Μια φορά το παλιό καλό καιρό στου χωριό Μπέχρου (σημ. Ακροποταμιά Πηνείας), είχε έρθει ένας σώγαμπρος από το χωριό Κατσουλιά (σημ. Περδικονέρι) Γορτυνίας, εκειά όπου όλοι τον ξέρανε με τ’ όνομα Τσάνος.
Ο δόλιος ο Τσάνος καθώς μολογάγανε οι παλαιοί ήτανε ένας τρανός κατσικοκλέφτης και όταν κάποτε πιάστηκε από το απόσπασμα και τονε μπήξανε σε δυο χρόνια φυλακή και ενανίμυση χρόνο εξουρία να την κάμει στο Μπέχρου.
Μόλις ο δόλιος τελείωσε την φυλακή του στις φυλακές του Ρίου, εκειδά που είναι το κάστρο παλαιά ήσαντε οι φυλακές, έπρεπε να κάμει και τον ενανίμυση χρόνο της εξουρίας του. Γύρισε ο μαύρος, μετά την φυλακή στο σπίτι του στη Κατσουλιά, εκεί ήταν μόνο η μάνα του, οι αδερφές του είχανε παντρευτεί. Η μια είχε πάει νύφη στη Δάφνη (σημ. Στρέζοβα Καλαβρύτων) και η άλληνε στη Ζελέχοβα (σημ. Αμυγδαλιές Ανδρίτσαινας).
Ήτανε ο μαύρος στα χάλια του, μπίτι σαν πεθαμένος, αδύνατος, κιτρινιάρης σαν το σπαρματσέτο και με τα σκουτιά του ξασπρισμένα και σκισμένα λες και είχε διαβεί από εκατό λόγγους. Έκατσε το λοιπόν μια – δύο μέρες στη μάνα του, άλλαξε τα σκουτιά του, πήρε και ένα μικρό κουταβάκι που είχανε στο κονάκι τους και κίνησε να πάει στου Ντελήμπαλη (σημ. Εφύρα Πηνείας), να πάει να παρουσιαστεί στον νωματάρχη και να τον πάει στο χωριό Μπέχρου εκεί που έλεγε το χαρτί της εξουρίας.
Μετά από κάνα δυο-τρεις ημέρες έφτασε στου Ντελήμπαλη κουρασμένος, όχι όμως νηστικός γιατί του είχε βάλει η μάνα του στο τράστο λίγο ψωμί και ότι φτώχεια είχε η κακομοίρα. Μόλις έδειξε τα χαρτιά του στον νωματάρχη, ο αστυνόμος τον έβαλε κάτου να κάτσει σε μια καρέκλα και του τα έψαλε. Τήρα του λέει: Εδώ θα κάτσεις φρόνιμος για να εκτίσεις την ποινή της εξουρίας σου και ότι λείψει από το χωριό και από την γύρω περιοχή θα είσαι υπεύθυνος.
Ο μαύρος ο Τσάνος τ’ έχασε, δεν ήξερε τι να ειπεί, μόνο κούναγε το κεφάλι προς τα κάτου γνέθοντας να του ειπεί ότι συμφώνησε.
Ο νωματάρχης τότε φώναξε ένα κωροφύλακα και του είπε να πάρει τον Τσάνο και να τον πάει στου Μπέχρου να τον παραδώκει στον πρόεδρο. Ο κωροφύλακας καβάλησε ένα άλογο και μπροστά προχώραγε ο Τσάνος με τα πόδια και πήγανε στου Μπέχρου.
Σάματις φτάσανε είχε σουρπώσει για τα καλά. Ο κωροφύλακας τον πήγε στο σπίτι του πρόεδρου και του τον παράδωσε, ώστε να τηράξει και να του βρει καμμιά χαμοκέλα να κοιμάται και βρεί κανένανε που να θέλει καμμιά αγγαρεία να του δίνουμε κάνα ξεροκόματο κουμούτσι να μην πεθάνει της πείνας. Ανταμώθηκε και με τον δραγάτη, Πέτρο τον λέγανε, και ήρθε και εφτούνος μπροστά να γνωρίσει τον Τσάνο και να του ειπούν δυο κουβέντες και να του κάνει σύσταση. Ο πρόεδρος και ο Πέτρος ο δραγάτης, τα διάβασανε στον Τσάνο και αφού συμφώνησε, του δείξανε ένα παλιαχούρι στην άκρη στην κάτου ρούγα του χωριού κοντά στον μύλο και του είπανε να πέσει και να πλαγιάσει. Τόνε καληνυχτίσανε και τραβήξανε για τα κονάκια τους. Ο Τσάνος πήρε το κουτάβι του αγκαλιά, σκεπάστηκε με μια πολιοαπλάδα που του δώκανε και έγειρε να πλαγιάσει. Από το δρόμο και την ολόμερη πιλάλα ήταν ξεκαμωμένος.
Την άλλη ημέρα μπονώρα- μπονώρα που σηκώθηκε ο Τσάνος, στο χωριό γινότανε φασαρία και τρανός σαμαντάς.
Τι διάβολο είχε γίνει στο χωριό;
Ο μαύρος ο Τσάνος δεν είχε πάρει τίποτις χαμπάρι. Κάποιος είχε πάει ούλη την νύχτα και είχε κλέψει μια μαρτίνα γίδα, από το παλιαχούρι της Σωτήραινας. Και εκείνη έσκουζε λες και τις βάλανε το μαχαίρι στο λαιμό και έβριζε Θεούς και δαιμόνια σ’ ούλο του Μπέχρου, κατηγορώντας τους κλέφτες. Τον μαύρο Τσάνο τον έφαγαν τα φίδια, ακόμη δεν έφτασε στο χωριό και τώρα θα έπεφταν οι κατηγορίες απάνου του όπως του είχε ειπεί ο αστυνόμος δίχωστις να φταίει ο άμοιρος.
Έφτασε και ο πρόεδρος του χωριού, κρατώντας τα βρακοζώνια του, διότι μόλις άκουσε την φασαρία, πετάχτηκε από το κρεβάτι και μόλις βούρλιασε το παντελόνι του ερχότανε φουργιόζος. Μόλις έμαθε τι συμβαίνει, γύρισε προς το αχούρι και βλέπει τον Τσάνο να κάθεται και να κλαίει.
Ζυγώνει κοντά τον πιάνει από τον γιακά και με μια άγρια φωνή του λέει:
-Για σήκω απάνου ρε παλιο ζαγάρι, ρε κλεφτοκοτά και τήρα να φέρεις την γίδα της Σωτήραινας, πρού σου κόψω τα αποτέτοια σου και στα κάνω καγιανά μ’ αυγά.
Ο μαύρος ο Τσάνος έγινε ρόϊδο από την ντροπή και από την λιγούρα που τον περίμενε, αφού τηράγανε να του φορτώσουνε την κλεψιά και τους λέει:
- Δεν νογάω για τίποτις, ούτε γνωρίζω κανένα, ούτε ξέρω που είναι το αχούρι, αλλά και τι να την κάνω την γίδα, αλλά και που στο διάβολο να την πάω.
Όμως οι Μπεχραίοι τα βάλανε με δαύτονε χωρίς να τον ακούνε και να τον υπολογίζουνε καθόλου. Τηράς μάτι μου, τσακώσανε την ευκαιρία με την πρώτη ζημιά να διώξουνε από τον τόπο τους, ένα ξένο βουνίσιο κλέφτη.
Τότενες πετάχτηκε μια μεγαλωμένη τσούπα, του Νικολάκη και τους λέει:
- Να μονοιάσουτε και να μην αδικούτε τον ξένο. Εγώ είδα ποιος έσουρε την γίδα και που την έχει πάει.
Τότε όλο το χωριό γύρισε την κοίταξε και την ρώτησε ποιος και πού. Το τσουπί τους είπε ποιος την είχε πάρει και τους είπε που τον είδε να την πηγαίνει ταβώντας. Τότε κάνα πεντάρι Μπεχραίοι σάξανε κείθενες που τους είπε η τσούπα και βρήκαν την γίδα σφαγμένη και τον κλέφτη να θάβει το τομάρι και τα πατσαλικά να τα έχει ρίξει σε μια αξάριγη γράνα κοντά στο ρέμα. Τότε τον τσακώσανε στον τόπο και τον έφεραν στο χωριό μαζί με το σφαχτό στον ώμο του.
Μόλις συχάσανε τα πράματα, ο δόλιος ο Τσάνος πήγε και βρήκε την τσούπα και ζήτησε να την φχαριστήσει για το ότι έκανε για δαύτονε. Η τσούπα από εκείνη την ημέρα και πέρα του πήγαινε φαΐ, τονε περιποιγιότανε, του έπλενε και του μπάλωνε τα σκουτιά του.
Μετά από τρείς μήνους, ο Τσάνος και η Θεώνη παντρευτήκανε. Έγινε ένας γάμος τρικούβερτος με νταβούλια, με σφαχτά και με πολύ κόσμο. Ο Τσάνος από εκείνη τη μέρα πήγε σώγαμπρος και έμενε στον πεθερό του, μιας κι εκείνος την Θεώνη την είχε μοναχοπαίδι. Τήραγε την δουλειά του, με τον κόσμο τα είχε καλά και ήτανε αγαπητός προς ούλο τον κόσμο. Ούλοι είχανε να πούνε ένα καλό λόγο για δαύτονε.
Μια ημέρα όμως έγινε μια διαβολιά στο χωριό. Πήγανε ένα βράδυ και πήρανε μια προβατίνα από μια φτωχειά χήρα και ούλοι τα φόρτωσαν πάλι στον Τσάνο. Ευτούνος ορκιζόταν ότι δεν έχει κάνει τίποτα, όμως οι Μπεχραίοι το βιολί τους τα έβαναν ξανά με τον Τσάνο. Δεν πέρασαν κάνα δυο μέρες και το θέμα ξεδιάλυνε. Βρήκανε την προβατίνα πινημένη σε μια στέρνα που ποτίζανε τα περιβόλια τους οι Μπεχραίοι.
Ο Τσάνος ήτανε καταστεναχωρημένος από τις κατηγορίες των Μπεχραίων και δεν άντεξε. Την άλλη ημέρα σηκώθηκε αχάραγο πήρε ένα τράστο με λίγο ψωμί και έφυγε για την Κατσουλιά. Πήρε τον δρόμο -δρόμο και μετά από δυό μερόνυχτα έφτασε στο χωριό του. Εκεί σαν έφτασε έμαθε ότι είχε πεθάνει και η μάνα του και αποφάσισε να μείνει στο πατρικό του κονάκι για πάντα.
Η μαύρη Θεώνη, πήγε και ξαναπήγε στην Κατσουλιά, παρακαλώντας τον Τσάνο να γυρίσει στο Μπέχρου. Έβαλε λυτούς και δεμένους να τον κάνουνε καλά να γυρίσει πίσω, όμως αυτός ήταν αγύριστο κεφάλι. Η Θεώνη έκλαψε πάρα πολύ και κίνησε να γυρίσει στου Μπέχρου. Την ημέρα που έφτασε στο χωριό έβρεχε πολύ και το ποτάμι το Λαγαναίϊκο είχε κατεβάσει. Πήγε να το περάσει καθώς λέγανε στην περαταριά. Όμως τα νερά ήσαντε πολλά και την έσουρε το ποτάμι και την πίνηξε. Την βρήκανε μετά από τέσσερις μέρες φρακαρισμένη σε μια καλαμιώνα κοντά στο Ντελημπαλέϊκο, γιομάτη λάσπες, σκισμένα τα σκουτιά της, μελανιασμένη και τουμπανιασμένη από το νερό.
Την πήρανε την πλύνανε και την θάψανε στην εκκλησιά κοντά στην μάνα της. Και εκείνη η δόλια η Ασήμω μπροστά από δέκα χρόνια την είχε βαρέσει κακιά αστροπή, κάτου από μια αγραπιδιά εκεί που σταλίζανε τα πράματα, παραμονή της Παναγίας τον Δεκαπεντάυγουστο, κάνε το δύο, κάνε το τρία (1902 ή 1903).
Έτσι τέλειωσε ευτούνο το στορικό με την Θεωνίτσα του μπάρμπα- Νικολάκη και τον Τσάνο από την Κατσουλιά.
Σημείωση: Το κείμενο έχει όπως καταγράφηκε.
Συλλογή καταγραφή Ηλίας Τουτούνης. Απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο του: «ΘΡΥΛΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΤΗΣ ΗΛΕΙΑΣ».