Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης
Μολογάγανε παλαιά οι γριγιές, ότι εδώθενες στου Νταούτι, κάτου στο μύλο κάποτις ήτανε ένα τρανό στοιχειό που ’τρωγε τους αντρώπους. Ευτούνο ούλο τον γκαιρό τρούπωνε και κρυβότανε μέσα στη γης και έβγαινε όξω, σάματις πείναγε! Πότενες έβγαινε το γιόμα και πότενες την νύχτα. Μια βολά μολογάγανε, ένας από του Νταούτι από του Χροναίους, είχε χάσει ένα μουσκάρι κάνα δυο- τρίο μηνώνε. Έψαξε ούλο τον ντόπο να το ηβρεί, αλλά πουθενά τίποτις, λες και είχε ανοίξει η γης και το κατάπιε. Ένα από τους Γιανναίους, του είχε ειπωμένο ότι τάχατις το πιάσανε και το φάγανε οι κλέφτες οι Τζιμικαίοι από τις Βελιτσές. Όμως εφτούνος δεν το επίστεψε και το έβαλε αχμέτι – μωχαμέτι να ψάξει ούλο τον ντόπο να το ηβρεί. Ένα βράδυ μεσάνυχτα, που γυρνολόγαγε πέρασε και όξω από τον μύλο. Εδεκεί τι έγινε κανένας δεν ξέρει, ούτε είδανε ούτε αγκουρμαστήκανε τίποτα. Τη άλλη μέρα τόνε ηβρήκε ο μυλωνάς ο Σκούρτης φαγωμένονε, μόνο τα κόκκαλα και τα σκουτιά του κουρελιασμένα είχανε ξεμεινεμένο. Μονάχα η τραγιάσκα δεν είχε πειραχτεί, ήτανε πεσμένη παρέκει, ούτε στάλα αίματα ούτε σκίσιμο δεν είχε. Ο μυλωνάς ζουρλάθηκε μπίτι ο δόλιος, γιατί έγινε τέτοιο πράμα και δεν μπήρε τίποτις χαμπάρι. Είπε ότι μέχρι τα μεσάνυχτα άλεθε ο μύλος και δεν άκουσε τίποτις, ούτενες σκουσμάρια, μα ούτενες και τίποτα άλλο. Τότενς μαζώχτηκε ούλο το χωριό, μέχρι και τα τσορομπίλια και τηράγανε τον ξεκοκκαλιασμένονε άντρωπο και από την τρομάρα τους και την ανατριχίλα τους ήσαντε ούλοι τους κερωμένοι, σα κερολείψανα.
Ο παπάς τους έλεγε να μαζώξουνε τα κόκκαλα και ότι είχε απομεινωμένο από δαύτονε και να τα διαβάσουνε να του ανοίξουνε το κιβούρι του στο χωριό και να τόνε θάψουνε. Τότενες ένας τσοπάνης εκεί που τον τήταγε τρογύρω τον ντόπο, έπεσε το μάτι του σε κάτι παράξενα αχνάρια κάτου από τα πλατάνια εκεί που ήτανε νοτισμένος ο τόπος. Τότενες φώναξε και τον γκόσμο και τα πήρανε από κοντά - κοντά και δώστου χνάρι το χνάρι ισακά – ισακά, φτάσανε σε μια τρανή τρούπα σιμά στον όχτο του ποταμιού, εκεί που η κατεβασιά έκοβε τις όχτες. Τους έπιασε ούλους μια τρανή ανατριχίλα, γιατί ούλοι σκεφτήκανε πως ήτανε κάποιο στοιχειό ή κάποιο τρανό θεριό. Δεν κόταγε κανείς να μπει μέσα, γιατί χεζόσαντε από τον φόβο μην τάχα τους φάει και αυτούς. Τότενες είπανε και φέρανε τα ντουφέκια του χωριού και βάλανε φωτιά στην τρούπα με χερόβολα σανό, λιανάδια και ρετσίνι με προβατόμαλλο φτιαγμένα σε μπάλες σαν γκουβάρια, για να βγάνει καπινούρα και μυρουδιά για να το σκάσουνε ή για να βγει όξω και να του ρίξουνε μια μπαταριά και να το σκοτώσουνε. Όμως η φωτιά καιγότανε ούλη την ημέρα και η καπινούρα δεν έβγαινε από κάποια άλλη ποριά. Τότενες ενομίσανε ότι εκείνο το θεριό θα έσκασε και θα ψόφησε μέσα στην σπηλιά του. Μετά μαζώξανε πέτρες και κλαριά και ξύλα και βουλώσανε την πόρτα της τρούπας. Και θα τηράγανε κάθε μέρα μήπως χαλάσει το βούλωμα της τρούπας, για να καταλάβουνε, άμα ξανά βγει το στοιχειό από εκεί. Για μπόλικες ημέρες δεν περνάγανε ξεμοναξασμένοι από εκεί, και τα βράδια κανένας δεν κοιμότανε στις καλύβες, ούτε ο μυλωνάς στον μύλο.
Περάσανε κανά δυο μήνοι και τίποτα, η πόρτα της τρούπας κλειστή όπως την αφήκανε. Μια ημέρα ένας που πέρναγε από εκεί τήραξε από περιέργεια την τρούπα και είδε ότι ήτανε πεταμένα οι πέτρες και τα ξύλα που την είχανε βουλωμένο. Τότενες πήγε στο χωριό λαχανιασμένος και το έλεγε σε όποιον έβρισκε μπροστά του. Μαζώχτηκανε πάλενες οι γιάντρες του χωριού με ντουφέκια και πήγανε να ιδούνε. Βρήκανε την ποριά ανακατεμένη, αλλά πατήματα πουθενά, λες και πέταξε και έφυγε από εκεί. Πάλενες λάβανε τα μέτρα τους και φυλαγόσαντε. Πέρασανε κάμποσες ημέρες και μια μέρα βρήκανε ένα κριάρι φαγωμένο σκεντόν ούλο το κρέας του και τα κόκκαλα αφημένα σαν τον άντρωπο που είχε φαγωμένο όξω από τον μύλο. Τότενες οι περισσότεροι Νταουταίοι, πήρανε τα πράματά τους και φύγανε μακριά από το Νταούτι για να μη τους φάει το στοιχειό. Την άλλη χρονιά που κατέβασε το ποτάμι πλημμύρισε η τρούπα του στοιχειού και πέσανε χώματα και την βουλώσανε και από κάτου ακουγότανε ένα αγκομαχητό λες και ψυχορραγούσε κάποιος άνθρωπος. Από τότενες και πέρα δεν ξανακούστηκε για δαύτο τίποτις. Λέγανε ότι έπεσε η τρούπα και το φυλάκισε για πάντα μέσα στο ίδιο του το σπίτι.
Ακριβής απομαγνητοφώνηση
Τραγούδια που αναφέρονται στο Νταούτι, σήμερα Παλιοχώρα Βουπρασίας νομού Ηλείας.
ΤΡΙΑ ΧΩΡΙΑ ΑΓΑΠΗΣΑ
Ωρέ! Τρία χωριά αγάπησα τα τρία ποταμοχώρια
Ξενιές, Νταούτι και Μπαλί και δεν τ’ απαρνιέμαι.
Ν’ από μικρός ρογιάστηκα σ’ ενού παπά το σπίτι
που ’ταν ασίκης στου Μπαλί και στις Ξενιές αφέντης
και στου Νταούτι μυλωνάς, στου Νικολού το μύλο.
Πιάνει και στέλνει μια γραφή και στου Τσαούση γράφει:
-Τσαούση μου δεν προσκυνώ, δε σου φιλιώ το χέρι
μον’ παίρνω το ντουφέκι μου και βγαίνω στο καρτέρι!
ΣΤΟΥ ΝΤΑΟΥΤΙ ΜΕΣ ΤΗΝ ΜΕΣΗ
Στου Νταούτι μες την μέση και στην βρύση του Κορτέση
Πέσανε μωρέ Ντίνο μ’ πέσανε δυο ντουφεκιές,
πέσανε δυο ντουφεκιές, κι άλλες δυο μαχαιριές.
Εβαρέ- μωρέ Ντίνο μ’, εβαρέσανε τον Μπαμάκο
εβαρέσανε τον Μπαμάκο και τον Γιώρη τον γυφτάκο.
Μα ήσαντε μωρέ Ντίνο μ’, μα ήσαντε δυο Αηλαίοι
μα ήσαντε δυο Αηλαίοι, εφτούνοι οι Γιωργακαίοι.
Στο ’πα Γιώρη μου γυφτάκο και εσένα ρε Μπαμάκο
να μην πάτε στου Νταούτη την Παρασκευή ετούτη.
ΣΤΟΥ ΝΤΑΟΥΤΙ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΞEΝΙΕΣ
Στου Νταούτι και στις Ξενιές είχα δυο ν’ αγαπητικές
την μια την λένε- λένε Χρύσω και την άλλη Κυπαρίσσω.
Βρίσκω και φιλιώ την Χρύσω το ’μαθεν η Κυπαρίσσω
πάου και στην Κυπαρίσσω, κι με βρίζει- βρίζει η Χρύσω.
Πιάνω μια παλιοκουμπάρα, που δεν είχε η μαύρη άντρα
και φιλιώ – φιλιώ και δαύτη, φωτιά να πέσει να με κάψει.
Ν’ επροχτές μωρέ αργά- αργά, μου ’ρθε μια παραγελλιά,
στις Ξενιές να μην περάσω, στου Νταούτι μη πατήσω.
ΝΤΑΟΥΤΙ ΜΟΥ ΠΕΡΗΦΑΝΟ!
Ορε! Νταούτι μου, Νταούτι μου περήφανο, Νταούτι μου περήφανο και καταφρονεμένο,
Όρε ν’ όλος ο κό- ν’ ολός ο κόσμος κι ο ντουνιάς, ν’ όλος ο κόσμος κι ο ντουνιάς σ’ έχει παινεμένο!
Ορέ κι ένας παπάς κι ένας παπάς το έλεγε κι ένας παπάς το έλεγε και ένας παπάς το λέει.
Όρε μες του Νταούτι μες του Νταούτι, καζάντισα, μες του Νταούτι, εφτά χιλιάδες γρόσια.
Ορέ με μια κυρά με μια κυρά που έμπλεξα, με μια κυρά ν’ οπού ’μπλεξα, μια μαυροφοερεμένη.
Όρε και βγήκα ο μα- και βγήκα ο μαύρος στο κλαρί, και βγήκα ο μαύρος στο κλαρί, και βγήκα στα Μπεντένια.
Η ΒΓΕΝΙΚΟΥΛΑ
Εκεί κά- μωρ Βγενικούλα μ’ εκεί κάτου στου Νταούτι
εκεί κάτου στου Νταούτι και στο μύλο του Μαχμούτη,
ήρθανε δυο μωρ’ Βγενικούλα μ’ ήρθαν δυο παλικαράδες
ήρθαν δυο παλικαράδες με μαχαίρια και με γκραδες,
και μιλάν μωρ’ Βγενικούλα μ’ και μιλάν του μυλωνά.
Γι’ βγα όξ- μωρ’ Βγενικούλα μ’ γι’ βγα όξω μυλωνά.
γι’ βγα όξω μυλωνά, και μην βγάλεις ούτε τσιμουδιά.
Βγαίνει ο μύ- μωρ’ Βγενικούλα μ’ βγαίνει ο μυλωνάς αργά,
βγαίνει ο μυλωνάς αργά με τα χέρια του ψηλά.
Και η μυλωνού μωρ’ Βγενικούλα μ’ και η μυλωνού από πίσω
και η μυλωνού από πίσω με τον γιόκα της τον Χρήστο.