Γιάννης, είναι ένα όνομα τιμής για τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, ένα κύριο όνομα που έχει εισχωρήσει σχεδόν σ’ όλες τις Χριστιανικές οικογένειες. Αρκετές φορές τον χρόνο εορτάζεται από την εκκλησία. Αυτό το όνομα λόγω της μεγάλης εξάπλωσης, έχει δώσει το έναυσμα στο λαό, να το τραγουδήσει, να το εξυμνήσει, να το μυθοποιήσει, ακόμη και να το κατηγορήσει.
Επίσης πάρα πολλοί ναοί και ξωκλήσια, έχουν δώσει το όνομα Άγιος Ιωάννης, Αγιάννης και Αηγιαννάκης, επίσης ένας μεγάλος αριθμός οικισμών, ανά την Ελλάδα έχουν ονομασθεί Άγιος Ιωάννης και μερικοί έχουν λάβει όνομα από παράγωγα αυτού.
Οικισμοί που αναφέρονται στον Γιάννη:
Γιάννενα ή Ιωάννινα Ιωαννίνων, Γιαννάδες Κερκύρας, Γιαννακοχώρι Ημαθίας, Γιαννιτσά Πέλλας, Γιαννίτση Ευβοίας, Γιαννιτσού Φθιώτιδος, Γιαννιτσοχώρι Ηλείας, Γιαννιώτο Άρτης, Γαιννόπουλοι, Γιαννούζι Αιτωλακαναρνίας, Γιαννουλάιϊκα Αργολίδος, Γιαννούλη Έβρου, Λαρίσσης, Γιαννουσαίϊκα Καρδίτσας και Γιαννωτά Λαρίσσης. Επίσης αρκετά χωριά στην Ελληνική επικράτεια έχουν την ονομασία Άγιος Ιωάννης.
Τοποθεσίες στην Ηλεία:
Γιαννουλίτσα Δίβρη, Γιάννη Βρύση Λάνθι, Γιαννέλη Πύργος, Γιαννόπουλου Ρετεντού.
Ονόματα γυναικών: Ιωάννα, Γιάννα, Γιαννιώ, Γιαννιού, Γιαννιά Γιαννάκαινα, Γιαννακάκαινα (γυναίκα του Γιάννη), Γιαννούλα, Γιαννέλω, Γιαννίτσα, Γιαννικούλα.
Ονόματα προήλθαν από τον Γιάννη: Γιάννος, Γιαννέλης, Γιαννακός, Γιαννάκης, Γιαννούλης, Γιαννουλάκης, Γιαννικούδης, Γιαννίδης, Γιαννόπουλος, Γιανναρίδης, Γιαννακόπουλος, Γιαννακάκης, Γιαννίκος, Γιαννικόπουλος, Γιαννακούλιας, Γιάνναρης, Γιαννίτσης, Γιαννιάς, Γιαννακουλόπουλος, κ.α.
Σύνθετα του Γιάννη: Αγριόγιαννης, Παπαγιάννης, Παπαγιαννόπουλος, Κατσικόγιαννης, Ξηρόγιαννης, Ρηγόγιαννης, Πετρόγιαννης, Ασπρόγιαννος, Κουλόγιαννης, Βασιλόγιαννης, Κακογιάννης, Καραγιάννης, Μητρογιάννης, Λεβεντόγιαννης, Μαυρόγιαννης, Κοκινόγιαννης, Γερογιάννης, Καραβελόγιαννης, Γυφτόγιαννος, Μουγκογιάννης, Ζηρογιάννης, Θανόγιαννος, Καλογιάννης, Κεφαλογιάννης, Μπριστογιάννης, Νερόγιαννης, Μαστρογιάννης, Μαραγιάννης, Δημόγιαννης, Μπρουκλόγιαννης, Αστραπόγιαννος, Κουρταλόγιαννης, Μπαρογιάννης, Μπρέγιαννης, Ιντζέγιαννης, Τσελόγιαννης, Χατζηγιάννης, Ψαρόγιαννος, Κατσίγιαννης, Κατσιγιάννης, Κουτσογιάννης, Καρίγιαννης, Σαρήγιαννης, Ταμπουρόγιαννης, Μπεκρόγιαννης, Μπακογιάννης, Νταφογιάννης Μπακουλόγιαννης, Κοντογιάννης, Μακρυγιάννης, Μπελογιάννης, Ντεγιάννης, Φραγκογιάννης Γκατζογιάννης, κ.α.
Ονομασίες πτηνών:
Γιάννακας (Phoenicurus orchuros)
Γιαννάκης (Erithacus rubecula)
Γιαννάκης (Phoenicurus orchuros)
Γιαννάκι (Erithacus rubecula)
Γιαννάκι (Phoenicurus orchuros)
Γιαννακός (Erithacus rubecula)
Γιαννακός (Phoenicurus orchuros)
Γιαννάκος (Phoenicurus orchuros)
Γιαννακούδι (Erithacus rubecula)
Γιαννακουράκι (Erithacus rubecula)
Γιαννάκουρας (Erithacus rubecula)
Γιαννακούρι (Erithacus rubecula)
Γιαννάς (Erithacus rubecula)
Γιάννης (Erithacus rubecula)
Γιάννης (Vanellus vanellus)
Γιαννί (Erithacus rubecula)
Γιαννούδι (Erithacus rubecula)
Γιαννούδι (Troglodytes troglodytes
Καλογιάννης (Erithacus rubecula)
Καλογιάννος (Erithacus rubecula)
Καλλογιάννι (Erithacus rubecula)
Μπαντουγιάννης (Erithacus rubecula)
Μπαρμπαγιάννης (Tyto alba)
Τσιγκογιάννης (Erithacus rubecula)
Τσιμπογιάννης (Erithacus rubecula)
Τσιμπουρογιάννης (Erithacus rubecula)
Τσιπουργιαννάκι (Erithacus rubecula)
Τσιπουργιάννης (Erithacus rubecula)
Τσιπουργιάννι (Erithacus rubecula)
Τσιπουρογιάννης (Erithacus rubecula)
Τσιρογιάννης (Erithacus rubecula)
Αγιάνης Μωραγιάνης.
Στις επαρχίες όπου κατοικούσαν και Τούρκοι κατά την β΄τουρκοκρατία, διοριζότανε από τον Βεζίρη ο επισημότερος των Ελλήνων προυχόντων που λεγόταν Αγιάνης, ο οποίος λόγω της μεγάλης δύναμης που αποκτούσε, ενέπνεε φόβο και στους ίδιους τους Τούρκους. Δυο δε από αυτούς απ’ όλο τον Μοριά καλούνταν από τον Βεζίρη στην Τρίπολη όσον αναφορά τον Μοριά, και ονομάζονταν Μοραγιάνηδες, ήσαν σε οι πρόεδροι των προεστών και αποτελούσαν το συμβούλιο αυτού. Ήσαν δηλαδή οι υπουργοί του.
Δημοτικά Τραγούδια που αναφέρονται στον Γιάννη:
(Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΙΔΙ ΣΚΟΤΩΣΕ…)
Ο Γιάννης φίδι σκότωσε στον Παλιουριά τη ρίζα.
Κι’ όλα το φίδια το ’μαθαν, συμβούλιο έχουν κάνει,
το Γιάννο να φονέψουνε κι αυτήνο το θηρίο.
Φκιάνουν τον όφιον άλογο και τον αστρίτη σέλα
και την οχιά την πλουμιστή την κάνουνε μπαλντούμι
και τη σαϊτούρα την λιανή την κάνουνε κουσκούνι.
Σαπίτης καβαλίκεψε και στο παζάρι βγαίνει.
Κι ο Γιάννος τους αγνάντευεν από το παραθύρι,
βγαίνει και τους καρτέρησε σ’ ένα στενό σοκάκι.
Βγάζει το κοφτερό σπαθί και πάλεψε μια μέρα.
Τον όφιο πρώτα βάρεσε και το σαπίτ’ λειανίζει
και την οχιά την πλουμιστή την έκανε κομμάτια.
(«Τα ωραιότερα δημοτικά τραγούδια», Γιάννης Κορίδης, εκδόσεις Ιωλκός, Αθήνα, σελ. 413).
Δημοτικά Τραγούδια:
-Για σήκω απάνω Γιάννο μου και μη βαριοκοιμάσαι….
-Του Γιάννη η μάννα κάθεται στης φυλακής την πόρτα….
-Γιάννη μου το μαντήλι σου, τι το έχεις λερωμένο….
-Γιάνναινα Γιαννάκαινα….
-Ο Γιάννος περνοδιάβαινε την νύκτα τραγουδώντας….
-Ο Γιάννης φίδι σκότωσε, στου πάλιουρα την ρίζα….
-Τι έχεις Γιάννο μου και κλαις και βαριαναστενάζεις….
-Γιαννάκη τι τα φόρεσες, τα γιορτινά σου ρούχα….
-Γιάννη μου που χάθηκες, τούτο το καλοκαίρι….
-Ο Γιάννος και η Μαρουδιώ, σ’ ένα σχολειό διαβάζαν….
-Ο Γιάννος ο Μαραθιανός, που περπατάει περήφανος….
-Ο Γιάννος ο πλανόγιαννος, ο φοβερός ο ψεύτης….
-Απόψε ο Γιάννος μάλωνε, με τριά θεριά αντάμα….
-Γιαννούλα μου ξημέρωσε, μην βγαίνεις στο μπαλκόνι….
-Γιαννιού που ναι ο Γιαννιάς, ο φοβερός ο Κλέφτης….
-Στ’ Αγιαννιού το πανηγύρι, θα σου κάνω το χατίρι….
-Τι με τηράς ρε Γιάννο μου, τι με τηράς τον μαύρο….
-Καβάλα Γιάννη μ’ τ’ άλογο, στα χειμαδιά να πάμε….
-Γιάννη βαρούν τα κούρταλα, βαράν και τα καλάμια….
-Άφηκε ο Γιάννης την κλεψιά κι έπιασε το ζευγάρι….
-Γιάννη μ’ ήρθαν οι φίλοι σου, ήρθαν κι οι μπρατιμοί σου….
-Ο Γιάννης παραστράτησε, κι έγινε νοικοκύρης….
- Πάει ο Γιάννος στο σχολειό, γράμματα να μάθει….
- Ο Γιάννος εξεκίνησε να πάει για κυνήγι….
Ακόμη υπάρχουν καταγραμμένα πάρα πολλά τραγούδια που εμπλέκεται το όνομα Γιάννης. Επίσης έχουν καταγραφεί, πλήθος από τραγούδια του ονομαστού κλεφτοκαπετάνιου Γιάννη Γιαννιά, από την Προστοβίτσα Τριταίας.
Παροιμίες και παροιμιώδεις φράσεις για τον Γιάννη:
-Αγάπα Γιάννη, κατσαρόλα και τηγάνι.
-Άλλη καμιά δεν γέννησε μόνο η Μαριώ του Γιάννη.
-Αλλού με τρώει Γιάννη μου κι αλλού εσύ με ξύνεις.
-Αντί να πεις Κοκογιάννης, πες Καλογιάννης.
-Απ’ τον Πύργο ως τη Ζαχάρω, πάει ο Γιάννης, πάει και η Μάρω.
-Από Γιάννη κι από Κώστα, ούτε αυγό, μήτε και κότα.
-Αργός Γιάννη στην δουλειά και γρήγορος στο κουτάλι.
-Αυγό Γιάννη το ταχίνι σου αυγό και η προκοπή σου.
-Αφέντη Γιάννη μου γύρευες; Τον διάβολο σου βρήκες.
-Βάλε Γιάννη στη φωτιά για να βράσεις τραχανά.
-Βάλε το παιδί σου Γιάννη κι ξαπολά του στο λόγγο.
-Βαρβάτος ο Γιάννης πουτάνες οι τσούπες του.
-Βασανίζεται κι ο Γιάννης με τις ξένες ρημαϊλες
-Βασιλιάς είσαι Γιάννη μου και γύφτικα μου φέρεσαι.
-Βασιλιάς είσαι Γιάννο μου, μα γύφτο σε θωρώ.
-Βαστάει ο Γιάννης τον γκρα και ο γκρας τον φοβίζει.
-Βεζίρης Γιάννη έγινες; Σκουλήκι σε θωρούνε
-Βιολιά σου βαράνε Γιάννη μου; Για σήκω να χορέψεις.
-Βογγάει ο Γιάννος φοβάται το θεριό, βογγάει το θεριό φοβάται ο Γιάννος.
-Βόδι πάει ο Γιάννης στο σχολειό και κούτσουρο γυρίζει.
-Βολεύτηκε ο Γιάννης από την κακομοιριά του.
-Γέλασε η Μαριώ, γέλασε κι ο Γιάννος.
-Γιάννη αγάπησα, Γιάννη παντρεύτηκα και Γιάννη έχω κι άμα τύχει και χηρέψω πάλι Γιάννη θα γυρέψω.
-Γιάννη μην προξενεύεσαι γυναίκα δεν σου πάει.
-Γιάννη μου που καλογέρεψες; Στου άρχοντα τα γίδια.
-Γιάννης βλέπει, Γιάννης μαρτυράει.
-Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει.
-Γιάννης πέρασε στη πόλη, Γιάννη τον εκράζαν όλοι.
-Γιάννης πήγες Γιάννης ήλθες .
-Γιάννης φεύγει το πρωί, Γιάννης γυρίζει το βράδυ.
-Γιαννιώτικο μ….ί Αλή-Πασά χωράφι.
-Γκιάξε με, Γιάννη γκιάξε με.
-Δεκάρα την δεκάρα γιόμισε ο Γιάννης την σουρτάρα.
-Δεν είναι Γιάννης είναι Γιαννάκης.
-Δεν είναι κάθε ημέρα του Αγιαννιού.
-Δεν έχει αδειά ο Γιάννης να πάει φαντάρος γιατί πλακώσανε οι δουλειές.
-Δεν τρέμει ο Γιάννης από το κρύο τρέμει από τον φόβο του.
-Δεν φοβάται ο Γιάννης το θεριό, αλλά τρέμει από το κρύο.
-Εγώ Γιάννη σε σκότωσα εγώ θα σε θάψω.
-Είδε ο Γιάννης κλέφτικη φορεσιά και το είπε στον αγά.
-Είδες πράσινο άλογο;. Είδες Γιάννη φρόνιμο.
-Έκανε η Μαριώ τον Γιάννη.
-Έρμα είναι Γιάννη μου; Ο λύκος θα τα φάει.
-Εσένα Γιάννη σέβουμαι εσένα θα γ……ω.
-Η ευχή σου Γιάννη, σε μένα δεν πιάνει.
-Ήλιε, μην είδες τον Γιάννη; Μηδέ τον είδα μήτε εφάνη.
-Κάθισε Γιάννη γύρευε και Νικολό καρτέρα.
-Και βασιλιάς να γίνεις, πάντα Γιάννης θε να μείνεις.
-Και του Γιάννη τα λιλάκια σαν νερόβραστα σπανάκια.
-Κατά τον Γιάννη και τα κοπέλια του.
-Κατά τον Γιάννη κι η Γιαννιά.
-Κατά τον Μαστρογιάννη και τα κοπέλια του.
-Κάτσε Γιάννη γύρευε και Νικολό καρτέρει.
-Κι ο κουτσός ο Γιάννης πρώτος μπαίνει στο χορό.
-Κόψε πεύκα φτιάξε Χρήστο και πουρνάρι φτιάξε Θανάση, κι αν θες να φτιάσεις -Γιάννη, ότι ξύλο κόψεις κάνει.
-Κρίμα Γιάννη που σου κλέψανε την στάνη.
-Λείπει ο Γιάννης λείπουν και τα τραγιά.
-Μαύρος ο Γιάννης ρούσα τα παιδιά του.
-Μήτε Γιάννης στο γιαλό μήτε Γιαννάκης στο χωριό.
-Μικρός ο Γιάννης για τσουβάλι μεγάλος είναι στο κουτάλι.
-Μπροστά η Μαρία και πίσω ο Γιάννης.
-Να σε κάψω Γιάννη, να σ’ αλείψω μέλι.
-Ξύσου Γιάννη πριν σε ξύσουν άλλοι.
-Ο Γιάννης πάει επίσκοπος κι η πού…α του δασκάλα.
-Ο Γιάννης σέρνει τα άλογα και η Γιαννιά τα βόδια.
-Όλοι καθιστοί και ο Γιάννης όρθιος.
-Όλοι κάτι είπανε κι ο Γιάννης έκλασε.
-Όλοι μιλούν για άρματα κι ο Γιάννης για την πίττα.
-Όποιος αγαπάει τον Γιάννη, αγαπάει και το σκυλί του.
-Όποιος γεννιέται Γιάννης, πάντα Γιάννης πεθαίνει.
-Όποιος έχει Γιάννη μεγάλες έγνοιες βάνει.
-Όπου Αγιάννης και νερό, όπου Αηλιάς και ράχη.
-Όπου ακούς Μαρία και Γιάννη βάνε ψάρια στο τηγάνι.
-Όπου γάμος και χαρά, τρέχα Γιάννη μασκαρά.
-Όπου Γιάννης και του Θεού η χάρη.
-Όπου πάνε τα γίδια πάει και ο Γιάννης.
-Όσο καρπίζει η θάλασσα τόσο θερίζει και ο Γιάννης.
-Όσο να βρω τον Γιάννη, χάνω τον κυρ –Γιάννη.
-Όσο φοβάται ο Γιάννης τόσο σκουραίνουν τα πράματα.
-Όχι Γιάννης, Γιαννάκης.
-Πάει η Γιαννιά για τρύγο, κι ο Γιάννης πάει στον Πύργο.
-Πάει ο Γιάννης στην εκκλησιά και η Γιαννούλα στα βιολιά.
-Πάει ο Γιάννος στο σχολειό και κούτσουρο γυρνάει.
-Παπάς Γιάννη; - Έτσι τα έφερε η κατάρα.
-Πάρε Γιάννη για γυφτιά και Γιαννιά για αρχοντιά.
-Πέθανε ο Γιάννης ψόφησε ο γάιδαρος.
-Περνάει ο Γιάννης βάσανα περνάει κι η πο…σα του στεναχώριες.
-Πίνει ο Γιάννης μοναχός κι η Γιαννιά με δυο ποτήρια.
-Πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί.
-Που είναι ο Γιάννης που είναι η προκοπή του.
-Που πας Γιάννη; - Πάου παπάς στη Χαριά!
-Πουλάει ο Γιάννης τον γάιδαρο, πουλάει και το σαμάρι
-Πούλησε ο Γιάννης τα άλογα και κράτησε τα γαϊδούρια
-Πούλησε ο Γιάννης το άλογο και πήρε καματιάρικο
-Πρόγκηξε το φίδι, πρόγκηξε κι ο Γιάννης.
-Σαν με κάψεις Γιάννη, βάλε μύξα να με γιάνει.
-Σαν τον Γιάννη με τους σουγιάδες.
-Σαράντα Γιάννηδες έναν γάιδαρο φόρτωναν.
-Σαράντα πέντε Γιάννηδες, τους έφαγε η μονάξια.
-Σαρανταπέντε Γιάννηδες, ενός κοκόρου γνώση.
-Σε έταξα Γιάννη μου να πας καλόγερος.
-Σκούπισε Γιάννη μου τις σάλτσες σου γιατί σε μαρτυράνε.
-Σπίτι που δεν έχει Γιάννη, προκοπή ποτέ δεν κάνει.
-Γιάννη μύρισε και μένα.
-Συνάζει ο Γιάννης τα πρόβατα κι ο διάβολος τα προγκάει.
-Τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, πάνε οι βλάχοι στα βουνά.
-Τι Γιάννης μπάρμπας; Τι μπaρμπαγιάννης.
-Τι Γιάννης, τι Γιαννάκης.
-Τι έχεις Γιάννη; - Τι είχα πάντα.
-Τι έχεις του Γιάννη μου το βρακάκι;
-Τι κάνεις Γιάννη; - Κουκιά σπέρνω.
-Του Γιάννη το πουλί, καραμέλα και βιολί.
-Τώρα στα ξημερώματα γεια σου κουμπάρε Γιάννη.
-Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη.
-Φοβάται ο Γιάννης τον φίδη, φοβάται και ο φίδης τον Γιάννη.
-Φόρεσε κι ο Γιάννης ξένα σκουτιά και δικά του τα διαλαλεί.
-Φωτιά Γιάννη άναψες; Εσένα θα πρωτοκάψει.
-Χαρίζει κι ο Γιάννης τον γάιδαρο για να ψοφήσει σε ξένο αλώνι.
-Χιονιάς είναι Γιάννη μου και χιόνια θα μας φέρει.
ΡΙΖΙΚΑΡΙΑ
Την παραμονή του Άϊ-Γιαννιού του Ριγανά, που γιορτάζει στις 24 Ιουνίου, στα χωριά οι νέοι από το απόγευμα της παραμονής ετοίμαζαν τα ριζικάρια. Τα ριζικάρια, ή ριζίκια, ή ριζικά ήταν ένα έθιμο που το αποτέλεσμά του φανέρωνε την τύχη της κάθε νιας του χωριού. Το απόγευμα τα αρσενικά παιδιά πήγαιναν σε μια βρύση του χωριού που να βρίσκεται σε τρίστρατο (δηλ. να ενώνονται τρεις δρόμοι) ή να έχει φυτρώσει συκιά στον όχθο της και έφερναν το «αμίλητο νερό». Λεγόταν αμίλητο, γιατί από την ώρα που ξεκινούσαν οι νέοι για να πάνε στη βρύση να γιομίσουν τον μαστραπά και ώσπου να επιστρέψουν, δεν μιλούσαν καθόλου και έτσι το νερό το έλεγαν αμίλητο.
Μέσα στον μαστραπά έριχναν, όσα κορίτσια ήθελαν να ριζικαριστούν, ένα μικρό προσωπικό αντικείμενο, κρυφό από τις άλλες κοπέλες, καλογνώριστο (σκουλαρίκι, καρφίτσα, δακτυλίδι, σταυρό, πετράδι κ.λπ.). Οι κοπέλες του εθίμου πάντα έπρεπε να είναι ζυγός αριθμός, έτσι ώστε η χάρη του Άϊ-Γιάννη να τα φανερώσει ζυγά και καλά. Μετά σκεπάζανε τον μαστραπά μ’ ένα κόκκινο πανί και τον τοποθετούσαν, το ηλιοβασίλεμα, στα κεραμίδια του σπιτιού της ριζικάρισσας, για να «αστριστεί», να τον δουν δηλαδή τα άστρα, λέγοντας το ξόρκι:
(ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΤΗΣ ΚΑΛΟΤΥΧΗΣ)
Της πρώτης της καλότυχης, καλά θα πάνε ούλα,
γαμπρός πάει γυρεύοντας, λεβέντης με σακούλα.
Της δεύτερης της μέλλεται, χαρά να ιδεί μεγάλη,
μες στη χρονιά που τρέχουμε, μα σάμπως και την άλλη.
Της τρίτης της τριτόκαλης, ένα καλό χαμπέρι,
σάμπως χαρά της μέλλεται, γάμος και συμπεθέροι.
«Τον μαστραπά αστρίζουμε και τ’ Άϊ-Γιαννιού η χάρη
να φανερώσει αύριο τον καλοριζικάρη».
Ο μαστραπάς παρέμενε εκεί ως το μεσημέρι του Άϊ-Γιαννιού. Η ριζικάρισσα τότε τον κατέβαζε παρουσία όλης της παρέας και καλούσε ένα δωδεκάχρονο παιδί, κορίτσι συνήθως, που να μην είναι ορφανό. Προτού αρχίσει το κορίτσι να βγάνει τα ριζικάρια, η ριζικάρισσα ξεσκέπαζε τον μαστραπά από το κόκκινο πανί και έλεγε το εξής ξόρκι:
Τα ριζικάρια βγάνουνε και τ’ Άϊ-Γιαννιού η χάρη,
ας φανερώσουμε σήμερα τον καλοριζικάρη.
Όποιος ήταν τυχερός και έπαιρνε κάποια κοπέλα από αυτές που συμμετείχαν στη διαδικασία των ριζικαριών, έλεγε τα παρακάτω τραγουδάκια:
Τον κλήδονά μου έριξα για να σε ριζικάρω
κι ο κλήδονας μου έδειξε γυναίκα να σε πάρω.
.-.
Ο κλήδονας μαρτύρησε τι είχα στο μυαλό μου
και σήμερις σε έριξε στο δρόμο το δικό μου.
.-.
Ανοίξτε, κλείστε κλειδαριές, να βγουν τα ριζικά μου,
να βγει κ’ εμέ η αγάπη μου με τ’ άλλα παλικάρια.
Αφήγηση ιερέας Παπακωνσταντίνου Νικόλαος (παπατσιγγούνης) Άγναντα Ηλείας.
.-.
(ΣΗΜΕΡΑ ΕΙΝΑΙ Τ’ ΑΪ-ΓΙΑΝΝΙΟΥ)
Σήμερα είναι τ’ Αγιαννιού, τρανή γιορτή του χρόνου,
που κάθονται οι κοπελιές και ρίχνουν τους κληδόνους.
.-.
Κλειδώνουμε τον κλήδονα με τ’ Αγιαννιού τη χάρη,
κι όποια ’χει καλό ριζικό, να δώσει να το πάρει.
Το άφηναν όλη την νύχτα στην ύπαιθρο κάτω από το φως των αστεριών. Το άστριζαν λέγοντας:
Αστρίζουμε τον μαστραπά και τ’ Αγιαννιού τη χάρη,
να φανερώσει αύριο τον καλοριζικάρη.
Την αυγή, πριν ο ήλιος ανατείλει, μάζευαν από την ύπαιθρο τη ρίγανη του Άϊ-Γιάννη και το μεσημέρι η ριζικάρισσα έβγαζε το κόκκινο πανί από το κανάτι λέγοντας τους εξής στίχους:
Ανοίγουμε τον κλήδονα με τ’ Αγιαννιού τη χάρη
κι όποια ’χει καλό ριζικό, σήμερα να το πάρει.
Κι όποια ’ναι καλορίζικη, όπου αγαπά να πάρει.
Μετά, ένα παιδί έβαζε στο κεφάλι του το ύφασμα για να μη βλέπει, έβαζε το χέρι του στο κανάτι και έλεγε:
Τα ριζικάρια βγάνουνε και τ’ Αγιαννιού η χάρη
ας φανερώσει σήμερα τον καλοριζικάρη.
Στη συνέχεια έπιανε με τα χέρια του, στην τύχη, ένα αντικείμενο από αυτά που ήταν μέσα στο κανάτι, πριν όμως το βγάλει μια νεαρή κοπέλα έλεγε:
Της πρώτης της καλότυχης καλά θα πάνε ούλα.
Γαμπρός πάει γυρεύοντας λεβέντης με σακούλα.
Έβγαζε το παιδί το αντικείμενο μέσα από το κανάτι και σε όποια ανήκε, προσάρμοζε το δίστιχο με το νόημά του, το μάντεμα. Έβγαζε μετά άλλο κόσμημα και απήγγειλε άλλο δίστιχο, μέχρι να βγούνε όλα και να μαντευτούν όλες οι κοπέλες.
Τα δίστιχα είναι επαινετικά, κολακευτικά, αισιόδοξα, σατιρικά, κωμικά, καυστικής ειρωνείας και πρόστυχα, που θυμίζουν στοιχεία της διονυσιακής λατρείας.
Της τρίτης, της τριτόκαλης ένα καλό χαμπέρι,
σάμπως χαρά της μέλλεται, γάμος και συμπέθεροι.
Και συνεχίζονται οι χρησμοί:
Μωρή ψηλή, μωρή λιγνή, μωρή καγκελοφρύδα,
τι τ’ αψηφάς το φίλημα, τι τ’ αψηφάς το μάτι;
.-.
Καλαμωτή ξεζώνατη και σφήκα ρετζελάρια,
θέλεις κ’ εσύ να παντρευτείς,
μωρή παλιοτσερλιάρα;
.-.
Πως μοιάζεις με την μέλισσα, κόρη μου, συλλογίσου,
γι’ άλλους έχεις το μέλι σου, για μένα το κεντρί σου.
.-.
Το γέρο κράχτη πετεινό, όσο και να γεράσει,
δεν τον τσιμπάνε οι όρνιθες, μόνο κοντά του πάσι (πηγαίνουν).
.-.
Κατσίκι, ψωροκάτσικο, τυρί σκουληκιασμένο,
θέλεις κ’ εσύ να παντρευτείς, μωρέ κασιδιασμένο;
.-.
Τσουκάλι μου ξεγάνωτο, στο λόγγο πεταμένο,
τη παντρειά μη σκέφτεσαι, μωρέ ξεμωραμένο.
Οι κοπέλες έπιναν το νερό από το κανάτι (κλήδονα) και δεν το κατάπιναν έως ότου ακούσουν φωνή ή να ιδούν διαβάτη. Το όνομα που θα πρωτάκουγαν ή τον διαβάτη που θα πρωτόβλεπαν, το προσάρμοζαν με το όνομα του μέλλοντος συζύγου τους.
(ΦΟΥΣΤΑΝΕΛΛΙΤΣΑ ΜΟΥ ΠΛΑΤΙΑ)
Φουστανελλίτσα μου πλατιά με τα σαράντα φύλλα,
σαράντα σ’ αγαπήσανε μα ’γώ ’ρθα και σε πήρα.
Αφήγηση Θοδωρή Βλασσόπουλου από το χωριό Καλό Παιδί του δήμου Πηνείας.
.-.
Σαράντα δυο βασιλικούς μύρισα, σ’ ούλο μου το σιργιάνι
μα την δική σου μυρουδιά, κανένας δεν την βγάνει.
Ο Αι - Γιάννης αποκαλείται και Ριγανάς, επειδή την ημέρα αυτή άρχιζαν να συλλέγουν την ρίγανη. Η «Αγιαννιώτικη ρίγανη» έπρεπε να συλλεχθεί πρωί αχάραγο, πριν από την ανατολή του ηλίου. Η λεπτομέρεια αυτή ήταν ουσιώδης, (αν και η ρίγανη με δροσιά μαύριζε κατά την αποξήρανση) πίστευαν, ότι έτσι είχε η ρίγανη μια μαγική δύναμη. Την χρησιμοποιούσαν, για τη διατήρηση των τροφίμων και για την παρασκευή αφεψημάτων, για απολύμανση πληγών και για την κατασκευή φυλαχταριών.
Ο ΑΓΡΙΟΓΙΑΝΝΗΣ
Ο Αγριόγιαννης ή Αγριόγιαννος ή Γιάννης ο Άγριος ή Γιάννης Ματεσιώτης, ήταν κλεφταρματολός στα τέλη του 18ου αιώνα. Έγινε περίφημος για την ανδρεία του, το εμπειροπόλεμο στις μάχες εναντίον των Τουρκαλβανών και από τις περιπέτειές του. Άγριος προσονομάσθηκε λόγω της αγριότητας, της ζωηρότητας του ατίθασου και σκληρού χαρακτήρα του.
Γεννήθηκε στο Μάτεσι της Ανδρίτσαινας στα μέσα του 18ου αιώνα. Πολύ νέος βγήκε στα βουνά, γιατί οι αγάδες του Λάλα και του Φαναρίου κατά μια επιδρομή στο Μάτεσι κακοποίησαν τη μάνα του και τις αδερφές του. Έγινε θρύλος για τα πολλά κατορθώματά του, προπάντων ενάντια στα στρατεύματα του Ιμπραήμ πασά κατά το έτος 1826.
Ο ΑΓΡΙΟΓΙΑΝΝΗΣ
(της τάβλας)
Τρίτη, Τετράδη χλιβερή, Πέφτη φαρμακωμένη,
Παρασκευή ξημέρωνε, να μην είχε ξημερώσει,
που κίνησ’ ο Αγριόγιαννης να πάει να κυνηγήσει.
Μικρό παιδ’ είχε στο σχολειό, γράμματα για να μάθει,
κι ο δάσκαλος τ’ απόλυκε στο σπίτι του να πάει.
Στο δρόμο που επήγαινε, στο δρόμο που παγαίνει,
βρίσκει τη μάννα του κι έπαιζε, κι παίζει μ’ άλλον άνδρα.
- Γλέντα τα, μάννα μ’, γλέντα τα, παίζε μ’ άλλον άνδρα,
το βράδυ να ’ρθει ο αφέντης μου κι αν δεν το μαρτυρήσω.
- Το τι θα ειπείς, βρε Κώστα μου, το τι θα μαρτυρήσεις;
- Το τ’ είδαν τα ματάκια μου, το τ’ άκουσαν τ’ αυτιά μου.
Με συκαρίκια το γελά, με συκοκαρυδάκια,
και σαν κατσίκι το ’πιασε και σαν αρνί το σφάζει,
και τα συκωτάκια του ’βγαλε στο μάγειρα τα πάει.
- Μάγειρα, για μαγείρεψε ενού αρνιού συκώτια,
το βράδυ θα ’ρθει ο Αγριόγιαννης, θα ’ρθει απ’ το κυνήγι,
να του τα βάνω για να φάει, αυτά τα συκωτάκια».
Το βράδυ που ’ρθ’ ο Αγριόγιαννης, που ’ρθ’ από το κυνήγι,
φέρνει τα αλάφια ζωντανά, τ’ αρκούδια μερωμένα,
φέρνει κ’ ένα λαφόπουλο να παίζει ο Κωσταντάκης.
- Γυναίκα, πού ’ναι ο Κωσταντής, ο μικρο-Κωσταντάκης;
- Τρεις ημερούλες σήμερα εδώ δεν είν’ φερμένο.
Κ’ εκίνησε ο Αγριόγιαννης στο δάσκαλο παγαίνει.
- Δάσκαλε, πού ’ναι ο Κωσταντής, ο μικρο-Κωσταντάκης;
- Τρεις μερούλες σήμερα εδώ δεν είν’ φερμένο.
Κ’ εκίνησε ο Αγριόγιαννης στο σπίτι του παγαίνει.
Ευθύς τραπέζι βάλανε, λίγο ψωμί να φάνε,
πρώτο μεζέ που κάρφωσε κ’ επήρε για να φάει
κι άμ’ ο μεζές φώναξε, κι άμ’ ο μεζές του λέει:
- Αν είσαι Τούρκος φάε με, Ρωμιός και γνώρισέ με
κι αν είσαι κι ο πατέρας μου σκύψε και φίλησέ με.
- Γιαννιού, τι λέει ο μεζές, τι λέει το συκώτι;
Και το σπαθί του τράβηξε, της πήρε το κεφάλι.
Στ’ άλογο την εφόρτωσε, στο μύλο την πηγαίνει:
- Άλεσε, μύλο μ’, άλεσε, της κούρμπας το κεφάλι.
Κι ο μυλωνάς την άλεσε, την έκαμε αλεύρι,
και στο ποτάμι το ’ριξε, το έρριξε στη χάση.
(Νικολάου Α. Βέη, «Αρκαδικά γλωσσικά μνημεία. Δημώδη άσματα Φιγαλίας μεθ’ υπομνημάτων», ό. π., Αθήνα 1903, σ. 262, αρ. 16).
.-.
(ΣΑΝ Τ’ ΑΚΟΥΣΕ Ο ΑΓΡΙΟΓΙΑΝΝΗΣ)
Σαν τ’ άκουσε ο Αγριόγιαννης, βαριά του κακοφάνη.
Το φέσι του βάνει στραβά και το σπαθί του παίρνει
και βγαίνει ο Αγριόγιαννης απάνου στη Ζακούκα
και του Κορμπάκη φώναξε σαν άλογο βαρβάτο:
- Γαμώ τη μάννα του Κορμπά, την τσούπα του Σεϊντάγα
και του παλιοντερβέναγα τη μεσιανή του κόρη.
Ο Κόρμπα αγάς ήταν διοικητής του Φαναριού και ιδιοκτήτης του κάμπου της Ζελέχοβας (Αμυγδαλιές) Ανδρίτσαινας, όπου και σήμερα βρίσκεται το Χάνι του Κορμπά. Ο Σεϊντάγας ήταν ο περίφημος αγάς στο Λάλα.
(Αγησίλαου Τσέλαλη, άρθρο, «Πελοποννησιακή Εγκυκλοπαίδεια», τομ. Α΄, σ. 245).
.-.
(ΚΑΘΟΤΑΝ Ο ΑΓΡΙΟΓΙΑΝΝΗΣ)
Καθόταν ο Αγριόγιαννης απάνω στη Ζακούκα
και στου Κορμπάκη φώναξε στο άλογο καβάλα.
(Νικολάου Α. Βέη, «Αρκαδικά γλωσσικά μνημεία. Δημώδη άσματα Φιγαλίας μεθ’ υπομνημάτων», ό. π., Αθήνα 1903, σ. 266).
.-.
ΤΟΥ ΑΓΡΙΟΓΙΑΝΝΗ
Τρίτη, Τετράδη χλιβερή, Πέφτη φαρμακωμένη,
Παρασκευή ξημέρωμα, που μη ’χε ξημερώσει,
που κίνησ’ ο Μπραήμ πασάς στ’ Αγριόγιαννη να πάει.
Έβγα ηλίου καβάλησε κ’ έμπα ηλίου μπήκε,
μα πήγε και ξεπέζεψε στ’ Αγριόγιαννη τα σπίτια.
Βρίσκει γυναίκες μοναχές, γυναίκες δίχως άντρες
κι από μακριά τις χαιρετά κι από κοντά τούς λέει:
- Γυναίκες, πού είναι οι άντρες σας και πού είναι τα παιδιά σας;
- Τους άντρες μας τους κόψανε και τα παιδιά τα πήραν.
- Γυναίκες, πού είν’ ο Αγριόγιαννης και πού ’ναι τα παιδιά του;
Τον είχα αδερφοποιτό, τον είχα πρώτο φίλο,
μου είπαν ότ’ είναι άρρωστος κ’ ήρθα να τον ιδούμε.
- Τα βλέπεις ’κείνα τα δεντρά, τους ίσκιους τους μεγάλους;
Εκεί κοιμάτ’ ο Αγριόγιαννης μαζί με τα παιδιά του.
Σκαλιά βαρεί τ’ αλόγου του, στ’ Αγριόγιαννη πηγαίνει
κι από μακριά τον χαιρετά κι από κοντά του λέει:
- Γειά σου, χαρά σ’, Αγριόγιαννη!
- Καλώς τον, τον Μπραήμη!
- Γιάννη μου, να πολεμήσουμε κι όποιος νικήσ’ ας πάρει.
- Δεν το ’χω σε, Μπραήμ πασά, που ’ρθες με πεντακόσιους,
σαν το ’χω της κολιάνιτσας, που μ’ έπιασε στο πόδι,
στα πόδια και στα γόνατα και δε θα πολεμήσω.
Και το σπαθί του τράβηξε, του ’κοψε το κεφάλι.
(Δημητρίου Πετρόπουλου, «Ελληνικά δημοτικά τραγούδια», Αθήνα 1958, σ. 219).
Κατά τις πληροφορίες που έδωσε ο ιερέας Θοδωρής Πολυχρονόπουλος, στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1980 έγινε εκταφή των οστών του Αγριόγιαννου μετά από μέριμνα ενός μακρινού συγγενή του. Μετά την τέλεση της θείας λειτουργίας και το τρισάγιο για τον ήρωα, τα οστά του (χωρίς το κεφάλι) μπήκαν σε ένα μικρό μεταλλικό κιβώτιο και τοποθετήθηκαν στον γυναικωνίτη του καθεδρικού ναού του χωριού. Ο ίδιος ιερέας με συγκίνηση ανέφερε τα παραπάνω λόγια άσματος, που αφορούν τον ηρωικό θάνατο του Αγριόγιαννου το 1826 κατά μια επιδρομή του Ιμπραήμ πασά στο Μάτεσι της Ανδρίτσαινας Ολυμπίας μαζί με τους τουρκοπροσκυνημένους από τα γύρω χωριά.
Λαογραφική σελίδα:
Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΚΑΠΕΛΗΣ
Στην Κάπελη μια φορά ζούσε ένας γουρουνάς (βοσκός χοιρινών) που τον λέγανε Γιάννη και Κολοπέτσα το παρατσούκλι του. Το παρατσούκλι του το κολλήσανε γιατί όταν ήταν μικρός και πείναγε πήγαινε από σπίτι σε σπίτι και ζήταγε να φάει όχι κρέας αλλά την πέτσα από τα σφαχτά είτε αυτά ήσαν από κότες ή γουρούνια και έτσι του το κολλήσανε του μαύρου Κολοπέτσα. Όμως ήτανε ένα καλό παιδί, σεβαστικό στο ντουνιά, ήτανε όμως ορφανό από μάνα και ο πατέρας του ήτανε ένας μεθύστακας και ένας μεγάλος τεμπέλης. Όταν μεγάλωσε ο Γιάννης και πήγε καμιά δεκαπενταριά χρονών πήγε γουρουνάς σε κάποιο μπάρμπα του από το σόι της μακαρίτισσας της μάνας του. Ήθελε ο μαύρος να βγάλει και ευτούνος ένα τσουρούλι ψωμί και να ζήσει και να μην γυρίζει από σπίτι σε σπίτι όπως είχε μάθει επειδή είχε ορφανέψει από μικρούλι. Ούλη την ημέρα φύλαγε τα γουρούνια στην Κάπελη που τρώγανε ρίζες κάτω από τα σάπια φύλλα αλλά και πολύ βελάνι. Το βράδυ τα έκλεινε μέσα σε ένα γαλάρι φτιαγμένο από σκιζάρια παλούκια δέντρου. Και μετά μαζευόσαντε όλα τα παιδιά τα τσοπανόπουλα και έπαιζαν αλλά και καθόσαντε μέχρι αργά το βράδυ και λέγανε διάφορα παραμύθια αλλά και ιστορίες με πεθαμένους με ληστές και με φαντάσματα.
Ο δόλιος ο Γιάννης τ’ άκουγε ούλα ευτούνα αλλά καμωνότανε ότι δεν φοβότανε μην τον καταλάβουν τα άλλα τα παιδιά και τον πάρουν στο ψιλό. Αντίθετα έκανε τον παλικαρά και έλεγε ότι αυτά είναι ψέματα για να φοβίζουν τον κόσμο οι κλέφτες και οι λήσταρχοι.
Ένα βράδυ όταν τελείωσε η κουβέντα τους ούλα τα παιδιά πήγανε στα γαλάρια τους να κοιμηθούνε, ο Γιάννης πήγε δίπλα στο γαλάρι των γουρουνιών, εκεί που είχε ο μπάρμπας του μια καλύβα και χώθηκε μέσα σε μια κουβέρτα και έπεσε να κοιμηθεί. Για λίγο το μυαλό του στριφογύριζε σαν την σβούρα με αυτά που είχε ακούσει, όμως σιγά – σιγά τον πήρε ο ύπνος και αποκοιμήθηκε. Δεν πέρασε λίγη ώρα όταν άκουσε ένα θόρυβο σαν να πιλαλάνε άνθρωποι όξω από την καλύβα του, άνοιξε τα μάτια του σηκώθηκε σιγά – σιγά, ώστε να μην προξενήσει θόρυβο και κοίταξε μέσα από τις χαραμάδες των ξύλων της καλύβας να ιδεί τι γίνεται απόξω.
Έξω ήταν φεγγαράδα, Θεού χαρά, λες και ήτανε μέρα, έβρισκες βελόνα στ’ άχερα. Τηράει τρογύρω του και τι να ιδεί ο μαύρος!
Καμιά δεκαριά παιδιά με μαύρο κεφάλι γδυτά τερλεκάτσι (όπως τα έκανε η μάνα τους, χωρίς κανένα σκουτί απάνω τους) να τρέχουν τρογύρω – γύρω στην καλύβα ασταμάτητα λέγοντας διάφορες ακαταλαβίστικες λέξεις και ένα πράμα μικρό πράμα ίσαμε μ’ ένα κολοκύθι σαν μανάλι με κεριά αναμμένα να περπατάει προς την καλύβα. Τι το ήθελε ο μαύρος ο Γιάννης δεν πέρασε ούτε ένα λεπτό από τον φόβο του έπεσε αναίσθητος πίσω από την πόρτα της καλύβας.
Πέρασε κάμποση ώρα και όταν άρχισε να πέφτει η δροσιά και πάγωσε το κορμί του ξύπνησε και όταν κατάλαβε τι έγινε πετάχτηκε σαν το δόκανο όταν πιάνει το λύκο. Κοίταξε πίσω από τις χαραμάδες της καλύβας ξανακοίταξε δεν έβλεπε τίποτις αλλά ούτε φασαρία άκουγε. Σιγά – σιγά πήρε απάνου του και βγήκε όξω από το καλύβι. Ήταν κάπου προς τα χαράματα και τα γουρούνια δίπλα κοιμούσαντε του καλού καιρού. Το σκυλί και αυτό κοιμότανε ήσυχο. Ξαναγύρισε στην καλύβα του έκανε τον σταυρό του άναψε τη φωτιά και περίμενε να ξημερώσει.
Όταν ξημέρωσε άρχισε να ψάχνει γύρω την καλύβα αλλά δεν μπόρεσε να καταλάβει τίποτα διότι τα γουρούνια είχαν αλωνίσει τον τόπο κάθε ημέρα και εφόσον ήτανε Αλωνάρης μήνας ήτανε ξερός ο τόπος κάτου και δεν έβλεπες πατήματα.
Το σούρουπο, όταν μαζεύτηκαν πάλι τα παιδιά, ο Γιάννος τους μολόγησε το πάθημά του και τους είπε ότι δεν ξαναπλαγιάζει στην καλύβα διότι ο τόπος είναι γιομάτος στοιχειά. Τα παιδιά γέλασαν και του είπανε ότι αυτά τα είδε στο όνειρό του και δεν πρέπει να τα πιστεύει. Όμως που να γιομίσει το μυαλό του Γιάννη. Ότι και να του λέγανε αυτός δεν έκανε πίσω πήγε το βράδυ στο χωριό και μολόγησε στους τρανούς αυτό το χουνέρι που τον βρήκε στην Κάπελη.
Τα παιδιά είχαν καταστρώσει ένα σχέδιο να τρομάξουν τον Γιάννη διότι το έπαιζε παλικάρι. Εκείνο το βράδυ τον αφήκανε και αποκοιμήθηκε και ένα από αυτά τα παιδιά που γνώριζε το σκυλί του Γιάννη το έλυσε και το απομάκρυνε από την καλύβα. Είχανε πιάσει και μια χελώνα και πήγαν στην εκκλησία πήρανε κεριά και τα κολήσανε απάνου στο καβούκι της και το βράδυ ταανάψανε. Ευτούνα φορέσανε μια γυναικεία κάλτσα στο κεφάλι και αφού γδυθήκανε τερλεκάτσι (όπως τα έκανε η μάνα τους), λέγανε κάμποσα ακαλαβίστικα λόγια και πιλαλάγανε τρογύρω από την καλύβα κάνοντας μεγάλο ντόρο. Ένα από δαύτα παραφύλαγε και τήραγε από μια χαραμάδα και όταν είδε τον Γιάννη να πέφτει κάτου λιποθυμισμένος, τρόμαξαν και έφυγαν, αφού πρώτα πήραν την χελώνα και ξανεδέσανε το σκυλί του Γιάννη στη θέση του.
Ο Γιάννης πέρασε ούλα τα χρόνια της ζωής του στο χωριό τσοπάνης με διάφορα ζωντανά και μολόγαγε το πάθημα του σ’ όλους τους νεώτερους ακόμη και σ’ όλους τους τσοπάνηδες της Κάπελης. Αν και του μαρτυρήσανε τι είχε γίνει, δεν μπόρεσε ποτέ να το πιστέψει αλλά ούτε να το ξεπεράσει.
Γκιώνης:
Κατά την παράδοση, αναφέρεται ότι ήσαν, δύο αδερφοί ο Γιάννης (ή Αντώνης) και ο Δήμος. Ο Δήμος ήταν παντρεμένος με μια κακιά γυναίκα. Εκείνη μια ημέρα, επειδή δεν χώνευε τον αδερφό του, έβαλε κακιά λόγια στον άντρα της. Εκείνος λογομάχησε με τον Γιάννη τον αδερφό του και τον σκότωσε. Μετά από λίγο όμως μετάνιωσε πικρά γι’ αυτό που έκανε και από τη λύπη του, πήγαινε κάθε βράδυ εκεί στο δάσος που τον σκότωσε και έκλαιγε συνέχεια, για τον αδικοχαμένο αδερφό του. ο Θεός τον λυπήθηκε και τον μεταμόρφωσε, μετά από δική του παράκληση, σε πουλί, που κλαίει τον αδικοχαμένο αδερφό του φωνάζοντας όλη την νύκτα: "Γιάνν! Γκιών Γιάνν! Γκιών
Ο άνθρωπος ακούγοντας αυτό το πουλί το ονόμασε Γκιώνη[1] και έπλασε τον μύθο για την προέλευση του ονόματος και της φωνής του.
[1] Ο γκιόνης ή γκιώνης (Otus scops) είναι ένα από τα μικρότερα είδη κουκουβάγιας, που ζουν κυρίως στην στις παραμεσόγειες χώρες και κυρίως σ’ ολόκληρη την Ευρώπη. Ανήκει στην οικογένεια των Γλαυκιδών (Strigidae) και αναγνωρίζονται περίπου έξι υποείδη, τα οποία διαφέρουν ελάχιστα μεταξύ τους. Εκτός από τον κοινό γκιώνη, που ζει στην Ελλάδα (O. s. scops) απαντάται κυρίως στην Κρήτη, στα Δωδεκάνησα και στις Κυκλάδες με το όνομα κλώπα ή σκουλούπα (O. s. cycladum), ενώ στην Κύπρο τον ονομάζουν θούπι (O. s. cyprius).
...
γραμμένο απο Κώστας Παπαντωνόπουλος , Δεκέμβριος 18, 2011
Ο Τριπολιτσιώτης Αγγελάκης Νικηταράς, παράγγειλε κάποτε του Κολοκοτρώνη -που ήταν στενός του φίλος- να κατέβει στο χωριό, για να βαφτίσει το μωρό του. Ο Νικηταράς τού παράγγειλε ότι το παιδί επρόκειτο να το βγάλουν Γιάννη, αλλά για να τον τιμήσουν, αποφάσισαν να του δώσουν τ’ όνομά του, δηλαδή Θεόδωρο.
Ο θρυλικός Γέρος του Μοριά απάντησε τότε, πως ευχαρίστως θα πήγαινε μόλις θα «έκλεβε λίγον καιρό», γιατί τις μέρες εκείνες έδινε μάχες. Έτσι θα πέρασε ένας ολόκληρος μήνας σχεδόν κι ο Κολοκοτρώνης δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει την υπόσχεση που είχε δώσει.
Δεύτερη, λοιπόν, παραγγελία του Νικηταρά. Ώσπου ο Γέρος πήρε την απόφαση και με δύο παλικάρια του κατέβηκε στο χωριό. Αλλά μόλις μπήκε στο σπίτι του φίλου του, δεν είδε κανένα μωρό, ούτε καμμιά προετοιμασία για βάφτιση.
Τι είχε συμβεί: Η γυναίκα του Νικηταρά ήταν στις μέρες της να γεννήσει. Επειδή όμως, ο τελευταίος ήξερε πως ο Γέρος ήταν απασχολημένος στα στρατηγικά του καθήκοντα και πως θ’ αργούσε οπωσδήποτε να τους επισκεφτεί -οπότε θα είχε γεννηθεί πια το παιδi- τού παράγγελνε και τού ξαναπαράγγελνε προκαταβολικά για τη βάφτιση.
Όταν ο Κολοκοτρώνης άκουσε την…απολογία του Νικηταρά, ξέσπασε σε δυνατά γέλια και φώναξε:
- Ωχού! Μωρέ, ακόμα δεν τον είδανε και Γιάννη τον βαφτίσανε!
Διαβάστε περισσότερα: http://www.pare-dose.net/?cat=...z1gqPqFgzk