Μετά και από αυτό το επεισόδιο οι Τούρκοι λυσσάξανε και βγάλανε τελάληδες στον καζά της Πάτρας, της Γαστούνης και των Καλαβρύτων, ζητώντας κατεπειγόντως το κεφάλι του Γιαννιά. Ο τόπος βούιξε από τις απειλές, αλλά και τα ταξίματα των Τούρκων. Το ασκέρι του Γιαννιά διαλύθηκε και στο μυστικό αντάμωμα, εμφανίσθηκαν μόνο τέσσερις, ο Γιαννιάς, ο Λάμπης Τσιμήκος, ο Ασημάκης Μπαλάσκας και ο Γιώργης Μασούρας από την Δερβινή.
Ο Γιαννιάς τραυματισμένος δεν μπορούσε εύκολα να μετακινηθεί. Πρότεινε να διαλυθούν και να τραβήξει ο καθένας τον δρόμο του. Ο Τσιμήκος έβαλε τις φωνές λέγοντάς του, ότι μαζί πολεμήσαμε, μαζί και θα πεθάνουμε. Αμέσως και οι υπόλοιποι συμφώνησαν με τα λόγια του Τσιμήκου. Ο Γιαννιάς δεν μπορεί να φέρει αντίρρηση, αφού ο πρόσφατος τραυματισμός του τον έχει αδυνατίσει σωματικά αλλά και ψυχικά. Οι δυνάμεις του δεν του επιτρέπουν να πράξει διαφορετικά, τούτη την ώρα είναι υποχρεωμένος και αναγκασμένος ν' ακολουθήσει τους πιστούς σ' αυτόν συντρόφους του.
Και χωρίς άλλες συζητήσεις παίρνουν τον δρόμο για τον Ωλενό. Ο Ασημάκης φορτώνεται τον Γιαννιά στον ώμο του και σιγά- σιγά με αρκετές προφυλάξεις προχωρούν στα κουφολόγγια. Σ' ένα ξέφωτο βρίσκουν δεμένο ένα άλογο να βόσκει χωρίς σαμάρι. Ο Μασούρας πλησιάζει με προφυλάξεις, το λύνει και με βιαστικές κινήσεις ανεβάζουν επάνω τον Γιαννιά και απομακρύνονται.
Την άλλη μέρα τα χαράματα βρίσκονται επάνω στα αγαπημένα τους λημέρια, στον Ωλενό, πάνω από την Προστοβίτσα εκεί που βρίσκεται σήμερα το εκκλησάκι του Αγίου Κωνσταντίνου. Εδώ τώρα μπορούν ν' ανασάνουν ελεύθερα, μακριά από τους προδότες και τις οργισμένες ορδές των Λαλαίων Τουρκαλβανών.
Η είσοδος της σπηλιάς του Τουρκοπαναή στο βράχο
Η σπηλιά ήταν ένα φυσικό οχυρό, όπου με διάφορες τεχνικές παρεμβάσεις είχε καταστεί ένα απόρθητο φρούριο. Η βαρυχειμωνιά εκείνη την χρονιά ήταν αβάσταχτη, αφού χιόνιζε ακατάπαυστα για είκοσι περίπου ημέρες το χιόνι σκέπαζε ολόκληρη την περιοχή. Οι ντόπιοι Τούρκοι έχουν πληροφορίες από τους γιατάκηδες για το κρησφύγετο του Γιαννιά, αλλά δεν τολμούν λόγω του χιονιά ν' ανέβουν στην κακοτράχαλη και απρόσιτη νότια πλευρά του βουνού. Όμως δεν ησυχάζουν, προσπαθούν να δικτυωθούν και να διαφθείρουν με τα μέσα που διέθεταν όλους τους ντόπιους κτηνοτρόφους.
Εσωτερικό της σπηλιάς του Τουρκοπαναή
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Γιαννιάς στην ευρύτερη περιοχή του Πετρωτού είχε γιατάκηδες κτηνοτρόφους, οι οποίοι τον προμήθευαν με τ' αναγκαία. Οι τσοπάνηδες που είχαν μαντριά γύρω από την περιοχή ήσαν Τσιπιανίτες, Κερτιζαίοι, Κερεσοβίτες και Κακοταρίτες. Σε κάποιο σύνδεσμό του, που ήταν τσοπάνης και κουμπάρος του[3] στην περιοχή του Κακοταρίου,[4] είχε διεισδύσει ο Αβδούλ, αγάς του Κακοταρίου, και μετά από πολλές διαπραγματεύσεις μαζί του, τον έπεισε έναντι αδρής αμοιβής, να του παραδώσει τον κλεφτοκαπετάνιο.
Μας το μαρτυράει ένα δίστιχο τσάκισμα, ή λιανοτράγουδο της εποχής εκείνης που τραγουδιέται ακόμη και σήμερα στα χωριά του Ωλενού:
«Κουμπάροι φάγαν τον Γιαννιά[5]
κουμπάροι και τον Ζαχαριά».[6]
Από νωρίς το βράδυ είχε αρχίσει μια φοβερή χιονοθύελλα. Η πείνα, το κρύο και η μόλυνση, από τον πρόσφατο τραυματισμό του Γιαννιά, αναγκάζουν τον καπετάνιο να επιταχύνει την κάθοδό του προς κάποιο χωριό της Κάπελης, προκειμένου να βρούνε τρόφιμα και γιατρό.
Ο Γιαννιάς με τον Λάμπη Τσιμήκο και μ' ένα πρωτοπαλίκαρο, τον Ασημάκη Μπαλάσκα, που κρύβονται εντός της σπηλιάς δεν αντέχουν άλλο. Αφού τους τελείωσαν τα εφόδια, αποφασίζουν να κατέβουν προς την Κάπελη για να ζητήσουν άσυλο σε παλιούς φίλους[7]. Ο σύνδεσμος του Γιαννιά που τους προμηθεύει με τ' αναγκαία καταφέρνει να τον πείσει, να κατέβουν από το κρησφύγετό τους προς τα χωριά της Κάπελης. Όλα συμφωνήθηκαν και εξετάστηκαν με απόλυτη εχεμύθεια, αλλά και με μεγάλη επιμέλεια. Ο Γιαννιάς χρησιμοποίησε για ασφάλεια τον σύνδεσμό του, ώστε να του δώσει τις πληροφορίες για τυχόν ενέδρα από τις τουρκικές δυνάμεις. Ο σύνδεσμος όμως, κατά την παράδοση, ειδοποίησε τους Τούρκους του Αβδούλ αγά, πως επίκειται άμεση κάθοδος της ομάδας του Γιαννιά προς την Κάπελη.
Χαράματα στις 6 Γενάρη του 1805,[8] ο Γιαννιάς, ο Τσιμήκος και ο Ασημάκης, ντυμένοι με τις τράγινες καπερώνες τους και με τα όπλα κρυμμένα κάτω από αυτές, κίνησαν να ροβολήσουν, τ' αδιαπέραστα από το χιόνι γιδόστρατα στο Σταυράκι. Στη συνέχεια να περάσουν από το γεφύρι Πετρωτό στην απέναντι ράχη (σημ. Κοτρώνι και Ντιναίϊκα, οικ. Κακοταρίου), αποφεύγοντας έτσι το μονοπάτι που οδηγεί στο Κακοτάρι. Κατέβηκαν το μονοπάτι και έφθασαν στην θέση με την σημερινή ονομασία «Αγραπιδιά του Αντάρτη».[9] Από εκεί πήραν το κεντρικό μονοπάτι και κατέβηκαν προς το γεφύρι Πετρωτό.
Πετρωτό γεφύρι στα Ντιναίικα
Καθώς πλησίαζαν στο γεφύρι,[10] ξεφύτρωσαν πίσω από τις πέτρες και από τα πλατάνια, κάπου τριάντα Τούρκοι αρματωμένοι σαν αστακοί και με παρατεταμένα τα όπλα τους, ζήτησαν να παραδοθούν άνευ όρων. Ο Γιαννιάς μη μπορώντας ν' αντιδράσει, λόγω και του πρόσφατου τραυματισμού του, γνωρίζοντας ότι έπεσε σε θανάσιμη ενέδρα και ήταν αδύνατον να ξεφύγει, πέταξε τα όπλα μπροστά τους και με μια άγρια και παγερή φωνή, τους βλασφημεί ακατάπαυστα λέγοντας:
- Να σας πάρει ο διάβολος ωρέ πουτάνας γέννες..., τρανός μπελάς και πατιρντί, ρε παλιοζαγάρια, σήμερα δικό σας, ταχιά δικό μου!
Μπρέ Τούρκοι, κι αυτούνος ο κουμπάρος μου, ο μουρτάτης, στράφι το λάδι μου, δεν γνοιάστηκε για τίποτις ο κιοτής;
ΤΟ ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΙ
Μαύρο πουλάκι έκατσε μωρέ έκατσε, ψηλά στο Γερακάρι
την μια τηράει στα ζερβά, μωρέ την άλλη στου Κακοτάρι.
Βλέπει πεζούρα να 'ρχεται, μωρέ βλέπει τρανό ασκέρι,
τηράει στη ζερβιά μεριά, μωρέ σ' απάνου στου Σταυράκι,
βλέπει νομάτους να 'ρχονται, μωρέ χωμένοι μεσ' στο χιόνι
στην μαύρη ρύμη στο χιονιά μωρέ σ' ένα κακό λαγκάδι.
Το πήρε το παράπονο μωρέ και με το νου του λέει:
- Να χα τη χάρη της μιλιάς, μωρέ δυο λόγια να σου κρίνω.
«Πού πας Γιαννιά, να κατεβείς, πού πας, καημένε Γιάννη;
Γιάννη, Τούρκοι σε καρτερούν, θελά να σε σκοτώσουν».
Το τραγουδούσε ο +Πάνος Λυμπέρης, ζωέμπορος το επάγγελμα, στις 23 Μάη 1996, ετών 83, με καταγωγή από Ορεινή (Μοστενίτσα Ηλείας).
Το πρωτοπαλίκαρό του, ο Ασημάκης, που δεν ήθελε να πέσει στα χέρια τους, τραβάει την πιστόλα του και μ' ένα σάλτο σαν αίλουρος, κρύβεται πίσω από ένα βράχο, ρίχνει με την πιστόλα του και σκοτώνει τον Τούρκο σπαχή. Προσπαθεί να ξαναγεμίσει, αλλά μια μπαταριά ακούγεται, πίσω από το πόδι του γεφυριού, εκεί που ήσαν τα πλατάνια, και πέφτει νεκρός, πλημμυρισμένος στα αίματα επάνω στο χιόνι.[11]
Ο Γιαννιάς δεν μπορεί να προσφέρει καμιά βοήθεια στο πρωτοπαλίκαρό του, επειδή βρισκόταν σε μειονεκτική θέση. Τον κοιτάζει με πονεμένο βλέμμα και ταυτόχρονα προτείνει τα χέρια του στους Τούρκους να τον δέσουν. Αυτοί πλησιάζουν τον Γιαννιά με προφυλάξεις, πραγματοποιούν σωματικό έλεγχο και του δένουν τα χέρια πίσω στην πλάτη του.
Δεμένος πλέον και ανήμπορος ν' αντιδράσει τους ζητάει ν' αποχαιρετίσει τον Ασημάκη. Οι Τούρκοι δέχονται και τον αφήνουν να πράξει καθώς εκείνος επιθυμεί. Ο Γιαννιάς παρ' όλο που είναι τραυματισμένος και με τα χέρια του δεμένα, γονατίζει και τον φιλάει στο πρόσωπο μουρμουρίζοντας, σαν κάτι να του ψιθυρίζει στο αυτί. Σηκώνεται δακρυσμένος, κοιτάει προς το βουνό Γερακάρη, εκεί που ήταν ο κουμπάρος του, φτύνοντας προς τα 'κει με μίσος. Γονατίζει πάλι επάνω στο χιόνι και κλαίει παραπονιάρικα, ραγίζοντας από τα κλάματα την καρδιά του Τσιμήκου, αλλά και της τουρκικής φρουράς.
Ένας Τούρκος βγάζει μια χαντζάρα και μ' επίμονη προσπάθεια, κόβει το κεφάλι του Ασημάκη και το βάζει στο ζεμπίλι του.[12]
Ο Γιαννιάς όταν είδε να κόβουν το κεφάλι του Ασημάκη, έτριξε τα δόντια του από μίσος και προσπάθησε να πλησιάσει κοντά στον Τούρκο για να τον σκοτώσει. Τα δεσμά όμως δεν τον άφηναν και με μεγάλο παράπονο λέγει στον Τσιμήκο:
- Τσιμήκο, δεν με απελπίζει η ποδάγρα, η προδοσιά με στεναχωρεύει. Από το ίδιο ζεμπίλι θα περάσουμε και του λόγου μας, θα χωράνε ταμάμ και τα δικά μας.
Τότε έσκυψε μπροστά στον ίδιο Τούρκο και του πρότεινε το κεφάλι του λέγοντας:
- Εγώ δεν μπορώ να σεργιανίσω μέχρις τον οντά, του αγά σας, κόφτε και το δικό μου να πάτε με σιγουριά ογληγορώτερα το πεσκέσι σας.
Ο Τσιμήκος προσπάθησε να κρύψει την πίκρα του χαμογελώντας και με χείλη πικραμένα λέγει στον καπετάνιο:
- Μας χρωστάει καιρούς ο Θεός καπετάνιο μου, μην απελπίζεσαι, θαρρώ δεν είμαστε ακόμη για χάλασμα.
Αν και γνώριζε που έμελλε να οδηγηθούν και ποιες ήταν οι προθέσεις των Τούρκων, ήθελε να δώσει το ύστατο κουράγιο στον καπετάνιο του.
(ΓΙΑΝΝΗ , ΗΡΘΑ ΝΑ ΣΕ ΔΕΣΩ)
Γιάννη, ήρθα να σε δέσω
να σε κάψω, αν μπορέσω.
Να σε δέσω, να σε κάψω,
Γιάννη ήρθα, να σε κρεμάσω.
Οι Τούρκοι παρά την αναπάντεχη δολοφονία του σπαχή τους, δεν κακοφέρνονται στον Γιαννιά. Πλησιάζουν κοντά και τον Τσιμήκο και μ' ένα σχοινί τους δένουν μεταξύ τους και παίρνουν αργά τον δρόμο προς το Κακοτάρι. Κουτσαίνοντας ο Γιαννιάς, υποφέρει στον χιονισμένο ανήφορο, αλλά δεν το δείχνει και προσπαθεί μ' όλες του τις δυνάμεις να φθάσει στο Κακοτάρι. Πίσω του ακολουθεί ο Τσιμήκος και παραπίσω η ισχυρή συνοδεία τους.
Από τις τουφεκιές που ακούσθηκαν, οι γύρω τσοπάνηδες συγκεντρώθηκαν στο Πετρωτό, για να μάθουν τα καθέκαστα. Εκεί βρίσκουν τον σπαχή σκοτωμένο και το ακέφαλο σώμα, του Ασημάκη Μπαλάσκα, που δεν τον αναγνωρίζουν. Από τ' αχνάρια στο χιόνι κατάλαβαν ότι συνελήφθη ο Γιαννιάς.[13] Απέναντι προς τη θέση Κοτρώνι σκάψανε ένα πρόχειρο τάφο και με συνοπτικές διαδικασίες τους έθαψαν μαζί, για να μην τους φάνε τα σκυλιά.[14]
Ενώ οι Τούρκοι με τους αιχμαλώτους αφίχθησαν στο Κακοτάρι, το νέο περί της σύλληψης του Γιαννιά μεταδόθηκε σαν αστραπή. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού, συγκεντρώθηκαν στο σαράγι να ιδούν τον περιβόητο κλέφτη του Ωλενού Γιαννιά. Το τι επακολούθησε στο σαράγι ήταν απερίγραπτο. Οι Τούρκοι γεμάτοι ευθυμία έστησαν γλέντια με τυμπανοκρουσίες και μπαταριές. Οι Κακοταρίτες Χριστιανοί, έβραζαν από τον θυμό τους, αλλά δεν μπορούσαν να δείξουν την απέχθειά τους και να προβούν σε εχθροπραξίες, διότι φοβόντουσαν αντίποινα. Οι Τούρκοι τούς υποχρέωσαν να συγκεντρωθούν στην πλατεία, μπροστά από το κονάκι του Αβδούλ, για να τους ανακοινώσουν το μεγάλο κατόρθωμά τους, αλλά και να επιδείξουν την λεία τους. Μάλιστα ένας Τούρκος έβγαλε επιδειχτικά από το δισάκι, το ματωμένο κεφάλι του Ασημάκη, το έπλυνε και το κάρφωσε σ' ένα παλούκι. Ακολουθούσε μεγάλος χλευασμός,[15] προς τον Γιαννιά και τον Τσιμήκο, αλλά το μίσος ήταν έντονο για τον χαμό του σπαχή, που ήταν η αφρόκρεμα της φρουράς του Αβδούλ αγά.
Παραδόξως εκείνη την στιγμή φάνηκε και ο κουμπάρος (γιατάκης και πληροφοριοδότης) από την θέση Κοτρώνι. Ο Γιαννιάς μόλις τον είδε κοντά στον Αβδούλ αγά, τον κοίταξε με απέχθεια και μίσος και αποτεινόμενος προς τον αγά και τον κουμπάρο του, είπε σε χαμηλό τόνο:
Αγά μου!
Κουμπάρος μ' επρόδωκε, κουμπάρος πήρ' τα γρόσια.
Κουμπάρε, σε καλή μεριά, να φκιάσεις άλλα τόσα.
Κουμπάρε, το λάδι που έβαλα, φωτιά και να σε κάψει.
Και να σ' αξιώσει ο Θεός, Αγάς να σε κρεμάσει».[16]
Ο Νικολάκης Τζιφρικόπουλος, παιδί του γέρο- Δημητράκη, πήγε στο κονάκι του Αβδούλ και ζήτησε εξηγήσεις, διότι ο Γιαννιάς ήτανε αδελφοποιτός[17] του. Ο Αβδούλ τον κοίταξε με μίσος και τον έφτυσε, στην συνέχεια άρπαξε ένα βούρδουλα και τον χτύπησε στο πρόσωπο. Ο Νικολάκης χωρίς δισταγμό, τράβηξε ένα μαχαίρι που είχε στην ζώνη του και του επιτέθηκε, προσπαθώντας να τον μαχαιρώσει, αλλά από πίσω του ακούσθηκε μια πιστολιά και ο Νικολάκης[18] έπεσε νεκρός μέσα στα μπεζεστένια του Αβδούλ. Έξαλλοι για τον φόνο του Νικολάκη, οι Κακοταραίοι, απειλούσαν τους Τούρκους με σοβαρά επεισόδια.
Τρομοκρατημένος ο Αβδούλ, τοποθέτησε ισχυρές φρουρές πέριξ των οικοδομημάτων του, για να φυλάγεται το σεράγι και οι αποθήκες του. Συνάμα έστειλε αγγελιοφόρους στην Βουντούχλα να ανακοινώσει την σύλληψη του Γιαννιά και να φροντίσουν για την ασφαλή μεταφορά του στην Πάτρα. Η νύχτα κύλησε ήρεμα και μέχρι το πρωί της άλλης ημέρας, που ξεκίνησε η συνοδεία για την Πάτρα, κανένα επεισόδιο δεν δημιουργήθηκε από τους Κακοταρίτες.
ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΚΟΤΑΡΙ...
συνέχεια στο βιβλίο:
Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΙ Ο ΓΙΩΡΓΗΣ ΓΙΑΝΝΙΑΣ
"ΟΙ ΣΤΑΥΡΑΕΤΟΙ ΤΟΥ ΩΛΕΝΟΥ"
Συγγραφείς: Ηλίας Παν. Τουτούνης &
Κώστας Παπαντωνόπουλος
Eκδόσεις ΚΟΚΛΑΚΙ
Τηλ. 2622021249, Κιν. 6973887955
E- mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
[1] Η σπηλιά αυτή κατά καιρούς είχε χρησιμοποιηθεί από αρκετούς κυνηγημένους Έλληνες, ιδίως κλέφτες, όπου έβρισκαν αποκούμπι κατά τις εποχές του μεγάλου κατατρεγμού. Εκεί κατά πάσα πιθανότητα πολιορκήθηκε και σκοτώθηκε και ο μεγάλος κλέφτης από το χωριό Μαζαράκι της Πηνείας. Λέγεται ότι τον πρόδωσε ο καλόγερος της Νοτενάς, που φαινομενικά τον βοηθούσε, αλλά προτίμησε να τον καταδώσει στους Τούρκους και να τον ξεφορτωθεί.
(ΛΑΛΟΥΝ Τ' ΑΗΔΟΝΙΑ)
Λαλούν τ' αηδόνια την αυγή, λαλεί κι ο μαύρος κούκκος,
λαλεί και το τουφέκι μου μέσ' από μια σπηλίτσα.
Πού 'σαι, Μικροπανάγο μου, πού είσαι ξαδερφούλη;
Μάιδε ξάδελφος φάνηκε, μάιδε Μικροπανάγος.
Δυο μέρες με κλείσανε, τηράνε να με κάψουν,
ζαλιές τα ξύλα μάσανε, φέραν και θειαφοκέρι.
Δυο μπαταριές κι αν έρριξα, κανείς δεν κάνει πέρα,
μα 'κειώσανε τα βόλια μου και πόσο θα κρατήσω;
Τάχα φοβούνται τον πασά, φοβούνται καν τ' ασκέρι
ή τάχα τον καλόγερο, τον διαβολοκαμωμένο;
(Αφήγηση, Βασίλης Αποσκίτης, ζωέμπορος (τσαμπάσης) γιδοπροβάτων από το χωριό Βελημάχι της Γορτυνίας).
[2] Τις πληροφορίες αυτές μας τις έδωσε ο +Κωστάκης Σκουρής από το Κούμπερι Τριταίας, τσαγκάρης (υποδηματοποιός) το επάγγελμα.
[3] Ο Γιαννιάς είχε βαπτίσει πολλά παιδιά και είχε παντρέψει αρκετούς κατοίκους των χωριών σ' ολόκληρο τον Ολενό, ώστε να έχει αποκούμπι όποτε κι όταν χρειασθεί, καθώς ήταν για πάντα κυνηγημένος από το τουρκικό καθεστώς. Συγκεκριμένα στα περίχωρα του Κακοταρίου είχε βαπτίσει το μεγαλύτερο παιδί κάποιου τσοπάνη, που κατοικούσε στην απέναντη πλαγιά του βουνού σε κοντινή απόσταση από την σπηλιά.
[4] Λέγεται ότι ο Γιαννιάς είχε επιλέξει την σπηλιά του Τουρκοπαναγή, διότι είχε απεριόριστη ορατότητα, σχεδόν προς όλες τις κατευθύνσεις. Είχε όμως και σύνδεσμο στο απέναντι βουνό, εκεί όπου βρίσκεται σήμερα ο οικισμός Ντιναίϊκα. Από αυτή τη θέση υπήρχε οπτική γωνία και προς το χωριό Κακοτάρι και προς το κρησφύγετό του. Ο Γιαννιάς είχε επιλέξει τον σύνδεσμό του, ώστε να έχει ορατότητα προς το Κακοτάρι, εκεί που έδρευε ο Αβδούλ αγάς, ο υπ' αριθμόν ένα εξουσιοδοτημένος κυνηγός του. Όταν λοιπόν έβγαιναν οι Τούρκοι από το Κακοτάρι, ο σύνδεσμος του Γιαννιά, με οπτικά σήματα φωτιάς και καπνού ειδοποιούσε τον καπετάνιο για τις κινήσεις των Τούρκων. Όταν οι Τούρκοι κινούνταν προς την αντίθετη κατεύθυνση άναβε φωτιά κάτω από τα σπίτια. Όταν κινούνταν προς το Ξύβουνι, άναβαν φωτιά πάνω από τα σπίτια. Τοιουτοτρόπως ο Γιαννιάς είχε άμεση οπτική επαφή με τα σπίτια του συνδέσμου του και γνώριζε ακριβώς τις κινήσεις των διωκτών του.
[5] Ο Τάσος Βουρνάς στο βιβλίο του «Αρματολοί και κλέφτες», δίνει μια άλλη εκδοχή ως προς τον θάνατο του Γιαννιά: «...Λίγο καιρό αργότερα ο Γιαννιάς φαρμακώθηκε από βαλτό φονιά. Όπως τρώγανε σ' ένα τραπέζι, του έριξαν σουλιμά στο κρασί του κι ο φοβερός κλέφτης, που μόνο στ' άκουσμά του έφερνε τρόμο στην τουρκιά, πέθανε δηλητηριασμένος, ανήμπορος να σύρει το γιαταγάνι και να πάρει πίσω το αίμα του...»
(Βουρνάς Τάσος, «Αρματολοί και κλέφτες», σελ. 89, εκδόσεις Αφων Τολίδη, Αθήνα 1976).
[6] Αυτό το δίστιχο αποδόθηκε από τραγουδοποιό της εποχής και αναφερόταν στον περιβόητο κλέφτη Μαντά από το Αρκουδόρεμα που βρίσκεται στο ελατόδασος του Μαινάλου.
«Κουμπάροι φάγαν τον Μαντά
κουμπάροι και τον Ζαχαριά».
Παραδόξως όμως οι ντόπιοι κάτοικοι της περιοχής του το απόδωσαν στον Γιαννιά. Η απόδωση οφείλεται στο ότι η ομοιοκαταληξία μοιάζει και αρμόζει και στα αναφερόμενα πρόσωπα, του Μαντά, αλλά και του Γιαννιά.
[7] Εικάζεται ότι ήθελαν να πάνε στο χωριό Κούμανι ή Αντρώνι, που ήσαν χωριά απρόσιτα και απροσπέλαστα από τους Τούρκους. Εξάλλου στο Αντρώνι ο Γιαννιάς είχε οικογενειακό σύνδεσμο, αλλά από διπλανό χωριό κατάγονταν και ο Ασημάκης.
Πουλάκι μ' αλεξανδρινό πολύ κυνηγημένο,
αυτού που βούλεσαι να πας να ξεκαλοκαιριάσεις,
αυτού κλαρί, μωρέ Γιαννιά, μωρέ Γιαννιά,
μωρ' Ασημάκ' απ' του Κλειντιά,
αυτού κλαρί δεν βρίσκεται, λιθάρι να πατήσεις.
Ο Ασημάκης Μπαλάσκας, που αναφέρεται στο παραπάνω τραγούδι, ήταν εξάδελφος της Γιαννούλας και ο Γιαννιάς τον είχε κοντά για πρωτοπαλίκαρό του. Καταγόταν από το χωριό Κλεινδιά, που βρίσκεται κοντά στο χωριό Αντρώνι της Ηλείας. Ήταν γοργοπόδαρος σαν ελάφι και πηδούσε από κλαρί σε κλαρί σαν αίλουρος.
(Κυριαζής Βασίλης, «Ο αρματολός Γιαννιάς και ο Ντελή-Γιώργης Γιαννιάς», σ. 112, Πάτρα 1998).
[8] Ο ιερέας Νικόλαος Παπακωνσταντίνου, είχε διαφορετική άποψη για την έξοδο του Γιαννιά από το κρησφύγετό του. Ισχυριζόταν ότι βγήκαν από το κρησφύγετα για να κατέβουν προς κάποιον γιατάκη για να γιορτάσει την ονομαστική του εορτή. Όπου εκεί ο γιατάκης θα είχε καλέσει και ένα πρακτικό γιατρό από το χωριό Αντρώνι να του περιποιηθεί την πληγή στο πόδι.
[9] Αγραπιδιά του Αντάρτη σήμερα ονομάζεται η τοποθεσία που ο Κώστας Βγενόπουλος (Μαμάς), από το χωριό Κακοτάρι, σκότωσε έναν αντάρτη κατά τον εμφύλιο πόλεμο. Οί αντάρτες για αντεκδίκηση εκτέλεσαν τον παπά του χωριού και τους προεστούς.
[10] Ο Γιαννιάς και οι συντρόφοι του αποφάσισαν να κατέβουν από το βουνό μια ημέρα που χιόνιζε από το πρωί. Ήθελαν να μην αφήσουν ίχνη από το πέρασμα, αλλά και να μην διακινδυνεύσουν. Πίστευαν ότι λόγω του συνεχή χιονιά, οι Τούρκοι δεν θα τολμούσαν να ξεμυτίσουν από το χωριό.
Ξεκίνησαν τα χαράματα με αρκετές προφυλάξεις και σιγά-σιγά με χίλιες δυσκολίες λόγω του τραυματισμένου καπετάνιου και έπειτα από τρεις ώρες κοπιαστικής πορείας έφθασαν στο μονοπάτι που οδηγούσε από το Κακοτάρι προς την Δερβινή. Έκπληκτοι βλέπουν φωτιά από τον σύνδεσμο τους, με σήμα ότι οι Τούρκοι κινούνται προς το Ξύβουνι, δηλαδή προς αυτούς. Αμέσως και χωρίς να χάσουν χρόνο, μη έχοντας άλλη επιλογή, επιτάχυναν όσο μπορούσαν να περάσουν το γεφύρι Πετρωτό. Σημειωτέον στο ποτάμι έφερνε αρκετό νερό, ένεκα του χιονιού και δεν υπήρχε κοντά άλλη προσιτή διάβαση, μιας και ήταν αδύνατο να επιστρέψουν στην βάση τους ασφαλείς.
[11] Ο Ηλίας Δούλος, είχε αναφέρει, ό,τι ο Γιαννιάς τράβηξε την πιστόλα του και σκότωσε τον μπουλούκμπαση και όταν οι Τούρκοι τράβηξαν τα όπλα τους και πηροβόλησαν, ο Ασημάκης μπήκε μπροστά του, χρησιμοποιώντας το σώμα του, σαν ασπίδα του καπετάνιου του και δέχθηκε όλα τα βόλια των Τούρκων στο κορμί του, όπου ξεψύχησε αμέσως.
[12] Ζεμπίλι, (ψάθινος σάκος), που κουβαλούσε μαζί του. Το ζεμπίλι ήταν ειδικά κατασκευασμένο, ώστε να τοποθετούν οι Τούρκοι τα κεφάλια των κλεφτών. Ξεχώριζε από τ' άλλα, διότι ήταν μαύρου χρώματος στο κέντρο είχε ζωγραφισμένο μ' έντονη κόκκινη μπογιά το μισοφέγγαρο.
[13] Γνώριζαν οι κάτοικοι ότι ο Γιαννιάς είχε επικηρυχθεί και αν σκοτωνάταν, θα του έκοβαν το κεφάλι και θα το έπαιρναν προκειμένου να εισπράξουν το μπαξίσι από τον Πασά της Πάτρας.
[14] Έχουμε πληροφορίες ότι στο μέρος που τους έθαψαν ακόμη και σήμερα η τοποθεσία λέγεται «Κιβούρι».
[15] Τοποθέτησαν το κεφάλι μ' ένα σιδεροπάλουκο στο κέντρο της πλατείας και γύρω- γύρω χόρευαν και έφτυναν το κεφάλι, εξαπολύοντας διάφορες ακατονόμαστες βρισιές, προς αυτό, προς τον Γιαννιά αλλά και προς τους Χριστιανούς κατοίκους του Κακοταρίου.
[16] (Το τραγούδι αυτό είναι της τάβλας και έχει καταγραφεί, σε γλέντι στην Τριταία το έτος 1984).
[17] Αδερφοποιοία, ήταν η αδελφική συνένωση μεταξύ δύο φίλων. Μεγάλη διάδοση είχε το πανάρχαιο έθιμο της αδερφοποιίας που γινόταν μάλιστα με τις ευλογίες της εκκλησίας. Εκείνοι που αδερφοποιούνταν ονομάζονταν αδερφοποιτοί, ή βλάμηδες, ή μπραζέρηδες, ή μπράτιμοι σταυρογιοί ή αδερφοί της Αγίας Ζώνης. Ο παπάς προσέφερε μια ζώνη από τα Ιεροσόλυμα και τους ευλογούσε. Εκείνοι ορκίζονταν πίστη, αγάπη, και αλληλεγγύη εφ' όρου ζωής και να μην εγκαταλείπει ποτέ, ο ένας τον άλλον. Μάλιστα έπαιρναν ένα μαχαίρι και χάραζαν το αριστερό τους χέρι στον καρπό και έπινε, έκαστος λίγο αίμα από τον άλλον και στο τέλος ένωναν τα χέρια τους μεταξύ τους, μέχρι να σταματήσει η αιμορραγία. Από εκείνη την στιγμή, άρχιζε η μεγάλη αδελφοποίηση. Απαγορεύονταν πιο παλιά να γίνεται αδελφοποίηση σε πρόσωπα διαφορετικού φύλου, όμως σιγά-σιγά επεκτάθηκε και σ' αυτόν τον τομέα. Η εκκλησία καταδίκασε την αδελφοποιία. Στην εγκύκλιο 5706 /1859 τονίζεται, ότι η αδελφοποιία έχει ολέθριους σκοπούς και ότι «επάγεται βλάβην εις τε κοινωνίαν και εις αυτούς τους δι' αυτής της παρανόμου πράξεως συναπτομένους».
γραμμένο απο ΟΔΥΣΣΕΑΣ , Ιανουάριος 07, 2011
Η αδερφοποιια συναντιεται αιωνες πριν στα κοινοβια των μοναστηριων .σαν καληψη στην ανωμαλια της ζωης , του σωματος τους .επιτρποταν να κοιμουντε δυο ατομα ιδιου φυλου μαζι , δηθεν σαν αδερφια....[δεν ειναι αμαρτια...]
Στους κλεφτες το συνανταμε σαν πραξη ενωσης για κοινο οραμα και αγωνα εναντια
σε ολους τους κατακτητες .
ΟΔΥΣΣΕΑΣ