Ο Αγριόγιαννης ή Αγριόγιαννος ή Γιάννης ο Άγριος ή Γιάννης Ματεσιώτης, ήταν κλεφταρματολός από το Μάτεσι της Ανδρίτσαινας. Γεννήθηκε κατά την περίοδο των Ορλοφικών γύρω στα 1770 και από μικρός έζησε τον σκληρό κατατρεγμό των Ελλήνων από τους τούρκους σε αντίποινα για την εξέγερση των Ορλόφ.
Πολύ νέος βγήκε στα βουνά, γιατί οι αγάδες του Λάλα και του Φαναρίου κατά μια επιδρομή στο Μάτεσι κακοποίησαν τη μάνα του και τις αδερφές του. Έγινε περίφημος για την ανδρεία του, το εμπειροπόλεμο στις μάχες που έδωσε εναντίον των τουρκαλβανών και από τις περιπέτειές του προσονομάσθηκε Άγριος, λόγω της αγριότητας, της ζωηρότητας του ατίθασου και σκληρού χαρακτήρα του. Έγινε θρύλος για τα πολλά κατορθώματά του, προπάντων ενάντια στα στρατεύματα του Ιμπραήμ πασά κατά το έτος 1826.
Ο Κορμπά Αγάς ή Κορμπάκης, ήταν τούρκος αγάς, διοικητής της επαρχίας Φαναρίου Ηλείας και ιδιοκτήτης του κάμπου της Ζελέχοβας[1],σε συνεργασία με τον περίφημο Λαλαίο Σεϊντάγα, και έναν Ντερβέναγα, Τούρκο είχαν υπό την εποπτεία τους, τα περάσματα (ντερβένια) της επαρχίας Φαναρίου. Ο Κορμπάκης, κρατούσε ανοικτούς λογαριασμούς με τον Αγριόγιαννη, που για πολλούς λόγους είχε βγει στο κλαρί. Σε συντονισμένες προσπάθειες να τον σκοτώσουν ή και να τον αιχμαλωτίσουν απέτυχαν παταγωδώς και για να τον εκδικηθούν, σε κάποια επιδρομή που πραγματοποίησαν στο Μάτεσι, μαζί με τον Σεϊντάγα, κακοποίησαν την μάνα του Αγριόγιαννη και δύο τις αδερφές του.
Ο Αγριόγιαννης, μετά από αυτό το επεισόδιο έγινε ο φόβος και ο τρόμος για τους Τούρκους και ιδιαίτερα για τους Φαναρίτες και Λαλαίους Τούρκους. Σύναξε μερικά παλικάρια από την ευρύτερη περιοχή και δημιούργησε ένα μικρό σώμα από κλέφτες περίπου 30-50 ανδρών, σηκώνοντας δικό του μπαϊράκι. Συνεργάσθηκε και συμμετείχε καπετάνιος στην περιβόητη Αρματολική Ομοσπονδία του Μοριά πάντα υπό τις οδηγίες του καπετάν Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη, κατατρέχοντας παράλληλα τους Λαλαίους τουρκαλβανούς.
Γενικά, οι απόψεις διίστανται για την ημερομηνία και τον τόπο θανάτου, του Αγριόγιαννη. Η παράδοση αναφέρει πως ο Βελή πασάς, γιος του Αλή πασά των Ιωαννίνων, Μόρα Βαλεσή της Πελοποννήσου από το 1807-1812 εκστράτευσε εναντίον του Αγριόγιαννη με 500 στρατιώτες και πολιόρκησε την κατοικία του στο Μάτεσι. Η γυναίκα του και οι συγγενείς του, δεν άντεξαν τα βασανιστήρια και φανέρωσαν στους τούρκους το κρυσφήγετό του στο βουνό, μάλλον κατά πάσα πιθανότητα στη θέση Τσόπιζα, λίγο έξω από το χωριό. Ο Αγριόγιαννης που ήταν πιασμένος από την κολάνιτσα[2], δεν μπορούσε να διαφύγει και χωρίς δυσκολία συνελήφθη και εφονεύθη επί τόπου. Μάλιστα, αφού τον σκότωσαν, τον αποκεφάλισαν, παλούκωσαν το κεφάλι του και σαν το πιο ακριβότερο πολεμικό λάφυρο που είχαν αποκομίσει από αυτήν την επιχείρηση, απ’ όπου διάβαιναν ώσπου να φθάσουν στο Φανάρι, το επιδείκνυαν με χαρές τυμπανοκρουσίες και τραγούδια σ’ όλα τα χωριά. Όταν έφθασαν στο Φανάρι έστησαν ένα μεγάλο γλέντι μπροστά από το σαράι. Αλάτισαν το κεφάλι για να μην βρωμίσει και την άλλη ημέρα αυτή η παράξενη πομπή, κατευθύνθηκε προς το Λάλα. Όλες αυτές οι κινήσεις που διοργανωθήκαν δεν ήταν τυχαίες, πραγματοποιήθηκαν για να χαρούν και να βεβαιώσουν τον θάνατό του στους πιο μισητούς εχθρούς του, αλλά περισσότερο να κάνουν επίδειξη δύναμης με σκοπό να συνετίσουν και ν’ αποτρέψουν όσους είχαν βλέψεις για ξεσηκωμό.
Το δε ακέφαλο σώμα του Αγριόγιαννη, το πήραν οι Ματεσαίοι και οι συναγωνιστές του, το έπλυναν και στην συνέχεια μετέφεραν στην Αγία Παρασκευή, όπου το έθαψαν δίπλα στην εκκλησία κάτω από τον πλάτανο. Στις 16 Αυγούστου 1984, μετά από υπόδειξη του Ματεσιώτη Κωνσταντίνου Ι. Παναγιωτόπουλου, που γνώριζε τον τόπο ταφής του Αγριόγιαννη, από πάππον προς πάππου, ζήτησε και έγινε η εκταφή των οστών του μεγάλου αγωνιστή του Ματεσίου. Φυσικά όπως ήταν αναμενόμενο, ο σκελετός ήταν ακέφαλος. Ο καθηγητής ανθρωπολογίας κ. Αριστείδης Πουλιάνος, εφόσον εξέτασε τα οστά γνωστοποίησε, ότι η ηλικία των θαμμένων οστών, είναι περίπου 200 ετών και ανήκουν σε άνδρα μετρίου αναστήματος, πολύ γεροδεμένο και ηλικίας 38-42 ετών, επιβεβαιώνοντας έτσι τους ισχυρισμούς των γεροντότερων Ματεσαίων, ότι σίγουρα τα οστά αυτά ανήκουν στον Γιάννη Αγριόγιαννη.
Η δημοτική μας μούσα, δεν έμεινε αμέτοχη από την πολύχρονη δράση την ζωή και τον θάνατο του Αγριόγιαννη. Πολλά καταγραμμένα τραγούδια αναφέρονται στον Γιάννη Αγριόγιαννο τον Ματεσιώτη.
1. (Ο ΓΙΑΝΝΟΣ Ο ΑΓΡΙΟΓΙΑΝΝΟΣ)
Ο Γιάννος ο Αγριόγιαννος τη νύχτα τραγουδάει,
ξυπνάει τ’ αηδόνια στις φωλιές και τα στοιχειά στις τρούπες,
ξυπνάει και μια δράκισσα στου δράκου τις αγκάλες.
- Σήκω, δράκο, και πιάστονε το νιο που τραγουδάει
και βάλτονε στα σίδερα και στα βαθιά μπουντρούμια.
- Άφ’ τον το νιο κι ας τραγουδάει, το νέο κι ας το λέει,
αυτός γλεντάει τα νιάτα του, γλεντάει τη λεβεντιά του.
(Γεωργίας Ταρσούλη, «Μοραΐτικα Τραγούδια», Αθήνα 1944, σ. 72, αρ. 103).
2. Ο ΑΓΡΙΟΓΙΑΝΝΗΣ
Τρίτη, Τετράδη χλιβερή, Πέφτη φαρμακωμένη,
Παρασκευή ξημέρωνε, να μη ’χε ξημερώσει,
που κίνησ’ ο Αγριόγιαννης να πάει να κυνηγήσει.
Φέρνει τα λάφια ζωντανά, τ’ αρκούδια ημερωμένα
κ’ ένα μικρό λαφόπουλο, να παίζει ο Κωσταντής του.
- Γυναίκα, πού ’ναι ο Κωσταντής και πού ’ναι το παιδί μας;
- Στο δάσκαλο το έστειλα και τώρα θα γυρίσει.
Μα κείνη η σκύλα τα ’παιζε με τον αργαστηριάρη.
- Παίζε τα, η μάννα μου, παίζε τα με το αργαστηριάρη.
Το βράδυ να ’ρθει ο αφέντης μου κι αν δεν το μαρτυρήσω.
- Το τι ’δες, μωρέ πούστικο, το τι θα μαρτυρήσεις.
Το γέλασε, το πλάνεψε με σύκα, με καρύδια
και στο κατώι το ’μπασε και σαν αρνί το σφάζει
και σα χασάπης φυσικός το σκώτι του τού βγάνει.
Το ’βαλε, το μαγέρεψε, τ’ Αγριόγιαννη το δίνει.
Απάνου που αρχίνησε να φάει το συκώτι,
ψιλή φωνίτσ’ ακούστηκε μέσα από το πιάτο:
- Αν είσαι Τούρκος, φάγε με, κι Οβραίος δάγκωσέ με.
Αγριόγιαννης την άρπαξε την έκαμε κομμάτια.
(Χρήστου Π. Κορύλλου, «Λαογραφικά σύμμεικτα εκ Πατρών», περ. «Λαογραφία», τ. Η΄ (1921 - 25), σ. 506, αρ. 14).
***
3. Ο ΑΓΡΙΟΓΙΑΝΝΗΣ
(της τάβλας)
Τρίτη, Τετράδη χλιβερή, Πέφτη φαρμακωμένη,
Παρασκευή ξημέρωνε, να μην είχε ξημερώσει,
που κίνησ’ ο Αγριόγιαννης να πάει να κυνηγήσει.
Μικρό παιδ’ είχε στο σχολειό, γράμματα για να μάθει,
κι ο δάσκαλος τ’ απόλυκε στο σπίτι του να πάει.
Στο δρόμο που επήγαινε, στο δρόμο που παγαίνει,
βρίσκει τη μάννα του κι έπαιζε, κι παίζει μ’ άλλον άνδρα.
- Γλέντα τα, μάννα μ’, γλέντα τα, παίζε μ’ άλλον άνδρα,
το βράδυ να ’ρθει ο αφέντης μου κι αν δεν το μαρτυρήσω.
- Το τι θα ειπείς, βρε Κώστα μου, το τι θα μαρτυρήσεις;
- Το τ’ είδαν τα ματάκια μου, το τ’ άκουσαν τ’ αυτιά μου.
Με συκαρίκια το γελά, με συκοκαρυδάκια,
και σαν κατσίκι το ’πιασε και σαν αρνί το σφάζει,
και τα συκωτάκια του ’βγαλε στο μάγειρα τα πάει.
- Μάγειρα, για μαγείρεψε ενού αρνιού συκώτια,
το βράδυ θα ’ρθει ο Αγριόγιαννης, θα ’ρθει απ’ το κυνήγι,
να του τα βάλω για να φάει, αυτά τα συκωτάκια».
Το βράδυ που ’ρθ’ ο Αγριόγιαννης, που ’ρθ’ από το κυνήγι,
φέρνει τα αλάφια ζωντανά, τ’ αρκούδια μερωμένα,
φέρνει κ’ ένα λαφόπουλο να παίζει ο Κωσταντάκης.
- Γυναίκα, πού ’ναι ο Κωσταντής, ο μικρο-Κωσταντάκης;
- Τρεις ημερούλες σήμερα εδώ δεν είν’ φερμένο.
Κ’ εκίνησε ο Αγριόγιαννης στο δάσκαλο παγαίνει.
- Δάσκαλε, πού ’ναι ο Κωσταντής, ο μικρο-Κωσταντάκης;
- Τρεις μερούλες σήμερα εδώ δεν είν’ φερμένο.
Κ’ εκίνησε ο Αγριόγιαννης στο σπίτι του παγαίνει.
Ευθύς τραπέζι βάλανε, λίγο ψωμί να φάνε,
πρώτο μεζέ που κάρφωσε κ’ επήρε για να φάει
κι άμ’ ο μεζές φώναξε, κι άμ’ ο μεζές του λέει:
- Αν είσαι Τούρκος φάε με, Ρωμιός και γνώρισέ με
κι αν είσαι κι ο πατέρας μου σκύψε και φίλησέ με.
- Γιαννιού, τι λέει ο μεζές, τι λέει το συκώτι;
Και το σπαθί του τράβηξε, της πήρε το κεφάλι.
Στ’ άλογο την εφόρτωσε, στο μύλο την πηγαίνει:
- Άλεσε, μύλο μ’, άλεσε, της κούρμπας το κεφάλι.
Κι ο μυλωνάς την άλεσε, την έκαμε αλεύρι,
και στο ποτάμι το ’ριξε, το έρριξε στη χάση.
(Νικολάου Α. Βέη, «Αρκαδικά γλωσσικά μνημεία. Δημώδη άσματα Φιγαλίας μεθ’ υπομνημάτων», ό. π., Αθήνα 1903, σ. 262, αρ. 16).
***
4. (ΣΑΝ Τ’ ΑΚΟΥΣΕ Ο ΑΓΡΙΟΓΙΑΝΝΗΣ)
Σαν τ’ άκουσε ο Αγριόγιαννης, βαριά του κακοφάνη.
Το φέσι του βάνει στραβά και το σπαθί του παίρνει
και βγαίνει ο Αγριόγιαννης απάνου στη Ζακούκα
και του Κορμπάκη φώναξε σαν άλογο βαρβάτο:
- Γαμώ τη μάννα του Κορμπά, την τσούπα του Σεϊντάγα
και του παλιοντερβέναγα τη μεσιανή του κόρη.
(Αγησίλαου Τσέλαλη, άρθρο, «Πελοποννησιακή Εγκυκλοπαίδεια», τομ. Α΄, σ. 245).
***
5. (ΚΑΘΟΤΑΝ Ο ΑΓΡΙΟΓΙΑΝΝΗΣ)
Καθόταν ο Αγριόγιαννης απάνω στη Ζακούκα
και στου Κορμπάκη φώναξε στο άλογο καβάλα.
(Νικολάου Α. Βέη, «Αρκαδικά γλωσσικά μνημεία. Δημώδη άσματα Φιγαλίας μεθ’ υπομνημάτων», ό. π., Αθήνα 1903, σ. 266).
***
6. (ΒΡΟΝΤΑΝ ΤΑ ΚΑΡΙΟΦΙΛΙΑ)
Βροντάν τα καριοφίλια τα πολλά, βροντάν και τα τρομπόνια
βροντάει κι ο Αγριόγιαννης στου Μάτεσι στη Λάκκα
και ξεμπροσταίνει στον πασά τον πολυχρονεμένο.
- Πασά μου, σύναξ’ τ’ ασκέρι σου, σύναξ’ και τα κανόνια
κ’ έλα να πολεμήσουμε μες στον δικό μου τόπο,
να ’δεις τον Αγριόγιαννη, να ’δεις τους Ματεσαίους
πώς κόβουν τους σεΐζηδες, πώς κόβουν και μπουλούκια,
που Τούρκους δεν προσκύνησαν, φερμάνια δεν γνωρίζουν.
(Αφήγηση Ανδρέα Βεκρή, από το χωριό Χρυσοβίτσι του δήμου Φαλάνθου Αρκαδίας).
***
7. ΤΟΥ ΑΓΡΙΟΓΙΑΝΝΗ
Τρίτη, Τετράδη χλιβερή, Πέφτη φαρμακωμένη,
Παρασκευή ξημέρωμα, που μη ’χε ξημερώσει,
που κίνησ’ ο Μπραήμ πασάς στ’ Αγριόγιαννη να πάει.
Έβγα ηλίου καβάλησε κ’ έμπα ηλίου μπήκε,
μα πήγε και ξεπέζεψε στ’ Αγριόγιαννη τα σπίτια.
Βρίσκει γυναίκες μοναχές, γυναίκες δίχως άντρες
κι από μακριά τις χαιρετά κι από κοντά τούς λέει:
- Γυναίκες, πού είναι οι άντρες σας και πού είναι τα παιδιά σας;
- Τους άντρες μας τους κόψανε και τα παιδιά τα πήραν.
- Γυναίκες, πού είν’ ο Αγριόγιαννης και πού ’ναι τα παιδιά του;
Τον είχα αδερφοποιτό, τον είχα πρώτο φίλο,
μου είπαν ότ’ είναι άρρωστος κ’ ήρθα να τον ιδούμε.
- Τα βλέπεις ’κείνα τα δεντρά, τους ίσκιους τους μεγάλους;
Εκεί κοιμάτ’ ο Αγριόγιαννης μαζί με τα παιδιά του.
Σκαλιά βαρεί τ’ αλόγου του, στ’ Αγριόγιαννη πηγαίνει
κι από μακριά τον χαιρετά κι από κοντά του λέει:
- Γειά σου, χαρά σ’, Αγριόγιαννη!
- Καλώς τον, τον Μπραήμη!
- Γιάννη μου, να πολεμήσουμε κι όποιος νικήσ’ ας πάρει.
- Δεν το ’χω σε, Μπραήμ πασά, που ’ρθες με πεντακόσιους,
σαν το ’χω της κολιάνιτσας, που μ’ έπιασε στο πόδι,
στα πόδια και στα γόνατα και δε θα πολεμήσω.
Και το σπαθί του τράβηξε, του ’κοψε το κεφάλι.
(Δημητρίου Πετρόπουλου, «Ελληνικά δημοτικά τραγούδια», Αθήνα 1958, σ. 219).
***
8. ΤΟΥ ΑΓΡΙΟΓΙΑΝΝΗ
Τρίτη, Τετάρτη θλιβερή, Πέφτη φαρμακωμένη,
Παρασκευή ξημέρωσε, να μην είχε ξημερώσει,
που κίνησ’ ο Μπραήμ πασάς στου Μάτεσι να πάει.
Μα πήγε και ξεπέζεψε στου Μάτεσι τ’ αμπέλια.
Βρίσκει γυναίκες με παιδιά, γυναίκες με τους άντρες.
- Γυναίκες, μαρτυρήσετε τα κλέφτικα λημέρια
γιατί σας κόβω τα παιδιά, τους άντρες σας τους παίρνω.
Βάνει το Φίλιο του μπροστά, τα παλικάρια πίσω
και πάνε και τον βρίσκουνε στο βάτο ξαπλωμένο.
- Σήκω, βρε Αγριόγιαννη, κ’ έλα σ’ εμάς κοντά μας,
για να σωθείς κ’ εσύ κι όλοι οι δικοί σου.
- Δεν θα μπορέσω, ρε παιδιά, να γίνω τέτοιος προδότης,
στη θέση αυτή που βρίσκομαι στο στρώμα ξαπλωμένος.
Ανάθεμα στην κολιάνιτσα που χρόνια υποφέρω.
Και τράβηξε την πιστόλα του σκοτώνοντας τον Φίλιο.
- Τώρα σκοτώστε με κ’ εμέ, που αυτό περιμένω,
για την πίστη και τη λευτεριά τόσα χρόνια περιμένω.
(Σωτηρίου Αριστ. Παπαδόπουλου, «Κούβελα, ορεινό χωριό της επαρχίας Τριφυλίας Ν. Μεσσηνίας», βιβλίον πρώτον, Ιστορικά, Αθήνα 1996, σ. 111 - 112).
Από πληροφορίες που έδωσε ο ιερέας Θοδωρής Πολυχρονόπουλος, στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1980 έγινε εκταφή των οστών του Αγριόγιαννου μετά από μέριμνα ενός μακρινού συγγενή του. Μετά την τέλεση της θείας λειτουργίας και το τρισάγιο για τον ήρωα, τα οστά του, φυσικά χωρίς το κεφάλι, τα έβαλαν σ’ ένα μικρό μεταλλικό κιβώτιο και τοποθετήθηκαν στον γυναικωνίτη του καθεδρικού ναού του χωριού. Ο ίδιος ιερέας με συγκίνηση ανέφερε τα παραπάνω λόγια άσματος, που αφορούν τον ηρωικό θάνατο του Αγριόγιαννου το 1826 κατά μια επιδρομή του Ιμπραήμ πασά στο χωριό Μάτεσι της Ανδρίτσαινας Ολυμπίας, μαζί με τους τουρκοπροσκυνημένους από τα γύρω χωριά. Ο αναφερόμενος στο τραγούδι Φίλιος ήταν ο αρχηγός των τουρκοπροσκυνημένων Ματεσαίων και των άλλων κατοίκων της περιοχής.
***
9. ΤΟΥ ΑΓΡΙΟΓΙΑΝΝΗ
Τρίτη, Τετράδη θλιβερή, Πέφτη φαρμακωμένη,
Παρασκευή ξημέρωσε, που ’χε μη ξημερώσει,
που κίνησ’ ο Μπραήμ πασάς στ’ Αγριόγιαννη να πάει,
μα πήγε και ξεπέζεψε στου Μάτεσι τ’ αμπέλια.
Βρίσκει γυναίκες με παιδιά, γυναίκες με τους άντρες.
- Γυναίκες μαρτυρήσετε τα κλέφτικα γιατάκια,
γιατί σας κόβω τα παιδιά, σας παίρνω και τους άντρες.
- Το βλέπεις ’κείνο το βουνό, που ’ναι καψαλισμένο,
εκεί κοιμάτ’ ο Αγριόγιαννης με δεκαοχτώ νομάτους.
Βάνει το Φίλιο ολού μπροστά, τα παλληκάρια πίσω,
μα πήγαν και τον ηύρανε στον ήλιο και λιαζόταν
κι από μακριά τον χαιρετάν κι από κοντά του λένε:
- Δεν προσκυνάς, βρ’ Αγριόγιαννη, σαν τ’ άλλα παλληκάρια
μουμ’ περπατείς αρματολός, μουμ’ περιπατείς και κλέφτης.
- Δεν το ’χω, βρε Μπραήμ πασά, που ’ρθες με πεντακόσιους,
μου το ’χω της κολάνιτσας, που μ’ έχει λαβωμένο.
Βγάνει ο Φίλιος το σπαθί κι απάνου του παγαίνει.
Μια πιστολιά του έδωκε του Φίλιου στο κεφάλι,
γέμισ’ το στόμα τ’ αίματα κ’ η γλώσσα του φαρμάκι.
(Νικολάου Α. Βέη, «Αρκαδικά γλωσσικά μνημεία. Δημώδη άσματα Φιγαλίας μεθ’ υπομνημάτων», ό. π., Αθήνα 1903, σ. 264, αρ. 17).
***
10. ΤΟΥ ΑΓΡΙΟΓΙΑΝΝΗ
Κοιμάτ’ ο Αγριόγιαννης μ’ ούλο του τ’ ασκέρι
κάτου στα δέντρα τα δασιά στου Μάτεσι τη λάκκα.
Ιμπραήμ πασάς του ’ρχότανε με δώδεκα χιλιάδες
να πιάσει τον Αγριόγιαννη, του Μάτεσι να κάψει.
Επήγε και ξεπέζεψε μες στα δικά του σπίτια,
βρίσκει γυναίκες μοναχές, γυναίκες δίχως άντρες,
και από μακριά τις χαιρετά, κι από κοντά τους λέει:
…………………………………………………………………………………………………
- Δεν τ’ έχω, Ιμπραήμ πασά, που ήρθες με χιλιάδες.
Ανάθεμα την κολάνιτσα που μ’ έπιασε στο πόδι,
στα πόδια και στα γόνατα και πώς θα πολεμήσω;
………………………………………………………………………………………………….
Άλλη μια ιστορία, που ακούγεται ακόμη μέχρι σήμερα, από τους γεροντότερους κατοίκους της περιοχής αναφέρει, ότι ο Αγριόγιαννης σκοτώθηκε έπειτα από προδοσία στις 9 Νοεμβρίου του 1804, όταν έβγαινε ανύποπτος από ένα σπίτι του χωριού του και τον πυροβόλησαν 150 Λαλαίοι Τουρκαλβανοί.
Όπως και να έχει το τέλος του Αγριόγιαννη, νομίζω ότι σημαντικό είναι ότι ήταν κάποια εξέχουσα υπαρκτή προσωπικότητα που έδρασε πεισματικά κατά των Τούρκων.
[1] Αμυγδαλιά (Ζελέχοβα) βρίσκεται επί της οδού Ανδρίτσαινας - Κρεσταίνων. Σώζονται ακόμη μέχρι σήμερα επί του δρόμου τα ερείπια του περιώνυμου «Χάνι του Κορμπά», ιδιοκτησίας του Κόρμπα Αγά.
[2] Κολιάνιτσα, η = η ποδάγρα, παραλυσία των γλουτών, (πάθηση των ποδιών). Ασθένεια που προέρχεται από αύξηση του ουρικού οξέος και προκαλεί συσσώρευση αλάτων στις κλειδώσεις των κάτω άκρων και αφόρητους πόνους.