Αν φίλου πόρτα χρειαστείς και μια φορά χτυπήσεις, αν δεν σ' ανοίξει με την μιας να μην ξαναχτυπήσεις.
Αδάνειστος, ξέγνοιαστος. (ανεξαρτησία)
Άλλο το δανεικό, κι άλλο το γυρευτώ. (απαίτηση)
Αν αγαπάς τον φίλο σου, ποτέ μην τον δανείζεις. (αγνωμοσύνη – φιλία)
Αν θες να κάνεις ένα εχθρό, δάνεισέ του χρήματα. (αγνωμοσύνη)
Αν φίλου πόρτα χρειαστείς και μια φορά χτυπήσεις, αν δεν σου ανοίξει με την μιας να μην ξανά θελήσεις. (φιλία)
Από κακοπλερωτή κι ένα σακί άχερο. (προσαρμογή – υποχώρηση)
Γυναίκα, τουφέκι κι άλογο ποτέ σου μην δανείζεις. (προνοητικότητα)
Δάνεια παίρνεις, βάτους σπέρνεις.
Δάνειζε αλεύρι σ' όποιον έχει στάρι. (σιγουριά)
Δάνειζε τόσα, όσα μπορείς να χάσεις. (σύνεση)
Δανείζοντας κάνεις εχθρούς, χαρίζοντας κάνεις αχάριστους. (αχαριστία)
Δανεικά είν' τα κούρταλα στον γάμο
Δανεικά και δανεικά μας βρώμισε την γειτονιά.
Δανεικά κι αγύριστα. (αδιαντροπιά – χρέη)
Δανεικά ξύνονται οι γάιδαροι.
Δανεικά ο άγιος δεν δίνει.
Δανεικά ρούχα ζεστασιά δεν πιάνουν.
Δανεικά τ' αλεύρια κουμπάρε.
Δανεικά του γάμου τα κουλούρια. (αλληλοβοήθεια)
Δανεικό αλεύρι γεμάτο πίτουρα.
Δανεικό αλεύρι ψωμί κάρβουνο.
Δανεικό άλογο μην καβαλάς γιατί θα σε κατεβάσουν.
Δανεικό το κλάσιμο, δανεικό και το χέσιμο.
Δάνεισε να πιάσεις εχθρούς.
Δάνεισε τα ανάχλια σου για να βρεις τον μπελά σου.
Δανείσου και δανείσου. Τώρα γύρισε και γαμήσου
Δανείσου καλοζούσε και τσιβουρίσου δώσε.
Δανείσου καλοπλήρωνε και πάλι γύρνα και παίρνε.
Δανείσου καλοπλήρωνε, να σε ξανά δανείσουν. (ευσυνειδησία)
Δανείστηκες; Σκλαβώθηκες.
Εγγυητής και καλοπληρωτής.
Δανειζόμουνα κι έτρωγα κι έλεγα ο Θεός τα στέλνει.
Η καλή πληρωμή, κάνει το δάνειο ωφέλιμο. (εμπιστοσύνη – πληρωμή)
Θέλεις να μάθεις πόσο αξίζει ένα τάλιρο; Ζήτησέ το δανεικό. (εκμετάλλευση – μάθηση)
Κάλιο να χαρίζεις δυο λίρες, παρά να δανείζεις δέκα. (δάνειο – δώρο)
Κάλλιο φτώχεια και στο βουνό, παρά με δανεικά και στον κάμπο.
Καλύτερα να δώσεις σε εχθρό, παρά να δανειστείς από φίλο. (εχθρός – φίλος)
Κάνει μνημόσυνο με ξένα κόλλυβα.
Λεφτά που πήρες δανεικά και σένα θα σε φάνε. (τοκογλυφία)
Με δανεικιά αγάπη δεν ζεις.
Με δανεικό κρασί γάμο δεν κάνεις.
Με δανεικό μυαλό άξιος δεν γίνεσαι.
Μη δανειστείς από φτωχό γιατί θα έρχεται από κοντά σου. (φτώχεια)
Ξένα ρούχα ντύνεσαι, γρήγορα γδύνεσαι. (πίστωση)
Όποιος γι' άλλον εγγυάται δεν πρέπει να κοιμάται.
Όποιος δανείζει γρήγορα, δανείζει δυο φορές.
Όποιος δανείζει εχθρούς γιομίζει.
Όποιος δανείζει τους φτωχούς παίρνει τόκο από τον Θεό. (Θεός – φτώχεια)
Όποιος πάει για δανεικά, πίκρες ζητάει. (πικρία – σκλαβιά)
Όποιος πληρώνει το χρέος του αποκτάει πίστη. (εμπιστοσύνη – πληρωμή)
Όπου καβαλάει ξένο άλογο, γρήγορα πεζεύει. (απερισκεψία)
Στον δανεισμό Θεός, στην πληρωμή δήμιος. (εκμετάλλευση)
Στον πόλεμο άρματα δεν δανείζουν. (πόλεμος – φρόνηση)
Τα δανεικά κάνουν σκλάβους τους ανθρώπους. (άνθρωπος – σκλαβιά – χρέος)
Τα δανεικά σκουτιά, ζέστη δεν κρατούν. (ρούχα)
Τα δανεικά φορέματα δεν κάνουν στο κορμί σου. (ακατάλληλο)
Το βερεσέ κρασί μεθάει δυο φορές.
Το δάνειο όσο και να παλιώνει, χάρισμα δεν γίνεται. (σωφροσύνη)
Το δάνειο είναι μάχαιρα κι ο τόκος είναι ξίφος.
Το δανεισμένο πάει γελώντας κι έρχεται κλαίγοντας. (κλάμα)
Τον φτωχό όταν δανείζεις, πάντα λίγα να του δίνεις. (φτώχεια)
Του φτωχού δώστου ψωμί κι όχι δανεικά.