Κάποτε λέγανε, απογιοματάκι παραμονή της Αγιάς Παρασκευής, ένας παπάς διάβαινε, καβάλα στο βασταγουράκι του, σ’ ένα μεγάλο ξερόκαμπο και τράβαγε για το διπλανό χωριό που είχανε πανηγύρι. Τον είχε καλέσει, ο γαμπρός από την αδελφή του, και παπάς της ενορίας, να συλλειτουργήσουνε, να κάνουνε την περιφορά της εικόνας και μετά να κονέψει στο σπίτι του να φάνε κοιμηθούνε και την άλλη μέρα ανήμερα το πανηγύρι να λειτουργήσουνε στην εκκλησιά.
Ο κάμπος ήτανε απέραντος και καθώς διάβαινε αργά- αργά με το γαϊδαράκο του, φούντωσε μια τρανή μαυροσυγνεφιά άρχισε το μπουμπουνηχταριό και μέσα σε λίγη ώρα έφερε ένα δυνατό μπουρίνι που σειότανε ο τόπος κι ο ουρανός από τον ανεμοβρόχι. Ο δόλιος ο παπάς, βλέποντας να έρχεται το μπουρίνι, διβόλιζε το μυαλό του που να βρει να τρουπώσει να περάσει ευτούνη η θεομηνία. Τήραγε από εδώ και από εκεί μη τάχατις βρει κανένα μουτούπι ή κανένα δέντρο. Μάταιο όμως όσο έκοβε το μάτι του δεν έβλεπε τίποτα ο κάμπος είχε μόνο ξεράγκαθα χορτάρια και λίγα κατσόδεντρα. Και να μόλις αρχίσανε να πέφτουνε οι πρώτες ψιχάλες τρανές σαν τα κάλπικα δεκάρικα. Τότε, μη έχοντας να κάνει τίποτα άλλο, σκέφθηκε μια κουτοπονηριά για να γλιτώσει την βροχή, αλλά και να μην του βραχούνε τα ράσα, γιατί ήθελε να λειτουργήσει και πότε θα τα στέγνωνε. Έπιασε και έδεσε τον γάιδαρό του με το καπίστρι από ένα κλαράκι και τον ξεσαμάρωσε. Μετά, τσάκα- τσάκα γδύθηκε, τρούπωσε τα σκουτιά του, κάτου από το σαμάρι και στην συνέχεια χώθηκε ο μαύρος κάτω από την κοιλιά του γαϊδάρου για να γλιτώσει τ’ ανεμοβρόχι. Ο γαϊδαράκος ήτανε ήμερο πραματάκι και δεν κουνήθηκε ρούπι μέχρι που πέρασε το μπουρίνι. Μόλις σταμάτησαν να πέφτουν και οι τελευταίες ψιχάλες ο παπάς, ξετρούπωσε από την κοιλιά του γαϊδάρου, έβγαλε και τα σκουτιά από κάτω από το σαμάρι και με την φανέλα του σκουπίστηκε όπου ήτανε βρεγμένος, μετά ντύθηκε χτενίστηκε και αφού σαμάρωσε τον γάιδαρο έριξε απάνου στο σαμάρι το χράμι που είχε κρύψει και αυτό μαζί με τα σκουτιά του και δεν είχε βραχεί, καβάλησε πάλενες τον γάιδαρο και κίνησε το δρόμο του για το χωριό.
Πιο κάτου σε καμιά διακοσαριά οργιές σε ένα σταυροδρόμι βλέπει τον Διάβολο μεταμορφωμένος σε άνθρωπο να τον ζυγώνει και να είναι από το μπουρίνι γινωμένος παπί, μούσκεμα βουτηχτός στο νερό. Ο Διάβολος, μόλις κοντοζύγωσε, είδε τον παπά να είναι στεγνός, το χράμι και αυτό στεγνό, το δε σαμάρι, επειδή το είχε σκεπάσει το χράμι, δεν φαινότανε που ήτανε βρεγμένο. Έφερε δυο τρεις βόλτες γύρω- γύρω από τον γάιδαρο, που ήτανε καβάλα ο παπάς και με το πονηρό το μάτι του, τον τήραγε τον ξανά τήραγε και εξέταζε με τρανή απόρια τρογύρω γύρω αν έχει βραχεί ο παπάς. Αφού είδε ότι ο παπάς είναι στεγνός, γύρισε το βλέμμα του πάλι τρογύρω- γύρω και τήραξε κατά τον δρόμο, από όπου ερχότανε ο παπάς, αλλά δεν διάκρινε ούτε δέντρο, ούτε καμιά χαμοκέλα, ή οτιδήποτε άλλο μπορούσε να προφυλάξει τον παπά από την βροχή.
Χωρίς να βγάλει μιλιά, ξαναγύρισε πάλι γύρω -γύρω από τον γάιδαρο και τήραγε τον παπά με μισό μάτι. Ο παπάς, σαν να μην συνέβαινε τίποτις, αμίλητος τον τήραγε και χασκογελούσε με την απόρια του Διαβόλου.
-Καλά ρε παπά! Του λέει: Δεν μου λές και μένανε πως τα κατάφερες και δεν βράχηκες σταλιά. Εδώ καταποντίστηκε ο τόπος. Που να τρυπώσεις δεν είχες, πως μπόρεσες ρε και γλίτωσες;
-Να ο Θεός μου με γλίτωσε! Του λέει και με το δάκτυλό του έδειχνε τον ουρανό.
-Άστα, άστα αυτά παπά, και ’μολόγα μου τι σκατά έκανες και γλίτωσες.
-Θα σου πω ρε Διάβολε, αλλά πρώτα θέλω να κάμεις ότι σου γυρέψω.
-Ότι πεις παπά, εγώ να μάθω θέλω μόνο!
-Θα κάτσεις να σε κουρέψω γουλί και μετά θα σου πω!
Όπα, όπα! του λέει ο Διάβολος. Αυτό δε γίνεται, αύριο, θέλω να πάω στο πανηγύρι να κάνω τις δουλειές μου και τι θα ειπεί ο δικός μου κόσμος, άμα με ιδεί κουρλιαμπάτσι, θα με κοροϊδεύουν ούλοι και άντε μετά να σταθώ σιμά τους και να κάνω τα χατίρια τους.
-Έέέέ…! Αφού δεν θέλεις τότε τράβα στον δρόμο σου. Εξάλλου εσύ από κουτοπονηριές ξέρεις. Πες τους, ότι είχες ψείρες και κουρεύτηκες για να τις αποδιώξεις. Θέρος είναι τώρα και κανείς δεν πρόκειται να σε παρεξηγήσει.
-Άϊντε κερατογένη με κατάφερες! Του λέει ο Διάβολος. Όχι τίποτα άλλο αλλά έλα μου που θέλω να μάθω, για να φυλάγουμε κι εγώ του λόγου μου, εκεί που γυρίζω τις νύχτες για να κάνω τις δουλειές μου.
-Τότε τρισκατάρατε γονάτισε να σε κουρέψω!
Τι να κάνει ο Διάβολος, άλλη επιλογή δεν είχε τον έτρωγε το σαράκι πως γλίτωσε ο παπάς την βροχή και επειδή ήθελε ούλα να τα ξέρει, γονάτισε μπροστά στον παπά έσκυψε το κεφάλι και περίμενε να ντροπιαστεί, αρκεί να μάθαινε το μυστικό. Ο παπάς, άπλωσε μέσα στον τορβά του και έβγαλε ένα προβατοψάλιδο, που επί τη ευκαιρία το πήγαινε για τρόχισμα στους σιδεράδες γύφτους που μαζευόσαντε στο πανηγύρι.
Και, αφού έσκυψε πάνω από το κεφάλι του διαβόλου, άρχισε το έργο για να βγάλει το άχτι του.
Δώστου από δω, δώστου από εκεί, τράβαγε κάτι γαϊδουροψαλιδιές, αυλάκια στο κεφάλι του. Ο Διάβολος φυλαγότανε και του έλεγε, μην αυτό μην εκείνο. Όμως ο παπάς, που να κάνει πίσω τον έκανε αυγό. Και μόλις τέλειωσε και ήτανε έτοιμος ο Διάβολος να σηκωθεί του λέει:
-Στάσου ρε τρισκατάρατε, μια στιγμή, να σου πάρω και δυο τρεις τρίχες κοντά στο αυτ,ί γιατί δείχνουνε ασκημιά και θα σε κοροϊδεύουνε ταχιά στο χωριό.
Και χωρίς οίκτο, σημαδεύει το αυτί του Διαβόλου, και χράτς τραβάει μια γερή και καλοζυγισμένη ψαλιδιά και του κόβει το ζερβί αυτί από την ρίζα. Ο Διάβολος, βάνει μια δυνατή στριγκλιά και πετάχτηκε σαν λάστιχο, λες και τον βάρεσε αστραπή, έπεσε κάτου κρατώντας με το ένα το χέρι το αυτί και σπαρτάραγε από τους πόνους, απάνου στις λάσπες της βροχής ενώ το αίμα πήγανε ροή. Ο παπάς αγέρωχος, έβλεπε τον Διάβολο να σπαρταράει και γελάγανε και τα γένια του, με το πάθημα και τηρώντας τον, σκούπισε το ψαλίδι από τα αίματα μ’ ένα πανάκι που το είχε διπλωμένο, ενώ με την άκρη του ματιού του, τήραγε και τον Διάβολο, μην του κάνει καμιά ζαβολιά, αλλά που ο Διάβολος από το ποδοκύλημα, είχε γίνει σαν γουρούνι από την λάσπη και τα αίματα.
Μόλις συνήλθε, λίγο ο Διάβολος, προσπάθησε να επιτεθεί στον παπά και ο παπάς του έδειξε το ψαλίδι και του λέει τώρα θα σου κόψω και το άλλο. Ο Διάβολος κοντοστάθηκε και απ’ απόσταση άρχισε να βρίζει τον παπά.
- Στάσου ρε παπά εγώ έκατσα και με σακάτεψες, εσύ φεύγεις από τον λόγο σου, κάτσε να μου ειπείς και μετά γκρεμοτσακίσου από τα μάτια μου.
- Όταν γίνεις καλά και ξανά γίνουν τ’αυτί σου και τα μαλλιά σου τότενες έλα να σου ειπώ!
Να πας και να μην σώσεις να γυρίσεις στο κονάκι σου. Και ένα σου λέω: Άμα σε βρω καμιά φορά στριμόκωλο θα σε σαμαρώσω σαν το γαϊδούρι σου!
Ο παπάς, τον άφησε να σκούζει από τους πόνους και να βρίζει, καβάληκε το βασταγουράκι του και επειδή δεν είχε καιρό για χάσιμο τράβηξε για την εκκλησιά του χωριού. Σαν έφτασε έδεσε τον γαϊδαράκο του σ’ ένα δεντράκι και μπήκε μέσα στην εκκλησία να λειτουργήσει. Δεν έβγαλε τσιμουδιά σε κανένα και την άλλη ημέρα μετά την εκκλησία την ώρα που γινότανε το πανηγύρι κάτου από τα πλατάνια στην πλατεία του χωριού, τηράει τον Διάβολο να ζυγώνει σαν αγρίμι κουρεμένος με βρώμικα σκουτιά και με το αυτί δεμένο με κάτι κουρέλια. Ούλοι μόλις τον είδανε, τον ρωτάγανε, τι έπαθε και έγινε έτσι, και γελάγανε. Ο Διάβολος, χωρίς να ειπεί κουβέντα, ζυγώνει κοντά στην παρέα του παπά, που καθόσαντε στο σοφρά και τρώγανε και πίνανε και δείχνοντας τον παπά, τους λέει:
-Ευτούνος ο κερατωμένος παπάς σας με σακάτεψε, αλλά έννοια του, κάποτε θα τον τσακώσω αδιάβαστο και θα του κάνω τρανό χουνέρι.
Τότε ο παπάς αφηγήθηκε ούλη την ιστορία πως έγινε που κοτσάφτισε και κούρεψε τον κατσικοδιάβολο.
Κάποτε λέγανε, απογιοματάκι παραμονή της Αγιάς Παρασκευής, ένας παπάς διάβαινε, καβάλα στο βασταγουράκι του, σ’ ένα μεγάλο ξερόκαμπο και τράβαγε για το διπλανό χωριό που είχανε πανηγύρι. Τον είχε καλέσει, ο γαμπρός από την αδελφή του, και παπάς της ενορίας, να συλλειτουργήσουνε, να κάνουνε την περιφορά της εικόνας και μετά να κονέψει στο σπίτι του να φάνε κοιμηθούνε και την άλλη μέρα ανήμερα το πανηγύρι να λειτουργήσουνε στην εκκλησιά.
Ο κάμπος ήτανε απέραντος και καθώς διάβαινε αργά- αργά με το γαϊδαράκο του, φούντωσε μια τρανή μαυροσυγνεφιά άρχισε το μπουμπουνηχταριό και μέσα σε λίγη ώρα έφερε ένα δυνατό μπουρίνι που σειότανε ο τόπος κι ο ουρανός από τον ανεμοβρόχι. Ο δόλιος ο παπάς, βλέποντας να έρχεται το μπουρίνι, διβόλιζε το μυαλό του που να βρει να τρουπώσει να περάσει ευτούνη η θεομηνία. Τήραγε από εδώ και από εκεί μη τάχατις βρει κανένα μουτούπι ή κανένα δέντρο. Μάταιο όμως όσο έκοβε το μάτι του δεν έβλεπε τίποτα ο κάμπος είχε μόνο ξεράγκαθα χορτάρια και λίγα κατσόδεντρα. Και να μόλις αρχίσανε να πέφτουνε οι πρώτες ψιχάλες τρανές σαν τα κάλπικα δεκάρικα. Τότε, μη έχοντας να κάνει τίποτα άλλο, σκέφθηκε μια κουτοπονηριά για να γλιτώσει την βροχή, αλλά και να μην του βραχούνε τα ράσα, γιατί ήθελε να λειτουργήσει και πότε θα τα στέγνωνε. Έπιασε και έδεσε τον γάιδαρό του με το καπίστρι από ένα κλαράκι και τον ξεσαμάρωσε. Μετά, τσάκα- τσάκα γδύθηκε, τρούπωσε τα σκουτιά του, κάτου από το σαμάρι και στην συνέχεια χώθηκε ο μαύρος κάτω από την κοιλιά του γαϊδάρου για να γλιτώσει τ’ ανεμοβρόχι. Ο γαϊδαράκος ήτανε ήμερο πραματάκι και δεν κουνήθηκε ρούπι μέχρι που πέρασε το μπουρίνι. Μόλις σταμάτησαν να πέφτουν και οι τελευταίες ψιχάλες ο παπάς, ξετρούπωσε από την κοιλιά του γαϊδάρου, έβγαλε και τα σκουτιά από κάτω από το σαμάρι και με την φανέλα του σκουπίστηκε όπου ήτανε βρεγμένος, μετά ντύθηκε χτενίστηκε και αφού σαμάρωσε τον γάιδαρο έριξε απάνου στο σαμάρι το χράμι που είχε κρύψει και αυτό μαζί με τα σκουτιά του και δεν είχε βραχεί, καβάλησε πάλενες τον γάιδαρο και κίνησε το δρόμο του για το χωριό.
Πιο κάτου σε καμιά διακοσαριά οργιές σε ένα σταυροδρόμι βλέπει τον Διάβολο μεταμορφωμένος σε άνθρωπο να τον ζυγώνει και να είναι από το μπουρίνι γινωμένος παπί, μούσκεμα βουτηχτός στο νερό. Ο Διάβολος, μόλις κοντοζύγωσε, είδε τον παπά να είναι στεγνός, το χράμι και αυτό στεγνό, το δε σαμάρι, επειδή το είχε σκεπάσει το χράμι, δεν φαινότανε που ήτανε βρεγμένο. Έφερε δυο τρεις βόλτες γύρω- γύρω από τον γάιδαρο, που ήτανε καβάλα ο παπάς και με το πονηρό το μάτι του, τον τήραγε τον ξανά τήραγε και εξέταζε με τρανή απόρια τρογύρω γύρω αν έχει βραχεί ο παπάς. Αφού είδε ότι ο παπάς είναι στεγνός, γύρισε το βλέμμα του πάλι τρογύρω- γύρω και τήραξε κατά τον δρόμο, από όπου ερχότανε ο παπάς, αλλά δεν διάκρινε ούτε δέντρο, ούτε καμιά χαμοκέλα, ή οτιδήποτε άλλο μπορούσε να προφυλάξει τον παπά από την βροχή.
Χωρίς να βγάλει μιλιά, ξαναγύρισε πάλι γύρω -γύρω από τον γάιδαρο και τήραγε τον παπά με μισό μάτι. Ο παπάς, σαν να μην συνέβαινε τίποτις, αμίλητος τον τήραγε και χασκογελούσε με την απόρια του Διαβόλου.
-Καλά ρε παπά! Του λέει: Δεν μου λές και μένανε πως τα κατάφερες και δεν βράχηκες σταλιά. Εδώ καταποντίστηκε ο τόπος. Που να τρυπώσεις δεν είχες, πως μπόρεσες ρε και γλίτωσες;
-Να ο Θεός μου με γλίτωσε! Του λέει και με το δάκτυλό του έδειχνε τον ουρανό.
-Άστα, άστα αυτά παπά, και ’μολόγα μου τι σκατά έκανες και γλίτωσες.
-Θα σου πω ρε Διάβολε, αλλά πρώτα θέλω να κάμεις ότι σου γυρέψω.
-Ότι πεις παπά, εγώ να μάθω θέλω μόνο!
-Θα κάτσεις να σε κουρέψω γουλί και μετά θα σου πω!
Όπα, όπα! του λέει ο Διάβολος. Αυτό δε γίνεται, αύριο, θέλω να πάω στο πανηγύρι να κάνω τις δουλειές μου και τι θα ειπεί ο δικός μου κόσμος, άμα με ιδεί κουρλιαμπάτσι, θα με κοροϊδεύουν ούλοι και άντε μετά να σταθώ σιμά τους και να κάνω τα χατίρια τους.
-Έέέέ…! Αφού δεν θέλεις τότε τράβα στον δρόμο σου. Εξάλλου εσύ από κουτοπονηριές ξέρεις. Πες τους, ότι είχες ψείρες και κουρεύτηκες για να τις αποδιώξεις. Θέρος είναι τώρα και κανείς δεν πρόκειται να σε παρεξηγήσει.
-Άϊντε κερατογένη με κατάφερες! Του λέει ο Διάβολος. Όχι τίποτα άλλο αλλά έλα μου που θέλω να μάθω, για να φυλάγουμε κι εγώ του λόγου μου, εκεί που γυρίζω τις νύχτες για να κάνω τις δουλειές μου.
-Τότε τρισκατάρατε γονάτισε να σε κουρέψω!
Τι να κάνει ο Διάβολος, άλλη επιλογή δεν είχε τον έτρωγε το σαράκι πως γλίτωσε ο παπάς την βροχή και επειδή ήθελε ούλα να τα ξέρει, γονάτισε μπροστά στον παπά έσκυψε το κεφάλι και περίμενε να ντροπιαστεί, αρκεί να μάθαινε το μυστικό. Ο παπάς, άπλωσε μέσα στον τορβά του και έβγαλε ένα προβατοψάλιδο, που επί τη ευκαιρία το πήγαινε για τρόχισμα στους σιδεράδες γύφτους που μαζευόσαντε στο πανηγύρι.
Και, αφού έσκυψε πάνω από το κεφάλι του διαβόλου, άρχισε το έργο για να βγάλει το άχτι του.
Δώστου από δω, δώστου από εκεί, τράβαγε κάτι γαϊδουροψαλιδιές, αυλάκια στο κεφάλι του. Ο Διάβολος φυλαγότανε και του έλεγε, μην αυτό μην εκείνο. Όμως ο παπάς, που να κάνει πίσω τον έκανε αυγό. Και μόλις τέλειωσε και ήτανε έτοιμος ο Διάβολος να σηκωθεί του λέει:
-Στάσου ρε τρισκατάρατε, μια στιγμή, να σου πάρω και δυο τρεις τρίχες κοντά στο αυτ,ί γιατί δείχνουνε ασκημιά και θα σε κοροϊδεύουνε ταχιά στο χωριό.
Και χωρίς οίκτο, σημαδεύει το αυτί του Διαβόλου, και χράτς τραβάει μια γερή και καλοζυγισμένη ψαλιδιά και του κόβει το ζερβί αυτί από την ρίζα. Ο Διάβολος, βάνει μια δυνατή στριγκλιά και πετάχτηκε σαν λάστιχο, λες και τον βάρεσε αστραπή, έπεσε κάτου κρατώντας με το ένα το χέρι το αυτί και σπαρτάραγε από τους πόνους, απάνου στις λάσπες της βροχής ενώ το αίμα πήγανε ροή. Ο παπάς αγέρωχος, έβλεπε τον Διάβολο να σπαρταράει και γελάγανε και τα γένια του, με το πάθημα και τηρώντας τον, σκούπισε το ψαλίδι από τα αίματα μ’ ένα πανάκι που το είχε διπλωμένο, ενώ με την άκρη του ματιού του, τήραγε και τον Διάβολο, μην του κάνει καμιά ζαβολιά, αλλά που ο Διάβολος από το ποδοκύλημα, είχε γίνει σαν γουρούνι από την λάσπη και τα αίματα.
Μόλις συνήλθε, λίγο ο Διάβολος, προσπάθησε να επιτεθεί στον παπά και ο παπάς του έδειξε το ψαλίδι και του λέει τώρα θα σου κόψω και το άλλο. Ο Διάβολος κοντοστάθηκε και απ’ απόσταση άρχισε να βρίζει τον παπά.
- Στάσου ρε παπά εγώ έκατσα και με σακάτεψες, εσύ φεύγεις από τον λόγο σου, κάτσε να μου ειπείς και μετά γκρεμοτσακίσου από τα μάτια μου.
- Όταν γίνεις καλά και ξανά γίνουν τ’αυτί σου και τα μαλλιά σου τότενες έλα να σου ειπώ!
Να πας και να μην σώσεις να γυρίσεις στο κονάκι σου. Και ένα σου λέω: Άμα σε βρω καμιά φορά στριμόκωλο θα σε σαμαρώσω σαν το γαϊδούρι σου!
Ο παπάς, τον άφησε να σκούζει από τους πόνους και να βρίζει, καβάληκε το βασταγουράκι του και επειδή δεν είχε καιρό για χάσιμο τράβηξε για την εκκλησιά του χωριού. Σαν έφτασε έδεσε τον γαϊδαράκο του σ’ ένα δεντράκι και μπήκε μέσα στην εκκλησία να λειτουργήσει. Δεν έβγαλε τσιμουδιά σε κανένα και την άλλη ημέρα μετά την εκκλησία την ώρα που γινότανε το πανηγύρι κάτου από τα πλατάνια στην πλατεία του χωριού, τηράει τον Διάβολο να ζυγώνει σαν αγρίμι κουρεμένος με βρώμικα σκουτιά και με το αυτί δεμένο με κάτι κουρέλια. Ούλοι μόλις τον είδανε, τον ρωτάγανε, τι έπαθε και έγινε έτσι, και γελάγανε. Ο Διάβολος, χωρίς να ειπεί κουβέντα, ζυγώνει κοντά στην παρέα του παπά, που καθόσαντε στο σοφρά και τρώγανε και πίνανε και δείχνοντας τον παπά, τους λέει:
-Ευτούνος ο κερατωμένος παπάς σας με σακάτεψε, αλλά έννοια του, κάποτε θα τον τσακώσω αδιάβαστο και θα του κάνω τρανό χουνέρι.
Τότε ο παπάς αφηγήθηκε ούλη την ιστορία πως έγινε που κοτσάφτισε και κούρεψε τον κατσικοδιάβολο.