Μια ζωή την έβγαλα να είμαι ζαλιά κάπου 60 οκάδες φόρτο, μέσα στην νύχτα, στο
κρύο, στο χιόνι, σε κακοτοπιές, να έχω και του διαβόλου το κουμπί μη με τσακώσουνε και με μπουζουριάσουνε μέσα στα παλιοσίδερα...!
….Μια φορά, είχανε φερμένο ένα τσακαλιάρη νωματάρχη σκυλί, παλιοτόμαρο, λόγιαζε ότι τάχατις θα γίνει στρατηγός και δεν μας άφηνε σε χλωρό κλαρί και τότενες τα πράματα ζορίσανε. Τότενες είχαμε ένα λάγιο κεσέμι του κολέγα μου του Σπύρου, που το είχε αναθρέψει από την γέννα το έπαιζε με δαύτο και το είχε καμωμένο μάστορα, ίδιος άνθρωπος νόγαγε, μόνο μιλιά δεν έβγανε. Τότενες κανονίσαμε να κάνουμε μια γκέλα, για να περάσουμε τον καπινό από τ’ αποσπάσματα. Διαλέγαμε τον καιρό να μην είναι βροχερός, γιατί άμα βρεχότανε το πράμα, άναβε και χάλαγε, αλλά και βάραινε και άντε να το κουβαλήσεις ζαλιά. Πήραμε τραβιώντας το κεσέμι, να μην πονηριαστούνε στα χωριά που περνάγαμε, ότι τάχατις να το πάμε τάμα στους Αγιό – Θόδωρους στο Σωποτό, αλλά κωλώσαμε και στρίψαμε ντουγρού στην Μορόχοβα. Το Λεχούρι και το Λιβάρτζι, έβγανε ένα μπασμά καλό καπινό, αλλά σκεβόμαστε και τον έρμο τον δρόμο. Εκεί πήγαμε στο σπίτι του κολέγα μας, που μας περίμενε, κάτσαμε, ξαποστάσαμε, φάγαμε βραστό, ήπιαμε και κάνα δυο τρία κανάτια κρασί να στανιάρουμε λιγουλάκι και μετά, αφού στρίψαμε τσιγάρα, από το πράμα που θ’ αγοράζαμε για δοκιμή, το σακιάσαμε. Ο κολέγας έφερε και το καντάρι του το ζυγιάσαμε, κάναμε λογαριασμό, τόνε πλερώσαμε ντούκου και μόλις άρχισε να χαλουπώνει, ζαλωθήκαμε και φύγαμε. Το καπινό τόνε βάναμε μέσα στο ματαράτσι με σειρά και τον πατικώναμε καλά και στρωτά, για να χωρέσει μπόλικο. Στο γιόμισμα δεν δέναμε την μούση του, αλλά το ράβαμε με σπάγκο και μια σακοράφα, ανάρια - ανάρια για να μην παγαίνει ο χώρος στράφι και το ματαράτσι γινότανε παστάλι. Ευτούνα τα ματαράτσια που ’χαμε, χωράγανε ταμάμ εξήντα οκάδες. Ήθελε μαστοριά το πατίκωμα και ευτούνος, ο κολέγας μας στην Μορόχωβα, ήτανε μάνα ντεξής, σου το ’φκιανε ταμάμ μπαούλο. Κάπου - κάπου τήραγε πως και πώς να μας την κάνει, έβανε απόξω – απόξω το καλό για μόστρα και μέσα στην βουρλιά είχε τρουπωμένα και σαράπια πατόφυλλα, που ήσαντε μπίτι τούρκος. Μου ξίνιζε λίγο στην αρχή, αλλά δεν πάει στον διάβολο ευτούνα έχει το εμπόριο, και εγώ με την αράδα μου έτρωγα τους άλλους και έτσι δεν με τόσο κακοφαινότανε.
Για τους ώμους μας και την πλάτη μας, για να μην πληγιάζουμε απ’ την τριχιά και το βάρος, είχαμε σαγμένο κάτι μαξιλαράκια από κατσικοτόμαρο σαν διπλοπέταλα, γιομάτα κοζά με ψιλοπούπουλα από χήνα. Όταν κινάγαμε μπροστά πάγαινε ο Σπύρος τραβιώντας, το κεσέμι και εμείς λίγο ξοπίσω, παγαίναμε φορτωμένοι και οι τέσσερις από 60 οκάδες ο καθένας στην πλάτη, ζαλωμένοι το ματαράτσι σαν τις γυναίκες με τα λιανάδια. Το ζάλωμα το φκιάναμε με θηλιές, σε περίφτωση που πέφταμε σε ενέδρα, τσακ τραβάγαμε τις θηλιές, έπεφτε το φορτίο και εμείς λακάγαμε όπου βρούμε. Είχαμε και τα σιδερικά μας ζωσμένα στην ζωστήρα μας, σε περίφτωση που κιντυνεύαμε, είτενες από τους χωροφυλάκους, είτενες από άλλους κλέφτες, που θέλανε να μας αρπάξουνε το πράμα. Ο Σπύρος, άμα έπεφτε σε χωσιά, στους χωροφυλάκους, ευτούνοι σίγουρα θα τόνε σταματάγανε, γιατί θα νομίζανε ότι ήτανε κλεμμένο το κεσέμι. Είχε και ένα τσοκάνι το κεσέμι και το βουλώναμε με χορτάρια τάχατις να μην ακούγεται και άμα απαντάγαμε χωροφυλάκους ευτούνοι βλέποντας ότι το τσοκάνι είναι βουλωμένο, πονηριαζόσαντε και μέχρι να βρούνε την άκρη, κύλαγε η ώρα και έτσι εμείς σούρναμε απ’ αλλού. Ο Σπύρος που το ’ξερε καλά το ζωντανό του, τους έκανε κολπάκια με δαύτο και εκείνοι τότενες καταλαβαίνανε ότι ήτανε δικό του. Το κεσέμι, μόλις έβλεπε ξένο άνθρωπο πρόγκαγε, λες και το είχες ορμηνεμένο. Τότενες ο Σπύρος του σφύραγε και το φώναζε πολύ δυνατά! Φιοουού…. Ούρτ… Λάγιο μ’ ούρτ….λάγιο μ’…ούρτ! Όσες φορές έλεγε ούρτ ήτανε το σινιάλο πόσοι χωροφυλάκοι ήσαντε. Τότενες αλαφιαζόμαστε και εμείς και έτσι μας έδινε σινιάλο κι αλλάζαμε το στρατί μέσα από τους λόγγους. Αλλά μέχρι να προσπεράσουμε, ο Σπύρος τους τσάκωνε την κουβέντα για κάμποση ώρα, στρίβανε και τσιγάρο και έτσι δεν παίρνανε χαμπάρι. Μέσα όξω ξέραμε που φυλάγανε ενέδρα και έτσι είχαμε πάρει τα μέτρα μας και εμείς, είχαμε και ένα χωροφύλακα στην Δίβρη που τόνε πλανεύαμε δια μέσω ενός αλλουνού κολέγα που είχε μαγαζί στην Δίβρη.
Είχαμε ένανε δασκαλάκο στο χωριό παιδί χωροφύλακα, του πήρε ο διάβολος την γλώσσα, ήτανε τρανός ρουφιάνος και μας είχε γίνει σκουριά. Άλλη δουλειά δεν είχε να κάνει και όταν έπαιρνε χαμπάρι ότι λείπω από το χωριό μετά από δυο μέρες το παλιοτόμαρο παραφύλαγε στο έμπα του χωριού για να με ιδεί νύχτα που θα γυρίζω. Μπορεί ευτούνος να ήτανε κουτοπόνηρος, αλλά κι’ εγώ δεν πιανόμουνα. Είχα ορμηνέψει τον αδερφό μου τον Μήτσο και τον έπαιρνε από κοντά και έβλεπε που παραφύλαγε και πότενες έσουρνε και αλάργευε από την μεριά του. Φίλευα τον παπά με κάμποσο καπινό και ερχόμουνα πάντα Κυριακή βράδυ, και πάγαινα πρώτα στο καλύβι μου. Περίμενα κανά δυο ώρες, να φύγει ο δάσκαλος και μετά που μου ’δινε σινιάλο ο Μήτσος, το πήγαινα και το τρούπωνα μέσα στην εκκλησία τ’ Άη Θανάση, εκείνη που ήτανε πέρα στα μνήματα. Κανένας δεν πονηριαζότανε τι έκανα. Ευτούνο το έκανα για κάνα δυο χρόνους. Την άλλη φορά, έφερνα το πράμα στο χωριό, με έπαιρνε χαμπάρι ο δάσκαλος και αχάραγο τον φορτωνόμουνα και το πάγαινα σε μια καλύβα έρμη, μακριά από το χωριό που δεν πάγαινε το μυαλό κανενός. Μια μέρα πλακώσανε οι χωροφυλάκοι και ψάξανε τάχατις ουλούθε, αλλά τα παλιοζάγαρα δεν ζυγώσανε στην εκκλησία και έτσι ξεφτιλιστήκανε. Και μετά από ευτούνο το χουνέρι, δεν τον πολύ – πιστεύανε τον κολέγα τους, και ανάσανα λίγο.
Είχα και δικό μου χαβάνι που έκοβα και το κομμένο το πούλαγα σε καλή τιμή, αλλά πούλαγα και πολύ άκοπο φύλλο. Το χαβάνι το έκρυβα πίσω από τον φούρνο, είχα φτιαγμένο μια τρούπα, χαμπηλά στο ριζάφτι του φούρνου τράβαγα την στάχτη το τρούπωνα και μετά ξανά μάζωνα την στάχτη και δεν ψαχουλευότανε κανένας. Ούλη την νύχτα ότι δεν πάγαινα για πράμα, έκοβα κάργα. Το έβανα σε ένα μισόσακο, το έδενα και μετά το έχωνα μέσα σε τρανά με τ’ άχερα το φόρτωνα το πρωί στ’ άλογο και πάγαινα τα άχερα στα χωράφια. Από εκεί το έδινα στους κολέηδές μου!
Είχα κι ένα κολέγα στην Πάτρα, είμαστε αδερφικοί φίλοι από τότενες που είμαστε φαντάροι και ευτούνος δούλευε εργάτης στο τελωνείο και μου έφερνε κάργα Ιταλικές εφημερίδες, με το αζημίωτο βέβαια. Εγώ τις έπαιρνα μπίτι φτηνές και τις μοσχοπούλαγα. Είχα ένα φίλο στην Πάτρα που γύρναγε μ’ ένα αμάξάκι με είδη προικός. Ευτούνος πάγαινε στον φίλο μου στην Πάτρα του έδινε τις εφημερίδες, ευτούνος τις τρούπωνε μέσα στην πραμάτεια του και μου τις έφερνε, με το αζημίωτο βέβαια. Έβγανε καλό μεροκάματο. Τότενες απαγορευότανε το τσιγαρόχαρτο, και στρίβανε τσιγάρο με πούσι και με κάτι παλιόχαρτα, αλλά ήτανε χοντρό και δεν έκανε. Η Ιταλική εφημερίδα ήταν μάνα, τι να πω; Έκαμα λεφτά με δαύτηνε, πούλαγα κάργα. Μου ’λεγε κάποτις ένας γιατρός, ότι τάχατις το μελάνι, που έχει η εφημερίδα, κάνει ζημιά στα σωθικά του ανθρώπου. Εγώ στα μπαγάδια μου, λεφτά ήθελα να ’κονομήσω, ευτούνο με μάρανε τώρανες, αν κάνει ή δεν κάνει. Εγώ του λόγου μου, πολλές φορές έβανα τον αδερφό μου τον Μήτσο και μάζωνε φύλλα από ψίληθρα, τα ξεραίναμε μέσα στην καλύβα και μετά λίγα – λίγα το χαρμανιάζαμε με το αφίρι πράμα και δεν έπαιρνε κανείς χαμπάρι, έχουνε καπινίσει ψίληθρο…! Τον καπινό όταν τον φέρναμε για να είναι βαρύς (σκληρός) τον μπουχίζαμε με νερό από λιωμένες κοτσιλιές, και κάμποσες φορές και με τσίπουρο. Δεν μπάει στον διάβολο είχα καμωμένο πολλά τέτοια.
Μια φορά ήθελα να πάω στο Λεχούρι ν’ αγοράσω πράμα. Μου είχανε ειπωμένο ότι στα Τριπόταμα, εδεκεί οι χωροφυλάκοι είχανε πιάσει ένα σπίτι κοντά στο γιοφύρι και είχανε και ένα σκυλί, χάμου στο γιοφύρι. Του πήρε ο διάβολος την λύσσα, ακρίδα να πέρναγε αγουριώτανε ούλη την νύχτα. Τότενες, είχα πάει σε ένα κολέγα και μου ’φκιασε φαρμάκι από φονόχορτο και από κουκούτσια πικραμυγδαλιάς. Διαβαίνοντας από την Δίβρη, αγόρασα δυο τρία λουκούμια, τάχα να φιλέψω ένα βαφτιστηράκι που είχα. Στον δρόμο που παγαίναμε βρήκαμε ένανε που έσφαζε μια γίδα και του γυρέψαμε λίγο πλεμόνι, τάχατις να το ψήσουμε και να το φάμε. Το φαρμάκι το έβαλα μέσα σε λουκούμια, γιατί ήτανε πικράδι και μετά έσκισα το στο πλεμόνι το έβαλα μέσα και το έσαξα καλά. Την άλλη μέρα έμαθα ότι το πήρανε οι χωροφυλάκοι και το σαλντήξανε πάρα κάτου στο ποτάμι.
Ούλες τις φορές όταν πούλαγα πράμα λίγο – λίγο, ούλους τους έτρωγα στο ζύγι, ήξερα ποιοί ήσαντε κουτοκιάπες, τους έκοβα από μακριά, τους φίλευα και καμιά εφημερίδα για τσιγαρόχαρτο και υποχρεωνόσαντε. Μια φορά είχαμε φέρει 240 οκάδες και επίτηδες κράταγα τεφτέρι και όταν ξεπούλησα είχα πουλήσει κοντά τρακόσιες! Όταν ξεμένανε από καπινό απάνου στα χωριά, εφτούνοι δεν καρτεριόσαντε, του διαβόλου η πίπα είναι τρανή αρρώστεια. Λυσσάγανε και έτσι άργηγα να τους το πάω και όταν πάγαινα τους έδινα λιψώτερο από την παραγγελιά για να κρατάου ψηλά την τιμή. Ευτούνοι δεν τηράγανε ούτενες για τιμή ούτενς το ζύγι. Εγώ πρου το είχα ζυγιασμένο και χώρια του καθενούς από το σπίτι μου. Είχα και κανά εφτάρι, τρουπίτες που τηράγανε να με χώσουνε μέσα, μια βερεσέ, δυο βερεσέ, αλλά τρίτη δεν είχε, και μια φορά για να πάρω τα λεφτά μου, του μοστράρισα το σιδερικό μου. Ένας άλλος που μου χρώσταγε, μ’ έδωκε στον νωματάρχη, αλλά έννοια σου, τόνε ταχτοποίησα, έβαλα ένα κολέγα μου και του ξέκοψε, από το κοπάδι καμιά εικοσαριά σφαχτά και τα πέρασε πέρα του Βελημάχι και πάνε καλιά τους. Όχι θα τον άφηνα έτσι! Κι από κείθενες και δώθε έβαλε μυαλό…!