Κάλπη λέγεται το ειδικά κατασκευασμένο κιβώτιο, μέσα στο οποίο αποθέτουν τα ψηφοδέλτια οι εκάστοτε ψηφοφόροι, όταν διενεργούνται εκλογές. Η λέξη κάλπη απαντάται σε πλείστα αρχαία ελληνικά κείμενα με διαφορετικές σημασίες.
Κάλπη ή κάλπις, λεγόταν το στενόστομο και κοντόχονδρο αγγείο, όπου μέσα αποθήκευαν νερό, κρασί, λάδι, καρπούς, όσπρια, και άλλα πολλά είδη διατροφής. Επίσης σε τέτοια δοχεία τοποθετούσαν και την τέφρα των νεκρών, όταν τύχαινε να κάψουν τον νεκρό και όχι να θάψουν το σώμα τους, αυτό το δοχείο λεγόταν και τεφροδόχος. Τέτοια αγγεία είχαν στην βουλή και στα δικαστήρια για να ρίχνουν τις θετικές ή αρνητικές ψηφίδες[1]. «Τας κάλπας ένθα τας ψήφους καθίεσαν δικάζοντες».
Κάλπη επίσης ονόμαζαν τον μικρό αστερισμό που αποτελείται από τέσσερα μικρά αστεράκια και τον εντοπίζουμε στην άκρη στο χέρι του Υδροχόου, λέγεται έτσι επειδή μοιάζει μερικώς σαν αγγείο.
Την ονομασία κάλπη (calpe), φαίνεται να την είχαν δώσει οι Ρωμαίοι, στην μια από τις δυο Ηράκλειες Στήλες, που βρίσκονται στο Γιβραλτάρ. Πρόκειται για τον πιο χαμηλό ισπανικό βράχο, που όταν τον κυρίευσαν οι Άραβες τον ονόμασαν Γιβραλτάρ. Επίσης στην παραλία της αρχαίας Βιθυνίας, υπήρχε ένα εμπορικό λιμάνι, που ονομάζονταν Κάλπη.
Κάλπη, οι αρχαίοι Έλληνες έλεγαν το ρυθμικό πηδητικό τρέξιμο, κοινώς τον καλπασμό, ή πλαγιοτροχασμό[2] των αλόγων. Ειδικά, στις Ολυμπιακές ιπποδρομίες, ο επιδέξιος ιππέας, λίγο πριν από το τέρμα πηδούσε, κάτω από το άλογο και έτρεχε δίπλα του επιδεικτικά, ως το τέλος της διαδρομής. Έκανε κάλπη, δηλαδή κάλπαζε.
Οι πρώτες εκλογικές κάλπες, που στήθηκαν στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος μετά την απελευθέρωση του 1821, ήταν το 1844, οπότε και πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες βουλευτικές εκλογές. Πρόκειται για ένα όργιο, βίας, νοθείας, τρομοκρατίας κα παραχάραξης της εκλογικής βούλησης και συνείδησης του λαού.
Από κάποιο κείμενο της εποχής αναφέρεται: «Αί κάλπαι μετεφέροντο υπό των δήμων εις την πρωτεύουσαν του νομού, αλλά η μεταφορά αύτη ήτο τα μέγιστα κινδυνώδης, διότι αί καλπονοθεύσεις συνέβαιναν και αί κάλπαι ηρπάζοντο και εληστεύοντο. Φιλήσυχοι πολίται εκακοποιούντο, κάλπαι εθραύοντο και εν γένει τα πάντα επράττοντο ίνα νοθευτή το δημόσιον φρόνημα».
Ο Δημήτριος Δημητακάκης έγραφε: «Η μεν παραβίασις των καλπών ονομάσθη συστολή των σανίδων, αι σαπωνοκασέλαι και τα σακκούλια, κάλπαι, η λίμανσις των σφραγίδων τυχαία σύντριψις και οι απόβλητοι του λαού, επίλεκτοι αυτού».
Η λέξη κάλπη, καλπονόθευση, καλπονοθεία, καλπονοθεύω, δεν έχουν καμιά συγγένεια με το επίθετο ο Κάλπης. Αυτό, παράγεται από το τουρκικό κάλπ, που σημαίνει κίβδηλος, νόθος, ψεύτικος, ευτελής, παραποιημένος, παραχαραγμένος.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΚΟΥΡΑΣ ΚΑΙ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΙΣΙΝΗΣ
Κάποτε ο Γκούρας λεηλατώντας το σπίτι του Σισίνη[3] βρήκε κάλπικες σφραγίδες και γράμματα ενοχοποιητικά και ένα σωρό δείγματα ατασθαλίας, ενώ ο Γ. Σισίνης είχε φύγει με τον γιο του για την Ζάκυνθο όπου τον υποδέχθηκαν με γιουχαΐσματα οι Ζακυνθινοί. Ο Γκούρας[4] του έστειλε το παρακάτω γράμμα:
«Θεοσεβέστατε Σισίνη Γεώργιε.
Ευρήκα στο σπίτι σου της βούλαις της καλπαζουνίας, και δια να μην τύχει και δεν το πιστέψεις, ιδού όπου σου τις σημειώνω απάνου στο χαρτί, με τις οποίας βούλωνες εις το μέτωπο και εις την καρδίαν όλους τους δυστυχείς εγκατοίκους της επαρχίας Γαστούνης και όλους τους Έλληνας…».
Από την τοπική εφημερίδα «Πατρίς» Πύργου, αντλήσαμε την πιο κάτω είδηση: «Κατά τις 21 Ιανουαρίου 1861, όταν γίνονταν προετοιμασίες για τις επερχόμενες εκλογές, καταγγέλλονταν παρανομίες των Αρχών σε βάρος των πολιτών της Ηλείας. Την εποχή εκείνη οι αντίπαλοι ψηφοφόροι καταδιώκονταν. Στον Δήμο Πηνείων έγινε η καλπονόθευση κάπως διαφορετική, γιατί εκεί είχε διορισθεί Εφορευτική Επιτροπή, από αγράμματους του υποψηφίου Κουτζομύτη και δεν επέτρεπαν σε κανέναν να μπαίνει στην εκκλησία και έτσι ευνοούσαν την καλπονοθεία».
Κατά την προεδρική εκλογή του 1985 ο κ. Χρήστος Σαρτζετάκης, προτάθηκε από το ΠΑΣΟΚ και σε συνεργασία με τα κόμματα της αριστεράς, στις 29 Μαρτίου 1985, εξελέγη Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Η εκλογή του στιγματίσθηκε με την αρπαγή της κάλπης. Για την ψηφοφορία χρησιμοποιήθηκαν ψηφοδέλτια διαφορετικού χρώματος για κάθε υποψήφιο, κάτι που η τότε αξιωματική αντιπολίτευση (Νέα Δημοκρατία), κατήγγειλε ως απόπειρα ακύρωσης του μυστικού χαρακτήρα της ψηφοφορίας, επειδή, όπως υποστήριξε, το χρώμα του κάθε ψηφοδελτίου, διακρινόταν από τον ημιδιαφανή φάκελο που χρησιμοποιήθηκε. Επίσης υποστηρίχθηκε, ότι ο τότε Πρόεδρος της Βουλής Γιάννης Αλευράς, δεν έπρεπε να λάβει μέρος στην ψηφοφορία, ως εκτελών χρέη Προέδρου της Δημοκρατίας, μετά την πρόωρη παραίτηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Κατά την διαδικασία της εκλογής, ο βουλευτής Ιωαννίνων της Νέας Δημοκρατίας Ελευθέριος Καλογιάννης, άρπαξε την κάλπη και προσπάθησε να διαφύγει. Τότε οι συνάδελφοι βουλευτές, του κόλλησαν το προσωνύμιο, σε συνδυασμό με τ’ όνομά του, από Καλογιάννης σε «Καλπογιάννης».
Παροιμιώδης φράσεις:
- «Μ’ άλλα γκαστρώθηκε η κάλπη και μ’ άλλα γέννησε».
- «Κουτή- κουτί η κάλπη, αλλά πολλές αλήθειες λέγει».
- «Ότι βγάλει η κάλπη»
- «Οι κάλπες εμιλήσανε τα στόματα εκλείσανε».
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ:
Κάλπικος, ο = ο κίβδηλος, ο παραχαραγμένος.
Κάλπης, Καλπίδης, Κάλπικος, (τουρκ.) Kalp = η καρδιά, το ελάττωμα, ο ψεύτικος, ο κίβδηλος.
Καλπουζάνης, Καλπουζιάνης (τουρκ.) Kalpazan = ο παραχαράκτης, ο κιβδηλοποιός.
Καλπουζανία, η = απατεωνιά, μη τίμια πράξη.
Καλπάκι, το = πηλίκιο ή στρατιωτικό καπέλο το οποίο το φορούσαν κυρίως οι Σλάβοι και οι Τάταροι, χωριό στον νομό Ιωαννίνων, τοπ. στο χωριό Άγναντα Πηνείας.
Καλπασμός, ο = το ρυθμικό τρέξιμο των αλόγων, πλαγιοτροχασμός.
Καλπονοθεύω, = νοθεύω το αποτέλεσμα της εκλογής δια παραβιάσεως της κάλπης, (προσθήκης ή αφαίρεσης ή αντικατάστασης, ή αχρήστευσης ψηφοδελτίων).
[1] Ψηφίδες, ήσαν μικρά έγχρωμα μικρά χαλικάκια, όπου το κάθε διαφορετικό χρωματισμένο πετραδάκι αντικαθιστούσε την ανάλογη ψήφο, θετική ή αρνητική κ.ά. Οι ψηφίδες αυτές στην αρχή ήσαν πετραδάκια μετά αντικαταστάθηκαν από κουκιά και αργότερα από πολύ μικρά σφαιρίδια.
[2] Στην Πηνεία της Ηλείας, ο αυτός ο πλαγιοτροχασμός αυτό λέγεται «Γιοργάς» και τα πηνειώτικα άλογα που πετυχαίνουν αυτό τον καλπασμό λέγονται γιοργαλίδικα. O βηματισμός αυτός είναι πολύ ξεκούραστος για τον αναβάτη, πράγμα που τα κάνει περιζήτητα.
[3] Ο Γεώργιος Σισίνης (1769-1831) ήταν κοτζαμπάσης επί τουρκοκρατίας, οπλαρχηγός της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και πολιτικός στο νεοσύστατο κράτος.
[4] Ο Γιάννης Γκούρας (1771—1826) ήταν οπλαρχηγός της Στερεάς, γεννημένος στη Γκουρίστα Παρνασσίδας. Ανήκε στην ομάδα του αρματολού Πανουργιά και εν συνεχεία του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Πανουργιά.