Στα πλαίσια του προγράμματος «Μονοπάτι στο δάσος» μελετούμε και το κυνήγι στην ορεινή Ηλεία μέσα από την ιστορία του. Πριν αναφερθούμε στο υλικό που στηριζόμαστε είναι απαραίτητο να αναφέρουμε σχετικά για το ξακουστό δάσος της Φολόης- Κάπελης.
Το δρυοδάσος της Φολόης – Κάπελης: Βρίσκεται στην ορεινή Ηλεία στα σύνορα της Αρκαδίας με την Αχαΐα και στους ΝΔ πρόποδες του όρους Ερυμάνθου. Έχει υψόμετρο 600 - 630 μέτρα και καλύπτει έκταση 218.000 στρεμμάτων. Πήρε το όνομα του Φολόη από τη Μυθολογία και τον βασιλιά των Κενταύρων Φόλο, φίλο του Ηρακλή. Σε όλο το οροπέδιο κυριαρχεί η ευθύκορμη βελανιδιά (δρυς), την οποία οι κάτοικοι της περιοχής ονόμασαν Κάπελη που σημαίνει πυκνό δάσος ή άφθονο δάσος. Η Κάπελη λέγεται και «μπαλκόνι της Ηλείας». Από τα ψηλότερα βουνά το βελανοδάσος μοιάζει σαν μεγάλο αλώνι με ακτίνα 10 χιλιομέτρων ενώ, από τα χαμηλότερα βουνά φαίνεται σαν δρεπάνι. Στην Φολόη - Κάπελη πηγάζει ο Πηνειός ποταμός ή Πηνειακός Λάδωνας και σχηματίζεται το φαράγγι γύρω από το χωριό Αντρώνι, που χαρακτηρίζεται ως οικότοπος μεγάλης ιστορικής και οικολογικής αξίας. Είναι ένα από τα σπανιότερα δάση και μοναδικό στα Βαλκάνια. Τα δένδρα της βελανιδιάς φτάνουν σε πολύ μεγάλο ύψος, είναι ευθύκορμα με πλάγια διακλάδωση και φύλλωμα σκούρο πράσινου χρώματος. Στον πλούσιο ίσκιο των δένδρων φυτρώνουν και ευδοκιμούν μόνο η φτέρη και τα σφερδούκλια. Την χλωρίδα της ευρύτερης περιοχής του δάσους αποτελούν οι καστανιές, τα πλατάνια, τα πουρνάρια, οι κουμαριές, τα σπάρτα, τα ρείκια καθώς και μερικά οπωροφόρα δένδρα. Η πανίδα της περιοχής από την αρχαιότητα και μέχρι το 1950 αποτελείτο κυρίως από αγριογούρουνα, ζαρκάδια, ελάφια. Σήμερα υπάρχουν πολλές χελώνες, καθώς και λαγούς, αλεπούδες, τσακάλια, κουνάβια, νυφίτσες και σκαντζόχοιρους. Η ορνιθοπανίδα αποτελείται από αετούς, πέρδικες, μπεκάτσες, φάσες, κίσσες, τρυγόνια, τσαλαπετεινούς, κούκους και κουκουβάγιες. Το βελανοδάσος είναι άνυδρο κατά την περίοδο του καλοκαιριού, επομένως διατηρείται μόνο από την υγρασία που έχει το έδαφος. Η συγκράτηση υγρασίας από το βρόχινο νερό στο έδαφος βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα λόγω των πολλών και ψηλών δένδρων βελανιδιάς σε μικρή απόσταση μεταξύ τους (1 με 1,5 μέτρα), της πυκνής χαμηλής βλάστησης κυρίως με φτέρη στα 50-60 εκατοστά και του φυλλοτάπητα που δημιουργείται από την πτώση των φύλλων της βελανιδιάς.
Ανιχνεύσαμε μελέτες λαογραφικού ενδιαφέροντος από τρεις περιοχές της ημιορεινής- ορεινής Ηλείας κι εκεί είδαμε οι συγγραφείς σε ξεχωριστή ενότητα να αναφέρουν παλιές μεθόδους κυνηγιού αλλά και ήθη κι έθιμα γύρω από τη δραστηριότητα αυτή των ανθρώπων, η οποία ανέκαθεν προσέλκυε τους φυσιολάτρες και ξεκινούσαν για "τα όρη, τ’ άγρια βουνά"! Παραθέτουμε τους τρόπους κυνηγιού σε ελεύθερη απόδοση για καλύτερη κατανόηση, ενώ τα αποσπάσματα από τα ήθη κι έθιμα έτσι όπως έχουν γραφεί. Οι εκθέσεις συντάχθηκα από τα τέλη δεκαετίας του 1960 μέχρι και τις αρχές δεκαετίας του 1970. Πρόκειται για προφορικές μαρτυρίες από κατοίκους των χωριών που εντάχθηκαν σε αυστηρά δομημένες ενότητες. Η ενότητα «Κυνήγι» εμφανιζόταν μόνο σε εργασίες που είχαν να κάνουν με τη συλλογή λαογραφικής ύλης από ορεινούς- ημιορεινούς οικισμούς.
Μεθοδολογία κυνηγιού στην Πηνεία: «Το κυνήγι ανέκαθεν για τους κατοίκους της Πηνείας αποτελούσε προσφιλή απασχόληση βιοτική και ψυχαγωγική. Τα θηράματα κατά την ορολογία των κυνηγών διακρίνονται σε λαγούς, πέρδικες, μπεκάτσες, ορτύκια. Σήμερα (1970) χρησιμοποιούνται όλα τα εν χρήσει μέσα. Κατά το παρελθόν χρησιμοποιούνταν εκτός των κυνηγετικών όπλων και οι «θηλιές», οι «πλακοπαγίδες» και οι «γαλοπούλες». Οι θηλιές κατασκευάζονταν από τρίχες ουράς αλόγου. Το ένα άκρο προσδενόταν με στέρεο τρόπο σε ένα θάμνο, το δε άλλο σχημάτιζε βρόγχο. Εντός του αθέατου βρόγχου, τοποθετούνταν ένα δεμένο σκουλήκι. Το πτηνό όταν πήγαινε να αρπάξει το σκουλήκι, το κατάπινε με το βρόγχο. Ο βρόγχος κοκάλωνε στο λαιμό του πουλιού κι έτσι το πουλί συλλαμβανόταν.
Η πλακοπαγίδα είναι πλέγμα από ξύλα. Τοποθετείται επικλινώς προς το έδαφος ώστε να σχηματίζει οξεία γωνία. Στο ανοιχτό μέρος στηρίζεται ελαφρώς σε κάθετο λεπτό ξύλο, πάνω στο οποίο τοποθετείται ένα σκουλήκι. Πάνω από την παγίδα υπάρχει χώμα. Το πτηνό προσπαθεί να αρπάξει το σκουλήκι και στην προσπάθεια αυτή κινεί το στήριγμα μέχρι να καταπλακωθεί από το χώμα.
Τους λαγούς συλλαμβάνουν οι χωρικοί με τις γαλοπούλες. Οι χωρικοί αφήνουν τα πτηνά γύρω από φωλιές τις οποίες υποπτεύονται. Ο θόρυβος των πτηνών τρομάζει τους λαγούς, οι οποίοι βλέποντας τον κυνηγό εγκαταλείπουν την προσπάθεια διαφυγής και τότε ο κτηνοτρόφος με ένα χτύπημα ακινητοποιεί τον λαγό.
Οι κυνηγοί διακατέχονται από ορισμένες προλήψεις. Διαδεδομένη πολύ είναι η εξής: Κατά την 1ην του έτους πρέπει απαραιτήτως να κυνηγήσουν και να βάψουν το τουφέκι τους. Σε κάθε χωριό υπάρχουν πρόσωπα «γούρικα» και πρόσωπα «γρουσούζικα». Ο κυνηγός εξετάζει το πρόσωπο το οποίο πρώτο θα δει το πρωί. Αν δει «γούρικο» , συνεχίζει την πορεία του για το κυνήγι. Σε αντίθετη περίπτωση, επιστρέφει στο σπίτι του και δεν επιχειρεί ξανά να βγει από αυτό όλη την ημέρα.»
Ήθη κι έθιμα κυνηγιού από τα Κρέστενα και από την Αγία Άννα:
«Ωραία ήσαντε τα έθιμα του κυνηγιού εκείνα τα χρόνια. Τώρα πια δεν τηράνε τίποτα από τούτα. Ο κυνηγός που θα πήγαινε για πρώτη φορά κυνήγι έπρεπε να βάνει μέσα στο τουφέκι του ένα σπειρί λιβάνι. Από τα πουλιά που θα πρωτοσκότωνε έβγανε λίγα πούπουλα και τα κρέμαγε στα εικονίσματα, άλλα έκαιγε στη φωτιά του παραγωνιού. Τα πούπουλα τα υπόλοιπα τα χωνε στη γη. Την ώρα που τηγανίζανε το πρώτο κυνήγι δεν έπρεπε να μιλάει κανείς. Αν την πρώτη φορά δεν σκότωνε κανένα πουλί, δεν έβγανε τσιμουδιά στους άλλους για να φύγει η γρουσουζιά! Αν έστενε θηλιές, για να πιάνε πολλά πουλιά, το πρώτο που θα βρισκε στη θηλιά το πέρναγε στο λαιμό του. Προσέχανε πάντα να μη σκοτώσουνε κουνάβι με πέτρες διότι διαφορετικά θα γιομίζανε τα χέρια τους σκαρναβίτσες. Σαν ματιαστεί το όπλο του κυνηγού, αδρασκελά τρεις φορές γδυτός, με το τουφέκι του αστείρευτη πηγή.»
«Πρώτα, παιδάκι μου, οι άντρες εκυνηγάγανε όποτε ηθέλανε λαγούς, κοτσύφια, ορτύκια ή άλλα πουλιά με το δίκανό τους. Τώρα όμως δεν τους αφήνουμε ουλοένα, αλλά οπότε είπει η αστυνομία. Τα παιδιά στήνουνε δόκανα σιδερένια ή θηλιές από βέργα σκίντσου μ’ ένα σκουληκάκι, που άμα πάνε να το φάνε κλείνει η θηλιά που ναι με τρίχα από ουρά αλόγου και τα πιάνει.»
Τέλος, παραθέτουμε ένα τραγούδι που τραγουδιόταν άλλοτε στο σχολείο και είχε να κάνει με το κυνήγι του ελαφιού. Είναι ιδιαίτερα συγκινητικό, όχι μόνο για τα παιδιά να ακούνε αλλά και οι μεγάλοι τραγουδώντας να τους αφήνει μια μελαγχολική γεύση. Θίγει με τον καλύτερο τρόπο ένα πολύ ευαίσθητο ζήτημα... το κυνήγι μέσα από τη ματιά των ζώων.
Η 'λαφίνα
Όλα τα 'λαφια βόσκουνε κι όλα δροσολογούνται
μα μια 'λαφίνα ταπεινή δεν πάει κοντά με τ' άλλα.
Μόνο τ' απόσκια περπατεί, τ' απόζερβα αγναντεύει,
κι όπου έβρει γάργαρο νερό, θολώνει εις το και πίνει...
Ο ήλιος τη ρώτησε κι ο ήλιος τη ρωτάει:
"Γιατί, 'λαφίνα ταπεινή, δεν πας κοντά με τ' άλλα;
Μόνο τ' απόσκια περπατείς, τ' απόζερβα αγναντεύεις,
κι όπου έβρεις γάργαρο νερό, θολώνεις εις το και πίνεις;"
"Ήλιε μου, σαν με ρώτησες θα σου τ' ομολογήσω.
Δώδεκα χρόνους έμεινα στείρα χωρίς ελάφι.
Κι από τους δώδεκα κι εμπρός απέκτησα 'λαφάκι.
Μα κει που βγήκε ο βασιλιάς να ελαφοκυνηγήσει,
το βρίσκει που 'πινε νερό και το διπλοσκοτώνει..."
Ο ήλιος εδάκρυσε κι εχάθη το φεγγάρι,
κι οι λαγκαδιές κι οι ρεματιές βαθιά αναστενάξαν.
"Κλάψε με, μάνα, κλάψε με, με ήλιο με φεγγάρι.
Κλάψε με, μάνα, κλάψε με, με ήλιο με φεγγάρι"
Πηγή: Δημοτικό Σχολείο Αγνάντων