Γύρω στα 1730 με 1740 η κλεφτουριά του Μοριά είχε φουντώσει για τα καλά. Ο Δήμος Μπότσικας Κολοκοτρώνης, ένας τρανός και δυνατός κλέφτης, ήλθε σ’ επαφή και μ’ άλλους αρχηγούς των κλεφτών του Μοριά, όπως με τον Μήτρο Περίβολο από τα Καλάβρυτα, τον Δημήτρη Πυθιμούντα, από την Κυπαρισσία, τον Μαντά από την Πάτρα και με τον περιβόητο Ντρέ* Μάρκο Ντάρα από τα Σουλιμοχώρια. Υποστηριζόμενοι και υποθαλπόμενοι από τους προεστούς και από τον κλήρο, κατόρθωσαν να περιφέρονται άφοβα με δικά τους μπαϊράκια στα βουνά, προκαλώντας τον τρόμο στους Τούρκους. Η κατάσταση έφθασε να γίνει τόσο ανυπόφορη για την διοίκηση, που αποφάσισε τέλος, να τσακίσει τους κλέφτες. Ότι δεν κατάφερε να τα κάνει με την δύναμη, μπόρεσε με την προδοσία.
Ένας από αυτούς ήταν και ο σκληροτράχηλος και αδούλωτος ο Μάρκος Ντάρας. Το σώμα του διέθετε 300 ενόπλους και η δράση του επεκτάθηκε στη Μεσσηνία και την Αρκαδία, αμφισβητώντας την τουρκική κυριαρχία στην περιοχή.
Ο θρυλικός Μάρκος Ντάρας γεννήθηκε, στο χωριό Ψάρι Τριφυλίας, στις 12 Δεκεμβρίου του 1700. Σε ηλικία 20 ετών είχε μαζί του περί τα 80 παλικάρια Ντρέδες, όπου με αυτούς επιχειρούσε κατά των Αλβανών και των Τούρκων. Στην σημαία του είχε την εικόνα του Αγίου Γεωργίου και γύρω από αυτή την εξής επιγραφή: «Προστάτης των Χριστιανών της Πελοποννήσου, άσπονδος εχθρός και διώκτης Τούρκων και Αλβανών». Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους κλεφταρματολούς του Μοριά και αναγνωρισμένος γενικός αρχηγός κατά την εποχή της δράσης του. Ο Αθανάσιος Γρηγοριάδης, που τον σκιαγραφεί στο γνωστό βιβλίο του, «Ιστορικές Αλήθειες» στην σελίδα 20 γράφει για τον Μάρκο Ντάρα: «Ήταν ανήρ υψηλός και ωραίος, μελαχροινός, έχων μακράν και μέλαναν γεννειάδαν και μύστακα επιμήκη».
Σωστός Θεός του πολέμου και συμπληρώνει: «Πάντοτε εφόρει λαμπράν χρυσοποίκιλτον έκ μέλανος βελούδου ενδυμασίαν έφερεν δε πανοπλίαν κεχρυσμένην». Έμοιαζε ούτε λίγο, ούτε πολύ και κατά τις περιγραφές μας και κατά την περιφρονημένη παράδοση σαν τον Αχιλλέα.
Ένα ισχυρότατο πλήγμα δέχθηκαν οι κλέφτες και αρματολοί της Πελοποννήσου το 1740. Στις 10 Μαρτίου εκείνου του έτους, ενώ πολλοί από αυτούς συναντήθηκαν στο Λεοντάρι της Αρκαδίας. Εκεί δέχθηκαν αιφνιδιαστική επίθεση από 5.000 Τούρκους και 3.000 Τουρκαλβανούς. Οι Έλληνες πολεμιστές, που είχαν συγκεντρωθεί στο πυκνό δάσος του Λεονταρίου, εντοπίστηκαν μετά από προδοσία. Προδότης υπήρξε ο Βούλγαρος Τσέλιος Κριστώφ, ή Κριστέβα, που υπηρετούσε στο σώμα του Ντάρα και δωροδοκήθηκε από τους Τούρκους. Εκεί στην άνιση μάχη, σκοτώθηκαν πολλοί οπλαρχηγοί και οι άνδρες τους, συνολικά 200 άνδρες. Ο ίδιος ο Μάρκος Ντάρας με 50 από τους άνδρες του, έσυραν τα γιαταγάνια και επιχείρησαν έξοδο. Αφού πολέμησαν ηρωικά, κατάφεραν να διασπάσουν τις γραμμές των Τούρκων και αφού διέφυγαν γλίτωσαν στην Ηλεία.
Μετά από αυτή την καταστροφή του σώματός του, κύριο μέλημά του ήταν, να βρει τον Τσέλιο Κριστώφ και να τον σκοτώσει. Στις 20 Ιουλίου του 1740, μετά από έμπιστη πληροφορία, ο Ντάρας πραγματοποίησε αιφνιδιαστική επιδρομή στον Αχλαδόκαμπο της Αργολίδας, συνέλαβε τον καταδότη Κριστώφ και επί τόπου τον σκότωσε.
Η παλικαριά του, που του έδινε για εκείνους τους καιρούς υπερηφάνεια, φαίνεται και από μια επιστολή που ο ίδιος έγραψε στον Τούρκο Μόρα Βαλεσή Πασά του Μοριά, ύστερα από την εκδίκηση που πήρε, για τους αδικοσκοτωμένους με προδοσία οπλαρχηγούς: Δημήτρη Πιθυμούντα. Δήμο (Μπότσικα) Κολοκοτρώνη, Μαντά και Μήτρο Περίβολο, οι οποίοι εδολοφονήθησαν μ’ ενέδρα του προδότη Βούλγαρου Τσέλιου Κριστέβα.
Όταν λοιπόν ο Μάρκος Ντάρας εξόντωσε τον Κριστέβα και τους Τουρκαλβανούς έγραψε:
«Σουλεϊμάν Πασά- Βαλή του Μωρέως,
Σού γράφω πως εγώ έπιασα και έσφαξα τον άτιμον ποδότη Βούλγαρον Τσέλιον Κριστέβαν και τους στρατιώτας σου Αρβανίτας. Να μάθης το λοιπόν πως και συ και λοιποί ομοθρησκοί σου Μπέηδες και Αγάδες του Μωρέως να σταματήσετε πλιά να μας κυνηγάτε, και να μας σκοτώνετε, γιατί αλλοιώς να καρτερήτε όλοι θάνατο τέτοιον πως τον άτιμον προδότην Κριστέβαν και τους Αρβανίτες σου. Άκουσε όλα αυτά που σήμερον σου γράφω, γιατί ύστερα και εσύ και οι Μπέηδες και Αγάδες σου Τούρκοι και Αρβανίτες θα μετανοιώσετε. Είναι η ώρα έως 3 μετά το μεσημέρι και εγώ με τα παλληκάρια μου φεύγα από εδώ και πηγαίνα να κάμω λημέρι σε κανένα άλλο μέρος του Μωριά. Από το χωριό Αχλαδόκαμπο στις 20 του μηνός Ιουλίου του 1740. Ο άσπονδος εχθρό σου και των λοιπών Αγάδων
Μάρκος Ντάρας Αρκαδινός αρματωλός»
Το πεπρωμένο του ήταν να δολοφονηθεί και αυτός, μετά από τέσσερα χρόνια, με τον ίδιο τρόπο. Ο διοικητής του Μοριά, Σουλεϊμάν, δωροδόκησε τον διατελούντα στην υπηρεσία του Ντάρα, Αλβανό Γιόγκα, με 50.000 γρόσια. Στις 20 Ιούνη 1745, ο Ντάρας αιχμαλωτίστηκε πληγωμένος και φονεύθηκε με σκληρό τρόπο επάνω στο κρεβάτι του, ενώ βρίσκονταν στο χωριό Ίσαρι της Μεγαλούπολης και νοσηλευόταν από ένα πρακτικό γιατρό, τον Παναγιώτη Τρουβέλη, τον οποίον οι Τούρκοι σκότωσαν και αυτόν με φρικτό τρόπο, γιατί του παρείχε άσυλο και νοσηλεία.
Ένα χρόνο περίπου αργότερα, τον δολοφόνο Γιόγκα, τον συνέλαβε ο εκ Τριφυλίας οπλαρχηγός Θανάσης Ρεπεσιώτης, παρά το χωριό Καμάρι της Μαντινείας, τον οποίον διαμέλισε ως αντίποινα για τον φόνο του Μάρκου Ντάρα, στις 15 Μαρτίου 1746.
Την ίδια τύχη είχε και ο γιος του, Αλέξης Ντάρας, στις 6 Ιουλίου 1785, στην Γαράντζα, πολεμώντας μαζί με τους αδελφούς Πετροβαίους κατά 1.800 Τούρκων πεζών και 500 Αλβανών, από τους οποίους σκοτώθηκαν 400 και 170 ήταν οι πληγωμένοι. Η μάχη διήρκεσε περίπου επτά ώρες. Τα κεφάλια των κλεφτών και του Ντάρα, οι Τούρκοι τα μετέφεραν παλουκωμένα, σαν τρόπαιο στον πασά στην Τρίπολη, με τυμπανοκρουσίες, θριάμβους και πανηγύρια.
ΤΟΥ ΝΤΑΡΑΛΕΞΗ
Τρεις περδικούλες κάθονταν, βρε Αλέξη Ντάρα μου,
-τρομάρα μου- ψηλά μεσ’ το βουνό, πέρα στο Τετράζι.
Μοιρολογούσαν κι έλεγαν, μοιρολογούν και λένε:
- Κάτσε ρε Αλέξη, βρε Αλέξη μου, φρόνιμα,
σαν τ’ άλλα τα παλικάρια, -τρομάρα μου ρε Ντάρα μου-
- Εγώ ραγιάς, δεν γίνομαι, βρε Αλέξη Ντάρα μου,
-τρομάρα μου- Τούρκους δεν προσκυνάω.
Το τι έχω φίλους διαλεχτούς, τους Κολοκοτρωναίους,
δεν παραδίνω τ’ άρματα, -τρομάρα μου-
και τη χρυσή μου πάλα, -ρε Αλέξη Ντάρα-
και ’κεινα τα μισοσπέντζικα και κείνα δεν τα δίνω.
(Το τραγούδι το είχα καταγράψει από τον κύριο Χρήστο Λαγό, κάτοικο Αμαλιάδας, με καταγωγή από την Καμενίτσα Αρκαδίας το έτος 1984, ήταν περίπου 100 ετών).
*Η προσωνυμία Ντρες, έγινε ένδοξη και γνωστή κατά τα χρόνια της σκλαβιάς. Οι Ντρέδες ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στις αρχές του 15ου αιώνα στα βουνά Ν.Δ. του όρους Τετράζι, όπου χτίσανε τα χωριά της Μεσσηνίας (ανάμεσα στους περίπου 504 οικισμούς του νομού): Αϊτός, Αϊ Γιώργης, Σουλιμά, Πάνω Ψάρι, Κούβελα, Βασιλικό, Γουβαλάρια, Βιδίσοβα, Γκλιάτα, Βλάκα (Χρυσοχώρι), Δώριο, Καμάρι, Ρίπεσι, Κλέσουρα, Κόκλα, Κοπανάκι, Κούβελα, Μάλη, Μποντιά, Μαλίκι, Βαριμπόπη, Λάπη, Σίρτζι, Πιτσά, Στυλάρι, Βλάκα, Ψάρι, Αγριλιά, Κάτω Κοπανάκι, και Χαλκιά.
Ντρες σημαίνει άντρας, αντρειωμένος, πολεμιστής, παλικάρι. Οι Ντρέδες, πολέμησαν τους Τούρκους, όχι μόνο στα χωριά τους, αλλά σε ολόκληρη την Πελοπόννησο, από την εποχή της εγκατάστασής τους, αργότερα στους Τουρκοβενετικούς πολέμους ως σύμμαχοι των Βενετών και τέλος το 1821 κατά την επανάσταση, φάνηκαν αντάξιοι του ονόματός των.
Λέγεται ότι κυκλοφορούσαν πάντα οπλισμένοι και οι Τούρκοι δεν τους ενοχλούσαν από φόβο για την οργή των συμπατριωτών τους. Οι Σουλιμοχωρίτες ή Σουλιμοκολίτες είχαν επιβάλει στην Τουρκική εξουσία και ένα ξεχωριστό τρόπο διοίκησής τους. Είχαν αυτοδιοίκηση και ένα είδος στρατιωτικής ομοσπονδίας σαν τους Σουλιώτες. Κάθε χωριό το διοικούσε μια επιτροπή από τους αρχηγούς των πρώτων στρατιωτικών οικογενειών, η οποία είχε και δικαστικά δικαιώματα. «Πας Έλλην εγκληματίας, Τούρκος, ή και Αλβανός, καταφεύγων εις τα Σουλιμοχώρια, εθεωρείτο πλέον ελεύθερος από πάσης Τουρκικής καταδιώξεως. Εκ των Ντρέδων τούτων, εχρημάτισαν ουκ ολίγοι κλέφται και αρματωλοί, εξ ων περιώνυμοι υπήρξαν ο Μάρκος Ντάρας, ο Αλέξης Ντάρας, ο Ιωάννης Μέλιος, ο Ι. Ρούσης και άλλοι καταφανίσαντες ικανούς Τούρκους».
Φώτο & Βίντεο Παπαντωνόπουλος Κώστας & Τουτούνης Ηλίας από την επίσκεψή μας στα Σουλιμοχώρια, την Πέμπτη, 25 Μαρτίου 2010.
Ηλίας Τουτούνης 2017
Πηγή:www.antroni.gr