Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | H | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | O | Π | Ρ | Σ | Τ | Υ | Φ | Χ | Ψ | Ω |
Παγαίνω, πααίνω = Πηγαίνω
Παγανιά, (η) = σκόρπιο απόσπασμα που ψάχνει
Παγούρι = μικρό φορητό ξύλινο ή μεταλλικό δοχείο νερού
Παδέλα = Στρογγυλό πήλινο σκεύος- κατσαρόλα
Παιδοκομάω = γεννάω παιδί
Παίνια = Παίνεμα
Παίρι = αργά -αργά
Πάλα = χαντζάρι, γιαταγάνι, τουρκ. λέξη Γίνονταν αγώνες με τα σπαθιά πετώντας τα 8-10 μέτρα ψηλά και πηδώντας να το πιάνουν.
Παλάτζα = η κρεμαστή ζυγαριά με το βαρίδι
Πανάϊα = Παναγία
Πάλε = Πάλι
Παλιβή = Λευκή κατσίκα με μαύρα πόδια και πρόσωπο
Παλουκαριά = Φράκτης με παλούκια που κρατάει τα αντικείμενα να μην πέσουν στην κάδη του μύλου
Παλουκώνομαι = Μένω ακίνητος
Παναίριος, (α,ο) = εκλεκτός, θαυμάσιος, εξαιρετικός
Πανωγόμι = Φορτίο πάνω από το κυρίως φόρτωμα του σαμαριού
Πανώρια, (η) = η πολύ ωραία
Παπάρα, (η) = φαγητό με κομμάτια ψωμιού μέσα σε νερό ή γάλα
Παράγαλος, (ο) = αρρώστια αιγοπροβάτων
Παραγώνι = Ο χώρος γύρω από το τζάκι
Παραγκώνι (το) = αγκωνάρια που προεξέχουν από την γωνία του σπιτιού, "πρόσωπο" με την πρόσοψή του, αναμονή για μελλοντική σύνδεση με οικοδομική προσθήκη στην αρχική κατασκευή.
Παράδες, (οι) = τα χρήματα
Παράλυτο(ς), (ο, το) = ανίκανος να κάνει ο,τιδήποτε, άχρηστος
Παραστάδα (η)= αβαθής, διακοσμητική γωνιώδης κολόνα, ενσωματωμένη στον τοίχο.
Παρδαλή, (η) = εύκολη γυναίκα, ελαφρών ηθών και πολύχρωμη
Παρλιακός, (η,ο) = ο ανισόρροπος, ελαφρόμυαλος
Παρίπι, (το) = Δύστροπο, ανάποδο ζώο
Παραδίνω = Βλαστημάω
Παραδαρμός = Ταλαιπωρία, ποδοκόπι
Παραθάρρεια= εμπιστοσύνη
Παραθαρριέμαι = Στηρίζομαι σε κάποιον
Παραθάρρεμα = Αποκούμπι, στήριγμα
Παρακά = πιο κάτω
Παραλογάω = παραληρώ
Παραλοϊζω = χάνω τα λογικά μου
Παράνταλος = Χαζός
Παραπόρτι, (το) = βοηθητική μυστική πόρτα
Παραπούλια, (τα) = τα παραβλάσταρα στα λάχανα ή στο αραποσίτι
Παρασάνταλος, (η, ο) = αυτός που δεν έχει συνέπεια, ο άτσαλος
Παρέκει = Παραπέρα
Παρλαπίπας = Ο σαχλαμάρας
Παρμάρα = Αρρώστια γιδοπροβάτων
Πάρτη, (η) = μερίδιο, το μερδικό
Πασέτο (το) = μέτρο
Πασιόνα, (η) = Ωραία αφράτη κοπέλα
Πασιοφέγγαρο = Ολόγιομο φεγγάρι
Πασπάλα, (η) = η σκόνη, η άχνη που επικάθεται
Πασπατεύω = ψηλαφίζω, χαϊδεύω ερωτικά
Πάστα = Τοματοπολτός
Παστρικός = Καθαρός
Παστρικιά = 1.Πόρνη, η γυναίκα ελαφρών ηθών, 2. η καθαρή
Πατατούκα = βαρύ παλτό ή κάπα
Πάτερο, (το) = Ξύλινος τετραγωνισμένος κορμός που κρατάει την στέγη του σπιτιού
Πατήθρες = ξύλινοι μοχλοί που πατά η υφάντρα (και εναλλάσσονται τα μιτάρια) για να ανοίγει το στημόνι, εναλλάσσοντας τα μιτάρια.
Πατικώνω = συμπιέζω και γεμίζω
Πατητήρι = Ξύλινα τετράγωνα κάδη που κλείνει προς τα κάτω για το πάτημα των σταφυλιών
Πατιρντί, (το) = φασαρία, θόρυβος, διασκέδαση
Πατόκορφα = Από την κορυφή ως τα νύχια
Πατσαβούρα, (η) = 1.παλιόσκουτο για σκούπισμα 2.κακόφυμη γυναίκα
Πάφιλο = Τσίγκος
Πάχυτα (τα) = πολλά λίπη
Πάχνη, (η) = η πρωινή δροσιά
Παχνί, (το) =ξύλινο ταΐστρα ζώων
Παχνιάζω = βάζω τροφή στα ζώα
Πεδούκλι = σχοινί που δένεται στα μπροστινά ποδιά του ζώου, αλόγου κ.λ.π. να μην απομακρύνεται
Πεδουκλώνω = Εμποδίζω, μπερδεύω, δεσμεύω, από την αρχαία λέξη πέδη
Πεζούλι, (το) = λιθόκτιστο τοιχίο, εκατέρωθεν της εισόδου του σπιτιού , που χρησιμεύει για κάθισμα
Πελεκούδι = απομεινάρια ξύλου από το πελέκημα με τσεκούρι, «θα καεί το πελεκούδι»
Πεντάρφανος, (η, ο) = αυτός που δεν έχει κανένα
Πεντόβολα = Παιδικό παιχνίδι με πέντε μπίλιες ή πέτρες
Πέπελο = 1.ευτελές ρούχο 2. πολύ αδύνατο
Περατζάδα = μια βόλτα τριγύρω
Περγιορίζω = περιορίζω
Περιστερότρυπα (η) = άνοιγμα σχηματιζόμενο από δύο πήλινα κεραμίδια, τοποθετημένα αντίθετα και ενσωματωμένα οριζοντίως στο τοιχίο κάτω από το γείσωμα. Χρησιμοποιείται και για εξαερισμό.
Περπατιάρα = 1. Ζημιάρα προβατίνα 2. Γυναίκα μπερμπάντο
Πετιμέζι = Βρασμένος μούστος
Περίδρομος, (ο) = Στομαχόπονος, πολυφαγία, κολικός, «βγάλε τον περίδρομο» =σκασμός
Περίκοπα = σύντομη και ευθεία διαδρομή
Περόνι, (το) = το καρφί
Περονιάζει = διαπερνά (για το κρύο)
Πεσκέσι, (το) = δώρα με φαγώσιμα κυρίως
Πεσκίρι, (το) = πετσέτα για φαγητού
Πετρούτσι (το) = άσπρο λεπτό σαλιγκάρι της πέτρας
Πετσαλίδα (η) = λεπτό σαν πέτσα
Πετσούρι = μικρό χωράφι
Πετσώνα = μεταξωτό μαντήλι που κρεμούσαν στο μέτωπο των αλόγων κατά την διάρκεια του γάμου
Πετσώνω = Χορταίνω, ρίχνω ξύλο, καλύπτω με σανίδες μια επιφάνεια
Πέφτη = Πέμπτη
Πήδος, (ο) = πήδημα
Πηδοβολάω = Ικανοποιούμαι σεξουαλικά
Πήζω = Τολμώ, «Δεν σου πήζει»= δεν τολμάς
Πηχτή = Βρασμένο χοιρινό από το κεφάλι και τα πόδια
Πιάνομαι = απασχολούμαι, αναπιάνω = Φτιάχνω το ζυμάρι
Πιέτα = τσάκιση, δίπλα, σούρα
Πιθάρι = μεγάλο πήλινο δοχείο για την αποθήκευση τροφίμων
Πιλάλα, (η) = η τρεχάλα, γρήγορα
Πινακωτή = Ξύλινο κατασκεύασμα με χωρίσματα για το ψωμί μέχρι να φουσκώσει ώστε να είναι έτοιμο για ψήσιμο
Πινίγω = Πνίγω
Πίνος, (ο) = η βρωμιά στα μαλλιών των προβάτων
Πίπιζα, (η) = Μουσικό όργανο (πνευστό), καραμούζα
Πίρος = στρογγυλή ξύλινη τάπα (άνω και κάτω πίρος του βαγενιού )
Πισοκάπουλα = Καβάλα στο πίσω μέρος του αλόγου όταν είναι φορτωμένο
Πισοκούκι = σημάδεμα με κόψιμο του αυτιού στα γιδοπρόβατα
Πισπιλώνω = σκεπάζω, "πισπίλωσε με άχνη (ζάχαρι) τους κουραμπιέδες"
Πιστάρι (το) = το πίσω μέρος του σαμαριού
Πιστρόφια = Γιορτή επιστροφή των νιόπαντρων στο πατρικό σπίτι της νύφης για την αρπαγή αντικειμένων
Πίτσι = Οροθετημένος χώρος για το ρίξιμο της πέτρας ή νομίσματος για την προτεραιότητα στο παιχνίδι
Πιτσιγκώνια = επιθετικά μικρά μυρμήγκια
Πλακουτσολίθι = η λεπτή πλάκα, το κινητό τηλ. (εκφρ: Βάιος, Ταμπουρόγιαννης)
Πλανεύω = Δελεάζω, καλοπιάνω, ξεγελάω, δίνω κάτι όχι για χόρταση αλλά για να κοροϊδέψω
Πλαντάζω = Κλαίω δυνατά, ταράζομαι από θυμό
Πλαγιάζω = κοιμάμαι
Πλάστης = Κυλινδρικό ξύλο για το άνοιγμα της ζύμης
Πλαστήρι = Επίπεδο τετράγωνη η στρογγυλή τάβλα για να πλάθουν και να ρίχνουν τη ζύμη στο φούρνο
Πλάστιγγα = ζυγαριά για μεγάλα βάρη
Πλατσιουράω = τσαλαπατάω και παίζω στα νερά
Πλεξούδα = αρμαθιά σκόρδων, κρεμμυδιών κ.λ.π
Πλερώνω = Πληρώνω
Πλευρομετράω = Χτυπώ κάποιον πολύ άσχημα
Πλιάτσικο, (το) = η λεηλασία στη μάχη ή γενικά η κλεψιά σε μια φυσική καταστροφή
Πλιατσικολόγος, (ο) = ο κλέφτης στο πλιάτσικο
Πλίθα, (η) = χωμάτινος κύβος από χώμα και άχυρο που χρησιμεύει για το χτίσιμο σπιτιών, αντισεισμικός πλίνθος,
Πλουμί, (το) = στολίδι, κεντητό ή ζωγραφιστό
Πλοχεριά = Μια χούφτα τρόφιμα
Πλύμα, (το) = Νερό με πίτουρα για το τάισμα των γουρουνιών
Ποδάγρα, (η) = αρρώστια των ζώων όταν ακινητοποιούνται (πιάνονται) τα κάτω άκρρα.
Ποδαρικά, (τα) = Ξύλινα εξαρτήματα ( πέδιλα) του αργαλειού που όταν πατιούνται ανεβοκατεβάζουν τα μιτάρια.
Ποδεμή = Το πόδεμα (υπόδηση)
Ποδόλυσσα, (η) = αρρώστια σκύλων
Ποδοστατώ = μετά την ανάρρωση στέκομαι στα πόδια μου
Ποίσιος, (ο) = αυτός που θα κάνει κάτι. «ο ποίσιος και ο δείξιος»
Πόλκα = 1. Ζακέτα 2. Χτένισμα γυναικείο «πόλκα τα ‘χεις τα μαλλιά σου»
Πολυρίζι, (το) = αγριόχορτο
Πολυτρίχι, (το) = αγριοχόρταρο
Πολυφάδι, (το) = τελειωμένο κομμάτι σαπούνι
Πολυώρα = προηγουμένως, πριν από αρκετή ώρα
Πομπές = «τις έκρυψε της πομπές του» = δεν παρουσίασε τα λάθη του
Πονάω = Αγαπάω ερωτικά και το κρατάω μέσα μου
Ποτισμένος = βρεγμένος
Πορδοβούλωμα = Άχρηστος, τιποτένιος, πολύ μικρός
Πορδάλα, (η) = είδος μυρμηγκιών των δέντρων
Ποριά, (η)= Η πρόχειρη πόρτα στο χωράφι και στο γρέκι ή στρούγκα, το πέρασμα
Πορτόνι = πορτάκι φράχτη (αυτοσχέδιο)
Πόστο, (το) = η θέση
Ποταμός = Χοντρός τετράγωνος κορμός ξύλου που στηρίζει το πάτωμα
Πουγκί, (το) = σακούλι που φύλασσαν τα λεφτά
Πουλάρι = Νεογέννητο άλογο ή γαϊδούρι
Πουλομαδάω = Χτυπάω και βασανίζω άσχημα
Πουμπώνω = 1. Γεμίζω ένα χώρο με καπνό, καπνίζω 2. Θυμώνω, νευριάζω 3. Συννεφιάζω
Πούντα = Κρυολόγημα
Πούντος = (επίθετο) Πού είναι αυτός
Πουρνό = το πρωί
Πουτσαρίνα (η) = Η λεβέντισα, η αντρογυναίκα, η λεοντόκαρδη, η γεροδεμένη, η δραστήρια γυναίκα.
Πουτσούλας (ο) = Ο μπεσαλής, ο ντόμπρος, ο τίμιος νέος.
Πόσια = Πόση «πόσια μπατάκια κάνατε»
Πούσια = Τα ξεφλουδισμένα φύλλα του καλαμποκιού
Ποστάκος = Καταφερτζής
Πράμα = Το γυναικείο αιδοίο
Πράματα = Τα γιδοπρόβατα
Πρέζα = Μικρή ποσότητα
Πρεμούρα,η = βιασύνη να τελειώσει η δουλειά γρήγορα
Πριακόνι = Ξυλουργικό εργαλείο για λείανση επιφάνειας
Πριμαντόνα = Ανήθικη γυναίκα
Πριόβολος = Πυριόβολος
Προγκάω = 1. Τρομάζω, ξαφνιάζω, σκορπάω 2. Διώχνω κάποιον μακριά μου
Προσκεφαλάδα, (η) = τετράγωνη μαξιλάρα, στολισμένη με πάνινα τριαντάφυλλα, γεμισμένη με βάγια όπου μέσα έβαζαν καρύδια, ζαχαρωτά και χρήματα . Έπαθλο που κρέμαγαν στον ώμο του συχαρικιάρη του γάμου όταν κέρδιζε στο συναγωνισμό με το στολισμένο άλογο όπου μετέφερε το χαρμόσυνο μαντάτο του γάμου.
Προσφώλι = το αυγό στην φωλιά που προσελκύσει τις κότες.
Πρίσκα, (η) = Κοιλιά
Πρίσκαλο = Το άγουρο σύκο
Πρόγκα, (η) = 1.καρφί 2.εξάρτημα του αλετριού
Προγκάω = ξαφνιάζομαι. «Προγγάει το μουλάρι»
Προγκηχτήρι = Το σκιάχτρο
Προσανάβω = ανάβω τη φωτιά χρησιμοποιώντας (κάτι εύφλεκτο) προσανάβω
Προσφάϊ, (το) = αυτό που τρώγεται συνοδεύοντας το ψωμί
Πυράφι, (το) = η σφήνα που κλείνουν την τρύπα στο βαγένι
Πυριόβολος = ο πυριόβολος είναι σιδερένιο μικρό σύνεργο, με το σύνεργο τούτο χτυπούσαν την στουρναρόπετρα και με τις σπίθες της άναβε φωτιά η ίσκα για να ανάψουν φωτιά και τσιγάρο οι ξωμάχοι και οι καπνιστές.
Πυρομάχος, (ο) = το πίσω μέρος της εστίας στο τζάκι
Πυροστιά = Μεταλλικός τρίποδας που βαστάζει το καζάνι στην εστία (φωτιά)
Ραμόλιμέντο, (το) = ο ετοιμόρροπος, ο γεροξεκούτης
Ράσπα = Λίμα για ξύλα
Ρέγουλα, (η) = με μέτρο
Ρεντζουλάω = καταβρέχω απρόσεκτα, αφήνω να τρέχουν σταλαγματιές
Ρέντι = Το ράντισμα
Ρεντίκολο = ρεζίλη, θέατρο στον δρόμο
Ρεντίφης = Ανεπρόκοπος, ανεπρόκοφτος
Ρετάλι, (το) = 1. κομμάτι ύφασμα, 2. βρισιά
Ρέχτη, (η) = Η στέγη που εξέχει από τον εξωτερικό τοίχο για να διώχνει τα νερά
Ρημαδιακό, (το) = Έρημο σπίτι «στο ρημαδιακό μου»= το φτωχικό μου
Ριζάφτι, (το) = η ρίζα του αφτιού
Ριζικό, (το) = το πεπρωμένο
Ροβολάω = κατηφορίζω
Ρογώνω = Οργώνω το κατάλληλο για καλλιέργεια χωράφι μετά από βροχή
Ρογός, (ο) = ζεστός χώρος για νεογέννητα αμνοερίφια
Ροδάμι = Βλαστάρι πουρναριών
Ροδάνι = το εργαλείο που καλαμίζει (τυλίγει στο καλάμι) το νήμα στην ανέμη, από το αρχαίο ροδάνη
Ρόκα = υφαντικό εργαλείο για το γνέσιμο(κλώσιμο της κλωστής) του μαλλιού
Ρονιά = η γραμμή που στάζει το νερό γύρω στο σπίτι
Ρούγα, (η) = η γειτονιά, δρομίσκος « κάθε τόπος και ζακόνι κάθε γειτονιά και ρούγα»
Ρουκέλα = Κουβαρίστρα, παιχνίδι
Ρουκουλάω = κυλάω
Ρούντζα = μούτρωμα, ο θυμός, η κατήφεια
Ρουπάκι, (το) = ο τρυφερός βλαστός της βελανιδιάς, δασάκι με ποικιλία δένδρων
Ρουπώνω = τρώγω μάλλον λαίμαργα, “ρούπωσε το βαρέλι”
Ρούσος, (ο) = ο ξανθός
Ρουσούμπελη = πρήξιμο
Ρονιά, (η) = Η γραμμή του νερού που πέφτει από τα κεραμίδια, ο χώρος γύρω από το σπίτι
Ροκώνω = βουλώνω τις τρύπες του βαρελιού
Ρουμπελιά, (η) = Κατεβασιά νερού, ποταμού
Ρουπώνω = 1. Φουσκώνω 2. Σφίγγουν από το νερό τα ξύλα του βαγενιού και δεν χάνει 3. Ρουπώνουν οι μεγάλοι πότες
Ρουτζώνω = θυμώνω, «μου ρούτζωσε» = μου θύμωσε
Ρόζος, ροτζιόκι, (το) = 1. Εξόγκωμα ξύλου 2. Αγύριστο κεφάλι
Ρούσος = Κοκκινόχρωμος
Ροφιάνος = Ο σπιούνος, ο συκοφάντης
Ροφιάνα = Παλιογυναίκα
Σάβανο, (το) = το σεντόνι που τυλίγουν το νεκρό
Σαδώ = προς τα δω, κατά δώ
Σαδώ, σακεί = από εδώ, από εκεί
Σάικο, (το) = γερό, ανθεκτικό
Σακάτου = προς τα κάτω
Σακεί = προς τα εκεί , κατακεί σιαδώ = .
Σαν είναι = αν είναι, πρέπει
Σάματι = σάμπως, μήπως
Σάξε = ταχτοποίησε, φτιάξε
Σαπάνου = προς τα επάνω
Σαπέρα = προς τα πέρα
Σάϊσμα, (το) = στρωσίδι του αργαλειού από γιδόμαλλο
Σαΐτα = 1. Είδος φιδιού που πηδάει 2. Εξάρτημα του αργαλειού (περιλαμβάνει το υφάδι) για το πέρασμα(ρίξιμο) της κλωστής του υφαδιού στις κλωστές του στημονιού
Σαΐτα = το εργαλείο που περιλαμβάνει το υφάδι για ρίξιμο τ Σαΐτα = το εργαλείο που περιλαμβάνει το υφάδι για ρίξιμο
Σα(ίσια)- κά- κάτου = Προς τα κάτω, σα- πάνου, σα- πέρα
Σακιάζω = Γεμίζω τα σακιά (τσουβάλια)
Σάλα = αίθουσα υποδοχής των επισκεπτών στο σπίτι
Σαλαγκάω = οδηγάω τα ζώα με φωνές και κινήσεις
Σαλαμούρα, (η) = άρμη, αλατόνερο
Σάλεψε = κινήθηκε, μετακινήθηκε
Σάλμη, (η) = Της βρόμης το άχυρο
Σάλντιξα = πέταξα, ξαπόστειλα
Σαμάρι = Εξάρτημα που τοποθετείται στη ράχη των ζώων(υποζυγίων)
Σαμαρίτσα = Το μπεσίκι, ξύλινη κατασκευή σαν ανάποδο σαμάρι που χρησίμευε για κούνια μωρών
Σάματις = σάμπως, μήπως
Σαπίτης = είδος φιδιού
Σάρα, (η) = σκουπίδια, οι άχρηστοι άνθρωποι, « σάρα και η μάρα»
Σαρίδι, (το) = 1. Μικρό σκουπίδι 2. Ο τιποτένιος
Σάρωμα, (το) = η σκούπα
Σατέρι= Μεταλλική μικρή ζυγαριά
Σάψαλα, (τα) = Τριμμένα, θρυμματισμένα, σάψαλο =διαλυμένος από κούραση
Σβάρνα, (η) =ξύλινο ή μεταλλικό γεωργικό εργαλείο (με πλεκτές βέργες) για το στρώσιμο του οργωμένου χωραφιού από το γρομπόλια αυλακοστρώστης. «Πήρε σβάρνα τα χωριά» = γύρισε σε όλα τα χωριά
Σβερκώνω = Χτυπώ στον σβέρκο (αυχένα)
Σβερκώνομαι = Κοιμάμαι
Σβουγκουνάω = πετάω δυνατά και περιστροφικά κάτι, «του σβουγκούνισα μια πέτρα»
Σβουνιά, (η) = Η κοπριά, απόβλητα ζώων
Σγαρλάω = σκαλιζω επιφανειακά, ανακατεύω το χώμα, "σγαρλαέι η κότα"
Σγόρτσα, (η) = Η μαυρίλα, η βρόμα από απλυσιά που διακρίνεται κυρίως στους αγκώνες, στα γόνατα και στους αστραγάλους
Σγόρτσης, (ο) = Ο λεπριάρης, ο άπλυτος
Σγούμπα, (η) = η καμπούρα
Σγουμπιάζω = καμπουριάζω
Σγούψε = σκύψε
Σεβντάς, (ο) = το ερωτικό πάθος
Σειρά, (η) = Η τάξη «δεν έχει σειρά στο σπίτι της»
Σειριά, (η) = Το σόι, η ράτσα, η γενιά
Σεκλέτι, (το) = η στενοχώρια
Σέκος = Ο ξερό, ο νεκρός
Σέλα, (η) = το δερμάτινο σαμάρι ιππασίας, η σαγή
Σέμπρος, (ο) = ο συνέταιρος στις γεωργικές εργασίες
Σεντούκι, (το) = μπαούλο όπου φυλάσσονται κοσμήματα, χρήματα και έγγραφα
Σέρσεγκας (-ιγκι) = Καφέ κίτρινη μεγάλη μέλισσα με δηλητηριώδες κεντρί
Σέπωμαι = σαπίζω
Σεργιάνι, (το) = ο άσκοπος περίπατος
Σηκωπιθώνομαι = 1. Σηκώνομαι και κάθομαι 2. Μεταφέρω από σπίτι σε σπίτι κουτσομπολιά
Σκουριά, (η) = η βρώμα , το οξείδιο του μετάλλου
Σιάζω(ισιάζω) = 1. Ισιώνω κάτι 2. Κατευθύνομαι κάπου 3. Τακτοποιώ, διευθετώ, φτιάχνω κάτι, σουλουπώνω 4. Βελτιώνω, καλυτερεύω 5. Απειλώ «θα σε σιάξω»
Σιγούλια- σιγούλια = Σιγά-σιγά
Σιδερικό, (το) = Το όπλο ή μαχαίρι
Σίδερο, (το) = σίδερο για το σιδέρωμα των ρούχων με κάρβουνο
Σιδεροστιά, (η) = Η πυροστιά
Σιδερικά, (τα) = Τα κουδούνια
Σιμπάω = αναζωπυρώνω τη φωτιά
Σιομάδα ή σομάδα = Πλάκα πέτρινη δέκα περίπου εκατοστών διάμετρο για το παιδικό παιχνίδι «σομάδες»
Σιόπα, (η) = Το ξύλο, το ματσούκι «θα πέσει σοπίκι»
Σιφλογιάρης, (α,ικο) = ο βλογιοκομμένος
Σκαλούνι, (το) = το σκαλοπάτι
Σκαλτσούνι, (το) = 1. Η κάλτσα 2. Γλυκό
Σκαμπακίδα, (η) = Η χιονοθύελλα
Σκαμπίζω = Βλέπω λίγο, μόλις διακρίνω
Σκαμπίλι, (το) = η σφαλιάρα στο μάγουλο
Σκαπετάω = 1. Καταπίνω γρήγορα, καταβροχθίζω 2. Απομακρύνομαι περπατώντας και χάνομαι στο βάθος του δρόμου
Σκαπετάω = 1.περπατώντας απομακρύνομαι και χάνομαι στον ορίζοντα. 2. καταπίνω την μπουκιά μου
Σκαροπούλι, (το) = Νεογέννητο πρωτόβγαλτο αγριοπούλι, που μόλις πέταξε
Σκαρφίζουμαι = σχεδιάζω, επινοώ, μηχανεύομαι, σκαρφίστηκε
Σκαρτσαφαλώνω = Ανεβαίνω σε δέντρο, αναρριχιέμαι
Σκασίλα, (η) = σαρκασμός στην στενοχώρια άλου «σκασίλα μου
Σκατένιος = Βρώμικος
Σκαφίδι = Κοίλο σκεύος, ξύλινη σκάφη για ζύμωμα
Σκέπη = Μαντήλι γυναίκας
Σκερβελές, (ο) = ο ανεπρόκοπος άνθρωπος
Σκιάζαρος, (ο) = 1. Ο άσχημος άντρας 2. Το σκιάχτρο για τα ζώα
Σκιάζουμαι = φοβούμαι, τρομάζω
Σκιάχτρο= ομοίωμα ανθρώπου με παλιόρουχα για τον εκβιασμό των ζώων
Σκιζάρι, (το) = Σχιστό ξύλο
Σκλήθρα, (η) = Μυτερή και λεπτή πελεκούδα ξύλου που καρφώνεται στο σώμα
Σκλέπα, (η) = η επιδημία
Σκορδοκαΐλα = αδιαφορία για κάτι συγκεκριμένο «σκορδοκαΐλα μου»
Σκοτούρα, (η) = 1. η ζάλη2.το πρόβλημα για κάποιο ζήτημα
Σκουζμάρι, (το) = Δυνατό κλάμα, θρήνος γόος
Σκουληκαντέρα, (η) = μεγάλο σκουλήκι της γης σαν άντερο
Σκουλικιάζω = Βρωμίζω
Σκουντάω = σπρώχνω, ακουμπάω σκουντηξιά (η) = σπρωξιά.
Σκουντουφλάω = σκοντάφτω,
Σκουντούφλιασα = κατέβασα τα μούτρα, στράβωσα
Σκουράντζος, (ο) = η παστή ρέγκα
Σκούρο = Το πατζούρι, το κούφωμα
Σκουτέλι, (το) = Η κούπα
Σκουτί, (το) = Μάλλινο χοντρό ρούχο. (Από το σκότος)
Σκρόφα, (η) = 1.η γεννημένη γουρούνα 2. (βρισιά) για παλιογυναίκα,
Σκυλοκόριτο = (βρισιά) για παλιάνθρωπο
Σκυλοπερνάω = 1. Βρίζω άσχημα κάποιον, τον σκυλοπερνάω 2. Ζω με δυσκολίες, σαν σκυλί, πεινάω
Σμπαράλια =πολλά σπασμένα κομμάτια
Σοκάκι, (το) = το στενό δρομάκι
Σομόνι, (το) = Ψωμάκι που έδιναν στα μοναστήρια
Σουβλερό = μυτερό
Σούδα, (η) = στενό κομμάτι χωραφιού
Σούκουλα (τα) = παλιά ρούχα
Σουλούπι, (το) = η εμφάνιση
Σουρεκλεμέ =1. διασυρμένη και ξεφτιλισμένη γυναίκα 2.το στενό κάτω παντελόνι
Σουρλάω = 1. Σφυρίζω, σιγοσφυρίζω 2. Χάνω τα λογικά μου, το μυαλό μου, είμαι σουρλιμένος= χάζεψα
Σούρτι, (το) = το χαλινάρι
Σούπωσε = μαλάκωσε από το νερό
Σούσουρο, (το) = διασυρμός, κουτσομπολιό
Σούτα, (η) = χωρίς κέρατα γιδοπρόβατο
Σουγλάω = σουβλίζω
Σούγλα = η σούβλα
Σουγλί, (το) = Εργαλείο μυτερό του τσαγκάρη για το πέρασμα της κλωστής στο δέρμα (πετσί)
Σουλατσάρω = «κόβω βόλτες» άσκοπα, περπατάω
Σουρλάω= σφυρίζω
Σούρνω = 1. Σχολιάζω, κακολογώ, κουτσομπολεύω, βρίζω 2. Ξεγλιστράω σιγά- σιγά και αποσύρομαι
Σούρουπο = Το ηλιοβασίλεμα. Το σουρούπωμα
Σούφρα, (η) = Ασθένεια μωρών που κιτρινίζει το δέρμα και το κάνει καχεκτικό
Σοφράς, (ο) = χαμηλό τραπέζι
Σπάρτο, (το) = αυτοφυής θάμνος που με κατάλληλη επεξεργασία έφτιαχναν στρωσίδια και σαρώματα
Σπερνά= τα κόλλυβα
Σπιγκουνιά, (η) = Συκοφαντία, λόγια σε κάποιον, προδοσία
Σπιθάρι = Κοιλότητα στους βράχους που σταμάταγε το νερό
Σπιθούρι = Σπυράκι
Σπινά- σπινά = Χαμηλόφωνα
Σπιραλατιστός = Το βραστό κρέας με αλάτι χοντρό
Σπολάτι = κατόπιν, αρκετά
Σπορίζομαι = Έχω διάρροια ή σπορίκλα, σπορίστηκε το ζώο
Σπυρί = Ο σπόρος
Σταλίζω = 1. Χασομεράω, ξεκουράζομαι το μεσημέρι κάτω από το δέντρο 2.
Στάλος = Η ανάπαυση των ζώων το μεσημέρι στον ίσκιο
Στάμνα = δοχείο πήλινο με λαβή για την μεταφορά νερού από την βρύση
Στανιάρω = 1. Επανέρχομαι στην αρχική θέση «το βαρέλι στάνιαρε»= έσφιξε από το νερό και δεν τρέχει 2. Στηρίζομαι
Στασιό = Στάση, Ξεκούραση για λίγο
Στατέρι, (το) = Μικρό κοντάρι
Σταυροπόδι, (το) = κάθισμα ανδρών σε θέση οκλαδόν, με διασταυρωμένα τα σκέλη
Σταχτοφούρνι, (το) = Το εσωτερικό της γωνιάς ή του φούρνου
Στειλιάρι, (το) = η ξύλινη λαβή των εργαλείων
Στερνό = τελευταίο , «στα στερνά του μετανόησε».
Στέρφος, (η, ο) = στείρος, άτεκνος
Στεφανοθήκη = θήκη για τα στέφανα
Στούμπος = 1. Ο κοντόχοντρος 2. ο κακός μαθητής, ο βλάκας 3.. στρογγυλή πέτρα που τρίβουν το αλάτι, 4.κόπανος «θα στουμπίσω το αραποσίτι»
Στούμπακας- στουμπί = Λιθάρι λείο για χτύπημα (στούμπισμα)
Στουρνάρι, (το) = γερή πέτρα κόκκινου χρώματος
Στουφώνω = πνίγομαι «στούφωσα απ’ τη βρώμα»
Στυγερό, (το) = το ξύλο στη μέση του αλωνιού όπου έδεναν και γύριζαν τα άλογα
Στυλιάρη, (το) = 1. Ξύλο γεωργικών εργαλείων 2. Αγράμματος, αλύγιστος
Στραβομασελιάρα=Βρισιά. Κοροϊδευτικά για κάποιο που δεν συμπαθείς. Αναφέρεται ότι λέγανε τη Νάσταινα έτσι.
Στραβόξυλο, (το) = ο ανάποδος
Στραβούλιακας = Βρισιά για τον ζημιάρη
Στράτα, (η) = το δρομάκι
Στράφι = άδικα, στα χαμένα
Στρέβλα, (η) = Το ξύλο που ασφαλίζει δίφυλλη πόρτα
Στρέκλα, (η) = 1. βρισιά για τον κουτσό και αυτόν που χάνει την ισορροπία του 2. η αλογόμυγα
Στριγγλιάρης,α,ικο ο καχεκτικός, ο αδύνατος, ο αρρωστιάρης
Στρίγγλα = η κακιά και δύστροπη γυναίκα
Στήγερος = Το ξύλο στο κέντρο του αλωνιού
Συγγενικό = 1.Νευρική κρίση, επιληψία 2. Βρισιά «κακό συγενικό να σε εύρη»
Συγκέσιο, (το) = το συνοικέσιο
Συγκξιέμαι = Επιδιώκω κάτι με ανορθόδοξο τρόπο
Σύγκορμο= από πάνω ως κάτω
Συκοβάλλω = Συκοφαντώ, κακολογώ
Συμμαζωτάρι = υβριστικά ο σώγαμπρος
Συμπράγκαλα = Αντικείμενα ευτελούς συνήθως αξίας
Συμπολιάζω = Ταιριάζω
Συμπούπουλα = Ψηλά «με σήκωσε στ συμπούμπουλα»
Συνεμπαίνω = Ανακατεύομαι με δόλο σε ξένες υποθέσεις, παρεμβαίνω, αναμιγνύομαι
Συνερίζομαι = τα βάζω με κάποιον, παρεξηγώ, τσακώνομαι.
Συνταυλάω ή συμπάω = 1. Ανακατεύω φυσώντας την φωτιά για να δυναμώσει 2. κεντάω με λόγια κάποιον για να ανάψει ο καυγάς
Συντέρια, (τα) = 1.τα σίδερα πού κρατούν τα αγκωνάρια 2.οι κρίκοι του ζυγού
Συντυχιά, η = η σύμπτωση
Συφέρτα, (το) = Μεταλλικό σκεύος με χερούλι )μεταφορά για φαγητό)
Σύξυλος = Έκπληκτος, ακίνητος, εκστατικός
Συρμαγιά = Σεφτές, μαγιά
Σύρτης = 1. Μεταλλική λάμα που κλείνει τα κουφώματα 2. Αυτός που μεταφέρει κλεμμένα ζώα
Στενοβουρλίδα = 1. Στενή λωρίδα χωραφιού 2. Στενό παντελόνι
Συχαρίκια, (τα) = Τα ευχάριστα μηνύματα για γάμο, βαφτίσια κ.λ.π. το φιλοδώρημα σ’ όποιον φέρνει ευχάριστη είδηση
Σφάλαγκας –γκι = Η αράχνη
Σφάλαχτο, (το) = είδος ακανθώδους θάμνου
Σφάρδακλας, (ο) = ο βάτραχος
Σφαχτά, (τα) = Τα γιδοπρόβατα, το κοπάδι, το προς σφαγή ζώο
Σφερδούκλι, (το) = Ο ασφόδελος, το φυτό καλοκαίρα
Σφοντύλι, (το) = 1. υφαντικό εργαλείο, στρογγυλή πέτρα που τοποθετείται στο κάτω μέρος του αδραχτιού και διευκολύνει την περιστροφή του για το κλώσιμο της κλωστής 2. Κάτι ξαφνικό, ταμπλάς «μου ήρθε ο ουρανός σφοντύλι»
Σφόντυλος = (μετ.) Χαστούκι, σφαλιάρα δυνατή
Σχιζαύτι, (το) = Το σχίσιμο για σημάδεμα στο αυτί του αιγοπροβάτου
Σώγαμπρος, (ο) = ο γαμπρός που κατοικεί μαζί με τα πεθερικά του
Σωμάδες = παιδικό παιχνίδι που παιζόταν με πλάκες ή κεραμίδια
Σωμάρα = λιποθυμία, αδιαθεσία
Σώνω = τελειώνω κάτι, εξαντλώ
Σώσμα = το κρασί στο τελειωμό του
Σωρώνω = φτιάχνω σωρό
Τάβλα, (η) = σανίδα, τραπέζι συμποσίου
Ταή, η = το φαγητό των ζώων
Τάλε κουάλε = ίδιος, πανόμοιος
Ταλίμι, (το) = Επιδέξιο
Ταμάμ επίρ. = ίσια-ίσια, ακριβώς
Ταμαχιάρης, (ο) = ο δουλευταράς
Ταμπλάς= ημιπληγία, απότομα, απρόοπτα
Ταμπουράς, (ο) = έγχορδο όργανο
Ταμτέλλα, (η) = η δαντέλα
Ταντέλα, (η) = Δαντέλα
Ταχιά = Αύριο
Ταράκουλο, (το) = Ταραχή
Tαρακουνάω = ταράζω, συγκλονίζω
Ταρκάσι = αντικείμενο ευτελούς αξίας, λινάτσα, ρετάλι
Ταρναρίζομαι = ταλαντεύομαι, λικνίζομαι
Ταρναριστά = καμαρωτά
Τάτας, (ο) = ο πατέρας (έκφραση μικρού παιδιού)
Τάχα, τάχατες = μήπως, δήθεν, ίσως, (με ειρωνική διάθεση)
Ταχιά = αύριο
Ταχριμπέτσι = Δυνατό ξύλο (χτύπημα)
Τέζα (η) = τέντωμα, «τα τεζάρωσε» πέθανε
Τεζάχι = 1. Πάγκος 2. Ξύλο «θα φας τεζάχι»
Τεκνοφέσι = Άσθμα αλόγου
Τεμελχανάς = ο τεμπέλης, από το χάνι των τεμπέληδων
Τέμπλα, (η) = 1. Μακρύ ξύλο(ραβδί) για το χτύπημα και μάζεμα καρπών δέντρων 2. Ψηλή και άχαρη γυναίκα
Τηλώνομαι = χορταίνω φαγητό. «Αν περάσεις από την Μπαρμπότα θα σε τηλώσουνε μπομπότα».
Τέντα = ανοιχτά
Τέντζερης, (ο) = Χάλκινο σκεύος με καπάκι, κατσαρόλα μαγειρέματος
Τεντώνω = (μετ) Πεθαίνω
Tερτίπι, το = κόλπο, καμωματιά
Τέσα, (η) = Μεταλλικό(χάλκινο) στρογγυλό σκεύος με καμπυλωτό χερούλι
Τετοιώνω = 1.Εκτελώ σεξουαλική πράξη 2. λέξη χωρίς νόημα
Τέτοια = Ανδρικά γεννητικά όργανα
Τετράδη = Η τέταρτη μέρα
Τετραπέραντος, (ο) = ο πανέξυπνος σε όλα
Τέψα, (η) = Χαλκωματένιο ταψί
Τζαμιλίκι, (το) = το μικρό τζάμι
Τζερεμές = ανυπολόγιστο έξοδο
Τηλώνω = Χορταίνω
Τσαναμπέτης = αυτός που δεν έχει τρόπους
Τζερεμές, (ο) = η άδικη ποινή
Τζιολέυω, τσολεύω = Πειράζω, ενοχλώ «κεντάω»
Τζουρλάς = λαϊκό μουσικό όργανο από καλάμι ή ξύλο
Τηράω = κοιτάω, προσέχω, φροντίζω, τήρα κει = κοίτα εκεί
Τηράγομαι = 1. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη 2. Κοιτάζομαι, εξετάζομαι για αρρώστια
Τίγαρις = μήπως
Τίγκα = (επίρρημα) Παράφαγα
Τοίρα =όρα (αρχ.) = δες, κοίτα.
Τομάρι, (το) = 1.το δέρμα του ζώου, 2.ο αχάριστος, ο κακός άνθρωπος
Τόπι, (το) = το κλοτσοσκούφι, η μπάλα
Τουλούμι, (το) = το ασκί, το φουσκωμένο δέρμα
Τουλούπα, (η) =Τούφα (μπάλα) μαλλιού
Τούμπη = Εξόγκωμα εδάφους, όγκος
Τουμπάκι, (το) = μικρός λόφος
Τούμπανο = πρήστηκε, «έγινε τούμπανο»
Τούραγνα, τύραγνα, (τα) = αγαθά που αποκτήθηκαν με πολύ κόπο
Τουραγνία, τυραγνία, (η) = η τυραννία
Τούρλα =1.πολύ γεμάτο, ξεχειλισμένο, 2.κορυφή
Τουρλόκωλα, επίρ. =1. μπρούμυτα, 2. τουρλοκωλιάζω =σηκώνω τα οπίσθια, 3.«τουρλοκολιάστηκε από το ζώο» = έπεσε
Τούρκος, (ο) = Σκληρός, νευρικός, θυμωμένος
Τόφαλος, (ο) = ογκώδης, πολύ χονδρός
Τσάγκρα = μονόκαννο όπλο (εμπροσθογεμές)
Τσαπέλα, (η) = Το ξεραμένο σύκο
Τσαναμπέτης, (ο) = Κατεργάρης
Tσόλια, τσιόλια, (τα) = κουρέλια, παλιόρουχα
Τσοκάνι, (το) = το κουδούνι των προβάτων, τροκάνι
Τσιγκέλι, (το) = Το σιδερένιο άγκιστρο από όπου κρεμούσαν για αερισμό και συντήρηση το χοιρινό, τα πουλερικά κλπ.
Τσίτσικας = το πίσω μέρος που συγκρατείται το στυλιάρι της αξίνας, σκερπάνι κ.λπ.
Τσάρκος, (ο) = το «ζεστό» μαντρί για τα νεογέννητα αρνιά και κατσίκια
Τσούγκανο = πολύ ξερό (για το ψωμί)
Τσουρδέλι = πεταχτό, έξυπνο κορίτσι
Τσουράπια = κάλτσες
Τσιούπα, (η) = Το κορίτσι ή θυγατέρα, παντρεμένη ή ανύπαντρη
Τσουκάλι = χάλκινο στενό σκεύος με χερούλι για ζέσταμα του νερού στο τζάκι
Τσουρλώνω = σουφρώνω, «Τσούρλωσε τα χείλα» έσφιξε τα χείλη
Τρα, κει = πήγαινε εκεί,
Τράτο, (το) = ανοχή, ησυχία « δώσε τα δανικά με το τράτο σου»
Τραβάω = Κατευθύνομαι (τράβηξε για το ποτάμι)
Τραβολογάω = 1.κατευθύνω κάποιον παρά τη θέλησή του 2.συναναστρέφομαι κάποια μόνο για την σεξουαλική ικανοποίηση
Τράμπα, (η) = ανταλλαγή με είδος
Τραμπάκουλο = Ο κουτσός, ο μεθυσμένος
Τραμπουζάνα ή νταμουνζάνα = Μεγάλη πλεγμένη με ψάθα μπουκάλα
Τρανός (η,ο) = μεγάλος
Τράστο, (το) = Το ταγάρι του αργαλειού, σακούλι. σακίδιο
Τρατάρω = κερνάω
Τράτο, (το) = το περιθώριο
Τράφος = ρέμα, τάφρος
Τραφιάζω- ομαι = γκρεμίζω, -ομαι = πέφτω
Τριβώλια = αγκαθωτοί κόκκοι μεγέθους ρεβιθιού
Τριδόνες ή ντριδόνα, (η) = 1. Αιμορροΐδα 2. Ανησυχία, «τριδόνες έχεις…και δεν στέκεσαι…»
Τρεμοκουρκίζω = κρυώνω, τρέμω από το πολύ κρύο
Τρεμπεκλάω = τρικλίζω
Τρενάρω = καθυστερώ μια δουλειά
Τρικέρης, (ο) = ο σατανάς, ο διάολος
Τρίμματα, (τα) = ψίχουλα
Τρισκατάρατος, (ο) = ο καταραμένος
Τριτσινάω, ντριτσινάω = Κλωτσάω κατ’ εξακολούθηση
Τριφτιάδες, τριφτάδες, (οι) = Παραδοσιακό ζυμαρικό που παρασκευάζεται στη στιγμή Τρίφτης = Ποιμενικό σύνεργο
Τριτσινάω = Χοροπηδάω, πάω και έρχομαι χορεύοντας
Τριχιά, (η) = μακρύ σχοινί
Τροκάνι = Είδος τσοκανιού (κουδουνιού αιγοπροβάτων)
Τρόκλα = στροφή του δρόμου
Τρουποκεφαλιάζω = Πληγώνω πετώντας πέτρα στο κεφάλι
Τρουπώνω = (μεταφορά) Καταφέρνω να μπω σε καλή δουλειά
Τροΰρω, τρογύρω = Τριγύρω
Τρυγητής, (ο) = ο Σεπτέμβριος
Τρω = Τρώγω
Τσαγκλαρίδες, (οι) = αδύνατα πόδια
Τσακίδια = φύγε, χάσου
Τσακουμάκι = Ο αναπτήρας (με πριόβολο και ίσκα), ο Τσακουμάκης (γρήγορος)
Τσακώνω = συλλαμβάνω κάποιον επ' αυτοφώρω
Τσαλαβουτάω = πέφτω με τα ρούχα στο νερό
Τσαλαπατάω = πατάω και τσαλακώνω κάτι, ξαναπατάω άτσαλα
Τσαλαφός, (ο) = Ο χαζός, αυτός που δεν παίρνει από λόγια
Τσαλίμια, τσαλιμάκια = Κόλπα, νάζια
Ταμπάσης, (ο) = Έμπορος αλόγων
Τσαμπίδες = Τα απομεινάρια των τρυγημένων αμπελιών\
Τσαμπουνάω = φωνάζω χωρίς να με ακούει ο άλλος, επιμένω
Τσάμπουρο, (το) = ο σκελετός χωρίς τις ρόγες του σταφυλιού
Τσανάκα, (η) = η καρδάρα
Τζάντζαλα, (τα) = άχρηστα και ελαφρά ενδύματα
Τσαντίλα, (η) = 1. το πανί (πάνα,σάκος) για το στράγγισμα του τυριού και της μυζήθρας 2. ο εκνευρισμός (είμαι τσαντισμένος =είμαι νευριασμένος, τεντωμένος)
Τσαπερδώνα,(η) = 1.έξυπνη νέα γυναίκα, 2. πουτανίτσα
Τσαπί = σκαλιστήρι
Τσάρκος, (ο) = Χώρος για νεογέννητα αρνοκάτσικα, ζεστό μαντρί
Τσάρφαλα, (τα) = ξερόκλαδα για προσανάμματα
Τσάτσα, (η) = η θεία
Τσατσάλα = διχάλα
Τσέγκουρο, (το) = 1.το κοτσάνι του σταφυλιού 2. το αποστάφυλο μετά τον τρύγο
Τσεμπέρι, (το) = Βαμβακερό υφαντό μαντήλι με λουλούδια, κεφαλομάντηλο
Τσεμπέρα, (η) = Κεφαλομάντηλο
Τσέπι, (το) = το κέρατο
Τσέρλα, (η) = Διάρροια, ευκοίλια
Τσιγκέλι = κατεργασμένο κλαδί δέντρου για ανάρτηση αντικειμένων.
Τσίμπλα (η) = κολλώδες υγρό στο μάτι, ο τσιμπλιάρης
Τσιομύτης = Ο κοψομύτης, με μικρή μύτη
Τσιάμ- τσιριρίμ = Παιδικό παιχνίδι
Τσιατουμάς, (ο) = Εσωτερικός λεπτός τοίχος με καλάμια σοβατισμένος
Τσιγαρίδα, (η) = Κομμάτι παστού χοιρινού κρέατος
Τσιγαρίζω = 1. Τηγανίζω κρέας 2. Βασανίζω κάποιον
Τσιγκλαω = πειράζω, ενοχλώ κάποιον να εκνευριστεί
Τσίκα, (η) = Η σπίθα της φωτιάς
Τσίλης, (ο) = Το άσπρο άλογο
Τσίλικος, (ο) = δυνατός, όμορφος
Τσιλιβήθρα= πολύ αδύνατος
Τσιλιχρός = Καχεκτικός, αδύναμος
Τσιμπίδα, (η) = Εργαλείο του σιδερά
Τσιμπουροβύζα, (η) = η προβατίνα με πολύ μικρή θηλή
Τσιντσιρίζω =τηγανίζω (με θόρυβο)
Τσιουμπί, (το) = 1. Σκαμνί από κορμό δέντρου 2) Ρόζος στο ξύλο
Τσιπουλίδες (οι) = Τηγανίτες
Τσιπούρο, (το) = το ρακί
Τσιράκι, (το) = ο καλοθελητής
Τσιροπούλι, (το) =το μικρό πουλί, σπουργίτι.
Τσίτα, (η) = Το ξύλο για το μουνούχισμα και το τέντωμα των ζώων
Τσιτσί = Κρέας (έκφραση μωρών)
Τσιτσίδι = γυμνός,
Τσιτώνω = 1. Τεντώνω 2. Νευριάζω
Τσιφός, (ο) = Ο στυφός
Τσίφτης = 1. ο μπεσαλής, ο εξηγημένος 2. η πένσα(εργαλείο)
Τσίτσα, (η) = Μικρό ξύλινο βαρέλι (βαρέλα)
Τσιντσιρίζω = τηγανίζω
Τσοκάνι, (το) = κουδούνι για τα πρόβατα
Τσόλι, τσόλια = παλιόρουχα τριμμένα, ευτελές ένδυμα, κουρέλι
Τσορομπίλη, (το) = μικρό παιδί ή ζώο, τσορομπίλια = πιτσιρίκια
Τσότρα, (η) = το ξύλινο παγούρι
Τσόφλι το = το περίβλημα ξυρού καρπού, αυγού
Τσούλα, (η) = 1. προβατίνα με μικρά αυτιά 2. Ανήθικη γυναίκα
Τσουλώνω = σηκώνω τα αυτιά
Τσούμπι = 1. το ύψωμα, το τούμπι 2. Το κούτσουρο
Τσούνα, τσουτσούνα, (η) = το παιδικό μόριο
Τσούπα, (η) = το κορίτσι, η κοπέλα, η κόρη
Τσουράπια = μάλλινες κάλτσες.
Τσουρλώνω = ανασηκώνω, «τσούρλωσε τα αυτιά»
Τσουρούλι = κομμάτι ψωμί
Τσουρουφλίζω = καίω τις άκρες των μαλλιών ( ήταν έθιμο την λαμπρή)
Τσουπαρώνα = ομορφοκόριτσο
Τσουράπι, (το) = μάλλινη ανδρική κάλτσα
Τσουκάλι, (το) = χάλκινο αγγείο με χερούλι
Τσούκνα, (η) = υφαντό αμάνικο πανωφόρι
Τσουράπια, (τα) = μάλλινες κάλτσες
Τσουράπω, (η) = άσχημη γυναίκα
Τσουτσουρεύομαι = ζωηρεύω, υπερηφανεύομαι,
Τυλιγάδι, (το) = το εργαλείο για το τύλιγμα του υφαδιού (στημόνι) στα καλάμια
Τυλιγαδιάζω = τυλίγω νήμα
Τυφλοπάνι = 1. Παιδικό παιχνίδι 2. Το πανί που κλείνουν τα μάτια του επιβήτορα αλόγου προκειμένου να διασταυρωθεί με την μάνα του
Υγιός, (ο) = Γιος
Υφάδι = Το νήμα του αργαλειού που υφαίνεται στο στημόνι
Φακιόλι, (το) = πετσέτα φαγητού
Φάλαρα, (τα) =χάντρες και κοσμήματα των αλόγων
Φαλαρίδα ή αφαλαρίδα = φυτό που χρησιμοποιείται για σάρωμα
Φαλτσέτα, (η) = Εργαλείο τσιαγγάρι, κοπίδι
Φαρμακίλα, (η) = η πίκρα, «άσεμε στην φαρμακίλα μου παιδάκι μου» ή «έχω μια φαρμακίλα μέσα μου»
Φαρμακώνω = 1. δίνω φαρμάκι σε κάποιον 2. «κάνει φαρμάκι» κάνει κρύο, 3. «φαρμάκωσε τώρα» τρώγε τώρα
Φαρφάλα, (η) = Πολυλογίας, βλακεία
Φάσα = Πουλί άγριο
Φασκιά = λωρίδα ύφασμα που τύλιγαν το σώμα των νεογέννητων
Φασούλια = Τα φασόλια
Φεγγίτης, (ο) = μικρό παραθυράκι που μόλις φεγγίζει
Φέγγος, (το) = το φως
Φεγγρίζει = 1. βλέπει αμυδρά 2. μτφ. φεγγρίζει από την αδυναμία του, τον διαπερνά το φως, από το φεγγαρίζω
Φεκλώνια, (τα) = ξέφτια, ξεφτισμένες κλωστές
Φελάει = ωφελεί
Φελί = Μεγάλο κομμάτι
Φέρτσα, (η) = λωρίδα από λίπος του γουρουνιού
Φέρτσελο, (το) = Άχρηστο πράγμα
Φευγούλα, (η) = Φυγή
Φευγοδικάω = κρύβομαι για να μην πιαστώ από το νόμο
Φηκάρι, (το) = η ξύλινη θήκη του μαχαιριού
Φθισικός = Φυματικός
Φιδοπουκάμισο = το δέρμα του φιδιού
Φιλεύω = Κερνάω, προσφέρω (γλυκό)σε παιδιά
Φιότσος = βαφτιστήρας, αναδεκτός
Φιρί φιρί = γύρω-γύρω, ψάχνεσαι
Φιτιλιά, (η) = το ανακάτεμα σε τσακωμό, η ραδιουργία
Φκιάνω = φτιάχνω
Φκιασίδι, (το) = το κοκκινάδι για το πρόσωπο, το στολίδι
Φκυάρι = Φτυάρι
Φλάμπουρο, (το) = 1.το λάβαρο.2. υποτιμητικά ο λεβέντης
Φλέσουρα, (τα) = 1.ξερά φύλλα δέντρου 2. άχρηστα
Φλέτζα, (η) = φλούδα, λεπτή φέτα φαγώσιμου
Φλιέσκουρα, (τα) = Σωρός από φλούδια ή φύλλα δέντρου
Φλιόρα, (η) = Λευκή γίδα
Φλόκια, (τα) = 1. Στενόμακρες λουρίδες πάνινων ρούχων που μπαίνουν στο στημόνι για να φτιάξουμε κουρελούδες και φλοκάτες, 2. Το σπέρμα
Φλοκάτη ή φλοκοτό = Στρωσίδι ή κλινοσκέπασμα με φλόκια υφαντό
Φλουδάω = Κάψιμο από καυτό φαγητό
Φλούσια, (τα) = Φλούδια από όσπρια
Φλουσκούνι, (το) = άχρηστο αγριόχορτο με έντονη μυρωδιά
Φόλι, (το) = Το αυγό που κρατάει το κοτόπουλο στη φωλιά
Φορτοτήρα, (η) = το ξύλο με την διχάλα που χρησιμεύει για να συγκρατεί το ένα φορτίο στο σαμάρι μέχρι να φορτωθεί το άλλο
Φορτοτριχιά, (η) = το σχοινί σαμαριού που χρησιμεύει για το φόρτωμα
Φορτσέρι, (το) = Μπαούλο
Φούρλα, (η) = Περιστροφή, Το γύρισμα στο χορό
Φούρκα, (η) = ξύλινος πάσσαλος με διχάλα
Φουρκάω = Κρεμάω, «φουρκίστηκε»= απαγχονίστηκε
Φουρκάδα, (η) = ξύλινο δίχαλο για υποστήριγμα δέντρων και φυτών
Φουρκίζω = 1.απαγχονίζω, κρεμάω 2. προκαλώ θυμό σε κάποιον
Φούρλα, (η) = φιγούρα στο χορό, στροφή γύρω από τον εαυτό
Φουρνόκλεισμα, (το) = λαμαρινένιο καπάκι του φούρνου με χερούλι
Φουσάω = Φυσάω
Φούσκα, φουσκοτόπι = 1. Παιχνίδι με τόπι (μπάλα) από την κύστη του γουρουνιού 2 το άγαρμπο πέσιμο 3. φούσκος = το ξύλο, η σφαλιάρα
Φουσκί, (το) = η κοπριά, απόβλητα ζώων
Φουσοδεντριές (οι) = καύλες, ερωτικές επιθυμίες
Φούσκουλος- φούσκα = Πέσιμο από γλίστρημα
Φούσκουμα, (το) = Τυμπανισμός, αρρώστια ζώων
Φουσκώνω = νευριάζω, φουσκώνω ιδιοτροπία
Φρίκιασα = φοβήθηκα
Φυράδα, (η)= η χαραμάδα, «φύρινε το βαγένι» = άνοιξε
Φυρός = ο χαζός, αυτός που χάνει (μπάζει)
Φυτίλι, (το) = Πλεχτό νήμα για τη λάμπα πετρελαίου
Φρατζιάτα, (η) = Πρόχειρο καλύβι από χόρτα για το καλοκαίρι, στέκι
Φτενός, (η,ο) = ο λεπτός
Φτούνα = αυτά
Φτου = εκεί
Φτερακάω = φτερουγίζω, πετάω
Φτουράω = 1. Φτάνω, επαρκώ, «φτουράει»= είναι αρκετό 2. Υπολογίζομαι, μετράω σαν άνθρωπος, αξίζω
Φυλάω = 1 .Προσέχω κάτι 2. Ευρίσκομαι μέσα και προσπαθώ να βγω (για παιδικά παιχνίδια)
Φυσήχτρα, (η) = Τρυπημένο καλάμι για το τρύπημα της φωτιάς
Φυτεύω = Κτυπώ με δύναμη
Φώλος, (ο) = το φώλι, το αυγό που βάζουν στη φωλιά για να κλωσίσει η κότα
Φωτερά = Τα μάτια
Φωτίζω = Αδυνατίζω από έλλειψη φαγητού
Φώτιμα = Το ξημέρωμα
Χαβάνι = Σκεύος μεταλλικό για το τρίψιμο του αλατιού κ.λ.π.
Xαβάς, (ο) = 1.ο σκοπός τραγουδιού 2.η ιδιοτροπία
Xαβιά,η = χαλινάρι για ατίθασα άλογα
Χαβιώνω = περνάω τη χαβιά, κουμαντάρω, εξαπατώ κάποιον
Χαγιάτι, (το ) = ξύλινο μπαλκόνι ορόφου, ο εξώστης, η βεράντα, το λιακωτό, πακτωμένο στον τοίχο με κιγκλίδωμα και, συνήθως, με ξύλινες υποστηρίζουσες δοκούς.
Χαϊμαλί, (το) = 1.το στολίδι των ζώων με χάντρες 2.το φυλαχτό
Χάϊντε = Άντε
Χαϊρι, (το) = η προκοπή
Χαλάω = σκοτώνω
Χαλεύω = γυρεύω
Χαλκιάς, (ο) = ο σιδηρουργός, ο γύφτος
Χαλκωματένιο = χάλκινο
Χαμοκέλα, (η) = ισόγειο πέτρινο ή πλίθινο που χρησίμευε για στάβλο ή αποθήκη
Xαμόσπιτο, (το) = ισόγειο σπίτι που χρησιμεύει κυρίως για κατοικία
Χάμου = χάμω, κάτω
Χάμουρα, (τα) = τα χαλινάρια
Χαμπέρι, (το) = η είδηση, το μαντάτο
Χαμπερίζω = υπολογίζω, λογαριάζω
Χαμπηλώνω, χαμπηλά = Χαμηλώνω, χαμηλά
Χανάκα, (η) == Δερμάτινη λαιμαριά με χάντρες που βάζουμε για το μάτι στα άλογα
Χάνι, (το) = ξενοδοχείο, πανδοχείο για ανθρώπους και ζώα
Χατζάρια = μαχαίρια
Χάνω = Δεν πάνε καλά τα μυαλά, ξεχνάω
Χαράμι = άδικα
Χαρανί = Το καζάνι
Χαραμοφάης = ο ντεμπέλης αυτός που τρώει χωρίς να προσφέρει
Χαράργια, (τα) = τα ξυλάχερα, σύστημα με ξύλα και σχοινιά για τη μεταφορά του άχυρου με ζώα.
Χαραυγή, (η) = το γλυκοχάραμα
Χάρβαλο, (το) = 1. Το χαλασμένο, διαλυμένο, ετοιμόρροπο 2. Το αιδοίο για βρισιά «της μάνας σου το χάρβαλο»
Χαρδαβέλα ή χαρτναβέλα = Ο κρίκος που μπαίνει στη μύτη του γουρουνιού για να μην σκάβει
Χαρλαύτης = Βρισιά για τον πολυφαγά
Χαρχαλεύω = Ψάχνω κάτι αθόρυβα
Χάση, (η) = το χάσιμο του φεγγαριού
Χάσκω = γελάω με το στόμα ανοιχτό
Χασκογελάω = χαζογελάω χωρίς λόγω
Χασομέρι, (το) = η αργοπορία, χαμένος χρόνος, χασομέρης
Χάχαλο,(το) = ξυλαράκι, «θα μαζέψω χάχαλα για την φωτιά», χαλάλι = λεπτό ξυλαράκι
Χαψιά, (η) = η μπουκιά
Χερόβολο, (το) = μια χεριά θερισμένα στάχυα δεμένα με καλαμιά
Χεριά, (η) = όσο πιάνει ένα χέρι
Χερικό (το) = το καλό χέρι όπως το ποδαρικό
Χερόμυλος = μύλος με δύο όμοιες κυκλικού σχήματος πέτρες που η πάνω στρέφεται με ξύλινη χειρολαβή για το άλεσμα του σταριού
Xερχέρα = γρήγορα- γρήγορα
Χιμωνικό, (το) = Το καρπούζι
Χιονίστρα, (η) = μούδιασμα με πόνους των άκρων, προειδοποίηση κρυοπαγημάτων
Χλαπακιάζω = Τρώγω λαίμαργα και με θόρυβο
Χλαπουτσάω = τρώω λέμαργα χτυπώντας τα ούλα
Χλιαίνω = Ζεσταίνω
Χλιμιντρίζω = χρεμετίζω, ζητάω σύντροφο
Χλίψη, (η) = η θλίψη
Χόβολη, (η) = η θράκα, τα αναμμένα κάρβουνα σκεπασμένα με στάχτη
Χολιασμένος = ο θυμωμένος, στενοχωρημένος
Χοντρικό, χοντρό = 1. Μεγάλο γιδοπρόβατο 2. Αναίσθητος
Χοντρολιές, (οι) = οι φαγώσιμες (βρώσιμες) ελιές
Χουζούρι = ανάπαψη
Χούι = Άσχημη συνήθεια, ελάττωμα
Χουλιάρα, χουλιάρι = Κουτάλα, κουτάλι ξύλινο
Χούνη, (η) = 1. Στενό μέρος που ο θόρυβος δημιουργεί αντίλαλο 2. Σκοτεινό στενό μέρος
Χουνέρι, (το) = μεγάλη ζημιά, βλάβη, πάθημα
Χούρχουρη, (η) = Η κάδη του νερόμυλου
Χούσβελη, (η) = Η στάχτη του τζακιού
Χούφταλο, (το) = ο παλιόγερος
Χουχουλιέμαι= Ζεσταίνω με την αναπνοή τα χέρια, ανασαίνω πάνω στα χέρια μου
Χοχλάζει = κοχλάζει, βράζει, χόχλος
Χράπιος = Διαλυμένος, εύθραυστος
Χρουμπούλι, (το) = Ο σβόλος του τραχανά
Xρυσή, (η) = ο ίκτερος
Χτένι, (το) = 1) οδοντωτό εξάρτημα του αργαλειού, κατασκεύασμα με ακίδες καλαμιού που περνούν τα νήματα του στημονιού 2) μικρή χτένα μαλλιών, 3) το κάτω άκρο του ποδιού εκεί που δένει το κορδόνι
Χτικιό, (το) = Ανίατη ασθένεια, η φυματίωση
Xτικιάρης, (α,ικο) = ο φυματικός, ο φθυσικός
Χυλόπιτες = Ζυμαρικό κομμένο σε λωρίδες ή παραλληλόγραμμα κομμάτια
Χυλός, (ο) = πρόχειρο φαγητό στο τέντζερη με αλεύρι και νερό
Χωρατό, (το) = το γέλιο, το αστείο
Ψαλίδια, (τα) = τα ξύλα της στέγης
Ψάνη = χλωρό σιτάρι
Ψιλολιές, (οι) = οι ψιλές ελιές
Ψιλολοΐδια = μικροπράγματα
Ψιχάλα, (η) = το ψιλόβροχο
Ψιχαστήρα, (η) = Μεταλλική χειροκίνητη συσκευή για τον ψεκασμό του αμπελιού
Ψυχοπαίδι, (το) = παιδί ξένο ή ορφανό, που έπαιρναν οικότροφο να το εκμεταλλευτούν στην δουλειά τους
Ψυχοπονιέμαι = λυπάμαι, συμπαθώ κάποιον αδύναμο
Ψωλή, (η) = Το ανδρικό μόριο
Ψωμόλυσσα =πείνα
Ψωμώνω= μεστώνω
Ψηφώνω = νυχτώνω, ψήφωσε = νύχτωσε