Μετά την υπογραφή το 1715 της συνθήκης του Πασσάροβιτς μεταξύ Τουρκίας και Ενετών έγινε η οριστική αποχώρηση των Ενετών από τον Μοριά. Προς παγίωση της κατοχής του Μοριά ο σουλτάνος αναγνώρισε ως μπισασήδες (συνταγματάρχες) τους αρχηγέτες των επτά Τουρκικών οικογενειών οι οποίες κατήλθαν στον Μοριά. Αυτές ήσαν: 1) Η των Απδίμ Πεγιάνων στην Κορινθία, εξ αυτών προήρχετο και ο Κιαμήλ Μπέης της Κορίνθου. 2) Η Αρναουταογλαίων στην Τρίπολη, πλουσιότατη. 3) Η των Χωτομαναίων στην Γαστούνη της Ηλείας. 4) Του Μεχμέτ Βέη, στην Κορώνη. 5) Του Αχμέτ Αγά στην Πάτρα. 6) Του Νουρή Αγά στην Λακωνία. 7) Του Απδάγα στην Μονεμβασιά.
Έκαστος από αυτούς είχε υπέρ τους διακόσιους στρατιώτες και υπόκειντο στον Μόρα Βαλεσή και στους Βοεβόδες.
Ένα από τα σπουδαιότερα και πλουσιότερα ήταν της Γαστούνης. Υπαγόταν στο πασαλίκι του Μοριά. Διοικητικά λεγόταν Βιλαέτι, στρατιωτικά Σαντζάκι, και δικαστικά Καζάς της Γαστούνης. Όσα κτήματα και εκτάσεις προ της Ενετοκρατίας ήσαν Οθωμανικά, ξαναδόθηκαν στους τότε ιδιοκτήτες τους, που ξαναγύρισαν από την Ρούμελη και από την Κωνσταντινούπολη όπου είχαν καταφύγει. Έτσι οι Χοτομαναίοι ξαναπήραν όλο το Βιλαέτι της Γαστούνης σαν Μουκατά, δηλαδή κτήμα τους κληρονομικό. Τότε η οικογένεια των Χοτομαναίων μπέηδων, πολύκλαδη και πολυφάμελη, ήταν μια από τις πλουσιότερες στο Μοριά. Ο Χάμμερ, στην ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αναφέρει ότι ο Βαγιαζήτ ο πορθητής έδωσε για ανταμοιβή στο Γιανίτσαρη, που πρώτος σκαρφάλωσε στα τείχη της Πόλης, την πλουσιότερη επαρχία. Τούτος ο Γιανίτσαρης ήταν ασφαλώς ο πρόγονος των Χοτομαναίων, που πήρε την επαρχία της Γαστούνης. Τέλος Χατμάνος λεγόταν και ο Τούρκος άρχοντας της Ουκρανίας.
Τότε, προ της Ενετοκρατίας τούτο το πλούσιο Βιλαέτι της Γαστούνης λεγόταν Χόλομιτζ από τους Τούρκους δηλ. του Χλεμουτσιού (κάστρου) όπου ήταν και η έδρα του. Οι Χοτομαναίοι μπέηδες διοικούσαν το Βιλαέτι τους διορίζοντας έμπειρους Τούρκους αξιωματούχους: Τον Αγιάνη = τοποτηρητή, τον Βοεβόδα = αστυνομικό διοικητή, και τον Καδή = δικαστή.
Τούτους τους πλαισίωναν οι Σπαχήδες (αστυνόμοι) και οι αγάδες, στα χωριά, σαν τοποτηρητές και εκτελεστικά όργανα της Τουρκικής εξουσίας, με όργανά τους, τους ζορμπάδες (πεζούς οπλοφόρους) και τους σεΐζηδες (καβαλαραίους οπλοφόρους). Τέλος σε κάθε Βιλαέτι υπήρχε και ένα κινητό απόσπασμα ένοπλο για την τήρηση της τάξης και την καταδίωξη των φυγόδικων και φρούρηση των δερβενιών (στενωπών περασμάτων και διάσελων) με Κάπους (καπεταναίους των Ζορμπάδων και Σεΐζηδων) και κεντρικό καπετάνιο τον Καπού Μπουλούκμπαση.
Όλα τα βιλαέτια υπάγονταν στο πασαλίκι που ήταν η έδρα του Πασά (στον Μοριά πρωτεύουσα ήταν τότε η Τριπολιτσά, όπου ήταν και η έδρα του Πασά), τα πασαλίκια υπάγονταν στην κεντρική διοίκηση την λεγόμενη Υψηλή Πύλη. Για την καλύτερη εξυπηρέτηση της διοίκησης ο βαλής (πασάς) περιστοιχιζόταν από ανώτερους υπαλλήλους, οι οποίοι διεκπεραίωναν την αλληλογραφία της Πύλης και τα αναφυόμενα θέματα στο πασαλίκι. Οι υπάλληλοι ήσαν: Ο ρεϊζ εφένδης (αρχιγραμματέας), ο μουφτής (θρησκευτικός αρχηγός), ο δεφτέρ κεχαγιάς (φοροτεχνικός υπάλληλος), ο μουκαπελετζής, ο οποίος κρατούσε τα κατάστιχα του κτηματολογίου με τα οροθέσια των βιλαετιών.
Παράλληλα με την Τουρκική εξουσία ήταν και η Κοινοτική των Ελλήνων, οι Δημογέροντες. Το κάθε χωριό εξέλεγε ένα ή δύο Δημογέροντες ή Προεστούς, ανάλογα με τον πληθυσμό του, για ένα χρόνο. Αυτοί μαζί με τον παπά, αποτελούσαν την Δημογεροντία του χωριού τους. Φρόντιζαν για την περιουσία της Κοινότητάς τους, μοίραζαν κατ’ αναλογία και οικονομική δυναμικότητα σε κάθε οικογένεια πόσους φόρους και δοσίματα έπρεπε να πληρώσει, (χαράτσι κ.λπ.), κανόνιζαν για τα δημόσια έργα του κάθε χωριού, επικύρωναν με την υπογραφή τους συμφωνητικά των χωριανών τους (προικοχάρτια, αγοροπωλησίες, δανειστικά ομόλογα), συμβίβαζαν τις διαφορές τους μέχρι αξίας 100 γροσιών, διόριζαν τον μεϊντάνη του χωριού (αγροφύλακα), εκπροσωπούσαν το χωριό και ήσαν υπεύθυνοι μαζί με τον Αγά για την εκτέλεση των διαταγών της διοίκησης του Βιλαετιού και του Πασά.
Όλοι οι Δημογέροντες του Βιλαετιού μαζεύονταν στην Γαστούνη και εξέλεγαν μεταξύ των τους δύο Δημογέροντες που ήσαν οι άμεσοι συνεργάτες του Μπέη για όλα τα ζητήματα του Βιλαετιού, τα σχετικά με τους Ραγιάδες. Την εκλογή τους την επικύρωνε ο Πασάς της Τριπολιτσάς (Μόρα Βαλεσής). Φρόντιζαν μαζί με τον επίσκοπο για τις υποθέσεις των χωριών του Βιλαετιού για την εκτέλεση των διαταγών Τούρκων αξιωματούχων του (Μπέη, Βοεβόδα, Καδή). Καθόριζαν αναλογικά το ποσό των φόρων και δοσιμάτων που θα πλήρωνε κάθε χωριό. Διόριζαν τον Καπού – Μπουλούκμπαση και τους υποτακτικούς του (που ήσαν Έλληνες και Αρβανίτες ντόπιοι) που αυτοί τους διεύθυναν. Αντιδρούσαν στις παράλογες ή παράνομες ενέργειες και αξιώσεις των Τούρκων αξιωματούχων, προσφεύγοντας στο Μόρα Βαλεσή όπου είχαν μεγάλη ισχύ, και γενικά η εξουσία τους. Μοιραζόταν στο Βιλαέτι με τους Τούρκους αξιωματούχους. Ήσαν δηλαδή οι προστάτες και η ελπίδα των αδικούμενων Ραγιάδων.
Δημογέροντες όμως έβγαζαν μόνο τα χωριά εκείνα, όσα τα κατοικούσαν Χριστιανοί που είχαν δικές τους περιουσίες, ή ήσαν τεχνίτες και έμποροι. Τούτα τα χωριά τα έλεγαν Καριγέδες (Κεφαλοχώρια). Τέτοια Κεφαλοχώρια στο Βιλαέτι της Γαστούνης ήσαν 10 – 15, τα δε υπόλοιπα κάπου 168, ήσαν τσιφλίκια, δηλαδή ιδιοκτησίες, μεγαλοκτήματα, των Πασάδων, Μπέηδων, Αγάδων, Χριστιανών μεγάλων νοικοκυραίων (κοτζαμπάσηδων) τζαμιών, εκκλησιών και μοναστηριών.
ΤΑ ΤΣΙΦΛΙΚΙΑ
Τα χωριά - τσιφλίκια τους οι Τούρκοι τσιφλικάδες, που κατείχαν τα 99 εκατοστά της Ηλειακής γης στο Βιλαέτι της Γαστούνης, τα διοικούσαν με τους Σουμπασήδες ή Κεχαγιάδες (αντιπροσώπους, επιστάτες).
Οι ακτήμονες Ραγιάδες, που δούλευαν στο τσιφλίκι, καλλιεργούσαν μόνιμα και κατά πατρογονικό δικαίωμα ένα κομμάτι, το ίδιο πάντα, ορισμένης έκτασης, ανάλογης με την δυναμικότητα του ο κάθε φαμελίτης. Εκεί είχαν δικαίωμα να χτίσουν μια καλύβα – κατοικία για την οικογένειά τους και τα ζώα τους. Συνήθως όμως τις καλύβες τις έχτιζαν γύρω από τις αποθήκες του τσιφλικιού ή το κονάκι του τσιφλικά, αν έμενε εκεί. Έτσι δημιουργούταν ένας οικισμός που έπαιρνε το όνομα του τσιφλικά. (π.χ. Μουσουλούμπεη, Σαμπάναγα, Σελήμ- Τσαούς, Σουλεϊμάναγα, Μπαλή, Δελή- Μπαλή, Τατάρ- Αλή, Καρα Αγκιούζ, Καρά- Χούζ,
Οι ακτήμονες ραγιάδες δεν είχαν δικαίωμα αυτοδιοίκησης, δεν έβγαζαν δημογέροντες, ανήκαν στο τσιφλίκι και ο τσιφλικάς ήταν ο απόλυτος εξουσιαστής τους, ή αν έμενε έξω από το τσιφλίκι ή είχε και άλλα, εξουσιαστής ήταν ο επιστάτης του Σούμπασης ή Κεχαγιάς. Αυτός είχε την ευθύνη της έγκαιρης καλλιέργειας του τσιφλικιού, την επίβλεψη και είσπραξη των δικαιωμάτων του τσιφλικά στη συγκομιδή. Έδινε (δάνειζε) από τις αποθήκες του τσιφλικιού ότι χρειαζόταν στους καλλιεργητές (σπόρο, αλέτρια, ζώα), αν οι ίδιοι δεν είχαν και το εισέπραττε με τόκο κατά την όρεξή του. Εισέπραττε επίσης για κάθε ζευγάρι καματερών (αλόγων, μουλαριών, βοδιών) το εισόδημα 3 – 4 στρεμμάτων το χρόνο σαν αμοιβή του το παρασπόρι. Όλη η συμπεριφορά των Σουμπάσηδων, κατά το λεγόμενο ήσαν «βασιλικότεροι του βασιλιά» δηλαδή του τσιφλικά και για να του είναι αρεστοί, μα και για να εισπράξουν όσο το δυνατό περισσότερα. Έτσι η απανθρωπιά τους, πολλές φορές ξεπερνούσε κάθε όριο, συχνά του έπαιρνε όλη την σοδειά του και «έμενε με το δικράνι στο χέρι», όπως έλεγε και ο Γιαννάκης Σισίνης.
Αν ο ραγιάς αδυνατούσε να πληρώσει τα χρέη του και τους φόρους του, είτε από αρρώστια, είτε από καταστροφή της σοδειάς, τα αναλάμβανε ο Σούμπασης ή ο τσιφλικάς του. Αν μέσα σε τρία χρόνια δεν μπορούσε να ξεπληρώσει αυτά τα χρέη του, όχι σπάνια, ο δύστυχος, πουλιόταν στα σκλαβοπάζαρα για σκλάβος, και ιδίως στα κάτεργα των κουρσάρων, όπου από τις στερήσεις και τις κακουχίες γρήγορα πλήρωνε το «κοινό χρέος» δηλαδή πέθαινε και «ελευθερωνόταν». Πολλοί για να αποφύγουν τούτο το πούλημα και για να γλιτώσουν το τομάρι τους, έπαιρναν τα μάτια τους και κατέφευγαν πολύ μακριά για να μην μπορούν να τους ανακαλύψουν τα αφεντικά τους, ή έπαιρναν τα βουνά και ενσωματώνονταν με τους κλέφτες, από αυτές τις ενέργειες των σκλαβωμένων που δεν μπορούσαν να δουλεύουν τους Τούρκους βγήκε και το δημοτικό μας τραγούδι:
Μάνα σου λέγω δεν ημπορώ, τους Τούρκους να δουλεύω.
Δεν ημπορώ δεν δύναμαι, μάλλιασε η καρδιά μου
θα πάρω το ντουφέκι μου να πα να γίνω κλέφτης.
……………………………………………………………………
ΚΑΤΟΙΚΟΙ
Από άποψη κατοίκων στο βιλαέτι της Γαστούνης, η αναλογία των Χριστιανών με τους Οθωμανούς ήταν 1 Οθωμανός με 5 – 6 Χριστιανούς. Το σύνολο των κατοίκων του Βιλαετιού στα προεπαναστατικά χρόνια ήταν 25.000 Χριστιανοί και 4.000 Οθωμανοί. Όλοι οι Χριστιανοί (Έλληνες και Αρβανίτες) μιλούσαν Ελληνικά και μόνο Β.Α και Ν.Α. χωριά της Ηλείας μιλούσαν Αρβανίτικα. Οι Οθωμανοί (Τούρκοι και Αραπάδες) μιλούσαν Τούρκικα αλλά και πολύ καλά τα Ελληνικά. Στην Γαστούνη κατοικούσαν 800 οικογένειες Τούρκοι και 200 Αραπάδες.
ΦΟΡΟΙ
Οι ραγιάδες (υπόδουλοι) του βιλαετιού της Γαστούνης πλήρωναν φόρους και δοσίματα στο Δοβλέτι (Τουρκικό κράτος) πολλούς και πολυώνυμους. Εκτός από το χαράτσι που ήταν προσωπικός, όλοι οι υπόλοιποι είχαν βάση την ιδιοκτησία, την παραγωγή της και την διακίνησή της. Οι πιο γνωστοί ήσαν:
1ος) Χαράτσι. Το χαράτσι το πλήρωναν όλοι οι άνδρες Γκιαούρηδες από 13 χρονών μέχρι τα γηρατειά τους. Δεν το πλήρωναν οι γυναίκες, οι παπάδες, οι υπέργηροι και οι σακάτηδες (ανάπηροι). Ήταν προσωπικός φόρος για να έχει δικαίωμα ο Ραγιάς «να φέρνει το κεφάλι του στους ώμους του» όπως έγραφε και το κεάτ, η απόδειξη που έπαιρνε όταν το πλήρωνε. Οι πλούσιοι πλήρωναν ακριβότερα και λεγόταν Αϊλά (12 γρόσια τον χρόνο), οι μικροκτηματίες και οι έμποροι το Εφσάτ (6 γρόσια), οι τελείως τέλος ακτήμονες το Ετνά (3 γρόσια). Ο φόρος κανονιζόταν κατά βιλαέτι από τον πασά ανάλογα με τα χαρτιά (ατομικά δελτία υπόχρεων), που στο βιλαέτι της Γαστούνης ήσαν γύρω στα 4.450. Στο Βιλαέτι ο Μπέης με τους Δημογέροντες και τον Δεσπότη τον μοίραζαν κατ’ αναλογία στα χωριά, και εκεί ο Δημογέροντας με τον παπά κανόνιζαν ανάλογα και τα μέλη που είχε η κάθε οικογένεια και όριζαν το πόσο θα πληρώσει.
Την μεροληπτική και άδικη κατανομή των φόρων που έκαναν οι κοτζαμπάσηδες τόνισε ο λαός :
«-Εγώ είμαι ο πρώτος του χωριού και μοίραζα τα χρέη
στην φτώχεια έριχνα εκατό και στους αρχόντους δέκα.
Μια χήρα με πολλά ορφανά, βαρύ χρέος της ρίχνω.
…………………………………………….
…Μ’ είχε η χώρα προεστό, μ’ είχε η χώρα πρώτον,
κι’ αντάριχνα το δόσιμο και το βαρύ τεφτέρι,
δέκα στους πλούσιους έριχνα, στις χήρες δεκαπέντε
στη δόλια τη φτωχολογιά, έριχνα τριανταπέντε».
Μια φορά μια χήρα είχε πέντε ανήλικα παιδιά και πήγε να παρακαλέσει τον κοτζαμπάση για να της κατεβάσει το δόσιμο, λέγοντας, ότι για να πληρώσει το απρόσμενο, είχε πουλήσει κάθε περιττό στολίδι, όπου της είχε μείνει και δεν είχε τι άλλο να πωλήσει, δια να πληρώσει τα όσα της ζητούσαν, μάλιστα κλαίγοντας φώναζε, πως έχει να θρέψει και να ντύσει τρεις θυγατέρες και δυο γιους….. Ο σκληρός άρχοντας δεν την άφησε να τελειώσει την περίοδο αποπληρωμής και αμέσως όπου άκουσε να λέγει ότι έχει τόσα παιδιά και με αδιαφορία και βαρβαρότητα της λέγει «πούλα δύο από τα παιδιά σου και πλήρωσε το δόσιμο.
2ος Χαριτσιγέ ή δέκατα. Η δεκάτη της ακαθάριστης γεωργικής παραγωγής (σιτηρά, όσπρια, λάδι, καπνός) στην πραγματικότητα ήταν το 1 / 7ον και όχι το 1 / 10ον.
3ος Αβαρίτσι. Φόρος στα ακίνητα (γαίες, καταστήματα, μύλοι), που ανήκαν στο Δοβλέτι τον πλήρωναν οι εκμεταλλευτές τους Οθωμανοί και Χριστιανοί.
4ος Μπενταάτ και Μπάλτα. Ήσαν κυρίως τα διόδια για τα μετακινούμενα γεωργικά και μονοπωλιακά προϊόντα (αλάτι).
5ος Χαρατζεράζι, Αβαέτια, Τιμαράτα και Μαφρουσάτια. Ήσαν υποχρεωτικές εισφορές στο Μόρα Βαλεσή για τα έξοδα του σεραγιού του. Το ποσοστό που θα πλήρωνε κάθε Βιλαέτι το κανόνιζε κατά τις ανάγκες του ο Πασάς.
6ος Μετζέλι, Νταχήλ – Ντεριέ. Ήσαν επίσης εισφορές για τα έξοδα των Αξιωματούχων του Βιλαετιού: Αγιάνη, Βοεβόδα, Μπουλούκμπαση, Κατή, Σπαχήδων, Αγάδων και Δημογερόντων. Οι τελευταίοι έπαιρναν σαν μισθό 500 γρόσια ανά εξάμηνο.
7ος Μπουμπασίρι και Τζερεμέδες. Ήσαν τα διοικητικά και δικαστικά έξοδα που τα καθόριζαν κατά την κρίση τους ο Μπέης, ο Κατής, ο Βοεβόδας και ο Αγάς.
8ος Αμπελιάτικο ή Στρεμματιάτικο. Κάθε στρέμμα σταφίδα ή αμπελιού πλήρωνε τον χρόνο 10 παράδες αν ήταν σε ιδιόκτητα χωράφια, ή 45 παράδες αν ήταν σε δημόσια.
9ος Σαλαριά. Εισφορά στον ιδιοκτήτη του Τσιφλικιού από το ζευγολάτη για κάθε ζευγάρι βόδια, άλογα ή μουλάρια μισό βατσέλι το χρόνο. Για τον παρασποριάρη, δηλαδή εκείνον που δεν είχε δικά του ζώα για εργασίες, αλλά όργωνε τα χωράφια του Τσιφλικιού με ξένα, πλήρωνε το 1/4ον βατσελιού καρπό τον χρόνο.
10ος Ρέσμι Ιλάκ ή Νόμιστρο. Δικαίωμα βοσκής των κοπαδιών στα λιβάδια 2 παράδες για κάθε ζώο (πρόβατο ή γίδι).
11ος Ρέσμι Ζιντζιέ (κρασιού), Ρέσμι Μιρέ (λαδιού), Ρέσμι Γιαϋλάκ (σανού) και Ρέσμι άλλων προϊόντων (τυριού, μαλλιού, και βελανιδιού) που γινόταν εξαγωγή.
12ος Αγγαρείες. Ήσαν η αναγκαστική προσφορά εργασίας για εκτέλεση δημοσίων έργων, αλλά και στους αξιωματούχους Τούρκους από τον Σεΐζη μέχρι τον Πασά.
Το συνολικό ποσό από τους πιο πάνω φόρους στο βιλαέτι της Γαστούνης έφθανε στις 352.000 γρόσια λίγο πριν την επανάσταση του 1821. Τότε το γρόσι ήταν ισοδύναμο με το Γαλλικό φράγκο. (Το γρόσι είχε 40 παράδες και μ’ έναν παρά έκανες δυο γεύματα την εποχή εκείνη). Όλα αυτά τα πλήρωναν σχεδόν μόνο οι ραγιάδες γιατί τους φόρους τους οι Τούρκοι, εύρισκαν τον τρόπο ή να ξεφύγουν ή να τους φορτώσουν στην ράχη των ραγιάδων. Εκτός όμως απ’ αυτά, ήσαν και οι εισφορές στη δημογεροντία για τα έξοδα της (γραφιάδες, μεϊντάνηδες, κάπους και ζορμπάδες) που πληρώνονταν κι αυτοί σε είδος.
Επίσης και η Εκκλησία έπαιρνε αρκετά από τον θεοσεβή ρωμιό, για τον μισθό του επίσκοπο, του παπά και την συντήρηση του εκάστοτε ναού. Στο επίσκοπο η κάθε οικογένεια πλήρωνε τον χρόνο τακτικά 20 παράδες κι αν ήταν ορφανή τα μισά. Ο παπάς πληρωνόταν από τους ενορίτες του σε είδος κι αυτός. Μα εκτός απ’ αυτά ήσαν και τα «φιλότιμα», δηλαδή φιλοδωρήματα στον Δεσπότη όταν γινόταν χειροτονία ή όταν χοροστατούσε στο χωριό ή στο μοναστήρι της περιοχής. γύρω στα 1815 ήταν 20.000 πιάστρα (το πιάστρο ήταν ισοδύναμο με το γρόσι). Ο παπάς έπαιρνε 10 – 12 οκάδες στάρι από την κάθε οικογένεια τον χρόνο ή ανάλογο άλλο προϊόν (λάδι, όσπρια, σταφίδα, κρασί) ή και χρήμα (αυτό το έλεγαν «κανονικό»).
Το πιο χειρότερο όμως ήταν, ότι όλους τους πιο πάνω φόρους και εισφορές το Δοβλέτι τους παραχωρούσε για την είσπραξη τους σε ενοικιαστές, κι αυτοί σε υπενοικιαστές. Αυτοί δε, μαζί με την αυθαιρεσία, την απληστία και την ασυδοσία που κυριαρχούσε τότε στο τούρκικο κράτος, γίνονταν πολύ πιο βαρύτεροι, που για τους ραγιάδες ήταν εξοντωτικοί.
Τα τσιφλίκια ή τα χτήματά τους οι μεγαλοκτηματίες των κεφαλοχωριών (καρίγεδων) τα εκμίσθωναν στους Ραγιάδες καλλιεργητές κατά τρεις τρόπους: Το μισακό, η συντροφικό, ο ιδιοκτήτης έβαζε τα χωράφια, ο μισακάτορας την εργασία. Στην συγκομιδή αφαιρούσαν τα έξοδα (σπόρο, εργαλεία) και τα δοσίματα, το υπόλοιπο μοιραζόταν στην μέση.
Στο τριτάρικο ο ιδιοκτήτης έβαζε μόνο το χωράφι ο τριτάρης όλα τα έξοδα (σπόρο, εργαλεία, εργασία) και αφού αφαιρούσαν τα δοσίματα, έπαιρνε ο ιδιοκτήτης τρία μερδικά, και ο τριτάρης έξι. Στον κάμπο το τριτάρικο ήταν και η πιο διαδεδομένη μίσθωση. Στο γιώμορο ή γέμπορο, ο ιδιοκτήτης νοίκιαζε τα χωράφια του αντί ενός ποσού, που το προπληρωνόταν, και ο καλλιεργητής έπαιρνε όλη την παραγωγή. Φόροι και δοσίματα σε βάρος του. Στις ελιές το γιώμορο ήταν τα 2 / 7 της παραγωγής τους.
Το βιλαέτι της Γαστούνης αποτελούταν από τα εξής χωριά:
Αγιανάννα, Αγιάννης, Αγιλιάς, Αγιώργης, Αγουλινίτσα, Αγραπιδοχώρι, Ακοβίτι, Αναζήρι, Ανδραβίδα, Αντρώνι, Άνω Καβάσιλα, Άνω Λουκάβιτσα, Άνω Ξενιά, Απλοχώρι, Αρβανίτη, Βάλαγκα, Βάλμη, Βαρθολομιό, Βελανίδι, Βίλιζα, Βολάντζα, Βούναργο, Βρανά, Βυδιάκι, Γαστούνη, Γεράκι, Γερμοτζάνη, Γεροπέτρου, Γούμερο, Δαφνιώτισσα, Δερβή Τζελεπή, Δερβινή, Δίβρη, Δούκα, Ζόγκα, Ζουλάτικα, Κάτω Ξενιά, Καγκάδι, Κακαρούκα, Κακοτάρι, Καλαθά, Καλίτζα, Καλολιτζί, Καλοπαιδί, Καλότυχο, Καλύβια, Βαρθολομιού, Καλύβια Παλιόπολις, Κάλφα, Καπελέτου, Καραγιούζι, Καραγουζάκι, Καρακασίμι, Καραλή, Καράτουλα, Καρδαμάς, Καρδιακάφτι, Καρόσι, Καρυά, Κάστρο, Κατζαρού, Κάτω Καβάσιλα, Κάτω Λουκάβιτσα, Καυκανιά, Κελεβή, Κερέσοβα, Κερτίζα, Κλεισούρα, Κλεντιά, Κόκλα, Κοκλασήμιζα, Κουκλάκι, Κουρτίκι, Κρασέτζα, Κριεκούκι, Λαγανά, Λαγάτουρα, Λάλα, Λαμπέτι, Λάνθι, Λάσδικα, Λατζόι, Λεχαινά, Λόπεσι, Λούβρος, Λυγιά, Μάζι, Μαλαπάσι, Μαλίκι, Μάμιζα, Μανολάδα, Μαρινάκι, Μαρκόπουλου, Μαστραντώνη, Ματαράγκα, Μαζαράκι, Μάχου, Μεσολογγάκι, Μηλιές, Μοιράκα, Μονή Νοτενάς, Μονή Σωτηρούλας, Μονή Αϊ Βλάση, Μουζάκι, Μουζίκα, Μουσουλή, Μουσουλούμπεη, Μπαλή, Μπαρμπάσαινα, Μπεδέντα, Μπεζαΐτι, Μπεντένι, Μπεσερέ, Μπέχρου, Μπόρσι, Μπουκοβίκα, Μπουρτάνου, Μπουχιώτη, Μπράτι, Μπρούμα, Μυρτιά, Νιοχώρι, Νιοχώρι Γλαρέτζας, Νταούτι, Ντάρα, Ντελήμπαλη, Ντρούβα, Ξυλοκέρα, Παλαιομπαρμπάσαινα, Πέρα Μετόχι, Πέρσαινα, Πέτα, Πλάτανος, Πόθου, Πορετσό, Πουρνάρι, Πύργος, Πυρί, Ρενεσάκι, Ρένεσι, Ρετεντού, Ρετούνι, Ρίολο, Ροβιάτα, Ρόμεσι, Ρουπακιά, Σαβάλια, Σαμπάναγα, Σελήμ Τσαούση, Σιμόπουλο, Σινούζι, Σιόρμαινα, Σκαφιδιά, Σκιαδά, Σκλήβα, Σκληρού, Σκούρα, Σκουροχώρι, Σμίλα, Σουλεϊμάναγα, Σουληνάρι, Σούλι, Σπάτα, Στραβοκέφαλο, Στρέφη, Στρούσι, Σώπι, Σώστι, Τατάραλη, Τζαπόγα, Τζατζατάρι, Τζίπιανα, Τζόγια, Τραγανό, Τρουμπέ, Φεγγαράκι, Φλώκα, Χάβαρι, Χαλαμπρέζα, Χατζήδες, Χελιδόνι, Χέλμι, Ψάρι, Ώλενα.
Σημείωση: Η ορθογραφία των κειμένων ως είχε.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- Γριτσόπουλος Τάσος «Στατιστικαί ειδήσεις περί της Ελλάδος», Πελοποννησιακά, τόμος Η΄ 1971.
- POUQUEVIL: «VOYAGE DANS LA GRECE PARIS 1820», τόμος 4ος.
- Γεωργίου Αρ. Χρυσανθακοπούλου, «Η Ηλεία επί Τουρκοκρατίας», εν Αθήναις 1950
- Κ.Κροκιδά, Χάμμερ, «Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας», μετάφραση τόμος Γ, Αθήναι 1870.
- Μοσχοβάκης Ν. «Το εν Ελλάδι Δημόσιον Δίκαιον επί Τουρκοκρατίας. Εν Αθήναις 1882.
- Ροδάκης Περικλής «Κλέφτες και Αρματολοί (Η ιστορικοκοινωνική διαμόρφωση του Ελλαδικού χώρου στα χρόνια της Τουρκοκρατίας) Αθήναι 1937.
- Η Ηλεία δια μέσου των Αιώνων», Γεωργίου Παπανδρέου Δ. Φ. Γυμνασιάρχου, έκδοση Ν. Ε. Λ. Ε. Ηλείας ~ Ηλειακή βιβλιοθήκη, έκδοση περιοδικού «Εκ Παραδρομής», Λεχαινά 1990.
- «Ηλειακά», Ντίνος Δ. Ψυχογιός, περιοδικό λαογραφικής ιστορικής και γλωσσικής σπουδής της Ηλείας, εκδόσεις Βιβλιοπανόραμα, Αμαλιάδα 2008.
-«Η οικονομική άνοδος των Ελλήνων επί Τουρκοκρατίας», Βακαλόπουλος Κωνσταντίνος.
-«Νέα Ελληνική Ιστορία», Βακαλόπουλος Κωνσταντίνος.
-«Ο βίος του Ελληνικού λαού κατά την Τουρκοκρατία», Βουραζέλη Ελένη.
-«Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας», Νίκος Σβορώνος.
-«Οικονομικοί και κοινωνικοί μηχανισμοί στο ορεινό χωριό Γορτυνίας 1715 – 1828», Τσότσορος Στάθης.
-«Ο εσωτερικός αγώνας», Τάκης Σταματόπουλος, Αθήναι 1957.
-«Τουρκοκρατούμενη Ελλάς», Σάθας Κωνσταντίνος, Αθήναι 1869.
-«Ο ειδικός ρόλος της γεωργίας στη διαμόρφωση των σχέσεων πόλης – υπαίθρου το 18ον αιώνα», Παναγιωτόπουλος Βασίλειο.
-«Η κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επανάστασης του 1821», Κορδάτος Γ. , Αθήναι 1923).
-«Οικονομικές μεταμορφώσεις της αγροτικής Ελλάδας, ιστορικοί σταθμοί 1453 – 1917, Καραποστόλης Βασίλειος, Αθήναι 1981.
- «Οι δυνάστες του Ελληνικού λαού στην προεπαναστατική Ελλάδα», Απόστολος Παπαγιαννόπουλος)
-«Απομνημονεύματα», Χ. Περραιβού, έκδ. 1843, τ. Α΄.
-«Αυτοδιοίκησις και δικαιώματα ετεροδημοτών , δάσος και δασικές εκτάσεις), Γεώργιος Φ. Αγγελόπουλος, Πάτρα.
- «Η Δίβρη Ηλείας στο Διάβα των Αιώνων», Νίκος Β. Αναστόπουλος, έκδοση της βιβλιοθήκης του πνευματικού κέντρου της πανελλήνιας εκπολιτιστικής ένωσης Λαμπειέων – Διβριωτών Ηλείας, Αθήνα 1994).
Λιβαθινός Άγγελος