Άβρακος βρακί έβαλε και σε κάθε πόρτα το έλυε.
Αγάλια – αγάλια τα τούμπανα τι είναι φτωχός ο γάμος.
Ακριβό κουστούμι, φτωχός ο γαμπρός.
Αν έχουμε ψωμί και κρεμμύδι θα βρούμε και την κατσαρόλα.
Ανάθεμα δυο πράγματα, φτώχεια και γεράματα. (ανέχεια γεράματα).
Άνθρωπος δίχως παρά περνάει γρήγορα από το παζάρι.
Από την φτώχεια βγαίνει η τέχνη. (ανάγκη).
Από φτωχό μην δανειστείς γιατί περιπατεί και κλαίει.
Απόχτησε κι ο φτωχός μια γάτα και την έβγαλε για βοσκή.
Αργεί ο θεός σκάζει ο φτωχός.
Άρχοντας φτωχός, ίσον κώλος δαρμένος.
Αυτός που δεν έχει τίποτα δεν χάνει τίποτα. (ανέχεια).
Αφθεντικό βρακί φτωχός κώλος δεν ξέρει.
Αχαμνό χωριό, λίγα σπίτια.
Βοήθα με φτωχέ να μη γενώ συνίσος σου.
Βηοήθα με φτωχέ να μην σου μοιάσω.
Βρακί φορεί κι ο φτωχός μα ο κώλος του παγώνει.
Βρήκε κι ο φτωχός τσαπί κι όλη την μέρα σκάβει.
Γρόσια γυρεύει ο φτωχός από τον θεό παιδιά πολλά του δίνει. Παιδιά γυρεύει ο άρχοντας, γρόσια του δίνει.
Γρόσια ζητάει ο φτωχός από τον Θεό και εκείνος του δίνει παιδιά.
Δεν έχει ο φτωχός μα έχει ο Θεός. (ανέχεια).
Δεν υπάρχουν χαρές που να μην τις χαλάει η φτώχεια. (χαρά).
Είδε η φτώχεια τα πλούτη και τα λυπήθηκε.
Παντρεύθηκε ο φτωχός κι εχάθη η νύχτα.
Έφαγε κι ο φτωχός λάδι και του κάθισε στο λαιμό.
Ζεσταίνει ο κρύος τον παγωμένο. (ειρωνεία).
Η βαριά δουλειά είναι του φτωχού η τεμπελιά. (δουλειά).
Η πολλή φτώχεια και το πολύ βίος κάνει πολλούς χωρίς μυαλό. (αφροσύνη).
Η τεμπελιά φέρνει φτώχεια και η φτώχεια φέρνει γκρίνια.
Η φτώχεια βουρλοδέρνεται τα πλούτη νταραβερίζονται.
Η φτώχεια βρίσκει πολλά τεχνάσματα.
Η φτώχεια δεν είναι ντροπή αλλά μην αφήσεις να ντροπιάζεσαι απ’ αυτή.
Η φτώχεια δεν χαλάει την ευγένεια.
Η φτώχεια είναι ανάθεμα τα πλούτη είναι κατάρα.
Η φτώχεια είναι βάσανο είναι και κωλοφαγούρα.
Η φτώχεια είναι ερημοκλήσι και τα πλούτη μοναστήρι.
Η φτώχεια είναι η μάνα όλων των τεχνών.
Η φτώχεια είναι μαλώστρα. (φιλονικία).
Η φτώχεια είναι μαρτύριο, τα πλούτη δηλητήριο.
Η φτώχεια είναι σαν κάστανο, που άμα δεν ψηθεί δεν τρώγεται.
Η φτώχεια είναι σαν την φωτιά ή θα σε κάψει ή θα σε μαυρίσει.
Η φτώχεια η πολλή κάνει μουρλό το μ….ί.
Η φτώχεια θέλει ζεστασιά, θέλει και τσουκάλι.
Η φτώχεια θέλει καλοπέραση.
Η φτώχεια θέλει καλοπέραση κι η πουτανιά φτιασίδι.
Η φτώχεια κάνει τον άνθρωπο να χάσει την ευγένεια.
Η φτώχεια κι η γκαστριά δεν κρύβονται.
Η φτώχεια όλο γκρίνια.
Η φτώχεια τέχνες βρίσκει. (ανάγκη).
Η φτώχεια τέχνες μάθαινε κι η αρχοντιά καμάρι.
Η φτώχεια τρώγει τον παρά.
Η φτώχεια φέρνει γκρίνια.
Η φτώχεια φτιάνει τους αφέντες κι η φτώχεια τους λεφτάδες.
Η φτωχή καρδιά γεννάει πλούσια λόγια.
Θα γυρίσει ο τροχός να χορτάσει και ο φτωχός
Καβάλα τα πλούτη κι η φτώχεια με τα πόδια.
Κάθε φτωχός τον πόνο του κι ο μυλωνάς τον αύλακα.
Και ο φτωχός στην καλύβα του αφέντης μεγάλος είναι.
Κακό μην με πεις, φτωχό λέγε με όσο θέλεις.
Καλά είναι τα φαρδομάνικα, μα είναι για τους δεσποτάδες.
Κάλιο φτωχός πραματευτής παρά κακός προξενητής.
Κάλλιο δίκαιη φτώχεια, παρά άδικος πλούτος.
Κάλλιο μπαλωμένο και πλυμένο παρά καινούριο και λερωμένο. (καθαριότητα).
Κάλλιο φτώχεια και στο βουνό, παρά με δανεικά και στον κάμπο.
Καλύτερα γιος φτωχού, παρά σκλάβος πλούσιου. (ελευθερία).
Κι ο φτωχός γείτονας για φωτιά χρειάζεται.
Κι ο φτωχός κι ο άρχοντας έχει ο καθένας τις μύγες του.
Κρυώνει κι ο φτωχός από την αφραγκία του.
Με το χυτό νερό ο μύλος δεν γυρίζει. (ανέχεια).
Μέτρα -μέτρα ο φτωχός του περνάει ο καιρός .
Μικρό το γαλάρι φτωχός ο τσοπάνης.
Μόνο ο φτωχός νοιώθει τον πόνο της φτώχειας. (εμπειρία).
Νηστεύει ο δούλος του Θεού γιατί δεν έχει τι να φάει. (νηστεία, πείνα).
Νηστικός είναι και ο φτωχός που δουλεύει και όχι κοροΐδο.
Ξύλα φτωχός μάζευε Χειμώνα καρτερούσε.
Ο άρχοντας κι αν φτωχύνει, η αρχοντιά του μένει.
Ο Αύγουστος επλάκωσε, η αρχή του Χειμώνα παύει ο φτωχός το δειλινό κι ο άρχοντας τον ύπνο.
Ο Εβραίος κι αν φτωχύνει τα παλιά δεφτέρια πιάνει. (τοκογλυφία).
Ο Κάλιο φτωχός και ανάπηρος παρά πλούσιος και νεκρός.
Ο πλούσιος έχει τα φλουριά κι ο φτωχός τα γλέντια.
Ο πλούσιος θέλει φυλακή κι ο φτωχός τζερεμέ.
Ο φόβος κάνει πόδια κι η πείνα δόντια. (ανάγκη).
Ο φτωχός η καρφί η πέταλο.
Ο φτωχός μελετάει και ο θεός ξεχνάει.
Ο φτωχός βγαίνει πάντα ζημιωμένος, όταν κάνει παρέα με τον πλούσιο. (εκμετάλλευση).
Ο φτωχός βρίσκει η καρφί η πέταλο.
Ο φτωχός δεν έχει φίλους. (αδιαφορία).
Ο φτωχός είδε τον πλούσιο και τον λυπήθηκε.
Ο φτωχός είναι ξενιτεμένος και στον τόπο του.
Ο φτωχός έκανε τον σταυρό του κι ο διάβολος του έκοψε το χέρι.
Ο φτωχός έχει κατάντια και ο πλούσιος καζάντια.
Ο φτωχός έχει λίγες σκοτούρες. (σκέψη).
Ο φτωχός έχει την φτώχεια του και ο δούλος τον αφέντη του.
Ο φτωχός θαρρεί πως κερδίζει μα χάνει και δεν το νοιώθει.
Ο φτωχός θέλει στενά τα σακιά να τα γιομίσει και τρανά να τα πουλήσει.
Ο φτωχός θεωρείται ανόητος.
Ο φτωχός κάθεται και ο Θεός νοιάζεται. (Θεός ανέχεια).
Ο φτωχός μικρά σακκιά γιομίζει.
Ο φτωχός ο Άγιος με προσευχές χορταίνει.
Ο φτωχός ο Φίλιππας στο χωράφι απόκρευε.
Ο φτωχός ο Φίλιππος όλη μέρα δούλευε και το βράδυ απόκρευε.
Ο φτωχός ο Φίλιππος στο χωράφι απόκρευε.
Ο φτωχός όσα μπορεί και ο πλούσιος όσα θέλει.
Ο φτωχός όταν θέλει να μιμηθεί τον πλούσιο είναι σαν τον βάτραχο που φουσκώνει να μιμηθεί το βόδι.
Ο φτωχός πάντα βρωμάει στη μύτη του πλούσιου.
Ο φτωχός παντρεύτηκε και η νύχτα χάθηκε. (ανέχεια).
Ο φτωχός πεινάει και μετά το φαγητό του. (κακορίζικος).
Ο φτωχός φοράει παπούτσια για να τα δείχνει και όχι να γλιτώνει τα πόδια του
Ο φτωχός φτωχότερος και ο πλούσιος πλουσιότερος.
Ο χορτασμένος στον νηστικό δεν πιστεύει.
(πείνα, δυστυχία).
Όξω φτώχεια μέσα ψύλλοι.
Όπου φτωχός και η μοίρα του.
Όσα έχω τα φοράω και κλέφτη δεν φοβάμαι.
Όσο γυρίζει ο τροχός,. τόσο ελπίζει κι ο φτωχός.
Όσο ονειρεύεται ο φτωχό,ς τόσο πλουταίνει.
Όσο φουσκώνει το ψωμί, τόσο ο φτωχός χαίρεται.
Όταν γλιστράει και πέφτει ο πλούσιος λένε ατύχημα, κι όταν γλιστράει ο φτωχός τον λένε μεθυσμένο.
Όταν η φτώχεια έρχεται από την πόρτα, η αγάπη φεύγει από το παράθυρο. (αγάπη).
Όταν παντρευότανε ο φτωχός χάθηκε το φεγγάρι. (ανέχεια).
Παντού φτωχός και στο πανηγύρι πλούσιος. (επίδειξη).
Ποτέ χήρα δεν χαίρεται φτωχός δεν καμαρώνει.
Σκέφτεται ο φτωχός την φτώχεια του σκέφτεται και το εύρημα του.
Στα γένια του φτωχού μαθαίνει ο μπαρμπέρης να ξυρίζει. (εκμετάλλευση).
Στου άρχοντα τα παλάτια ο φτωχός πάλι σκατά τρώγει.
Σφήνωσε κι ο φτωχός στης φτώχειας το πέρασμα.
Τα έριξε ο θεός τα βάστηξε ο φτωχός.
Τη φρόνιμη γυναίκα η φτώχεια την κάνει να κάνει πομπές. (ανέχεια).
Την φτώχεια σου μην την φανερώνεις σε ανθρώπους που δεν μπορούν να σε κάνουν πλούσιο. (αξιοπρέπεια).
Τι το θέλει ο φτωχός το αλεύρι που δεν έχει να το βάλει;
Τι το θέλει ο φτωχός το γέννημα αφού δεν έχει που να το βάλει.
Τις ψείρες του βασιλιά ο φτωχός τις πιάνει.
Το χειρότερο απ’ όλα είναι η αναπαραδιά.
Τον γύφτο πηγαίνανε για βασιλιά κι αυτός έλεγε, ρείκια για κάρβουνο.
Του φτωχού δεν του φθάνει το διπλό, το μονό του περισσεύει. (ολιγάρκεια).
Του φτωχού η κάπα και στρώμα και πάπλωμα. (ανέχεια).
Του φτωχού η καλύβα χωράει χίλιους και του άρχοντα το παλάτι λίγους.
Του φτωχού ο ιδρώτας είναι το βίος του πλούσιου.
Του φτωχού πουλιού την φωλιά ο Θεός την φτιάχνει.
Του φτωχού το αρνί δεν γίνεται κριάρι.
Του φτωχού το εύρημα, ή καρφί ή πέταλο. (ατυχία).
Του φτωχού το χρέος καρύδια κι ακούγονται.
Του φτωχού το ψητό παγώνει στον φούρνο. (ειρωνεία).
Τρώγει ο άρχοντας κι ο φτωχός ξεροκαταπίνει.
Υγειά μου, πλούτη μου.
Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο.(πείνα).
Φτωχά εδέσματα, φτωχά κουράδια.
Φτώχεια δίχως χρέη, ευλογημένος πλούτος. (χρέος, ανεξαρτησία).
Φτώχεια και κακός χαρακτήρας δεν κάνουν συντροφιά. (καλοσύνη).
Φτώχεια μου αγιάτρευτη αρρώστια μου.
Φτώχεια πείνα και φιλότιμο.
Φτωχή καλύβα ανοιχτή και παλάτι μαντρωμένο.
Φτωχιά η Σταυρούλα μα χαϊμαλιά γιομάτη.
Φτωχιά κανίστρα σε γάμο δεν πηγαίνει.
Φτωχιά, παλιά η κάπα μου, εμένα με ζεσταίνει. (χρησιμότητα).
Φτωχό αρνί πλατιά ουρά δεν έχει.
Φτωχό κονάκι μεγάλη καρδιά έχει.
Φτωχό σακί φλουριά δεν χωρεί.
Φτωχό το μοναστήρι νηστικοί οι καλόγεροι.
Φτωχό τσουκάλι γιομάτο ζουμί.
Φτωχό χωριό αδύνατος παπάς.
Φτωχοί και πλούσιοι ενός θεού παιδιά.
Φτωχός Άγιος, δοξολογιά δεν έχει.
Φτωχός Άγιος, μνήμη δεν έχει.
Φτωχός άρχοντας αρχοντιές δεν ξέρει.
Φτωχός ασημάκης αφέντη δεν χορταίνει.
Φτωχός γεννήθηκες; Την φτώχεια προίκα παίρνεις.
Φτωχός δεν είναι εκείνος που δεν έχει χρήματα, αλλά εκείνος που χαλάει περισσότερα από όσα βγάνει.
Φτωχός είναι κι ο κάβουρας αλλά κοιμάται στις πέτρες.
Φτωχός και αδειανό βίκι, δίκιο ποτέ δεν έχουν.
Φτωχός και τιμημένος. (τιμή).
Φτωχός κώλος σκισμένο βρακί φορεί.
Φτωχός κώλος φτωχά σκατά γεννάει.
Φτωχός ο γαμπρός φτηνό το κουστούμι του.
Φτωχός φτωχή αγάπησε την φτώχεια δεν φοβάται.
Φτώχυνε το μοναστήρι, σκορπίσανε οι καλόγεροι. (εγκατάλειψη).
Χίλιοι γδυτοί δεν ντύνουν έναν γυμνό. (ανέχεια).
Ώσπου να γίνει του πλούσιου το κέφι, βγαίνει του φτωχού η ψυχή. (αναλγησία).