Καλώς ορίσατε στην αρχαιότερη ιστοσελίδα της Ηλείας, στο Αντρώνι και στην Ορεινή Ηλεία.

Είναι οι κατάφυτες διαδρομές μέσα στις βελανιδιές και στα πλατάνια στο κέντρο της Κάπελης με τις απόκρημνες πλαγιές, τα σκιερά φαράγγια με τις πολλές σπηλιές, τους καταρράκτες, τους νερόμυλους και τις νεροτριβές, με τις δροσερές πηγές και τα καθαρά ποτάμια... Με τα πετρόχτιστα σπίτια, τα νόστιμα φαγητά και το καλό κρασί, τα αρχοντικά γλέντια και τους φιλόξενους κατοίκους.

Frontpage

ΜΠΕΣΙΚΙ-ΣΑΜΑΡΙΤΣΑ-ΚΟΥΝΙΑ ΚΑΙ ΝΑΚΑ… ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΚΡΕΒΑΤΙΑ ΤΟΥ ΜΩΡΟΥ

 laografiko mousio 2007 010.jpgΚαταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Παλιότερα οι λεχώνες τα νεογέννητα παιδιά τα κοιμίζανε στο κρεβάτι τους και κάποιες από αυτές χωρίς να το θέλουν, είτε από την ολοήμερη κούραση, το ξενύχτι, ή από οτιδήποτε άλλο σε μερικές περιπτώσεις, όταν γύριζαν πλευρό πλάκωναν τα παιδιά τους και όταν ξυπνούσαν τα εύρισκαν πεθαμένα.

Για να μην βρίσκονται πάντοτε σε τέτοιες δυσάρεστες εκπλήξεις τα κοίμιζαν σε ξεχωριστό μέρος όπου τους κατασκεύαζαν ξεχωριστά ειδικά κρεβατάκια. Αυτά τα παιδικά κρεβατάκια ανάλογα με την κατασκευή και την χρήση διακρίνονταν σε τέσσερα είδη και ήταν το μπεσίκι, η σαμαρίτσα ή σαρμανίτσα, η κούνια και η νάκα. Το μπεσίκι την σαμαρίτσα και την κούνια τα χρησιμοποιούσαν στο σπίτι και στο εξοχικό κατά την διαμονή τους, ενώ η νάκα ήταν για την μεταφορά του μωρού και να το έχουν στα χωράφια κοντά τους, κατά την ώρα της εργασίας τους.

1). ΜΠΕΣΙΚΙ

Το μπεσίκι ήτανε μια μικρή κούνια (παιδικό κρεβατάκι) που έμοιαζε περίπου σαν το σκαφίδι. Ήταν κατασκευασμένη και πολλές φορές ήταν διακοσμημένη με το χέρι, από διάφορα καλά ξύλα όπως έλατο, πουρνάρι, δρυς, κυπαρίσσι, αγραπιδιά, καρυδιά, μελιό, ευκάλυπτο, μουριά κ.ά. Στην Πελοπόννησο το κατασκεύαζαν κυρίως από ξύλο πλατάνου, διότι ήταν ελαφρύ και καλοδούλευτο. Κάτω από την βάση στις άκρες της ήσαν προσαρμοσμένα δυο ξύλα «καμαρωτά» (ημικυκλικά) για να μπορεί το μπεσίκι να πάλλεται εύκολα επάνω στο πάτωμα. Στον τερματισμό του ημικυκλίου είχαν προσαρμόσει τέσσερα τακάκια κόντρες για να ορίζουν την διαδρομή της μετακίνησης το, ώστε να μην πάλλεται μέχρι ενός σημείου και να σταματάει διότι υπήρχε περίπτωση σε ανεξέλεγκτο κούνημα να τουμπάρει. Μπεσίκια υπήρχαν απλά αλλά και περίτεχνα άλλοτε σκαλιστά με κεντίδια στολισμένα με παραστάσεις, άλλοτε με ζωγραφιές από λουλούδια και πουλάκια και χρώματα κ.ά. Για να το μετακινούν και να το χειρίζεται αυτός -τη που το κουνούσε είχαν προσαρμόσει ένα ξύλινο χερούλι λίγο πιο υπερυψωμένο σαν άξονας από το μπροστινό μέρος και κατέληγε στο πίσω, για να το μετακινούν και να το χειρίζεται αυτός -τη που το κουνούσε. Πέραν από τον χειρισμό αυτό το χρησίμευαν για να ρίχνουν χοντρά σκεπάσματα τον χειμώνα και ένα σεντονάκι ή ένα τούλι το καλοκαίρι για να προστατεύει το μωρό από τις μύγες και τα κουνούπια. Επίσης για να μην πουμωθεί δηλαδή να μην «σκάσει» το μωρό. Ακόμη, πάνω απ’ το κεφάλι του μωρού, είχαν προσαρμόσει μια ημικυκλική βέργα από ξύλο που το λέγανε «κρόθο», έτσι ώστε όταν σκεπάζανε το μπεσίκι (με το μωρό μέσα), να μην ακουμπάει το σκέπασμα πάνω στο πρόσωπο του μωρού και σκάσει.

Ακόμη είχανε ακόμα και μια ειδική μάλλινη πλατιά φασκιά που τη τυλίγανε γύρω από το μπεσίκι δυο τρεις φορές ώστε να εμποδίζει τα μεγαλύτερα μωρά να βγουν έξω από αυτό, αν ξυπνήσουν, την ώρα που κοιμάται η μάνα του, ή τύχει να μην είναι εκεί κοντά.

Το μπεσίκι το τοποθετούσαν δίπλα στο κρεβάτι που κοιμότανε η μητέρα του, να το κουνάει για να κοιμάται κυρίως την νύχτα. Μέσα στο μπεσίκι τοποθετούσαν ανάλογα με την εποχή μαλακά στρωσίδια με σεντονάκια και ένα προσκεφαλάκι για το μωρό. Επάνω στο χειριστήριο ή και κάπου κρυφά τοποθετούσαν το φυλαχτάρι για το μάτι και κρεμούσαν ένα παιχνιδάκι ή μια κουδουνίστρα για να μεγαλωμένα μωρά για να παίζουν με τα χεράκια τους όταν ξυπνούσαν.

Τα χειροποίητα παιχνίδια ήσαν ξύλινα ανάγλυφα, μινιατούρες κυρίως ζώων, καλοφτιαγμένα και γυαλισμένα μεγάλα να μην χωράνε στο στόμα τους και να μην σπάζουν. Είχα εντοπίσει παλιό μπεσίκι αντί για την σύγχρονη κουδουνίστρα να έχουν κρεμασμένο ένα μικρό μπρούτζινο κουδούνι από ζώα, για να το κουνάει το μωρό και ν’ απολαμβάνει τους ήχους του.

Αφού μητέρα έβαζε η μάνα το παιδί μέσα στο μπεσίκι, το σκέπαζε κι άρχιζε να το κουνάει πέρα δώθε, πέρα δώθε, πέρα δώθε… μέχρι να αποκοιμηθεί. Πολλές φορές το μπεσίκι το κούναγε και με το πόδι, να ’χει ελεύθερα τα χέρια της για να γνέθει την ρόκα, να ράβει, να πλέκει το πλέξιμο να κεντάει το κέντημα κ.ά. Γνωρίζουμε ότι οι δουλειές της μάνας δεν τελειώνανε ούτε τη νύχτα. Το δε μωρό μέσα στο μπεσίκι, κουρασμένο και νανουρισμένο από το ρυθμικό, μαλακό κούνημα, τα μουρμουρητά, τα παραμύθια, τα τραγούδια π’ άκουγε γύρω του, σιγά -σιγά γλάριαζε, κλείνανε τα ματάκια του και μόλις αποκοιμιόταν ίσα ακουγόταν η ανασούλα του, ζώντας από εκεί και πέρα στον δικό του όμορφο κόσμο.

2). ΚΟΥΝΙΑ

Η κούνια έμοιαζε σαν το μπεσίκι. Ήταν κι αυτή σαν μια σκάφη κατασκευασμένη από ξύλο ή μέταλλο. Αυτή ήταν στερεωμένη σε δύο τρίποδα και κρεμασμένη σε διπλή μια βάση στο εμπρός και πίσω σημείο της με δύο μικρά πειράκια όπου της επέτρεπαν να κινείται αριστερά και δεξιά και αντιστρόφως. Αυτή με λίγο σπρώξιμο κινούταν ρυθμικά και τοιουτοτρόπως το κούνημα αποκοίμιζε το μωρό.

3). ΣΑΜΑΡΙΤΣΑ ή ΣΑΡΜΑΝΙΤΣΑ

Η σαμαρίτσα ήταν παρόμοια με το μπεσίκι μόνο που επάνω δεν είχε το ξύλο για να κρατάει τα σκεπάσματα και να το χειρίζεται η μητέρα του μωρού. Στην Πελοπόννησο έχει λάβει το όνομα σαμαρίτσα, διότι μοιάζει με το σαμάρι των ζώων. Η σαμαρίτσα όπως το μπεσίκι ήταν προσαρμοσμένη σε μια ημικυκλική βάση για να βοηθάει στο κούνημα. Για σαμαρίτσα χρησιμοποίησαν και σκαφίδια που ζύμωναν το ψωμί, ακόμη και σκάφες πλυσίματος ρούχων. Επίσης για σαμαρίτσες χρησιμοποιούσαν και σαμάρια ζώων. Αυτά τα τοποθετούσαν ανάποδα (ανάσκελα) και αφού έστρωναν κάποιο καθαρό στρωσίδι έβαζαν μέσα το μωρό. Το σαμάρι στο μπροστινό μέρος του υπάρχει ένα υμικυκλικό σανίδι που λέγεται «μπροστάρι». Αυτό επέτρεπε όταν το σαμάρι ήταν ανάποδα να κουνιέται. Τα σαμάρια τα χρησιμοποιούσαν ως κούνιες κυρίως στην εξοχή και κοντά στο χωράφι κατά την ώρα της εργασίας.

4). ΝΑΚΑ

Όταν, η γυναίκα της υπαίθρου είχε μωρό και χρειαζόταν να βγει από το σπίτι για να πάει για δουλειές στο χωράφι, στ’ αμπέλι, στα πρόβατα, στο ποτάμι ή στη βρύση για να πλύνει, στο λόγκο, για λάχανα και όπου αλλού χρειαζότανε, έπρεπε να πάρει μαζί της και το μωρό. Για να το μετακινήσει και τέλος να το τοποθετεί κάπου με ασφάλεια και κυρίως για ύπνο, χρησιμοποίησε την νάκα.

Η νάκα ήτανε μια φορητή κούνια φτιαγμένη από ένα μεγάλο χοντρό υφαντό πανί κυρίως με ωραία χρώματα και σχέδια ή και από δέρμα ζώου κυρίως κατσικίσιο, που έμοιαζε σαν παλιό φορείο. Οι διαστάσεις της ήταν τόσες, ώστε μέσα να χωράει άνετα ένα μωρό. Τις δυο άκρες της νάκας, τις μακριές, τις «γυρίζανε» λίγο, τις ράβανε με χοντρή κλωστή και από μέσα στο γύρισμα περνάγανε δυο γερά ίσα ραβδιά. Στις άκρες των ραβδιών δένανε δυο πλεχτά σκοινιά ή και πέτσινα λουριά για να μπορούνε να την κουβαλάνε στον ώμο τους με το παιδί. Οι μικρομανάδες έπαιρναν το παιδί κοντά τους, όταν ήδη είχε σαραντίσει. Έβαζαν το μωράκι μέσα στη νάκα το τυλίγανε με ρούχα, κι ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες, αν ήσαν ιδανικές το κρεμούσαν στον ώμο κι πήγαιναν στις εξωτερικές δουλειές τους, όπως για θέρο, για αλώνισμα, για μύλο, για τρύγο, για σκάλισμα, για το πλύσιμο, στα πρόβατα και σε διάφορες εργασίες της υπαίθρου.

Η μάνα άλλαζε το παιδί αν ήταν κατουρημένο το βύζαινε (θήλαζε) να μην πεινάει και κλαίει και τέλος το κρεμούσε με την νάκα στον ίσκιο ενός δέντρου, από ένα γερό κλαρί και κοντά της ώστε να το βλέπει και να το ακούει και άρχιζε τις δουλειές της. Το κρέμασμα της νάκας έπρεπε το κάθε λουρί να απέχει το ένα από το άλλα για να παραμένει η νάκα ανοικτή από το βάρος και όχι πολλή κλειστή και ενοχλούσε το μωράκι.

Στον κορμό του δένδρου, πριν αρχίσουν οι διακλαδώσεις του, επέλεγαν ένα σημείο και τοποθετούσαν γύρω από τον κορμό μια σπαραγγιά. Αυτή εμπόδιζε ν’ ανεβεί στο δένδρο κάποιο μικρό ζώο και κυρίως φίδι. Ξέρουμε ότι στα φίδια τους αρέσει το γάλα και το μυρίζουν από μακριά. Τα μωρά αφού έπιναν γάλα, εκεί που ήσαν κρεμασμένα, έκαναν γουλίτσες και έτσι η μυρωδιά του προσέλκυε τα φίδια. Όμως η σπαραγγιά το εμπόδιζε να ανεβεί στο δένδρο και έτσι προφύλασσαν το μωρό από τον κίνδυνο να τσιμπήσει το φίδι το μωρό ή και να εισχωρήσει μέσα στο στόμα του μυρίζοντας το γάλα.

Έχει συμβεί και σε εμένα όταν ήμουν μωρό, κατά μαρτυρία της μάνας μου. Επίσης έχω καταγράψει ένα πολύ δυσάρεστο γεγονός στην Βουπρασία. Εκεί κάποτε στην εξοχή, μια μητέρα αφού βύζαξε (θήλασε) το μωράκι της, το κρέμασε με την νάκα του σε μια αγραπιδιά. Ένα φίδι μυρίζοντας το γάλα έφθασε μέχρι το μωρό, και όπως κοιμόταν μ’ ανοικτό το στοματάκι του, το φίδι εισχώρησε στο στόμα του παιδιού και το έπνιξε, και μάλιστα αυτό σφήνωσε και δεν μπορούσε να εξέλθει. Έτσι –κατά μαρτυρία- το βρήκε η μάνα του έπειτα από λίγη ώρα κατά την εργασία του θερισμού.

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ:

Στην Πελοπόννησο όταν παντρεύεται μια κοπέλα, την ώρα που φεύγει από το σπίτι της, η μάνα αποχαιρετώντας κόρη της, έλεγε αυτά τα λόγια:

«Τη νάκα σου, τη ρόκα σου και σύρε όξω από την πόρτα μου!».

Που θέλει να πει πως, αν η κόρη είχε νάκα για να φυλάει τα παιδιά της και ρόκα για να γνέθει το μαλλί, δε χρειαζότανε τίποτε άλλο για ν’ ανοίξει το δικό της νοικοκυριό.

Ο λαογράφος μας Ν. Πολίτης διηγείται στις παραδόσεις μια ιστορία από την Τριφυλία, όπου μια γυναίκα είχε πάει στο ποτάμι και κρέμασε από έναν πλάτανο τη νάκα με το μωράκι της, που ήτανε σαν τα κρύα νερά. Οι νεράϊδες του ποταμιού το είδαν ότι είναι πανέμορφο, το ζήλεψαν και πήγαν και το κλέψανε, και στην νάκα έβαλαν ένα άλλο μωράκι κατσιμουδιασμένο, γογάρικο, κατσομαλλιασμένο, που όλο ενιαούριζε!

Οι μανάδες των μωρών, μετά την δουλειά τους μόλις κόντευε να πέσει ο ήλιος ξεκρέμαγαν την νάκα της από εκεί που την είχε κρεμασμένη, την πέρναγε ξανά στον ώμο κι έπαιρνε τον δρόμο για την επιστροφή στο σπίτι της. Όταν έφτανε, άλλαζε το μωρό, το βύζαινε και το ’βαζε μετά στο μπεσίκι ή στην σαμαρίτσα.

ΠΑΡΟΙΜΙΩΔΕΙΣ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ:

Η κούραση εκείνων των ηρωίδων γυναικών, όπου όλη μέρα δουλεύανε στις πιο σκληρές δουλειές της υπαίθρου, ακόμη και τα βράδια, μετά από τέτοια εξάντληση δε βρίσκανε χρόνο να πάρουνε έστω και μια μικρή ανάσα. Κουνούσανε τα μωρά να κοιμηθούν και πολλές φορές ο ύπνος τις έπαιρνε, πρώτα από τα μωρά. Από αυτές τις νυκτερινές εργασίες της γυναίκας νοικοκυράς βγήκε και η παροιμιώδης έκφραση:

«Το κέντημα είναι γλέντισμα, η ρόκα είναι σεργιάνι, η σαμαρίτσα κι ο αργαλειός είναι σκλαβιά μεγάλη».

Κούνια που σε κούναγε!

Τι κούναγα!

Έχει παιδί στην νάκα και άνδρα στα ξένα!

Είναι για το μπεσίκι!

ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ:

Το μπεσίκι (η σαμαρίτσα) σφράγισε τόσο βαθιά τη ζωή των παλαιών και η δημοτική μας μούσα όπως έχω ξανά γράψει δεν την αγνόησε, την ένταξε και αυτή στην λίστα του μ’ ένα ηπειρώτικο τραγούδι, που τραγουδά τον καημό ενός γέρου άντρα, που έχει νέα γυναίκα, τη Χάιδω!

«Τι να σου κάνω, Χάιδω μου,

τι να σε κάνω γιε μου.

Εγώ ο μαύρος, γέρασα,

και συ θέλεις παιχνίδια.

Θέλεις στην κούνια, βάλε με,

θέλεις στη σαρμανίτσα.

Με το να σ πόδι, κούνα με,

και με τα χέρια σ’ γνέσε.

Και με το στόμα σ’, το γλυκό,

πες μας γλυκά τραγούδια!»

ΗΛΙΕ Μ’ ΤΙ ΕΙΔΕΣ ΣΗΜΕΡΑ…!

-Ήλιε μου πα’ άργησες να βγεις και δεν πας να βασιλέψεις;

Μήπως με τ’ αστρί ν’ εμάλωσες, μήπως με το φεγγάρι

μήπως με τον Αυγερινό, που βγαίνει δυό ώρες νύχτα;

-Το θάμα που ’δα εγώ σήμερα το πώς να πα να βασιλέψω;

Που πήρε ο λύκος το παιδί απ’ την νάκα της μαυρομάνας.

Χίλιοι- μύριοι το παν από μπροστά κι’ η μάνα του από πίσω.

-Άφκε μου λύκε μου το παιδί και πάρ’ εμέ την μάνα.

Ένα από τα πιο παλιά, ομορφότερα και χιλιοτραγουδισμένα δημοτικά άσματα της Πελοποννήσου, είναι το επεισοδιακό τραγούδι της Λεχουρίτισσας, που τραγουδιέται ακόμη και σήμερα σε όλα χωριά της ορεινής Ηλείας, των Καλαβρύτων και της Γορτυνίας.

Συγκεκριμένα το επεισόδιο εκτυλίσσεται στο χωριό Βρώσταινα Καλαβρύτων που βρίσκεται γαντζωμένο στις υπώρειες παρυφές του Χελμού. Μια χρονιά επί τουρκοκρατίας, σ’ αυτό τον τόπο, ο παπάς του χωριού θέριζε μαζί με την παπαδιά του, έχοντας αφήσει το νιάκαρο μοναχοπαίδι τους στην άκρη του χωραφιού μέσα στην νάκα φασκιωμένο, κρεμασμένο κάτω από την σκιάδα μιας αγραπιδιάς, για προστασία από τον ήλιο και από ερπετά. Ένας πεινασμένος λύκος, εκείνη την ημέρα, αναζητώντας τροφή έφθασε κοντά στο νιάκαρο. Μόλις το μυρίστηκε, πήδηξε πάνω για να το φθάσει λόγω του ύψους που ήταν κρεμασμένη η νάκα και με τα πόδια του την αναποδογύρισε και το παιδί ξέφυγε από αυτή και έπεσε στο έδαφος, επάνω σε καλαμιές που είχε στρώσει η παπαδιά για να γιοματίσουνε. Ο λύκος άρπαξε το παιδί στο στόμα του από τις φασκιές και τράβηξε για το ρουμάνι να γιομίσει το στομάχι του…!

Τ´ ΑΝΕΜΟΓΚΑΣΤΡΙ

Καταγραφή επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης

Ανεμογκάστρωμα ή ανεμογκάστρι, λέγεται η κατάσταση που βρίσκεται η γυναίκα, στην οποία εμφανίζονται όλα τα συμπτώματα της εγκυμοσύνης όπως συνεχείς ζαλάδες, διακοπή περιόδου, συχνοί εμετοί, συχνή ενούρηση, φούσκωμα κοιλιάς, ελαφρύ πρήξιμο προσώπου, αύξηση βάρους, πρήξιμο στήθους και κοιλιάς, και σε μερικές περιπτώσεις έχει την αίσθηση ότι το «μωρό» κινείται και προκαλεί πόνους στην κοιλιά.
Τα συμπτώματα του ανεμογκαστρώματος είναι ακριβώς ίδια με αυτά μιας κανονικής εγκυμοσύνης. Αυτό είναι και το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ψευδοκύησης, ότι η σκέψη καταφέρνει να ξεγελάσει το σώμα. Μια γυναίκα μ’ ανεμογκάστρι, εύλογα νομίζει ότι είναι έγκυος. Βασικά δεν υπάρχει λόγος σοβαρής ανησυχίας, διότι μετά από μικρό χρονικό διάστημα, όλα αυτά υποχωρούν σταδιακά και η λειτουργία του οργανισμού επανέρχεται σε κανονικές συνθήκες.
Η λέξη ανεμογκάστρι, είναι ουδέτερη και σύνθετη από τις λέξεις άνεμος και γκαστριά (εγκυμοσύνη). Στην ιατρική ορολογία σαν ανεμογκάστρι αναφέρεται ως ψευδοκύηση κυοφορία μύλης, ψευδοεγκυμοσύνη, ή και κατά φαντασία εγκυμοσύνη. Παραδοσιακά για την αντιμετώπιση του ανεμογκαστρώματος αποτείνονταν στην Aνεμογκαστρού ή Ξαρμενίστρα. Αυτή ήταν η πρακτική μαμή που εκμεταλλευόμενη την άγνοια, υποστήριζε ότι θεράπευε το ανεμογκάστρι, που όπως προανέφερα, την ψευδή κύηση και την ψύχωση της λοχείας.
Οι ακριβείς αιτίες του ανεμογκαστρώματος δεν έχουν διευκρινιστεί, μάλλον γιατί δεν πρόκειται για μία συχνή διαταραχή, όμως θεωρείται ότι οφείλεται κυρίως σε ψυχολογικούς παράγοντες. Όταν μια γυναίκα που βιώνει, για παράδειγμα, τον πόνο μιας αποβολής, την απώλεια ενός παιδιού ή προσπαθεί πολύ καιρό να μείνει έγκυος χωρίς να τα έχει καταφέρει και αντιμετωπίζει πρόβλημα υπογονιμότητας, είναι πιο ευάλωτη συναισθηματικά και αυτό μπορεί να την οδηγήσει στο να πιστεύει ότι περιμένει παιδί ενώ κάτι τέτοιο δεν ισχύει.
Ωστόσο, υπάρχουν και κάποιοι φυσικοί παράγοντες που μπορεί να είναι η αιτία του προβλήματος. Έτσι, λοιπόν, δεν θα πρέπει να αποκλείεται το ενδεχόμενο εκτοπικής εγκυμοσύνης, νοσηρής παχυσαρκίας ή ακόμα και κάποιας μορφής καρκίνου, των οποίων τα συμπτώματα μοιάζουν με αυτά της εγκυμοσύνης και μπορούν σχετικά εύκολα να παραπλανήσουν τη γυναίκα.
Ο Δημήτρης Σταρόβας, μ’ ένα ωραίο ποίημα, μας ταξιδεύει σ’ ένα περιστατικό ανεμογκαστρώματος… με πολύ γέλιο!
Απάνω που χαρήκαμε κι αγόρασα και κούνια,
μήνυμα ήρθε απ’ το γιατρό πως θα τα βρω μπαστούνια.
Εδώ μου λέει μη ξαναρθείς δε θες γυναικολόγο,
πρέπει να πας να εξεταστείς σε μετεωρολόγο.
Ανεμογκάστρι ήτανε τσάμπα οι ετοιμασίες,
τσάμπα τα πήραν οι γιατροί τσάμπα και οι εκκλησίες.
Τι ρεζιλίκι ήταν αυτό στην πιάτσα έγινα ρόμπα
και τώρα με φωνάζουνε ο Μεγακλής η τρόμπα.
Ανεμογκάστρι ήτανε τσάμπα οι ετοιμασίες,
τσάμπα τα πήραν οι γιατροί τσάμπα και οι εκκλησίες.
Σε αρκετές περιπτώσεις, από τις καταγραφές που έχω πραγματοποιήσει έχω εντοπίσει πολλές ιστορίες όπου, πραγματικά έγκυες ανύπαντρες κοπέλες, απέδωσαν τα διάφορα συμπτώματα σε ανεμογκάστρι. Όμως για να μην εκτεθούν ιδίως στην ύπαιθρο και στις στενές κοινωνίες, οι δικοί της μόλις αντιλαμβάνονταν την εγκυμοσύνη, διέδιδαν ότι πρόκειται για ανεμογκάστρι και ταυτόχρονα κρυφά προέβαιναν σε διάφορες προσπάθειες, ώστε να επιτύχουν την τεχνητή «αποβολή». Χτυπούσαν την έγκυο όρθια στην κοιλιακή χώρα, την έβαζαν να σηκώνει υπέρογκα γι’ αυτήν βάρη, ν’ ανεβαίνει πολλές φορές σε σκάλες ή απότομες ανηφοριές και κυρίως χρησιμοποιούσαν διάφορα γιατροσόφια για να ρίξουν το «παιδί». Αυτά πολλές φορές απέβαιναν μοιραία και για την ίδια την έγκυο.
Για τις παρθένες ανύπανδρες κοπέλες, που είχαν συμπτώματα εγκυμοσύνης οι γονείς της και κυρίως οι μανάδες, πολλές φορές κρυφά από τους άνδρες τους, καλούσαν την Παρθενογιάτρισσα, για να την εξετάσει, αρχικά εάν είναι παρθένες.

Παπαδοπούλα γκαστρώθηκε, τούμπανο η κοιλιά της!
Μήνα γαμπρός πήγε την ζύγωσε, μήνα τ’ ανεμικά της;
Κι ο παπάς σαν το ’μαθε, με ξόρκια θελά να το ρίξει.
την γριά Μπάμπω εκάλεσε, μια λειτουργιά της στέλνει.
-Μπάμπω η τσούπα μου, γκαστρώθηκε, απ’ ανεμογκάστρι
Και η Μπάμπω δεν γελάστηκε, δεν έπαιρνε από τέτοια
και του παπά τα έψαλε, και την παπαδιά ορμηνεύει.
-Η τσούπα φέρνει, ένα παιδί, δεν είναι απ’ ανεμογκάστρι
μον’ είναι από το ζευγάρωμα, τι είναι και χαλασμένη.
-Σώπα Μπάμπω μην το λες, και μην το κουβεντιάζεις!

ΠΥΡΙΑ…!

Συλλογή καταγραφή Ηλίας Τουτούνης
Ο άνθρωπος για ν’ αντιμετωπίσει διάφορες αρρώστιες, συν τον χρόνο εφεύρε διάφορα γιατροσόφια. Όταν κάποιος ασθενής είχε ξηρά πλευρίτιδα δηλαδή σφάχτη (πόνο) στη μέση ή στις πλάτες, για να τον απαλύνουν στο σημείο που πονούσε του έβαζαν ζεστό σταχτοπύρι.
Αυτό ήταν στάχτη βρασμένη ή καβουρντισμένη μέσα σε μια πάνινη σακούλα ή κάλτσα, με θερμοκρασία ίσια που να το δέχεται ο ασθενής ή και σακουλάκια με άμμο καβουρντισμένο (ψημένο). Το σταχτοπύρι το έβαζαν περισσότερο σε μικρά παιδιά και σε γέρους.
Άλλη μέθοδος ήτανε το πίτουρο. Ζεσταίνανε το πίτουρο σ’ ένα τηγάνι ή σε ταψί το βάζανε σε μια μάλλινη σακουλίτσα ή κάλτσα και το βάνανε στο μέρος που πονούσε ο άρρωστος.
Επίσης έχω ιδεί και καταγράψει πυριά κυνηγόχωμα (κηρήθρα από χώμα από του εντόμου «κυνηγού», από γκαβαλίνες, από σβουνιά, και από τρίμματα σάπιου ξύλου από κορμό δένδρων, ακόμη και από πριονίδια ξύλου. Αναφέρεται ότι το καλύτερο πυρί είναι από τριμμένα τσόφλια αυγών, εμποτισμένα με χολή κατσικιού.
Σε ελαφρότερες περιπτώσεις όταν ο σφάχτης ήταν ελαφρύτερος, τότε χρησιμοποιούσαν κεραμίδι ή πλάκα από πέτρα. Πρώτα έβαζαν το κεραμίδι ή την πέτρα κοντά στην φωτιά και μόλις ζεσταινόταν αρκετά, που να την ανέχεται το σώμα του ασθενή, την τύλιγαν μ’ ένα πανί και την τοποθετούσαν στον ασθενή στο σημείο του σώματος που πονούσε. Αν ήταν πιο καυτό τότε το άφηναν λίγο να κρυώσει ή το έσβηναν με λίγο νερό.
Στην Πηνεία το κεραμίδι ή την πέτρα τα έσβηναν με ξύδι, αντί για νερό, επειδή όπως λέγανε το ξύδι είχε θεραπευτικές ιδιότητες.
Επίσης πιο παλιά παρασκεύαζαν ένα μίγμα το κουρασάνι που το χρησιμοποιούσαν για το χτίσιμο της πέτρας. Αυτό το μίγμα όταν το παρασκεύαζαν του έδιναν μια μορφή πλάκας και την λάξευαν ώστε να είναι λεία. Λέγεται ότι το κουρασάνι κρατούσε την ζέστη περισσότερη ώρα από τα υπόλοιπα υλικά όπως την πέτρα και το κεραμίδι.
Αυτό το αντικείμενο το τύλιγαν με παλιοεφημερίδες ή ξερά φύλλα δένδρων και έπειτα μ’ ένα πανί, συνήθως τουλουπάνι ή σταχτόπανο και το έβαζαν στο μέρος του σφάχτη ή για να ζεσταθεί και να απαλύνει ο πόνος. Αυτές τις μεθόδους τις χρησιμοποιούσαν και για τις κρυάδες. Όποιος είχε κρυάδες του έβαζαν στα πόδια και τα σκέπαζαν για να ζεσταθούν. Στις κρυάδες έβαζαν και ζεστό νερό με τις γνωστές θερμοφόρες. Στην Πηνεία πριν λίγα χρόνια εντόπισα θερμοφόρα από πλαστικό μπουκάλι 1,5 λίτρου που προερχόταν από αναψυκτικό ποτό.
Σε πολλές περιοχές πριν τοποθετήσουν το πυρί πρώτα προέβαιναν σε εντριβές με πετρέλαιο, με ελατοπίσι ή με έκθεμα από βραστούς σπόρους σιναπιού ή με ζεστό κρασί ή και τσίπουρο.
Τους ασθενείς που είχαν κρυάδες, τους τάγιζαν με τριφτιάδες, τους τοποθετούσαν την θερμοφόρα και πολλές φορές φρόντιζαν να τους δίνουν ζεστά ροφήματα. Στον κρυολογημένο έδιναν ιδίως το πόντζι (Πόντς των ξένων), τσίπουρο βρασμένο με πετιμέζι, μέλι ή βρασμένο κονιάκ με ζάχαρη Επίσης έπιναν και ζεστό κρασί και μετά σκεπάζονταν στο κρεβάτι με χοντρά κλινοσκεπάσματα και όταν ίδρωναν άλλαζαν φανέλα. Πιο παλιά στους κρυωμένους όταν είχαν «θέρμες» έστρωναν μπροστά στο τζάκι για να είναι ζεστοί όλη την νύχτα. Όταν το έπινε, ο ζεστός ατμός που εισερχόταν στα σωθικά του έδινε πνοή. Άλλα ζεστά που έδιναν ήταν ο τραχανάς οι χυλοπίτες με κρασί, η κοτόσουπα, που ήταν πολύ νόστιμη με λεμόνι ή με ξινό, το χαμομήλι, το τσάι, αφέψημα από φύλλα ευκαλύπτου, το φασκόμηλο και το καυτό γάλα.
Οι τσοπάνηδες όταν είχαν άνθρωπο στο σπίτι με αναπνευστικά προβλήματα τον έβαζαν να κοιμηθεί μέσα στο καλύβι με τα ζώα (γιδοπρόβατα). Όταν αυτά αναχάραζαν (μηρύκαζαν) την τροφή τους την νύχτα, ανάφεραν οι παλιοί ότι η μυρωδιά από τις ανάσες θεράπευε τα αναπνευστικά προβλήματα.

ΤΟ ΤΡΑΓΟΜΑΛΛΟ Ή ΚΟΖΑ

Καταγραφή επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης

Ένα από τα καλλίτερα μαλλιά που επέλεξε να χρησιμοποιεί ο άνθρωπος από αρχαιοτάτων χρόνων ήταν και το μαλλί από τα γίδια. Αρχικά χρησιμοποίησε το δέρμα του και αργότερα αποτάθηκε στο μαλλί του. Κριτήριο για την αξιολόγηση της ποιότητας του μαλλιού αποτελεί η ηλικία του ζώου. Το καλύτερης ποιότητας μαλλί προέρχεται από ζώα μέχρι τριών ετών καθώς και από τα γαλάρια. Καλής επίσης ποιότητας είναι το μαλλί από δίχρονα ζυγούρια και θηλυκά, ακολουθεί το μαλλί από στέρφα, που δίνουν μακρύ, γερό μαλλί. Το πρώτο μαλλί μετά τη γέννα εκτιμάται πολύ λίγο και χρησιμοποιείται σε μη ορατές επιφάνειες.
Επειδή το γιδόμαλλο είναι ίσιο και σκληρό, για να το χρησιμοποιήσουν έπρεπε πρώτα να το επεξεργαστούν κατάλληλα ώστε αυτό να είναι ιδανικό για τις διάφορες κατασκευές τους. Όταν το καλοκαίρι κούρευαν τα γίδια, έπαιρναν τα γιδόμαλλα και τα άπλωναν σκορπισμένα στο πάτωμα ενός δωματίου. Στην μία πλευρά του δωματίου στερέωναν ένα ξύλο σαν καδρόνι, ή κάρφωναν πατερόπρογκες και τις λυγίζανε κατά τον τοίχο και δένανε τ’ ανάλογα χοντρά σχοινιά, που έφθαναν μέχρι τον απέναντι τοίχο. Αυτά πριν τα χρησιμοποιήσουν τα έβαζαν μέσα στο νερό για να βαρύνει και να σφίξει και αφού είχαν διασκορπίσει την κοζά στο πάτωμα, έπιαναν το σχοινί με το ένα χέρι τους και τ’ άλλο με το άλλο χέρι από τις ελεύθερες άκρες τους. Τότε τα σήκωναν ρυθμικά ψηλά και με δύναμη τα χτυπούσαν στο πάτωμα που ήταν η διασκορπισμένη κοζά. Αυτό με το χτύπημα στο πάτωμα επανειλημμένα χτυπούσε την κοζά και ταυτόχρονα την ανακάτευε. Αυτό γινόταν γι’ αρκετές ώρες, μέχρι να μαλακώσει το γιδόμαλλο. Μόλις καταλάβαιναν ότι μαλάκωσε αρκετά, τότε κατάβρεχαν την κοζά με νερό για να μαλακώσει καλλίτερα και έπειτα το έφτιαχναν τουλούπες.
Επίσης άλλη μέθοδος ήταν και το κτύπημα με λούρες (βέργες). Τοποθετούσαν το γιδόμαλλο κάτω στο πάτωμα και με βέργες το κτυπούσαν πολλές φορές και ταυτόχρονα το αναποδογύριζαν μέχρι να μαλακώσει. Έπειτα και αυτό το ρεντούσαν με νερό και το έκανα τουλούπες.
Τις τουλούπες τις έβαζαν μέσα σε ματαράτσια και έβαζαν επάνω βάρος ή κάθονταν για να κατακάτσει το γιδόμαλλο, στα χωριά έλεγαν να κουσιάξει για να γνέθεται πιο εύκολα και καλά.
Μετά το κούσιασμα το γιδόμαλλο, που ήταν τουλουπιασμένο, ήταν έτοιμο για γνέσιμο με την ρόκα. Κατά την εργασία του γνεσίματος το μπούχιζαν (κατάβρεχαν με λίγο νερό) για να γνέθεται καλλίτερα και να κολλάνε και οι τρίχες, ώστε να μην πέφτουν και χάνονται. Μετά το γνέσιμο το μαλλί το έκαναν κουβάρια, η το τύλιγαν σε μασούρια και ήταν έτοιμο για την ύφανση στο αργαλειό, όπου κατασκεύαζαν τα περίφημα κόζινα σκουτιά. Κόζινα λέγονται διότι κατασκευάζονταν από γιδόμαλλο όπου το σύνολο των μαλλιών το ονόμαζαν κοζά.

Μετά την ολοκλήρωση της μετατροπής της πρώτης ύλης σε νήμα ακολουθούσε το βάψιμο των νημάτων. Στην περίπτωση του μαλλιού το βάψιμο γίνεται σε καζάνι οπού μέσα σε βραστό νερό βυθίζεται σιγά - σιγά το νήμα. Οι βαφές ήταν κατά κανόνα φυτικές από ξερά φύλλα μουριάς, και φλούδια ροδιών έδιναν το κίτρινο χρυσαφί. Τα κρεμμυδότσουφλα το πατατί που ροδίζει, ο κορμός πεύκου έδινε το κανελλί, τα φρέσκα φύλλα μουριάς για το λαδί ανοικτό, οι φλούδες των καρυδιών έδιναν το καφέ ανοικτό, τα ξερά περικάρπια το καφέ σκούρο, το γαλάζιο από ανοικτό γαλάζιο έως σκούρο μπλε γινόταν με τη σαριά, δηλαδή το νερό όπου είχαν ζεματιστεί τα μαλλιά, ριζάρι για το κόκκινο, κρεμεζί για το κόκκινο κρεμεζί. Η στύψη είναι το κοινό στερεωτικό των χρωμάτων. Επίσης το καζάνι έπρεπε να είναι γανωμένο για να βγουν τα χρώματα ζωηρά.
Όλα αυτά τα κόζινα σκουτιά, πριν τα χρησιμοποιήσουν, τα πήγαιναν στις νεροτριβές ή ντριτσέλες όπου εκεί με την πίεση του νερού μαλάκωναν.
Από την κοζά έφτιαχναν σαγίσματα που τα έστρωναν μπροστά από το τζάκι. Τα κόζινα σαγίσματα ήσαν άγρια στην υφή και δυσάρεστα στην επαφή με το δέρμα, ελαφριά, ανθεκτικά τόσο στη χρήση, όσο και σε σχετικά υψηλή θερμοκρασία είναι ζεστά και δεν είναι επικίνδυνα από κάρβουνα και σπίθες, ν’ αρπάξουν φωτιά.
Επίσης κατασκεύαζαν χοντρά κλινοσκεπάσματα για τις παγωμένες νύκτες του χειμώνα, ακόμη ειδικά σαγίσματα για τα ζώα όπου τα σκέπαζαν τον χειμώνα και ιδίως μετά το όργωμα που ήσαν ιδρωμένα για να μην κρυώσουν. Αυτά τα έριχναν και στα καπούλια των ζώων, ακόμη και σε αντελικάτα γίδια κατά τις παγωμένες νύκτες του χειμώνα. Επίσης, χρησιμοποιείτο στη σαγματοποιία, ως εσωτερική επένδυση του σαμαριού. Με την κοζά φτιάχνανε ντορβάδες για να ταγίσουνε τα ζώα, δισάκια για να μεταφέρουν αντικείμενα και χοντρά ματαράτσια για να στίβουνε τις ελιές εκεί που δεν υπήρχε λιοτρίβι και τους ντορβάδες των λιοτριβιών. Τους ντορβάδες των λιοτριβείων τους γέμιζαν με αλεσμένο ελαιόκαρπο και τους τοποθετούσαν στο πιεστήριο, όπου από το ντορβά έβγαινε το λάδι, ενώ το λιοκόκι παρέμενε μέσα σε αυτόν. Οι δε τσοπάνηδες έφτιαχναν τράγιες κάπες για να κρατάνε ζεστασιά, αλλά είχαν και την ιδιαιτερότητα όπου μέσα από αυτές δεν περνούσε το νερό, όσο κι αν έβρεχε. Το νερό γλιστρούσε επάνω στις γιδότριχες και δεν περνούσε μέσα ήταν ένα είδος σημερινού αδιάβροχου. Επίσης με κόζινους ντορβάδες λαγάριζαν το θολωμένο νερό, και το λάδι από την μούργα.
Το γιδόμαλλο χρησιμοποιήθηκε και στις οικοδομές. Με αυτό παρασκεύαζαν και το κουρασάνι, ή το ανακάτευαν με την λάσπη και έχτιζαν ή σοφάτιζαν όπου με την βοήθεια του γιδόμαλλου γίνεται καλλίτερη στερέωση. Ακόμη με γιδόμαλλο έστρωναν τις γωνιές των τζακιών και των φούρνων. Αφού το ανακάτευαν με την λάσπη επίστρωναν τις γωνιές, για να είναι στέρεες και να μη δημιουργούν ρωγμές.
Η τσερέπα είναι ένα παραδοσιακό σκεύος μαγειρικής, που χρησιμοποιείται σαν φούρνος με ξύλα. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα πήλινο καπάκι, με το οποίο σκεπάζουμε το μεταλλικό ταψί μέσα στο οποίο ψήνεται το φαγητό. Το καπάκι αυτό έχει κάποιες ιδιαίτερες προδιαγραφές κατασκευής. Είναι από πηλό που έχει ζυμωθεί μαζί με «τραγόμαλλο» για αντοχή. Πιο παλιά, οι πολεμιστές και οι διάφοροι ιππείς χρησιμοποιούσαν τη σέλα. Η σέλα, ας πούμε, ήταν μικρό σαμάρι, κατασκευασμένο σχεδόν όλο από δέρμα. Για να μην πληγώνεται το ζώο, από την επαφή της σέλας με το κορμί του, ενδιάμεσα χρησιμοποιούσαν διάφορα υλικά. Έβαζαν χονδρό πανί ή τσόχα ή τραγόμαλλο ή συνηθισμένο ψαθί ή σαμάκι.
Ο τερζής, λέξη τούρκικη, ήταν ο ράφτης των χονδρών μάλλινων υφασμάτων.
Πήγαινε σε κάθε χωριό και μάζευε τα υφάσματα από τραγόμαλλο, που έκαναν στον αργαλειό οι γυναίκες. Έπαιρνε τα μέτρα των ανθρώπων κι έκοβε κομμάτια. Μετά έπαιρνε την σακοράφα κι έραβε τις κάπες ή καπότες, που φορούσαν οι βοσκοί κι άλλοι Έλληνες τον περασμένο αιώνα. Δεν ήταν εύκολη η δουλειά του τερζή, λόγω του πάχους και της δυσκαμψίας που είχε τούτο το χονδρό ύφασμα. Ο φραγκοράφτης, αντίθετα, είχε να κάνει με λεπτά υφάσματα. Η κάπα μετά το ράψιμο, ήθελε και ειδικό στρίφωμα για να μην ξεφτίσει. Χρησιμοποιούσε ειδικό εργαλείο, σαν τριπλή σαΐτα. Καασκευαζότα έτσι, όσο νερό και να έπεφτε πάνω της, ο τσοπάνος δεν βρεχόταν. Έκανε και τα διακοσμητικά σχέδια και τα κεντήματα που του ζητούσαν. Σήμερα το επάγγελμα αυτό το συναντάμε μόνο σαν επίθετο ανθρώπων.

Με γιδόμαλλο επιστρώνουν εσωτερικά οι καρδερίνες (γαρδέλια), την φωλιά τους, ενώ παλιά τα παιδιά κατασκεύαζαν μπάλα, πού ήταν ένα τόπι πέτσινο καλογεμισμένο με τραγόμαλλο πού το χτυπούσαμε με το χέρι.

«Ανυφαντής μας τη Λαμπρή
λαμπρά ’ναι φορεμένος.
Φορεϊ τράϊο πουκάμισο
και μια τριχιά ζωμένος.
Κομμάτι από παλιότσαργα
στραβά μαντηλωμένος.
Ανυφαντής μας πλούτηνε
κι άγόρασε μιά μούλα
Άπ’ τόνα πόδ’ ήτανε ’ τσή
κι’ άπ’ ’ άλλο δεν πατάει,
Άπ’ τόνα μάτι ήταν στραβή
κι’ άπ’ ’ άλλο δεν φωτάει».

Φώτο από το διαδίκτυο

ΤΟ ΚΑΤΡΑΜΙ

Συλλογή καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Το κατράμιπροέρχεται από την ιταλική λέξη catrameπου σημαίνει πίσσα, κατ’ άλλους προέρχεται από την αραβική (qaṭrān). Είναι ένα κολλώδες και ελαιώδες υγρό, συνήθως με υψηλό ιξώδες, που παράγεται από ανθρακοποίηση με απουσία του οξυγόνου. Χημικώς, αποτελείται από αρωματικούς υδρογονάνθρακες και ρητινικά οξέα. Είναι μια πολυσύνθετη χημική ουσία που αξιοποιείται από τον άνθρωπο εδώ και πολλούς αιώνες.

Ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι το κατράμι χρησιμοποιούνταν στην αρχαία Ελλάδα, από τον Ιπποκράτη ως φάρμακο όπως και για πολλές χρήσεις στην ξυλοναυπηγική. Επίσης, αναφέρεται ότι ο Ηρόδοτος γνώριζε για τη χρήση του κατραμιού από τη Βαβυλώνα. Ακόμη, από επιγραφές και σύντομες αναφορές του Πλίνιου ότι χρησιμοποιούσαν το κατράμι, που παραγόταν από ξύλο για τη στεγανοποίηση της στέγης και την προστασία πολύ μαλακών λίθων.

Κεντρική Σελίδα

Ο Τόπος μας

Παράδοση

Πολυμέσα

Ιστορία

Αναδημοσιεύσεις

Free Joomla! templates by Engine Templates