Μες το Λαλαίϊκο μαχαλά
Χορεύει η Μαριωρή μπροστά
Με Λαλαίους με Δουκαίους
με πολλούς Βαρβασαιναίους
Άντε η Μαριωρή παντρεύεται
όλος ο Πύργος χαίραιται
Όρε ποιον θα πάρεις Μαριωρή
του Τριτσιμπίδα το παιδί!
Ηλειακό δημοτικό τραγούδι της αγάπης και του γάμου.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΙΝΟΣ:
κλαρίνο
ΒΑΣΙΛΑΚΗΣ ΣΙΝΟΣ:
βιολί
ΝΙΚΟΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ:
τραγούδι
Η ιστορία του τραγουδιού:
Την θρυλική Μαριωρή την άρπαξαν οι Τουρκολαλαίοι από τα σαράγια των Τούρκων της Τρίπολης και την έφεραν στου Λάλα λίγο πριν την επανάσταση του 1821. Ο Σειντ Αγάς έστειλε κρυφά στην Τρίπολη τον οπλαρχηγό Καραμέρο Δημήτριο και τον Δούρο από του Λάλα κι άλλους Τούρκους και την ώρα που η Μαριωρή πήγαινε ντυμένη στα ολόχρυσα στο Τουρκικό τέμενος να κάνει την προσευχή της, την απήγαγαν. Η Μπεμπιγέ, έτσι την έλεγαν, ήταν 14 ετών ωραιότατη, ψηλή με μαύρα μάτια και μαλλιά. Παρέμεινε στου Λάλα μετά την αποχώρηση των Λαλαίων οι Έλληνες την βάφτισαν Μαρία. Ήταν πολύ όμορφη και την ονόμασαν Μαριωρή (Mαρία+ωραία, Μαριωραία).
Η δυναμική και ωραία Μαριωρή παντρεύτηκε το 1845 τον γιό του Τριτσιμπίδα και ο γάμος τους έγινε θρύλος. Τότε βγήκε και η παροιμία: "ΟΛΑ ΤΑ 'ΧΕΙ Η ΜΑΡΙΩΡΗ, Ο ΦΕΡΕΤΖΕΣ ΤΗΣ ΛΕΙΠΕΙ"
Ο Νικολός Τριτσιμπίδας από τη Μπαρμπάσαινα ήταν αγωνιστής της επανάστασης που μετά την απελευθέρωση έκανε τεράστια περιουσία και ασκούσε μεγάλη επιρροή στην Ηλεία. Είχε πολλές κουμπαριές και οι μεγάλοι τον έλεγαν κουμπάρο, ενώ οι μικροί τον αποκαλούσαν νουνό.
Το κακό μάτι δεν άφησε να στεριώσει ο γάμος του γιού του με τη Μαριωρή. Χώρισε το ζευγάρι και η Μαριωρή γύρισε στου Λάλα όπου οι δικοί της την πάντρεψαν με άλλον, με το ζόρι.
Ο Τριτσιμπίδας είχε τραγική κατάληξη μιας και έχασε όλη την περιουσία του.
Το τραγούδι τραγούδησε ο Τούρκος Σουλεϊμάν που μετά την απελευθέρωση πήρε το όνομα Γιώργος.
πηγή: http://www.antroni.gr/index.php/parad...
Το δημοτικό τραγούδι «Μες το Λαλαίϊκο μαχαλά χορεύει η Μαριωρή μπροστά...» ανήκει σε μία σειρά από άλλα Ηλειακά τραγούδια που τα εκτέλεσαν οι Αντρωναίοι μουσικοί, Βασίλης Σίνος στο κλαρίνο και Βασιλάκης Σίνος στο βιολί σε εκδήλωση συλλόγου στο κοντινό μας χωριό, Πέρσαινα. Στο τραγούδι είναι ο Νίκος Δημητρακόπουλος.
Στο χορό, το χορευτικό συγκρότημα του Δήμου Πύργου. Η βιντεοσκόπηση έγινε από συνεργείο της ΕΡΤ στα πλαίσια της εκπομπής «Μουσική Παράδοση», με παρουσιαστή τον Παναγιώτη Μυλωνά όπου καταγράφει τα τραγούδια και τους χορούς της Πελοποννήσου. Πηγή: Αρχείο ΕΡΤ
Κώστας Παπαντωνόπουλος
ΜΑΡΙΩΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΣΙΜΠΙΔΑΣ
Ένας θρύλος που έγινε τραγούδι.
Λαογραφική επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης
Θέρος του 1844 στη Μπαρμπάσαινα. Η Βασίλω, η ομορφότερη γυναίκα της Μπαρμπάσαινας, κτηματίας και ζωντοχήρα, χωρίς παιδιά, ζόρικη, με το δίκανο πιστόλι της πάντα στη ζώνη, κατοικεί στον κάμπο, δίπλα στο αγροτικό σπίτι του κυρ Νικόλα Τριτσιμπίδα, πρόσφατα χήρου, που μένει με τη μάνα του. Οι δύο γυναίκες έχουν μεγάλη έχθρα μεταξύ τους, η Βασίλω όμως αγαπά τον Τριτσιμπίδα, τον πρώτο νοικοκύρη της περιοχής, αγαπητό σε όλους.
Εκείνος δεν φαίνεται να την πολυνοιάζεται, είναι ερωτευμένος με την όμορφη κόρη γύφτισσας από το Λάλα, τη Μαριωρή. Ο Τριτσιμπίδας είναι ξακουστός για τα γλέντια του. Όπου πατούσε το πόδι του ο Τριτσιμπίδας εκεί και διεχύνετο η χαρά και η αγαλλίαση. Οι γύφτοι είχαν να κάμουν μαζί του. Τα νταβούλια και οι ζουρνάδες ήσαν εις την διάθεσή του. Όπου και αν ήσαν οι Γύφτοι αγκαζέ, έφευγαν και πήγαιναν μαζί με τον Τριτσιμπίδα όταν εμφανιζόταν στο γλέντι, και στην διασκέδαση
Ο Τριτσιμπίδας όμως έχει έναν άσπονδο φίλο, τον εξάδελφό του Γιώργο, που αγαπούσε τη Βασίλω και τη ζήλευε. Ενώ εκείνη αδιαφορούσε πλήρως γι αυτόν. Ο Γιώργος πάει στη συνοικία των Γύφτων του Πύργου και βρίσκει το φίλο του, γύφτο βιολιτζή Αντρέα, ερωτευμένο με την Μαριωρή, και του προτείνει να τον εκδικηθούν συνεταιρικά, βάζοντας τους ληστοφυγόδικους φίλους τους Κατσαρομάλλη και Βέκο ν’ απαγάγουν τη Βασίλω και τη Μαριωρή.
Ο Τριτσιμπίδας υποψιαζόμενος μόνο τον κίνδυνο που διατρέχει η Βασίλω την πείθει να φύγει στον Πύργο σε φιλικό σπίτι, όμως κι εκείνη μαθαίνει πως ο Τριτσιμπίδας προξενεύεται με τη Μαριωρή. Πράγματι μέσω του φίλου του Ρόδη, έχει συμφωνηθεί ο αρραβώνας, προς μεγάλη ικανοποίηση της Μαριωρής και της μάνας της για τον περιζήτητο γαμπρό. Κρατιέται όμως μυστικός για να προληφθούν αντιδράσεις μιας κι ο Τριτσιμπίδας είναι φίλος του κομματάρχη Σισίνη, αντιπάλου του άλλου κομματάρχη της περιοχής, του Επαμεινώνδα Κρεστενίτη, με τον οποίο συνδέεται το σόι της Μαριωρής αλλά και η Βασίλω και ο Γιώργος.
Με το γάμο, οι συγγενείς της Μαριωρής στο Λάλα θα αποσπόταν υπέρ του Σισίνη. Το σχέδιο της απαγωγής αποτυγχάνει εξ αρχής γιατί η Βασίλω αντί να πάρει την ταχυδρομική άμαξα για τον Πύργο που παραφυλάνε οι δύο ληστές, μόνη της καβαλάει το άλογό της την νύκτα και φεύγει για τον Πύργο.
Το 1836, ο Τριτσιμπίδας ήταν διορισμένος απ’ τον Οικονομικό Έφορο Ηλείας Κ.Α. Δημακόπουλο αρχιεπιστάτης της συγκομιδής των σιτηρών, πόστο περιζήτητο, έχει ερωτευτεί την ομορφότερη γυναίκα του Κάμπου, την παντρεμένη Ανδριάννα Ζωγράφου. Με την επιμονή του την πείθει ν αφήσει τον άντρα της και να γίνει δική του, υποσχόμενος να τη στεφανωθεί.
Όταν εκείνη όμως χωρίζει, ο Τριτσιμπίδας αφού την έχει χαρεί την παρατάει σύξυλη κι η ζωή της γυναίκας καταστρέφεται. Η περιπέτειά της έγινε ένα τετράστιχο δημοτικό τραγούδι, το οποίο το τραγουδούσαν σ’ ολόκληρο τον Ηλειακό κάμπο όπου δια μέσου αυτού πείραζε όλος ο κόσμος την Ανδριάνα:
«Σήκω Αντριάννα κι άλλαξε και νίψου με το γάλα
κι ο Τριτσιμπίδας έρχεται με τον ψαρή καβάλα.»
Η Βασίλω έξαλλη με τα φημολογούμενα παντρολογήματα Τριτσιμπίδα και Μαριωρής, υπόσχεται τον έρωτά της στο Γιώργο και οι δύο τους, μαζί με τον Ανδρέα το βιολιτζή, για να εκδικηθούν τον Τριτσιμπίδα και να χαλάσουν το γάμο, καταφεύγουν στον Επαμεινώνδα Κρεστενίτη. Εκείνος αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο της απώλειας ψηφοφόρων και επιρροής λόγω του επικείμενου γάμου, αναθέτει στον άνθρωπό του στο Λάλα, τον Καραμέρο, να απαγάγει την Μαριωρή και να την παντρέψει με κάποιον δικό τους.
Σε λίγες μέρες ο υποψήφιος γαμπρός κι η παρέα του πάνε στο σπίτι της μνηστής στο Λάλα για τους αρραβώνες. Γίνεται η τελετή, στήνεται το τραπέζι, αρχίζει το γλέντι με κρασί και νταβούλια που μεταφέρεται σε λίγο στην πλατεία, η Μαριωρή χορεύει, ξεφαντώνουν, όλα καλά. Έτσι νομίζουν. Ο Καραμέρος όμως έχει άλλα σχέδια. Βάζει τη γυναίκα του να διπλαρώσει τη Μαριωρή και να συνάψουν φιλία, κι αναθέτει σ ένα μπιστικό του και ωραίο παλληκάρι, το Ντούρο, ν’ απαγάγει την πολυπόθητη νύφη υποσχόμενος να τον στεφανώσει μαζί της.
Η Καραμέραινα παρασύρει τη Μαριωρή στη βρύση τάχα για να φέρουν νερό, εκεί παραφυλάει ο Ντούρος με δύο τσοπαναραίους συνεργάτες του και την κλέβουν. Την σέρνουν αιχμάλωτη στα υψώματα του Προφήτη Ηλία. Ο Τριτσιμπίδας ειδοποιείται και κινητοποιεί στη Γαστούνη τον δικό του, τον Σισίνη, που ζητάει απ’ το Μοίραρχο του Πύργου την καταδίωξη του απαγωγέα από τους επίλεκτους έφιππους χωροφύλακες. Ο Ντούρος περνώντας τη Λαγκάδα του Προφήτη Ηλία κατευθύνεται με τη συνοδεία του στο Λαμπέτι όπου έχει συμφωνηθεί απ’ τον Καραμέρο, να βρούνε τον παπά που θα τον στεφανώσει με τη Μαριωρή. Εκείνη αντιστέκεται, ο Ντούρος τη βιάζει και αργότερα τη στεφανώνεται με το ζόρι.
Το στρατιωτικό απόσπασμα συλλαμβάνει το Ντούρο και τον προσάγει στον εισαγγελέα. Η Μαριωρή περιγράφει τα συμβάντα και ζητά τη δίωξή του, ελπίζοντας πάντα στο γάμο με τον Τριτσιμπίδα. Ο Κρεστενίτης όμως καταφέρνει να αποφυλακίσει το Ντούρο που γιορτάζει προκλητικά στο Λάλα την επιτυχία τους. Ο Τριτσιμπίδας ματαιώνει το γάμο δίνοντας και χρήματα στη Μαριωρή.
Τότε οι εχθροί του Τριτσιμπίδα καθώς αναφέρεται, έγραψαν αυτό το τραγούδι δια να τον πειράξουν.
Τη Μαριωρή ξανασυνάντησε ο Νικολός μόνο 15 χρόνια αργότερα: Περνούσε καβάλα στ άλογό της μπρος απ’ το χτήμα του πηγαίνοντας στον Πύργο στη φυλακή να ιδεί τον άντρα της το Δούρο, υπόδικο για ζωοκλοπή, με τον οποίο τελικά και εξ ανάγκης τα ξανά έφτιαξε. Ο Νικολός πέθανε το Γενάρη του 1873. Η Μαριωρή αργότερα ξαναπαντρεύτηκε και πέθανε στην Αθήνα, γύρω στα 1900.
Μες στο Λαλέικο μαχαλά
χορεύει η Μαριωρή μπροστά
με Λαλαίους, με Δουκαίους
και με τους Καραμεραίους.
- Ποιον θα πάρεις, Μαριωρή;
- Θέλω το Ντούρο που ’ν’ παιδί,
που ’ν’ παιδί και παλληκάρι
και βαρεί και το γιογκάρι.
- Έβγα ψηλά στα διάσελα
και κοίτα τη Μπαρμπάσαινα,
για να ιδείς τον Τριτσιμπήδα,
που ’χει αμπέλια και σταφίδα,
που ’χει τα σπίτια τα ψηλά,
τα μπαλκονάκια τα πλεχτά.
- Δε θέλω ’γω το Νικολό,
το γύφτο το Βερουτιανό.
Θέλω το Ντούρο πού ’ν’ παιδί,
πού ’ν’ παιδί και παλληκάρι
και βαρεί και το γιογκάρι.
Η Μαριωρή παντρεύεται
κι ούλος ο κόσμος χαίρεται.
(Ιωάννη Κ. Αναστασινού, «Ο Νουμάς», εφημ. 18/5/1908, φυλλ. 29, σ. 6 - 7).