Μια φορά και ένα καιρό απάνου στα βουνά, σ' ένα μικρό χωριουδάκι, ζούσε ένα αντρόγυνο ο Κωνσταντής και η Φροσύνη και είχαν ένα μικρό έξυπνο και πανέμορφο κοριτσάκι που το λέγανε Βελούδω. Μια κακιά ημέρα, η μάνα της Βελούδως, η κυρά Φροσύνη, είχε πάει στον μύλο ν' αλέσει λίγο στάρι. Την ώρα που σκάλωνε τον ανήφορο από τον μύλο φορτωμένη ζαλιά το αλεύρι, έπιασε μια απότομη δυνατή μπόρα και για να γλιτώσει, τρούπωσε κάτω από μια αγριοσυκιά για να μην της βραχεί το αλεύρι. Εκεί καθώς στεκότανε έριξε μια κακιά αστροπή και στην σκότωσε την φουκαριάρα. Και έτσι το κοριτσάκι της, η μικρή Βελουδίτσα έμεινε ορφανό από μάνα από τα οχτώ της χρόνια. Ο πατέρας της, την άλλη χρονιά τα 'φτιασε με μια χήρα, αλλά κι ευτούνη είχε κι ένα τσουπί, την Διαμαντούλα, κανά δυό χρόνια τρανύτερη από την Βελουδίτσα. Δεν περάσανε κάνα δυο-τρείς μήνες και ο Κωνσταντής παντρεύτηκε με την χήρα. Εκείνη στην αρχή έδειξε τρανή αγάπη προς την Βελουδίτσα, όμως επειδή ήτανε πιο έξυπνη και πιο όμορφη από την κόρη της, αγαπούσε μόνο το δικό της κορίτσι, την Διαμαντούλα, αλλά το άλλο, μέρα με την μέρα το τυραγνούσε και το ανάγκαζε να κάνει όλες τις βαριές δουλειές.
Μια φορά είπε στην Βελουδίτσα, ότι ταχιά, έπρεπε να ροβολίσει ολονυχτίς στο Κακό Λαγκάδι (έτσι λέγανε το λαγκάδι κάτω από το χωριό, λέγανε ότι σ' εκείνο το λαγκάδι πολλοί άνθρωποι είχανε πάθει μύρια κακά), να πάει δυο-τρεις μπατανίες να τις βάλει στο νερό να μουλιάσουνε για τον κόπανο και το πρωί μπονόρα- μπονόρα θα να κατηφορίσει η ίδια και να τις πλύνει. Κατάλαβε τότε το κακόμοιρο το τσουπί, πως η μητριά της ήθελε να της κάνει κακό, γιατί όλοι έλεγαν πως στο λαγκάδι τη νύχτα έβγαιναν ξωτικά και νεράιδες. Φοβισμένο καθώς ήτανε δεν έβγαλε τσιμουδιά, αλλά τράβηξε για τη γιαγιά της, να ρωτήσει τι να πρέπει να κάνει.