Καλώς ορίσατε στην αρχαιότερη ιστοσελίδα της Ηλείας, στο Αντρώνι και στην Ορεινή Ηλεία.

Είναι οι κατάφυτες διαδρομές μέσα στις βελανιδιές και στα πλατάνια στο κέντρο της Κάπελης με τις απόκρημνες πλαγιές, τα σκιερά φαράγγια με τις πολλές σπηλιές, τους καταρράκτες, τους νερόμυλους και τις νεροτριβές, με τις δροσερές πηγές και τα καθαρά ποτάμια... Με τα πετρόχτιστα σπίτια, τα νόστιμα φαγητά και το καλό κρασί, τα αρχοντικά γλέντια και τους φιλόξενους κατοίκους.

Λαογραφικές ιστορίες

Πηνειώτικο κάτουρο

 

ΛΕΣΧΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΕΛΟΙΟΓΡΑΦΩΝ

Το έτος 1926 ένας χωρικός, ο Χαράλαμπος Μπιλίρης από του Μπουρντάνου (σημ. Βουλιαγμένη Πηνείας), δικάστηκε στο αυτόφωρο με 24 ώρες κράτηση, γιατί τον συνέλαβαν στη Σοχιά, κάπου εκεί που είναι σήμερα το Δημαρχείο, να κάνει την σωματική του ανάγκη. Τότε ο αείμνηστος Αριστομένης Παπαβραμόπουλος, πρόεδρος και ιδρυτής του Συλλόγου Πηνειωτών η «Αλληλοβοήθεια», παρουσιάσθηκε στον Διοικητή του Αστυνομικού Τμήματος Αμαλιάδος και τον ρώτησε γιατί δικάστηκε ο φτωχός αυτός άνθρωπος και είναι κλεισμένος στη στενή με τέτοια ζέστη.

- Τι κακό έκανε; Ξένος άνθρωπος είναι και τον έπιασε κόψιμο. Που πρόκανε να πάει; Ή μήπως έχει αποχωρητήρια ο Δήμος;

Τότε ένας Ρουμελιώτης Ενωμοτάρχης είπε:

- Εγώ θα πήγαινα μες του Δημάρχου την πόρτα.

Ιστορίες και ευτράπελα

Ο ΜΗΤΣΟΣ ΚΑΙ Η ΣΤΑΘΟΥΛΑ

Ο Μήτσος Χριστόπουλος, μπάρμπας του Θανάση του Χριστόπουλου ή Μελεκούτση ήτανε χήρος. Στο χωριό εκείνη την εποχή, ήτανε και μια χήρα του Νικολάκη του Μπούρλα, ή Μπουλίσκα έτσι ήτανε το παρατσούκλι του, η καταγωγή της ήταν από το χωριό Σκλήβα. Την χήρα την λέγανε Ευσταθία και στο χωριό την φωνάζανε Σταθούλα. Ήτανε φτωχιά η μαύρη και κάπου- κάπου έκανε κανένα ψυχικό με το αζημίωτο όμως, μάλιστα είχε και ταρίφα πέντε δραχμές, τότε αυτή, έλεγε το τάλιρο «ταληρέντζο».

Μια Χειμωνιάτικη άσχημη βραδιά που χιόνιζε ασταμάτητα από το γιόμα, ο δυστυχής ο Μήτσος είχε ένα δίφραγκο και κίνησε και πήγε να βρει ο δόλιος λίγη ζεστασιά στην αγκαλιά της Σταθούλας.

Μόλις έφτασε στο κονάκι της, βαράει την πόρτα της Σταθούλας, τακ – τακ.

- Ποιος είναιαιαιαί; Απαντάει από μέσα η Σταθούλα.

- Ποιος άλλος ρε Σταθούλα. Ό άτυχος, ο άμοιρος, ο δυστυχής Χριστόπουλος.

- Πόσα κοβαλάς;

Η Βελούδο και η κακιά μητριά

Μια φορά και ένα καιρό απάνου στα βουνά, σ' ένα μικρό χωριουδάκι, ζούσε ένα αντρόγυνο ο Κωνσταντής και η Φροσύνη και είχαν ένα μικρό έξυπνο και πανέμορφο κοριτσάκι που το λέγανε Βελούδω. Μια κακιά ημέρα, η μάνα της Βελούδως, η κυρά Φροσύνη, είχε πάει στον μύλο ν' αλέσει λίγο στάρι. Την ώρα που σκάλωνε τον ανήφορο από τον μύλο φορτωμένη ζαλιά το αλεύρι, έπιασε μια απότομη δυνατή μπόρα και για να γλιτώσει, τρούπωσε κάτω από μια αγριοσυκιά για να μην της βραχεί το αλεύρι. Εκεί καθώς στεκότανε έριξε μια κακιά αστροπή και στην σκότωσε την φουκαριάρα. Και έτσι το κοριτσάκι της, η μικρή Βελουδίτσα έμεινε ορφανό από μάνα από τα οχτώ της χρόνια. Ο πατέρας της, την άλλη χρονιά τα 'φτιασε με μια χήρα, αλλά κι ευτούνη είχε κι ένα τσουπί, την Διαμαντούλα, κανά δυό χρόνια τρανύτερη από την Βελουδίτσα. Δεν περάσανε κάνα δυο-τρείς μήνες και ο Κωνσταντής παντρεύτηκε με την χήρα. Εκείνη στην αρχή έδειξε τρανή αγάπη προς την Βελουδίτσα, όμως επειδή ήτανε πιο έξυπνη και πιο όμορφη από την κόρη της, αγαπούσε μόνο το δικό της κορίτσι, την Διαμαντούλα, αλλά το άλλο, μέρα με την μέρα το τυραγνούσε και το ανάγκαζε να κάνει όλες τις βαριές δουλειές.

Μια φορά είπε στην Βελουδίτσα, ότι ταχιά, έπρεπε να ροβολίσει ολονυχτίς στο Κακό Λαγκάδι (έτσι λέγανε το λαγκάδι κάτω από το χωριό, λέγανε ότι σ' εκείνο το λαγκάδι πολλοί άνθρωποι είχανε πάθει μύρια κακά), να πάει δυο-τρεις μπατανίες να τις βάλει στο νερό να μουλιάσουνε για τον κόπανο και το πρωί μπονόρα- μπονόρα θα να κατηφορίσει η ίδια και να τις πλύνει. Κατάλαβε τότε το κακόμοιρο το τσουπί, πως η μητριά της ήθελε να της κάνει κακό, γιατί όλοι έλεγαν πως στο λαγκάδι τη νύχτα έβγαιναν ξωτικά και νεράιδες. Φοβισμένο καθώς ήτανε δεν έβγαλε τσιμουδιά, αλλά τράβηξε για τη γιαγιά της, να ρωτήσει τι να πρέπει να κάνει.

Τα φλουριά τ’ Αγιάννη

Μια φορά σε τούτο τον δικόνε μας τόπο, ήτανε ένας πολύ καλός φτωχούλης άνθρωπος και μπίτι αγαθούλης, με μια λυκουνιά παιδιά στην λάκκα. Έμενε μακριά από το χωριό στριμωγμένος σε μια παλιοχαμοκέλα και πιο πέρα είχε και ένα μικρό καλυβάκι με καμιά δεκαριά μαρτινούλες με λίγα χωραφάκια ξερικά και κανά δυο μεροδούλια ποτιστικό, κάτου από την βρυσούλα του Αγιάννη. Ήτανε παιδί μυλωνά και είχε κληρονομήσει ένα καλό μύλο. Έλα μου όμως που μπροστά από κανά δυο χρόνια, έκανε ένα τρανό σεισμό και στέρεψε το νερό από το κεφαλάρι και έμεινε ο μύλος ξερικός. Και έτσι ο Γιάννης, έμεινε από δουλειά και έσπρωξε να βρει αλλού, κανένα άλλο μύλο, αλλά δεν βρήκε πουθενά. Όταν ανοίγανε οι δουλειές στον κάμπο, έπαιρνε δυο τσόλια σε μια μπαντανία και κατέβαινε μαζί με τους συγχωριανούς του για σκάψιμο, χαράκι, θέρο, τρύγο και για το λιομάζεμα. Έτσι κουτσά- στραβά με ευτούνα και με κάτι μαρτινούλες που είχε, πέρναγε και μεγάλωνε και τα παιδιά του.

Μια παλιοχρονιά, ο μαύρος ροβολώντας στο σκαλί για να βοσκήσει τα μαρτίνια του παραπάτησε, έπεσε και έσπασε το ένα του ποδάρι και εκείνη την χρονιά δεν πήγε για ελιές για να φέρει το λάδι της χρονιάς του. Η γυναίκα του, η Βγενικούλα, στενοχωριότανε και μέρα-νύχτα μουρμούριζε:

-Τι θα απογίνουμε φέτος Γιάννη μου, τι θα φάνε τα παιδιά μας; Τι κακοχρονιά, μας βγήκε τούτη.

Η Ελένη του Προύντζου και ο ηγούμενος

Στον οικισμό Καρδαράς[1] της Αλωνίσταινας (πρώην δήμου Φαλάνθου Αρκαδίας), που την ονομασία του την έλαβε από τους πρώτους οικιστές τσοπάνηδες με το όνομα Καρδαράς[2], ζούσε μια πατριαρχική ποιμενική οικογένεια με το όνομα Προύντζος. Κατά την καλοκαιρινή περίοδο, στο Μαίναλο αρκετοί τσοπάνηδες από την περιοχή του Ναυπλίου[3] κτηνοτρόφοι μετανάστευαν με τα αιγοπρόβατά τους, για να ξεκαλοκαιριάσουν τα ζώα τους στο δροσερό και πλούσιο σε βοσκή ελατόδασος του Μαινάλου στην Αρκαδία. Αυτή η οικογένεια αρχικά διέμενε σε πρόχειρα καταλύματα (καλύβες), συν τον χρόνο ανήγειραν οικίες και η συνοικία (τουρκ. μαχαλάς) ονομάσθηκε «Προύντζου Καλύβια». Η οικογένεια του Προύντζου μετά την πάροδο πολλών ετών, έγινε πολυάριθμη και κατά την επανάσταση του 1821, προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στον ένοπλο απελευθερωτικό αγώνα[4], από της έναρξης μέχρι και το τέλος του.

  Στου Καρδαρά κατά την επανάσταση του 1821, ήταν ο Παναγιώτης Προύντζος ήταν ο πιο περίφημος και πασίγνωστος καπετάνιος της περιοχής. Και ο μόνος που επέζησε από τους άνδρες μετά την απελευθέρωση, ο οποίος έλαβε και μια μικρή σύνταξη από την Κυβέρνηση του Καποδίστρια. Μετά την δολοφονία του Κυβερνήτη, πέθανε ο γέρο- Προύντζος και έμειναν μόνον οι γυναίκες στον οικισμό χωρίς κανένα πόρο ζωής. 

Κάποια κοπέλα από την οικογένεια, αναφέρεται ότι κατά την διαμονή τους στον οικισμό Προύντζου Καλύβια (έτερος τόπος χειμερινής διαμονής), που βρίσκονταν κοντά στο Ναύπλιο[5] κατά τους χειμερινούς, να είχε αναπτύξει ερωτικές σχέσεις με τον ηγούμενο της Μονής Καρακαλά[6] και έμεινε έγκυος.

Κεντρική Σελίδα

Ο Τόπος μας

Παράδοση

Πολυμέσα

Ιστορία

Αναδημοσιεύσεις

Free Joomla! templates by Engine Templates