Πιο πέρα απ’ την Γαστούνη[1] κατά την κείθενες μεριά που τραβάει για τα Κάτου Καβάσιλα, τράβαγε ένας καρόδρομος, εκειά που είναι σήμερα το γιοφύρι του τρένου, τότενες δεν ήτανε γιοφύρι γιατί δεν στέριωνε με τίποτα στο Γαστουνέϊκο ποτάμι. Για να διαβαίνουνε το ποτάμι είχανε μια μπεραταριά και άλλη μια ήτανε στα Σαμπάναγα κοντά στο σημερινό γιοφύρι που τραβάει ο δρόμος για το Τραγανό. Εκείνη την περαταριά την δούλευε κάποιος Δήμος Λημεριώτης τ’ όνομα και το πήρε από την λημέρισμα που έκανε εκεί στην μπεραταριά[2] για να βγάνει το ψωμί του.
Πλάι στην μπεραταριά ήτανε χέρσος τόπος και εκεί παγαίνανε και πλένανε τα σκουτιά και τα προβατόμαλλα, από την δώθενες μεριά οι Καβασιλιώτισσες και από την κείθενες οι Γαστουνιώτισσες. Τον θέρο γινότανε εκεί από κα πανηγύρι, από τις γυναίκες και τα τσορομπίλια[3]. Να σου ειπώ και κάτι ξέρεις πόσα παιδιά και γυναίκες είχανε πινηγεί σ’ ευτούνο το ποτάμι; Ξέρεις τι λένε; «Τα σιγανά ποτάμια να φοβάσαι!».
Μια μέρα ο Δήμος τα είχε πιωμένο, μόλις γύρισε από τα Καβάσιλα για την μπεραταριά, στην καλύβα που είχε κατά την Καβασιλέϊκη μεριά, έπεσε και κοιμήθηκε. Την άλλη μέρα, κάποιοι που θέλανε να διαβούνε το ποτάμι, τον βρήκανε ξερό. Ερήμωσε από τότε η μπεραταριά, την μπήρε ένας από του Μουσουλούμπεη κάποιος άμα θυμάμαι καλά ο Μούστος Μπομπής. Ευτούνος μόλις χαλούπωνε τα μάζωνε και μπουχός για το Μουσουλούμπεη. Δεν είχε όρεξη για δουλειά. Τότενες, μετά το Πάσχα, έφτασε μια φουρνιά γύφτοι για το πανηγύρι της Γαστούνης που γινότανε του Άη – Κωνσταντίνου. Εφτούνοι ερχόσαντε καμιά δεκαριά μέρες μπροστά και στανιαζόσαντε[4] κοντά στο ποτάμι, σ’ ένα χέρσο χωράφι, εκεί φτιάχνανε καλύβες, φέρνανε και ζωντανά, άλογα και γαϊδούρια, κάνανε τον τζαμπάση[5] και από το θέρο μέχρι της Αγιά Σοφιάς τον Τρυγητή γυρνοβολάγανε ούλο τον κάμπο.
Ένας από δαύτους είχε φέρει και μια αρκούδα, θερία και την είχε ξημερώσει και την έκανε ότι ήθελε. Την είχε φέρει νύχτα και την είχανε κρυμμένο σε μια ραποκαλύβα που την φτιάξανε κάτου από μια μεγάλη ιτιά και την είχανε δεμένο από τον κορμό της.
Ένα βράδυ κάποιος πραματευτής[6], που ήξερε ότι ο μπερατάρης ο Δήμος τον πέρναγε από εκείνη την μεριά ότι ώρα να ήτανε, με δυο βασταγούρια[7] φορτωμένα με πραμάτεια έφτασε από τις Αχαγιές, πηγαίνοντας στο πανηγύρι. Μόλις έφτασε στην μπεραταριά, είχε σουρπώσει για τα καλά και δεν ήτανε απήκου ο μπερατάρης να περάσει κείθενες. Οι γύφτοι τον είδανε και εκείνος που είχε την αρκούδα την απόλυκε επίτηδες και ευτούνη έσαξε κατά τον πραματευτή. Ευτούνος δεν είχε ξανά ιδεί τέτοιο θεριό και σάματις την είδε με το φώς του φεγγαριού να κοντοζυγώνει, αμόλυκε τα βασταγούρια και το έβαλε στα πόδια. Η αρκούδα μόλις τον είδε να πιλαλάει του απολύθηκε στα κοντά, ευτούνος χάθηκε μέσα στην νύχτα. Οι γύφτοι πιάσανε τα βασταγούρια, ρημάξανε την πραμάτεια και διώξανε τα γαϊδούρια όλη την νύχτα να πάνε να τα πουλήσουνε. Ο πραματευτής λαχανιασμένος και τρομοκρατημένος τρούπωσε σ’ ένα Καβασιλέϊκο σπίτι και τους είπε ότι στο ποτάμι την μπεραταριά την φυλάει ένα στοιχειό. Εκείνοι δεν τον πιστέψανε γιατί δεν είχανε ξανά ακούσει τέτοιο πράγμα και όπως φαίνεται δεν είχανε ξανά ειδωμένο αρκούδα στον τόπο τους. Την άλλη ημέρα το πρωί πήρε κανά δυο Καβασσιλαίους και πήγανε στην μπεραταριά, αλλά τίποτα, οι γύφτοι είχανε ξυπνήσει και κάνανε χαζούρι[8]. Όταν τους ρώτησε για στοιχειό γελάγανε και έδειχναν ότι ό πραματευτής έλεγε κουταμάρες. Όταν τους ρώτησε για τα βασταγούρια πάλενες κάνανε τον ανήξερο. Ευτούνος αφού δεν βρήκε τίποτα, πήρε τρογύρω τον τόπο και ρώταγε, αλλά τίποτις τα βασταγούρια τα είχανε διωγμένο αλάργα ούλη τη νύχτα.
Οι γύφτοι φαίνεται ότι γλυκαθήκανε με την πραμάτεια και τα βασταγούρια και τηράξανε και το κάνανε πάλι. Ένα βράδυ ερχότανε ένας καβαλάρης ντυμένος αρχοντικά μ’ ένα μαύρο φαρί σαν βασιλιάς, με το μαύρο του κουστούμι και τ’ άσπρο του πουκάμισο καμαρωτός – καμαρωτός. Όταν έφτασε στην μπεραταριά, και δεν βρήκε κανένα, άφηκε το άλογό του κοντά στην δέστρα και έστριβε τσιγάρο, τότενες ακούει ένα βαρύ ουρλιαχτό και τηράει και βλέπει ένα θεριό που έμοιαζε σαν άνθρωπος και σαν μαλιαρό στοιχειό να έρχεται κατά απάνου του. Τότενες, τ’ άλογο πρόγκηξε και έφυγε καλπάζοντας μέσα στο σκοτάδι. Ευτούνος μόλις είδε τ’ άλογό του να προγκάει και να χάνεται και τηρώντας το στοιχειό να έρχεται κατά απάνου του, έπαθε τρανή τρομάρα του ήρθε νταμπλάς και έμεινε αναίσθητος. Τότε πλακώσανε οι γύφτοι και αφού τον ψειρίσανε για τα καλά, του πήρανε κάτι λίρες ένα ρολόι δυο δακτυλίδια και το μπιστόλι του, μέσα στο σκοτάδι, τον βαρέσανε με τα ματσούκια και τον αφήκανε μισοπεθαμένο, τάχατις να φανεί ότι τον ζούπισε το στοιχειό. Την νύκτα με το κρύο φαίνεται να ξύπνησε και πήγε στα τσαντήρια των γύφτων και ζήτησε βοήθεια. Εκείνοι πάλενες κάνανε τον ανήξερο και του είπανε ότι δεν πήρανε χαμπάρι τίποτις. Το άλογο του, το είχανε τσακώσει κι αυτό οι γύφτοι και το σούρανε ούλη την νύκτα για τόπο αλαργινό.
Την άλλη μέρα μαθαίνοντας ο κόσμος γι’ αυτό που συνέβη στον ξένο άνθρωπο, άρχισε να βουΐζει ο τόπος για το στοιχείο της μπεραταριάς, και όπως ξέρεις ο κόσμος «Την τρίχα τήνε κάνει τριχιά». Μετά από δυο τρεις ημέρες, μιας και είχε ζυγώσει το πανηγύρι, πάλενες έρχοσαντε δυο τρεις πατρινοί με πραμάτεια στα άλογά τους για να περάσουνε την μπεραταριά. Ο καινούριος μπερατιάρης δεν ήτανε εκεί και νυχτώσανε. Οι γύφτοι τους πιάσανε κουβέντα και τους είπανε να κοιμηθούνε εκεί και την άλλη μέρα να περάσουνε. Μόλις είχε νυχτώσει, για τα καλά, εκείνοι μαζώξανε ξύλα και ανάψανε μια φωτιά να πυρωθούνε. Οι γύφτοι πήγανε στα τσαντήρια τους τάχα να κοιμηθούνε κι εκείνοι. Μόλις καταλαγιάσανε, οι πραματευτάδες οι γύφτοι απολύκανε την αρκούδα και εκείνη μόλις κοντοζύγωσε στην φωτιά τ’ άλογα την αφουγκραστήκανε, αφηνιάσανε και αρχινήσανε να χλιμιντράνε η αρκούδα ούρλιαξε και οι πραματευτάδες πεταχτήκανε από τα στρωσίδια τους. Μόλις είδανε το στοιχείο να έρχεται κτά απάνου τους φοβηθήκανε και το βάλανε στα πόδια. Τότε οι γύφτοι βρήκανε την πραμάτεια τους και την πήρανε. Πήρανε και τ’ άλογα και τα διώξανε ούλη την νύχτα. Την άλλη μέρα πάλενες μόλις μαθεύτηκε και το νέο για το στοιχειό, στα Καβάσιλα, στην Γαστούνη και στα γύρω χωριά ούλοι μολογάγανε για το στοιχειό της μπεραταριάς.
Αυτό έπεσε και στα αυτιά της νοματαρχίας[9] και ένα βράδυ πήγανε και φυλάξανε. Μόλις τους είδανε οι γύφτοι δεν κουνηθήκανε καθόλου. Την αρκούδα την κρατάγανε κρυμμένη και μόλις έφυγε η νοματαρχία, πήρανε μια νύχτα την αρκούσα και φύγανε μακριά. Λέγανε ότι την ίδια την χρονιά τους συνάντησε κάποιος τζαμπάσης με την αρκούδα τους , που την είχανε για χορό και να την βλέπει ο κόσμος στην Τεγέα στο πανηγύρι, που είναι κοντά στην Τρίπολη.
Αλλά του κόσμου μετά από ευτούνα που γίνανε η γλώσσα δεν έλεγε να κοπάσει, λέγανε και ξελέγανε, αλλά στοιχειό πουθενά!
Οκτώβρης 2018
Το άρθρο υπόκειται σε πνευματικά δικαιώματα
[1] Συλλογή καταγραφή Ηλίας Τουτούνης, από τον αείμνηστο Γιάννη Γιαννικόπουλο, κάτοικο Καβασίλων, την Κυριακή 4 Νοεμβρίου 1984
[2] Μπεραταριά, ή περαταριά, πέρασμα ποταμού με διάφορους τρόπους εκεί που δεν υπήρχε γεφύρι. Η περαταριά ανήκε σε ιδιώτη και συνήθως η εκμετάλλευση γινόταν με ενοικίαση. Στον Πύργο την περαταριά της Αγουλινίσας που υπήρχε στο Αλφειό ποταμό, ο Πουκεβίλ το 1805 ανέφερε ότι ήταν ενοικιασμένη από τους προύχοντες του Πύργου, με το ποσόν των 800 γροσιών κατά έτος.
[3] Τσορομπίλια, τοπική διάλεκτος που σημαίνει πιτσιρίκια.
[4] Στανιάζομαι, εκ του στάνη, που σημαίνει κατακλύζω (διαμένω) σε κάποιον τόπο προσωρινά.
[5] Τσαμπάσης, περιφερόμενος έμπορος μεγάλων οικόσιτων ζώων.
[6] Περιφερόμενος έμπορος ψιλικών ειδών.
[7] Βασταούρια, είναι τα γαϊδούρια, που τα φόρτωναν για την μεταφορά αντικειμένων.
[8] Χαζούρι, το ρεμεπλιό, περνώ την ώρα μου, χωρίς να πράττω τίποτα!
[9] Νοματαρχία ή Ενωματαρχία, κλιμάκιο της τότε χωροφυλακής.