Βασίλης Αγγελόπουλος (Μαραθιάς)
Αφηγείται ο Βασίλης Αγγελόπουλος (Μαραθιάς) |
Έφυγε τούτο το χειμώνα ο αγαπητός μας συμπατριώτης Βασίλης Αγγελόπουλος. Ο κυρ-Βασίλης, κατά κόσμο Μαραθιάς, είχε γεννηθεί στη Δίβρη το Δεκέμβρη του 1922.
Το πληροφορήθηκα τυχαία, με κάποια καθυστέρηση, από τη διαδικτυακή ομάδα της Δίβρης. Εύχομαι στα παιδιά του, τον Κώστα, τη Δήμητρα και στα εγγόνια του να πάρουν τα χρόνια του.
Ήταν σπουδαίος άνθρωπος, από τους τελευταίους εναπομείναντες. Κοσμούσε με την παρουσία του την αγορά της Δίβρης. Διατηρούσε, απέναντι από τη βρύση, το παραδοσιακό καφενείο «ο Αδερφός», που κληρονόμησε από τον επίσης υπέροχο πατέρα του, του οποίου οι πλάκες, στην αγορά, άφησαν την ιστορία τους. Είχα την τύχη να γνωρίσω τον κυρ-Βασίλη κατά τον πρώτο χρόνο της διαμονής μου, ως μαθητής, στο γυμνάσιο της Δίβρης. Τον είχα γείτονα, όταν κατοικούσα στον ξενώνα με το εστιατόριο του μπάρμπα Γιάννη και της θειάς Γιαννιάς. Ήταν τότε, που κάθε φορά που περνοδιάβαινε το δρόμο προς τη βρύση, τον άκουγα να σιγοτραγουδάει. Θυμάμαι ακόμη τους στίχους από ένα τραγούδι:
Όταν περνάς γιατί τα μάτια χαμ(π)ηλώνεις, έχεις παράπονο και δεν το φανερώνεις.
Λόγια του κόσμου μην ακούς ότι σου λένε, δες τα ματάκια μου που μέρα νύχτα κλαίνε
Δε μου μιλάς γιατί δε θες να μου μιλήσεις, ρίξε μου μια ματιά να με παρηγορήσεις.
Το αποτύπωσα τότε και τώρα, που μου έρχονται στο νου οι στίχοι, αναπολώ εκείνα τα δύσκολα χρόνια στη Δίβρη και βουρκώνω.
Έλεγε και ένα άλλο τραγουδάκι που το θυμόμουν αρκετά χρόνια μετά αλλά, τώρα που μεγάλωσα, μου διαφεύγει ο σκοπός του.
Πάντα, όταν περνούσα από την αγορά της Δίβρης, κοντοστεκόμουν μπροστά στο καφενείο του για να τον δω και να τον χαιρετήσω. Θυμάμαι μια Παρασκευή, στις 5 του Θεριστή του 2009, αν δεν κάνω λάθος, κατέβαινα στο χωριό με κάποιους επαγγελματίες φωτογράφους για να αποθανατίσουμε τα αξιοθέατα της ορεινής Ηλείας. Στη Δίβρη, σταθήκαμε να φωτογραφήσουμε τα κτήρια της αγοράς. Εκεί, τον είδα να κάθεται στο γνωστό τραπεζάκι, έξω από το καφενείο του με το γιό του, Κώστα, πρώην συμμαθητή μου στο γυμνάσιο της Δίβρης. Δεν έχασα την ευκαιρία και του ζήτησα να μου αφηγηθεί την ιστορία με την πινακίδα του θρυλικού καφενείου του. Ο κυρ-Βασίλης, χωρίς καμία αντίρρηση δέχτηκε και σας την παραθέτω εδώ.
ΔΙΒΡΗ 1935. H θρυλική ΖΕΜΠΕΛΗ έξω από το καφενείο του Μαραθιά. Πηγή: ΗΛΕΙΑΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ Ε' ΤΕΥΧΟΣ ΑΠΡΙΛΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2008. Θα ακολουθήσει άρθρο για την συγκοινωνία στην Ορεινή Ηλεία. |
«Το καφενείο το άνοιξε ο πατέρας μου, το καλοκαίρι του 1922 και το Δεκέμβρη του 1922 γεννήθηκα εγώ. Τότε (μειδιά με νοσταλγία) ανθούσε ο παραθερισμός εδώ πέρα και πιο πολύ οι φυματικοί. Ήταν τότε που βρισκόταν σε έξαψη η ασθένεια (μάλιστα, οι γιατροί μαζί με τα φάρμακα, έλεγαν ... "και το καλοκαίρι στη Δίβρη"). Το 1926-27 ήταν εδώ πέρα, (παραθέριζε) μία ζωγράφος. Εκείνη την περίοδο δεν υπήρχαν αυτοκίνητα εδώ, μόνο τα φορτία με τις δύο ρόδες, τα κάρα και οι επιβάτες πήγαιναν με τις άμαξες. Δρόμος υπήρχε βέβαια αλλά (ήταν) δρόμος για κάρα. Οι καρολόγοι κατεβαίνανε εδώ πέρα κουρασμένοι (και) ο συχωρεμένος ο πατέρας μου εκεί με τη μάνα μου, τους φτιάχνανε κανένα μεζέ, πίνανε κρασάκι, άρχιζε ο πατέρας μου να τους κάνει κόλπα, "γεια σου αδερφέ" από δω, "καλώς τον αδερφό" από κει, "ήλθε ο άλλος αδερφός" από δω, "αδερφός" από κει και του μένει το (παρατσούκλι) αδερφός. Η ζωγράφος που παραθέριζε εδώ, του λέει, αδερφέ θα σου φτιάξω μια πινακίδα. Παίρνει λοιπόν αυτή (η ζωγράφος) μία σανίδα, αν θες να την δεις να σου ανοίξω την αποθήκη να την δεις (μου λέει). Γράφει λουλούδια γύρω- γύρω και στη μέση γράφει «Ο ΑΔΕΡΦΟΣ» με ρο (ρ). Το κρέμασε λοιπόν εκεί πέρα (στο καφενείο) και έμεινε.
Το 1957 πεθαίνει ο πατέρας μου και περιέρχεται σε μένα (το μαγαζί). Έπρεπε να φτιάξω πινακίδα άλλη, ταμπέλα. Αυτή (η προηγούμενη πινακίδα) έλεγε Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος (έπρεπε) να κάνω (καινούρια πινακίδα με το όνομά μου και να γράφει) Βασίλειος. Πάω στον Πύργο λοιπόν, σε έναν που κάνει ταμπέλες και του λέω θα γράψεις, "Καφενείον ο Αδερφός, Βασιλείου Αγγελοπούλου", ναι μου λέει.
Πάω μετά από ένα μήνα (όπως) μου είχε πει, είχα και το γιό μου (τον Κώστα), μικρό κοντά και του άρεσε (του μικρού η πινακίδα). Την κοιτάω (αλλά έγραφε), "Αδελφός".
Για αγράμματο με πέρασες και έγραψες το ρο (ρ) λάμδα (λ). Έχει την ιστορία του αυτό, το ρο (μου αφηγείται). Λοιπόν, να το διορθώσουμε, μου λέει (ο τεχνίτης). Τον εντυπωσίασαν τα χρώματα (το γιό μου) τον Κωστάκη. Θα το πάρουμε επιτόπου (του λέει) και έτσι την κρέμασα. Έτσι λοιπόν ο ΑΔΕΛΦΟΣ. Όσοι ήξεραν την ιστορία, μου 'λεγαν, γιατί χαλάς την ιστορία.
Έμεινε λοιπόν έτσι ο ΑΔΕΛΦΟΣ μέχρι το 87 που πήρα σύνταξη. (Κατόπιν) εγώ, δεν μπορούσα να κόψω πλέον τιμολόγιο στο 'νομά μου, μετά το ΤΕΒΕ και το γράψαμε, στη Βαρβάρα Αγγελοπούλου, στη συχωρεμένη τη γυναίκα μου.
Αυτή είναι η ιστορία».
Με προθυμία ο κυρ-Βασίλης προσφέρθηκε να μου δείξει τη θρυλική πινακίδα. Κατεβήκαμε μαζί στην αποθήκη, που βρίσκεται κάτω από τη βρύση. Τον βοήθησα να την ξεκρεμάσει, την ανέβασε στο δρόμο και την τοποθέτησε επάνω στη βρύση για να την φωτογραφήσουμε.
Ο κυρ-Βασίλης ήταν καλλιεργημένος άνθρωπος, γνώστης της ιστορίας και των αξιοθέατων της Δίβρης. Θα ήθελα να είχα και μια δεύτερη συνάντηση μαζί του αλλά δεν ευοδώθηκε.
Θεριστής 2011