ΑΝΤΑΡΤΕΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΔΡΑΚΟΒΟΥΝΙ
Αφήγηση Σταμάτης Μακρής Κυριακή 28 Ιουλίου 2003, στην Αμυγδαλιά (πρώην Γλανιτσά) Γορτυνίας. Τα πρώτα στοιχεία ελήφθησαν από το βιβλίο του «Βίωμα και μεράκι», που εκδόθηκε το 1998 στην Τρίπολη και αναφέρεται στο επεισόδιο στην σελίδα 251.
Ήτανε στις 14 καν στις 15 του Μάρτη του 1949. Είχε γίνει η μάχη στο Δρακοβούνι της Γορτυνίας στις 13 Μάρτη και ότι είχε απομείνει από τον αντάρτικο στρατό, διαλύθηκε σε μικρές ομάδες. Ένα απογιοματάκι, με το πέσιμο του ήλιου, ακούω φωνές πέρα από το Παπαδέϊκο Αλώνι.
-Από κάτου! Στην μάντρα ρε, πιλαλάτε! Πιο πίσω ρε! Πιο πίσω! Ρίχτου του κερατά, ρίχτου. Να κείθενες στην στρούγκα ρε στην στρούγκα τρούπωσε!
Πιλαλά εγώ στου Καλογέρου τ’ Αλώνι και βλέπω στης Χαϊδίνας την μυγδαλιά στου Μαντζαφλή, στο Παπαδέϊκο Αλώνι να έχουν μαζωχτεί γυναίκες, παιδάκια και κάμποσοι άντρες. Τους περισσότερους άντρες τους είχε μαζώξει ο στρατός της Ενάτης Μεραρχίας και ήσαντε σε στρατόπεδο μέσα στην Τρίπολη. Απέναντι στην Παλιζού που και που ακουγόσαντε πυροβολισμοί και έβλεπες από εδώ πέρα να πιλαλάνε του σκοτωμού κάτι άντρες. Σε κάποια στιγμή ακούστηκε ένα κουφό μπάμ και σε λίγο ακούσαμε και φωνές.
Ψηλά τα χέρια ρε! Ψηλά τα χέρια, Γαμώ την Παναγία σου… ακούνητος ρεεέ…!
Όμως τι διάβολο γινότανε εκεί πέρα;
Δυο τρεις αντάρτες, που καταφέρανε και γλιτώσανε από την φονική μάχη από ’κει στο Δρακοβούνι, πέσανε κάτου τον κατήφορο και μετά πήρανε το ρέμα – ρέμα τη Λιάσκοβα και φτάσανε κάτου στο Κουτούπι, στο κάτου μέρος του χωριού, σ’ ένα ρουμάνι από πουρνάρια. Όταν μάζωξε η μέρα βγήκανε και κινήσανε να πάνε ψηλά στο Μαίναλο στα έλατα. Όταν βγήκανε στον κεντρικό δρόμο που ερχότανε από της Κυράς το γιοφύρι προς στην Γλανιτσά, ο ένας έστριψε δυτικά και πήρε τον δρόμο – δρόμο για τον Αη –Λιά. Όταν όμως έφτασε στου Τσόκου, στο χωράφι του Γιωργιά, έπεσε απάνου σ’ ένα τσούρμο χωριανών που γύριζαν από τα χωράφια τους. Όμως μαζί με ευτούνο το τσούρμο ήσαντε και οι Μάυδες (Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου) της Γλανιτσάς. Ευτούνοι γύριζανε πίσω από τις ενέδρες που στήνανε για τους αντάρτες που καταφέρανε και σούρανε και γλιτώσανε από την μάχη που έγινε στο Δρακοβούνι. Οι Μάυδες μόλις τον είδανε «φάντη μπαστούνι» μπροστά τους τα χάσανε, αλλά αμέσως καταλάβανε ότι ήτανε αντάρτης και καλυφτήκανε. Ο αντάρτης μόλις κατάλαβε ότι ήσαντε μάυδες, γύρισε δεξιά και πιλαλώντας μπήκε μέσα στο χωράφι του Γιωργιά. Ένας από τους μάυδες τον πήρε από κοντά και του έριχνε με το όπλο του. Πίσω του ερχόσαντε και οι άλλοι μάυδες της παρέας του. Τον αντάρτη τον βρήκε μια σφαίρα στο χέρι και τον τραυμάτισε. Αυτός όμως τράβηξε προς την Παλιζού, εκεί βρήκε την στρούγκα του Βασίλα, τρούπωσε μέσα και ταμπουρώθηκε ξοπίσω από ένα τρανό στρουγκολίθι. Οι Μάυδες με προφυλάξεις ψάχνανε σαν τα σκυλιά. Σε κάποια στιγμή ακούστηκε ένα κούφιο μπαμ. Ο αντάρτης μη έχοντας άλλη λύση αυτοκτόνησε με το πιστόλι του φαίνεται δεν άντεχε άλλο το μαρτύριο. Τον βρήκανε οι Μάυδες και του πήρανε ακόμη και τα σκουτιά που φόργιε. Κάποιοι από τους χωριανούς που γυρίζανε από τα χωράφια σκάψανε ένα λάκκο και τον χώσανε. Ένας από τους Μάυδες όταν έφτασε στην πλατεία της Γλανιτσάς μέσα στον κόσμο, μετά από αυτό το περιστατικό, κράταγε το πορτοφόλι του σκοτωμένου αντάρτη στα χέρια του και το έψαχνε να ιδεί τι έχει μέσα.
Εκεί που το έψαχνε βρήκε μια καπότα (προφυλακτικό) και θριαμβολογώντας φώναξε:
Ουουού…! Και μια καπότα ρε..! για να μην γκαστρώνονται οι συναγωνίστριες ανταρτοπούλες…!
Τότε ρώτησα τον Μαρωγιώργη και έμαθα τι ήταν η καπότα. Την άλλη μέρα πλάκωσε ο στρατός. Εκεί στου Κατσαφάνα το σπίτι βάλανε τον ασύρματο και είδα και την κεραία που ξεπείχε από το παραθύρι του. Εκεί άκουσα το όνομα του σκοτωμένου αντάρτη και από πούθενες ήτανε από τον ασυρματιστή που το μετέδιδε δυνατά για ν’ ακούγεται μέσα στον ασύρματο κι έλεγε: «Νικόλαος Πανταζόπουλος εκ Λυκήσαι! Εκ Λυκήσαι Μεσσηνίας…» ο άλλος αντάρτης δεν είχε ακολουθήσει τον δρόμο του Πανταζόπουλου. Μόλις βγήκε από την Γούβα, στο χωράφι του Τσιότσιολα, προχώρησε κρυφά – κρυφά προς τη Μαυρομάτα και έτσι την γλίτωσε ο δόλιος. Ευτούνος ήτανε ο Μπελάς, ο γνωστός πρωταντάρτης, που έγραψε το βιβλίο «Η ΝΕΚΡΗ ΜΕΡΑΡΧΙΑ». Με τον Μπελά βρέθηκε ο μακαρίτης ο πατέρας μου, όταν ήσαντε και οι δυο κρατούμενοι στην Τρίπολη. Εκεί είχε ειπωμένο του πατέρα μου τον Γιάννη Μαλαπέρδα ή Μακρή, με μεγάλη πίκρα ότι: Γιάννη…! Δεν περίμενα από την Γλανιτσά τέτοια συμπεριφορά, εγώ ήξερα ότι οι Γλανιτσιώτες ήσαντε παλικάρια και μάλιστα δικοί μας!