Καλώς ορίσατε στην αρχαιότερη ιστοσελίδα της Ηλείας, στο Αντρώνι και στην Ορεινή Ηλεία.

Είναι οι κατάφυτες διαδρομές μέσα στις βελανιδιές και στα πλατάνια στο κέντρο της Κάπελης με τις απόκρημνες πλαγιές, τα σκιερά φαράγγια με τις πολλές σπηλιές, τους καταρράκτες, τους νερόμυλους και τις νεροτριβές, με τις δροσερές πηγές και τα καθαρά ποτάμια... Με τα πετρόχτιστα σπίτια, τα νόστιμα φαγητά και το καλό κρασί, τα αρχοντικά γλέντια και τους φιλόξενους κατοίκους.

ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΚΙ Η ΓΟΥΡΟΥΝΑ

Κάποτε, λέγανε όταν σε τούτο εδώ τον τόπο όταν ήσαντε οι Αγαρηνοί Τούρκοι και όποτε τους καπίνιζε, μπαίνανε στα χωριά και σκοτώνανε όποιον θέλανε και παίρνανε τ’ αρσενικά παιδιά και τα τσουπιά και ούλα τα καλούδια που είχε ο καθένας φτωχός στο κονάκι του, δηλαδής ζωντανά, λάδια, στάρια, τυριά, φασούλια, ψωμί, σκουτιά και ότι άλλο βρίσκανε στη διάβα τους. Μάτι μου δεν μπόργιε να τους αμποδίκει κανείς, τρέμανε ούλοι στη διάβα τους.

Μια φορά σ’ ένα από τα δικά μας χωριά, το πιο είναι δεν το ξέρω. Μου ’λεγε η βάβα μου, ότι πήγανε σ’ ένα φτωχό κονάκι να πάρουνε το βιος. Ήσαντε δυο Τούρκοι, όμως ο νοικοκύρης του σπιτιού, που τον λέγανε Αρκουδόγιαννη, είχε παλιό νταραβέρι με δαύτους και που το ’λεγε η περδικούλα του, τα ’μπηξε και τους είπε ότι είναι φτωχός έχει μα λυκουνιά παιδιά και δεν έχει όχι μονάχα τσουρούλι αλλά ούτε κόρα να τα θρέψει. Τα παλιοζαγάρια, του ’πανε ότι δεν θέλουνε ζορμπαλίκια και ντράβαλα και να μεριάσει από μπροστά τους για να μπούνε στη παλιοχαμοκέλα του, ευτούνος δεν εμέριαγε με τίποτα. Τότενες εκείνοι, τον τσακώσανε από τον λαιμό, του δώκανε μια τιναξιά, τον πετάξανε χάμου και τηράξανε με το στανιό να σπάσουνε την πόρτα της παλιοχαμοκέλας. Ευτούνος, παιδάκι μου, δεν το ’βαλε κάτου, τράβηξε την πιστόλα του, σακάτεψε τον ένα και τον άλλονε τον ξεκοίλιασε, με το μαχαίρι του. Οι γειτόνοι του, που τηράγανε πίσω από τα παρεθύρια των σπιτιώνε τους, σάματις είδανε αυτό το τρανό φονικό, που έγινε στο χωριό τους, χεστήκανε από την τρομάρα τους και το δειλινό μαζωχτήκανε ούλοι και βγάλανε μια γνέμη, να πάνε ταχιά στο τρανό χωριό να βρούνε τον αγά και να του πούνε το και το, δηλαδής πως έχουνε τα πράματα. Ο αφέντης, μόλις τους αγροίκησε, αγρίεψε και έγινε θεριό ανήμερο, τους διοβολόστειλε από το σαράγι του και τους είπε, ότι άμα δεν του παραδώκουνε σε τρεις ημέρες τον φονιά, θα κάψει το ούλο χωριό.

Ευτούνοι, τηράξανε να μαλακώσουν μια σταλιά τα πράματα και ζητήξανε από τον αγά να τους ξαπολύσει με κάμποσους από τους δικούς του, για να πάνε να τσακώσουνε τον φονιά, και να τον φέρουνε μπροστά του, η το κεφάλι του στον ντορβά, γιατί καθώς μολογάγανε ούλοι τους, ο Αρκουδόγιαννης, ήτανε τρανός παλικαράς, ορέ, σκυλί ατάϊγο.

Ο αγάς, που απ’ το στόμα έσταζε παρμάκι, το σκέφτηκε και την άλλη μέρα προτού καλά χαράξει, έστειλε τ’ ασκέρτς με καμιά ’κοσαριά τσογλάνια Τούρκους. Όταν ο Αρκουδόγιαννης τους είδε από μακριά να ξαγναντίζουνε στο χωριό, το ’μπηξε στα πόδια και χώθηκε μες στα μπεντένια της Γκάπελης.

Τότενες, ευτούνος ο διαβολοτσαούσης έδωκε διάτα τα τσογλάνια να πάνε στο κονάκι του Τσιλόγιαννη και να φέρουνε τη σκύλα την κυρά του μ’ ούλα του, τα τσορομπίλια του. Σάματις διαβήκανε στο κονάκι, γυρίσανε άπραγοι γιατί του είπανε ότι την είδανε από μπονώρα να συμμαζώνει τα κατσιμπουχεράκια της και να σκαπετάει και ευτούνη προς τη Γκάπελη, παίρνοντας τα πλάγια. Τότενες ο τσαούσης πήρε τ’ ασκέρτς καβαλήκανε τ’ άλογα, αμποληθήκανε να τηνε κυνηγάνε. Σε μια σουρσά από ζωντανά στο στρατί, είδε αχνάρια της Φιλιώς και κανά δυο- τρία από τσορομπίλια που ήσαντε από τρίο χρονών μέχρι δέκα πάνου – κάτου, να τραβάνε προς τ’ απάνου, ντουγρού για την Γκάπελη.

Μόλις σκαλώσανε στο σκαλί και ξανάφανε στη Γκάπελη, βαρέσανε τ’ άλογα ντουγρού να την προκάνουνε, εκείνη όμως είχε προκάμει να τρουπώσει μέσα στα ρουμάνια και είχε γίνει χαϊτή. Ο τσαούσης, έδωκε διάτα στους άντρες του, να απλωθούνε και να το πάρουνε με το χτένι,  μέχρι να βρούνε την γυναίκα με τα παιδιά. Τους είπε να μην τους σκοτώσουνε αλλά να τους πιάσουνε ζωντανούς και να τους πάνε πεσκέσι στον αγά. Όμως πουθενά η Γιαννιά με τα παιδιά, χαϊτή, λες και άνοιξε η γη και την κατάπιε. Η δόλια Φιλιώ, που νόγαγε καλά τι έφκιανε, σούρνοντας τα παιδιά της σε μια μεριά που είχε κλείσει ο τόπος, από δασιά ρουπάκια και φτερίνα, τρούπωσε μέσα σαν το ζούδι, νόμιζε η μαύρη, ότι εκεί θα σωθεί και θα γλιτώσει τ’ άμοιρα παιδιά της. Μόλις είδε τους Τούρκους να κοντοζυγώνουνε, που ψάχνανε μέσα στα ρουμάνια, από τον φόβο της μαλινάρισε, τήραξε στον ουρανό και έκανε τον σταυρό της. Τα παιδιά της κι εκείνα αν και ήτανε Αλωνάρης μήνας, τα μαύρα τρεμουλιάζανε από τον φόβο τους και δεν βγάνανε τσιμουδιά. Εκείνη, είπε στα τρανύτερα να κάτσουν χάμου, τ’ αγκάλιασε και τους έκανε γνέμα να μην μιλάνε και έκλεισε τα στόματα των δυο μικρώνε με το τσεμπέρι της, πάλενες έκανε τον σταυρό της και μουρμούρισε:

-«Παναγία μου Παρθένα μου, ας σκοτώσουνε εμένανε, αλλά σώσε μου τα δόλια τα παιδάκια μου, εφτούνα δεν φταίνε σε τίποτις».

Ξανάκαμε τον σταυρό της, σφάλισε τα φωτερά της, και περίμενε πότε θ’ ακουστεί η κακιά μπαταριά που θα τους απόκαμε.

Μόλις κοντοζυγώσανε οι άπιστοι, εκεί που είχε τρουπώσει η κουρούνα, η Φιλιώ, αγροικήσανε κάμποσα χαρτσαλέματα στα λιανάδια και στα χαμόκλαδα και στα ξερά φύλλα. Τότενες τρουπώσανε μέσα στα ρουπάκια και με τα χατζάρια τους μεριάγανε τα κλαριά. Σε μια στιγμή από εκείνη την μεριά, προγκήξανε και πεταχτήκανε τρομαγμένα κάνα τεσσάρι γουρνόπλα και μια γουρούνα. Μόλις τα είδανε οι άπιστοι, για μια στιγμή κοντοσταθήκανε και τα χάσανε, αλλά μιας και η αφεντιά τους, δεν τρώνε τα γουρούνια, δεν τα πειράξανε και τ’ αφήκανε να σούρουνε παρέκεια. Αν και ήσαντε τσαντισμένοι, γελάσανε με το τερτίπι που πάθανε, κάτι μουρμουρίσανε στα τούρκικα και τραβήξανε ακόμη πιο πέρα, ψάχνοντας σ’ άλλο ρουμάνι και δεν σώσανε να ματαγυρίσουνε στην ίδια την μεριά που είχε φωλιάσει η μαύρη Φιλιώ με τα παιδιά της. Όταν γύρισε η μέρα και κοντοζύγωνε να γείρει ο ήλιος, οι Τούρκοι γυρίσανε στο χωριό άπραγοι, γινωμένοι αγραπίδι από τον θυμός τους, που δεν μπορέσανε να τσακώσουνε κανένανε. Όχι μόνο αυτό, αλλά τι θα λέγανε του λόγου τους, στον αγά το δείλι που θα ματαγυρίζανε στο κονάκι του.

Ο μαύρος Αρκουδόγιαννης, είχε τα μάτια του δεκατέσσερα απ’ αλάργα- αλάργα, όση ώρα γινόσαντε ευτούνα τα πράματα, παραμόνευε τους τουρκαλάδες σαν τον λύκο. Το τι είχε στην κούτρα του άμα τσακώνανε την γυναίκα του και τα παιδιά του μόνο εκείνος ξέρει. Σάματις τους είδε να φεύγουνε, βάλθηκε να ξετρουπώσει την γυναίκα του και τα παιδιά του, όμως τίποτα. Την καλούσε με σουρλιχτά, που τα ήξερε κι εκείνη, την φώναζε, αλλά τζάμπα. Κόντευε ο μαύρος να μουρλαθεί μπίτι, ο ήλιος έπεφτε και θελά σούρπωνε και τότενες θα σκουραίνανε τα πράματα. Εκεί που γυρνοβόλαγε μουρλαμένος, τηράει μπροστά του, κάμποσα γουρνόπλα να πιλαλάνε μέσα στα δέντρα και πίσω μια γουρούνα αγάλια – αγάλια, να τραβιέται ξοπίσω τους, παραξενεύτηκε και είπε από μέσα του:

-Τίνους στον διάβολο να είναι εφτούνη η γουρούνα, που φουρλατίζει μες το ντάβανο στην Γκάπελη;

 Όμως εκείνη την α το μυαλό του, ήτανε που να βρει την φαμίλια του. Μετά από λίγο, ματαγύρισε εκεί που χάθηκε η γυναίκα με τα παιδάκια του, γιατί σούρπωνε και στη μεριά που είχε δει την γουρούνα, τηράει και τι να ιδεί, τα παιδιά του να ’ρχόνται πιλάλα και ξοπίσω η κερά του, σαν τα γουρνόπλα με την γουρούνα. Ο μαύρος τα ’χασε, δεν νόγαγε τι του γινότανε. Τι τον ήθελες όμως, πέταγε ο δόλιος στα σύγνεφα από χαρά. Πήρε στην αγκαλιά τα παιδιά του και την γυναίκα του, έκλαιγε και το δάκρυ του ροβάλαγε κορόμηλο, από χαρά που γλιτώσανε από τους μαγαρισμένους τουρκαλάδες. Ρώτηξε την γυναίκα του, τι έγινε και εκείνη του τα ’μολόγησε ούλα το και το, μέχρι που έκανε τον σταυρό της και έκλεισε τα μάτια της, αλλά σάματις λάγιασε από την κούρα πρέπει να γλάριασε και να κοιμήθηκε, και ότι τώρα μόλις ξύπνησε από τις φωνές του άνδρα της. Ο Γιάννης κατάλαβε ότι είχε γίνει κάποιο τρανό θάμα. Τήραξε απάνου κατά τον Θεό, έκαμε τον σταυρό του, άρπαξε τη Φιλίτσα και τα παιδιά του και ξεκουμπίστηκε για ξένο κι αλαργινό τόπο, δίχωτις να ειπεί σε κανένανε κατά πούθενες έσαξε, αλλά ούτενες που ξαναπάτησε στο χωριό. Κάμποσα χρόνια μετά, μολογάγανε ότι ακούστηκε από κάποιονε τσαμπάση, ότι ο Αρκουδόγιαννης ήτανε τσοπάνης στους Φλιγκαίους[1] που ήσαντε παλιοί κουμπάροι του παππούλη του, πέρα στου Φονιά[2], μαζί με τη Φιλιώ και τα παιδιά του.

Λεξιλογιο:

Αμποδάω, = εμποδίζω.

Ασκέρι, το = (τουρκ.) στρατός.

Αχνάρι, το = ίχνος ποδιού, πατημασιά.

Βάβα, η =  γιαγιά.

Γκάπελη, η = Κάπελη, (παραφρασμένη λέξη), το δρυοδάσος εδώ αναφέρεται της Φολόης.

Γνέμα, το = νόημα.

Δαύτους, = αυτούς

Ζούδι, το = το αγρίμι.

Ζορμπαλίκι, το = αυταρχική και καταπιεστική συμπεριφορά, αυθαιρεσία.

Καπίνιζε, (τοπική διάλεκτος) = ήθελε, έκρινε.

Κατσιμπούχερας, ο = καλικάντζαρος (τοπική διάλεκτος).

Κούρα, η = κούραση.

Λιανάδια, τα = τεμάχια από νεαρά κλαδιά.

Λυκουνιά, (τοπική διάλεκτος) = ομάδα α από πεινασμένα λυκόπουλα (εδώ παιδιά).

Μαγάρα, η = βρομιά, ιδίως από περιττώματα, άνθρωπος ανήθικος, ανέντιμος και κακός, παλιάνθρωπος.

Μαλινάρισε, = τρομοκρατήθηκε.

Μπίτι, = τελείως.

Μπονώρα, = πολύ πρωί, νωρίς, γρήγορα.

Μπόργιε, = μπορούσε.

Νογάω, = γνωρίζω, ξέρω.

Ντάβανος, ο = ο καύσωνας.

Νταραβέρι, το = ( τουρκ.) πάρε δώσε, υπόθεση.

Ντουγρού, = (τουρκική dogru) κατευθείαν, χωρίς διακοπή, αδιάκοπα, ολόισια.

Ντράβαλα, = ( τουρκ.) φασαρία, μπελάς.

Ξεκουμπίζομαι, = εξαφανίζομαι, φεύγω.

Παρμάκι , το = φαρμάκι, δηλητήριο.

Πιλάλα, = τρέχοντας.

Ρουπάκια, τα = πυκνοφυτρωμένα νεαρά δένδρα δρυς (βελανιδιάς).

Σκαπετάω, = χάνομαι στον ορίζοντα, καταπίνω.

Σκουραίνω, = εδώ σημαίνει δυσκολεύω.

Σουρλιχτό, το = το σφύριγμα (τοπική διάλεκτος).

Στανιό, = βία.

Τερτίπι, το = (τουρκ.) πάθημα.

Τρανύτερος, ο = μεγαλύτερος.

Τσορομπίλι, το = (τουρκ.) το μικρό παιδί.

Τσουρούλι, το = (τουρκ.) κομμάτι από ψωμί.

Φουρλατίζω, = γυρνοβολάω, περιφέρομαι.

Φτερίνα, η = φτέρη

Χαμοκέλα, η = ισόγειος αποθήκη (εκ του χάμου= ισόγεια,  καταγής [τοπική λέξη] + κελί- κελάρι).

Χαρτσάλεμα, το = ψάχνω για κάτι, κίνηση μέσα σε κλαδιά ή ξερά φύλλα.

Απομαγνητοφωνημένο κείμενο, καταγραφή Ηλίας Τουτούνης. Στο κείμενο, φαίνεται καθαρά η αποτύπωση της τοπικής διαλέκτου.



[1] Φλίγκος, οικογένεια από τον Φενεό τσελιγκάδες.

[2]Φονιά, κατά πάσα πιθανότητα λεκτική παραφθορά του Φενεού. ΗΦενεόςήταν πόλη-κράτος της αρχαίαςΑρκαδίας, σήμερα διοικητικά ανήκει στονομό Κορινθίας. Ήταν από τις μεγαλύτερες και σπουδαιότερες πόλεις της Αρκαδίας, βρισκόταν σε πλούσια πεδιάδα που την διέσχιζαν οι ποταμοίΌλβιοςκαιΔόξας, όταν τα ποτάμια αυτά κατέβαζαν πολύ νερό η πεδιάδα δεν πλημμύριζε,αφού τα νερά τους έβρισκαν διέξοδο στις καταβόθρες. Τα νερά αναδύονταν ξανά μετά από μεγάλη απόσταση, εκεί που ήταν και οι πηγές τουΛάδωνα. Ορεινός οικισμός με υψόμετρο 340μ. αποτελείται από δύο ακόμα οικισμούς, Βίλια και Λούζι. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της λεκάνης της Φενεού, στις νότιες πλαγιές της κορυφής Στρογγυλοβούνι. Στην ευρύτερη περιοχή του οικισμού βρίσκονται και τα ερείπια της αρχαίας πόλης Φενεός.


Εκτύπωση   Email

Κεντρική Σελίδα

Ο Τόπος μας

Παράδοση

Πολυμέσα

Ιστορία

Αναδημοσιεύσεις

Free Joomla! templates by Engine Templates