινόμενα, τα στοιχεία της φύσης (εδώ τον ήλιο), τα πουλιά, τα ζώα, τα φυτά (ιδίως τ’ άνθη), τα νερά, και τους βράχους, ζητάει την βοήθειά τους, τα συμβουλεύεται, και δια μέσω αυτών, εκφράζει τις χαρές, τις λύπες, τους καημούς τους πόθους και τις αγωνίες του.
Η δημοτική μούσα, σε κάποια παραλλαγή του τραγουδιού, δεν διστάζει να χρεώσει την ίδια την μάνα για την αρπαγή του παιδιού. Κι απ’ ότι διαφαίνεται, η απελπισία της γυναίκας, που δεν μπορεί ν’ αποκτήσει παιδί, να την οδήγησε σ’ αυτή την φράση, που ακόμη ακούγεται σήμερα, από άτεκνα ζευγάρια αναφέροντας: «Ας αποκτήσω ένα παιδί και…..». Αλλά το πεπρωμένο δεν μπορεί να αποφευχθεί.
Ακούσατε τι έγινε αυτή την εβδομάδα;
Μας πήρε ο λύκος το παιδί, μας πήρε τ’ αγγελούδι μας.
Χίλιοι νομάτοι τον κυνηγούν, χίλιοι αρματωμένοι,
μόν’ η μάνα του τον ζύγωσε, μόν’ η μάνα του τον ζυγώνει.
-Άφησε μου λύκε το παιδί, άσε μου τ’ αγγελούδι μου.
Και το παιδί απολογήθηκε και το παιδί απολογιέται:
-Θυμάσαι μάνα όταν βλαστήμησες ανήμερα το Πάσχα;
«Ας έκανα ένα παιδί κι ας μου το πάρει ο λύκος».
Κι εκείνη η βλαστημιά έφτασε, κι εκείνη η αμαρτία.
-Γύρνα μάνα στο σπίτι σου και πάνε στο καλό σου.
Λέγεται ότι κατά την Μεσαιωνική εποχή, ένας βασιλιάς παντρεύτηκε μια πανέμορφη πριγκίπισσα, αλλά αυτή δεν τεκνοποιούσε. Προσπάθησαν - ξαναπροσπάθησαν ν’ αποκτήσουν έστω κι ένα παιδί, αλλά μάταια. Έφεραν γιατρούς, κομπογιαννίτες με διάφορα βότανα, μάγισσες, κι ένα σωρό τσαρλατάνους, αλλά πάλι η βασίλισσα δεν τεκνοποιούσε και τα κουτσομπολιά παίρνανε και δίνανε, γιατί κινδύνευε να χαθεί η δυναστεία και να διαλυθεί το βασίλειο.
Μια ημέρα, πέρασε από το κάστρο, μια γριά που είχε την φήμη της μεγάλης προφήτριας και οι αυλικοί μόλις το έμαθαν την παρουσίασαν μπροστά στον βασιλιά τους. Αυτός εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από τα λεγόμενά της και της ζήτησε να του δώσει μια συμβουλή για την ατεκνία. Η γριά, κάλεσε το ζευγάρι σε ένα δωμάτιο τους κοίταξε στα μάτια είδε την τεράστια αγωνία τους, και στις παλάμες τους, όπου διάβασε το πεπρωμένο τους, κούνησε το κεφάλι της δείχνοντας απόγνωση και τους είπε: «Και να σας δώσει ο Θεός παιδί, τι να το κάνετε; Αφού η μοίρα του είναι να χαθεί από λύκο».
Ο Βασιλιάς και η βασίλισσα αλληλοκοιταχθήκανε και μ’ ένα στόμα απαντήσανε στην γριά: «Ας κάνουμε παιδί και ξέρουμε να το προφυλάξουμε από τους κακούς λύκους».
Η γριά έπιασε τα δυο τους χέρια τα έσφιξε έκλεισε τα μάτια της, κάτι ψέλλισε μέσα της για λίγο, τους ευχήθηκε καλή τύχη και έφυγε στεναχωρημένη με το κεφάλι σκυμμένο. Η ζωή στο κάστρο συνεχιζότανε στους καθημερινούς ρυθμούς, μέχρι, όπου έπειτα από δυο μήνες, η βασίλισσα γκαστρώθηκε και το νέο μεταδόθηκε σαν αστραπή σ’ ολόκληρο το βασίλειο. Τα γλέντια, οι ευχές και οι χαρές έγιναν καθημερινό φαινόμενο σ’ ολόκληρη την επικράτεια και ιδίως στο κάστρο, που είχε το παλάτι ο βασιλιάς. Η βασίλισσα, τεκνοποίησε με το καλό κι απόκτησε ένα πανέμορφο αγόρι. Το γεγονός αυτό το υποδέχθηκαν, με χαρές, αναφορές στο νεογέννητο και με αρκετές εορταστικές εκδηλώσεις και περίσσια γλέντια.
Μετά το πέρας αυτών, ο βασιλιάς διέταξε στη γυναίκα του, τις παραμάνες, τους αυλικούς, την φρουρά και ολόκληρο τον στρατό, ότι το παιδί για κανένα λόγο δεν πρέπει να βγει από το κάστρο, υιοθετώντας πάντοτε την προφητεία της γριάς, για να προφυλάξει το παιδί, από τους λύκους.
Το βασιλόπουλο μεγάλωσε και έφθασε στην εφηβεία κάπου 15 ετών. Ενώ, όπως συνηθιζόταν, όλα τα παιδιά της ηλικίας του, μπαινόβγαιναν από το κάστρο και πήγαιναν στις εκπαιδεύσεις των μαχών, για παιχνίδια, για κυνήγι, για εργασία, γι’ αναγνώριση νέων τόπων και για βόλτες. Όμως το βασιλόπουλο, παρέμενε παντοτινά κλεισμένο μέσα στο κάστρο. Όποτε αποφάσιζε να βγει εκτός, έβρισκε πάντοτε τις πόρτες κλειστές, έχοντας οι θυρωροί την ρητή διαταγή του ίδιου του βασιλιά τους. Από αυτή την συμπεριφορά των θυρωρών και των αυλικών, μια ημέρα ρώτησε τον πατέρα του, για ποιο λόγο δεν τον αφήνει να βγει έξω από την πόρτα του κάστρου. Ο πατέρας, του ανέφερε αυτά που είχε προφητεύσει η γριά, και του εξήγησε λεπτομερώς όλους τους λόγους. Το βασιλόπουλο, φαίνεται να συνετίσθηκε με τα λόγια του πατέρα του και ζήτησε να του ζωγραφίσουν ένα λύκο, για να γνωρίσει έστω και από ζωγραφιά, ποιο είναι το αγρίμι, που τον κρατάει εγκλωβισμένο στο κάστρο.
Ο βασιλιάς, τότε κάλεσε τους πιο καλλίτερους ζωγράφους του κράτους του και τους ανέθεσε να ζωγραφίσουν ένα τέλειο λύκο, σε μια αίθουσα, για να τον ιδεί το βασιλόπουλο. Αφού κατέφθασαν οι άριστοι καλλιτέχνες, σύμφωνα με τις οδηγίες του βασιλιά, ανέλαβαν ζωγράφισαν ένα λύκο, όπου σ’ άλλη ζωγραφιά πιο τέλεια δεν είχε ξαναγίνει. Όταν με το καλό τελείωσαν, το βασιλόπουλο πήγε στην αίθουσα και παρατηρούσε τον λύκο. Αυτό επαναλαμβανόταν καθημερινά. Το βασιλόπουλο καθόταν μπρος από τον λύκο και τον κοιτούσε με απορία και μίσος. Σε κάποια στιγμή όμως νευρίασε και επιτέθηκε στον ζωγραφισμένο λύκο φραστικά λέγοντας: «Ανάθεμά σε κερατωμένο αγρίμι, για σένα ρε αγρίμι, είμαι φυλακισμένος σ’ αυτό το κάστρο», και προτείνει τον δείκτη του χεριού του και κατ’ ευθείαν τον σημαδεύει στο μάτι του, πιέζοντας και στρίβοντας με το δάκτυλό του, το πανέμορφο και γυαλιστερό μάτι του λύκου, με τόσο νεύρο, μίσος και οργή, ώσπου πλήγιασε και το ίδιο το δάκτυλό στην ρόγα του.
Αυτή η πολύ μικρή πληγή, αποδείχθηκε μοιραία, γιατί ήταν αιτία να μολυνθεί το δάκτυλο και μάλλον το αίμα του και το παιδί έπειτα από λίγους μήνες μετά από φοβερούς πόνους και εξανθήματα σ’ ολόκληρο το σώμα του ν’ αποθάνει. Η παράδοση αναφέρει, ότι οι ζωγράφοι, για να φαίνεται πραγματικό το μάτι του λύκου, είχαν προμηθευθεί χρώματα, από διάφορους παραδοσιακούς μπογιατζήδες, όπου αυτοί με την σειρά τους παρασκεύαζαν διάφορα ακριβά αλλά και τέλεια χρώματα, χρησιμοποιώντας διάφορα επικίνδυνα και μολυσμένα υλικά, αντλώντας αυτά από δηλητηριώδη βότανα, άνθη, σαπισμένα ξύλα, ακαθαρσίες, δέρματα, αυγά και χολή σφαγίων. Και τοιουτοτρόπως η προφητεία της γριάς, βγήκε αληθινή, το μοιραίο κανείς δεν κατάφερε ποτέ να το αλλάξει και το άμοιρο και άτυχο βασιλόπουλο, αφού έτσι έμελλε, πήγε από λύκο.
Πηγές:
(- Ηλία Τουτούνη, «Τ’ αγρίμια στην λαογραφία μας», βιβλίο υπό έκδοση.
- Γιαννακόπουλος Τάκης, εφημερίδα «ΑΖΑΝΙΑΣ» Καλαβρύτων, 31 Ιουλίου 1974, αρ. φύλλου 37.
- «Καλαβρυτινά Δημοτικά Τραγούδια και Μοιρολόγια», Αντρέα Δαφναίου, Αθήνα 1994.
- «Το Δημοτικό Τραγούδι ~ Βίωμα και Μεράκι», Σταμάτης Μακρής, Παπαναστασίου Τρίπολη 1998.
Χόζοβα Πέμπτη, 25 Αυγούστου 2011, στην οικία του κ. Γεωργίου Δαλιάνη. τραγουδούν οι αδελφές Γεωργουλοπούλου και είναι αφιερωμένο στην αείμνηστη Κοντύλω Γεωργουλοπούλου Βλάχου.
Βίντεο Κώστας Παπαντωνόπουλος και Ηλίας Τουτούνης